ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
«Αναχώρηση για την
Πατρίδα»
ποίημα, 1953
«Αναχώρηση για την Πατρίδα»
Είμαι η Εκάβη που
πενθεί τα χαμένα παιδιά της
βέλη σκληρά τα
διαπεράσαν
στη μάχη της Τροίας
κι’ όσα γλυτώσαν
έφυγαν σε μακρυνό ταξίδι
ανοίγοντας φτερό
— Θροεί το δέντρο με το πρώτο χάραμα
σύννεφο από
κελαϊδισμούς ρίχνει το φύλλωμά του —
κι’ άλλα πιαστήκανε
σε ξόβεργα.
Άλλα μισέψανε για
πάντα.
Κι’ άλλα κινήσαν να
επιστρέψουνε
απ' το μεγάλο δρόμο
του Οδυσσέα.
—«Αμέτε στο καλό ! Κι’ ο Θεός μαζί σας !»
Έχω φυλάξει μέσα
στο σεντούκι μου
κορδέλλες απ' τις
παιδικές τους ώρες
φωτογραφίες
κιτρινισμένες
για να τις βρουν
στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας :
Στόμα άδολο, βλέμμα
παιδιού που καίει η δίψα
των πειρατών
προγόνων.
Είχαν τον ίδιον
ήλιο στη φωνή
την ίδια ασίγαστη
λαχτάρα
που τάσπρωχνε στης
θάλασσας το ερωτοπάλαιμα.
Φτάναν τα μεσημέρια
από τ' ακροθαλάσσι
από τον άγριο πόντο
πούβαψε τα μάτια τους
με νοσταλγία,
την ίδια δίψα είχαν
στο βλέμμα
των πειρατών
προγόνων τους
τον ίδιον ήλιο στη
φωνή :
...«—Έχω στημένο
ένα καράβι στα σκαριά
για να κουρσέψω την
Καλή την Κυρά-Θάλασσα...
Σωπάζει ξαφνικά η
φωνή στο πλάϊ σου,
κατά πού τράβηξαν ;
Πήραν την αυλακιά
που ανοίγουν τα δελφίνια ;
Ή βράχο-βράχο
περπατούν ψάχνοντας για κοχύλια ;
(Αλάτι πικρό έχει
πήξει στις λακκούβες τους).
...«—Μάνα καλή, μάνα πικρή
πάω να κουρσέψω τη
Μεγάλη Θάλασσα
μ’ ένα σκαρί
θαλασσινό
κατράμι μέσα κι’
όξω καλαφατισμένο
του ταξιδιού ν’
αντέξει την αρμύρα...»
Ψηλό χοχλάδι σαν
χαλάζι σκέπασε τη μνήμη τους
τώρα που οι άνεμοι
θαλασσινοί
σγουραίνουν τα
μαλλιά τους.
Τις παιδικές
κορδέλλες τους έχω φυλάξει
για να τις βρουν
στο γύρισμα γελώντας και δακρύζοντας—
Κινούν τα
γλαροπούλια απ' το γιαλό
χαιρετισμού σινιάλο
:
—«Αμέτε στο καλό, κι' ο Θεός μαζί σας !»
ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ
[ το
ποίημα της Μελισσάνθης
«Αναχώρηση για την Πατρίδα»
δημοσιεύθηκε
στο περ.
«Αναγέννηση»
Διευθυντής:
Άρης Δικταίος,
Χρόνος
Α’, φύλλο Α’, Αθήναι,
1
Φεβρουαρίου 1953, (σ. 22). ]
[ το
πρωτότυπο ποίημα σε πολυτονικό.
Εδώ
υποχρεωτική απίσχνανση ελλείψει πολυτονικής γραμματοσειράς. ]
Λόγος Έμφρων