Γιάννης Ξενίκας - "και αναβήναι εκείνην την ανάβασιν και ιδείν..." - φωτογραφία - ΕΙΚΑΖΕΙΝ

 


« και αναβήναι εκείνην την ανάβασιν και ιδείν… »

 

 


 

φωτογραφία: Γιάννης Ξενίκας



ΒΧΑ - "Τα προσόντα των Φυλάκων στην Πολιτεία του Πλάτωνος" - The prerequisites for Guardians in Plato's Republic - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ




Τα προαπαιτούμενα προσόντα των Φυλάκων – Πλάτωνος «Πολιτεία»

The prerequisites for Guardians in Plato’s Republic

 

«ημέτερον έργον ημών των οικιστών τάς βελτίστας φύσεις αναγκάσαι αφικέσθαι προς το μάθημα»

 

   Στο Ζ’ βιβλίο της «Πολιτείας» του Πλάτωνος υπάρχει η πασίγνωστη ρήση «δικό μας έργο, εμάς των οικιστών (αυτού του Κράτους) είναι να εξαναγκάσουμε τις βέλτιστες εκ των φύσεων να φθάσουν προς το μάθημα, εκείνο το οποίο είπαμε προηγουμένως ότι είναι το μέγιστον, δηλαδή να ιδούν (: θέαση) το αγαθόν και να ανέβουν εκείνη την ανάβαση (: τραχώδη ανάβαση) και, όταν και εάν εφόσον ανέβουν δούν ικανώς (: επαρκώς), να μην τους επιτρέπουμε τώρα αυτό που τώρα τους επιτρέπεται».

 

   Πρέπει να υπομνηματίσουμε ότι ο όρος « οικισταί » εισάγεται στο Β’ βιβλίο της «Πολιτείας». Έχει ήδη προηγηθεί στη συζήτηση η δημιουργία της «υγιούς» πόλεως, κατόπιν η δημιουργία της επαυξημένης πόλεως, κατόπιν τα αίτια της γένεσης του πολέμου, κατόπιν η ανάγκη ύπαρξης φυλάκων, κατόπιν η ανάγκη απόλυτης εξειδίκευσης των φυλάκων, κατόπιν η ανάλυση ποίων και τί είδους φύσεων είναι οι κατάλληλες που πρέπει να διαθέτουν οι φύλακες, κατόπιν η αγωγή και η εκπαίδευσις  των φυλάκων, η Γυμναστική, η Μουσική. Στη Μουσική κατατάσσεται και η λογοτεχνία. Τίθεται λοιπόν το ζήτημα της λογοκρισίας ως προς την επιλογή των μύθων και ορίζεται ποίοι μύθοι πρέπει να απαλειφθούν από τη διδασκαλία: οι μύθοι που ομιλούν περί έριδος (inner conflict).

  Τότε λοιπόν ο Σωκράτης απαντά στον Αδείμαντο:

«δεν είμεθα ποιηταί, αλλά οικισταί πόλεων. Οι οικισταί χρειάζεται να ξέρουν μόνον τους τύπους, επάνω στους οποίους θα συνθέσουν τους μύθους των οι ποιηταί, και από τους οποίους δεν θα τους επιτρέπουν να απομακρύνωνται. Δεν θα συνθέτουν όμως και οι ίδιοι (οι οικισταί) μύθους»

  Αμέσως μετά τίθεται το ζήτημα: «Ποίοι θα είναι οι τύποι των μύθων σχετικά με τους θεούς;»

  Ορίζονται δύο νόμοι περί θεών ή καλύτερα περί παρουσίασης των θεών στους μύθους:

/ - 1ον: Ο Θεός αίτιος μόνον των καλών πραγμάτων και όχι των κακών.

/ - 2ον: Οι θεοί δεν μεταμορφώνονται. Οι θεοί δεν εξαπατούν με ψευδείς λόγους-πράξεις. Οι θεοί μισούν το ψεύδος.

 

  Η δεύτερη αναφορά στον όρο «οικισταί» γίνεται στο Γ’ βιβλίο της «Πολιτείας»

  «Τοιουτοτρόπως θα νομοθετήσης εις την πόλιν, την οποίαν συνοικίζομεν…»

 Η συγκεκριμένη νομοθεσία περί ής γίνεται λόγος, αφορά την συμπεριφορά των φυλάκων ως προς τα ερωτικά. Εισάγεται η διάκριση αληθινός έρως (που θα πρέπει να είναι ο στόχος) και όχι σαρκικός έρως.

 

  Ας επανέλθουμε τώρα στη φράση «βελτίστας φύσεις» και ας ανιχνεύσουμε με βάση το κείμενο της «Πολιτείας» τί μπορεί να εμπεριέχει. Η απάντηση ή μέρος της επίλυσης της απορίας μας οδηγεί στο ΣΤ’ βιβλίο της «Πολιτείας», Πριν από αυτό όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε αρκετά πίσω, στο Β’ βιβλίο της «Πολιτείας», εκεί που είχαν παρατεθεί αρχικώς τα προσόντα των φυλάκων. Υπενθυμίζουμε ότι στο Β’ βιβλίο δεν έχει γίνει ακόμη η διάκριση ανάμεσα στις δύο υποκατηγορίες φυλάκων, εκείνης των επικούρων, και εκείνης των παντελών. Στο Β’ βιβλίο οι φύλακες είναι ακόμη μία ομοιογενής ομάδα και δεν έχει τεθεί ακόμη το ζήτημα προαγωγής (ανοδικής κινητικότητας) και στασιμότητας ανάμεσα σε αυτούς. Ως προς το ζήτημα της καθαίρεσης των φυλάκων και ένταξής τους στην ομάδα των δημιουργών το κείμενο της Πολιτείας είναι ασαφές, αν όχι πλήρως ελλιπές

   Στο Β’ βιβλίο λοιπόν της «Πολιτείας» είχαν παρουσιασθεί τα προσόντα των φυλάκων συλλήβδην, ουσιαστικά όμως, μετά την μεταγενέστερη εμφανισθείσα διαίρεση εκείνη που θα παρουσιασθεί για πρώτη φορά στο Γ’ βιβλίο και θα διαχωρίζει ανάμεσα σε επίκουρους και παντελείς, των επικούρων.

 

  Τα προσόντα των επικούρων: (Β’ βιβλίο)

  Ποίαι και τι είδους φύσεις είναι κατάλληλες προς φρούρησιν της Πόλεως;

  Ας επαναληφθεί άλλη μία φορά: εδώ ακόμη πρόκειται για όλους τους φύλακες ανεξαιρέτως (τους από το Γ’ βιβλίο και ύστερα διαιρεθέντες σε επικούρους και παντελείς).

/- 1ον: πρέπει να έχουν τα προσόντα του σκύλου:

α) ανακάλυψη του εχθρού,

β) ελαφρότητα προς καταδίωξιν του εχθρού,

γ) δύναμη για να νικήσει τον εχθρό.

/ - 2ον: ανδρεία.

[Ας υπενθυμίσουμε ότι η ανδρεία είναι θεμελιώδες προσόν για τον φύλακα. ]

/ - 3ον: να είναι θυμοειδούς χαρακτήρος (άφοβος).

Χαρακτηριστικό μέρος της ψυχής: το θυμοειδές.

Καθορίζεται ρητά ότι ο θυμός καθιστά την ψυχήν άφοβον μπροστά σε οποιονδήποτε κίνδυνον.

/ - 4ον: δυϊσμός: α) ήμεροι προς συμπολίτας, β) άγριοι μόνον απέναντι των εχθρών.

Ο χαρακτήρ τους λοιπόν πρέπει να είναι: «και ήμερος και θυμοειδής», πράγματα εναντία και ασυμβίβαστα.

/ - 5ον: εκ φύσεως φιλόσοφος.

/ - 6ον: φιλομαθής. Βασικό προσόν η «φιλομάθεια».

 

  Ο Σωκράτης επανέρχεται σε μία σύνοψη των προσόντων των φυλάκων: (Β’ βιβλίον)

 Η σειρά εδώ ιεραρχείται κάπως διαφορετικά

/ - φιλόσοφος (ψυχή)

/ - θυμοειδής (ψυχή)

/ - ταχύς (σώμα)

/ - δυνατός (σώμα)

 

  Στο Β’ βιβλίο αφού παρατεθούν τα προαπαιτούμενα προσόντα των φυλάκων η συζήτηση μεταβαίνει στο ζήτημα της αγωγής και εκπαίδευσης των φυλάκων.

 

 

  Με την εκκίνηση του ΣΤ’ βιβλίου της «Πολιτείας» ορίζεται  ότι οι φρουροί της Πολιτείας («παντελείς») θα πρέπει να γίνουν εκ των φιλοσόφων (των υπαρχόντων σε λοιπές πόλεις) μόνον όσοι:

/ - ημπορούν να φθάσουν εις την γνώσιν εκείνου, που υπάρχει πάντοτε τελείως αναλλοίωτον (δηλ. του αγαθού),

και όχι οι λοιποί φιλόσοφοι που στρέφονται γύρω εις τα πολλά και πάντοτε μεταβαλλόμενα πράγματα (τα επιφανειακά, τα ευμετάβλητα, τα φαινομενικά).

   Μόνον οι πραγματικοί αυτοί φιλόσοφοι (: οι έχοντες γνώσιν του αγαθού) μπορούν να γίνουν φρουροί της Πόλεως για να είναι ικανοί να φυλάξουν αμετάβλητους και τους νόμους και τας διατάξεις της Πολιτείας.

  [ Μία μικρή παρένθεση: οι θεμελιώδεις νόμοι της «Πολιτείας» δεν πρέπει να είναι πάνω από δεκαπέντε, δηλαδή εκείνοι που έχουν τεθεί από τους «οικιστάς» προς την πρώτη γενηά των κατοίκων αυτής της Πολιτείας. Προσωπικά, αν δεν έχω πέσει έξω στους υπολογισμούς, έχω καταμετρήσει δεκατρείς τουλάχιστον.

  Εδώ ας υπομνηματισθεί ότι υπάρχει ένα κενό ως προς την δημιουργία της πρώτης γενηάς/σειράς αυτών των κατοίκων. Μπορεί να υπάρχει μεν το «γενναίον ψεύδος» (noble lie), μπορεί να υπάρχει επίσης στο τέλος του έργου το σχέδιον του πώς μπορεί να εκκινήσει η «Πολιτεία», ένα τέχνασμα απάτης, όπου πρώτα θα αφήσουν τους κατοίκους μίας κανονικής πόλεως να εξέλθουν το θέρος στις εξοχές και μετά δεν θα τους επιτρέψουν να εισέλθουν στα τείχη της πόλεως, αλλά θα επακολουθήσει μία μορφή «παιδομαζώματος» ώστε να αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα της νεοσύστατης πόλης, αλλά δεν προσδιορίζεται ποιοι θα είναι οι παιδαγωγοί της πρώτης αυτής σειράς, προφανώς οι οικισταί, ούτε επίσης πώς θα επιλυθεί το πρόβλημα της άμεσης χρείας φυλάκων, αφού αυτοί δεν θα έχουν ακόμη παραχθεί από το σύστημα, και φυσικά ένα σωρό άλλα προβλήματα.  ]

  Επανερχόμενοι λοιπόν στο ΣΤ’ βιβλίο της «Πολιτείας» βλέπουμε ότι ο Πλάτων μεταβαίνει από την αμεταβλητότητα της ιδέας του αγαθού στην αναγκαιότητα για το αμετάβλητον των νόμων της Πολιτείας.

  Η «Πολιτεία», όπως κάθε ουτοπία, όπως έχουν ερμηνεύσει οι κοινωνικοί διανοητές που ενασχολήθηκαν με τις «ουτοπίες», χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτό το θεμελιακό χαρακτηριστικό, την μη μεταβολή.  Οι πραγματικές όμως κοινωνίες, όπως επισημαίνουν οι θεωρητικοί της σύγκρουσης, χαρακτηρίζονται από την κοινωνική σύγκρουση. Στην ουσία πρόκειται για ένα στατικό μοντέλο (ή σχετικώς στατικό, γιατί με πολύ περιορισμένο, προσεκτικό και βραδύ ρυθμό επιτρέπεται κάποια αργή και ήπια μικρομεταβολή) απέναντι σε ένα δυναμικό μοντέλο.

  Σε αυτή την μη μεταβολή στηρίζονται και οι σαφείς οδηγίες των οικιστών προς τους φύλακες να διαφυλάττουν την παιδεία και να μην επιτρέπεται καμμία μεταβολή σε αυτή, ούτε στη μουσική, ούτε σε κάποιο άλλο μάθημα.

  Φυσικά ο Πλάτων, ως μέλος της ελίτ, είχε βιώσει για τον εαυτό του και για την ομάδα του τα μειονεκτήματα της κοινωνικής μεταβολής και της διαρκούς κοινωνικής αλλαγής που βίωνε η Αθήνα τουλάχιστον κατά τον Ε’ αιώνα π.Χ., από τις διαρκείς απόπειρες εκ μέρους των ριζοσπαστών δημοκρατικών να εισάγουν στην εκκλησία του δήμου ψηφίσματα και να επιφέρουν αλλαγές στο πολιτικό σύστημα αλλά και στο σύστημα των κοινωνικών θέσεων, αν όχι των κοινωνικών τάξεων.

  Δεν είναι τυχαίο ότι εχθρός του ήταν η «πολυπραγμοσύνη» των Αθηναίων, κάτι για το οποίο και οι ίδιοι κομπορρημονούσαν αλλά και οι εχθροί τους τους το αναγνώριζαν. Και όπως μας απέδειξαν κλασσικιστές λόγιοι όταν εννοούμε «πολυπραγμοσύνη» εννοούμε «καινοτομία».  Με την «πολυπραγμοσύνη» επίσης συγχέονται τα όρια μεταξύ κοινωνικών ομάδων ή κοινωνικών τάξεων, καθώς νέες παράμετροι εισάγονται στην προσμέτρηση των παραμέτρων του status, πέραν εκείνων που ήταν καθιερωμένες και σχεδόν αδιαπέραστες σε σχετικώς πιο «άκαμπτα» πολιτικοκοινωνικά συστήματα ή έστω σε συστήματα που η αλλαγή στην πολιτική ηγεσία δεν επηρέαζε τα κατεστημένα συμφέροντα, το γόητρο, και την κοινωνική αποδοχή των ομάδων και υπο-ομάδων που ήδη είχαν κατακτήσει και διατηρούσαν κάποια προνόμια. Αυτή η παραεισαγωγή νέων παραμέτρων κοινωνικής αναγνωρισιμότητας και κοινωνικής και πολιτικής ανάδειξης που μπορούσε να επιτευχθεί μέσω της «πολυπραγμοσύνης» και των επιτεύξεων σε νέους για τότε τομείς δραστηριοτήτων προφανώς και θα πρέπει να ενοχλούσε τα μέλη κάποιων ελίτ, δεδομένου ότι αυτές οι ελίτ, και δεν είχαν το κίνητρο, αλλά ούτε και τη γνωστική σύγκρουση που να τους οδηγούσε στην «καινοτομική αναζήτηση» νέων δρόμων και δραστηριοτήτων. 

   Εξάλλου όταν νέες, ιδιαίτερα εντελώς καινοφανείς, δραστηριότητες εισάγονται, δεν έχουν καθοριστεί ακόμη πλήρως τα κριτήρια αξιολόγησης και κατάταξης, δεν έχουν επικυρωθεί δηλαδή τα σαφή όρια και μετρήσιμα χαρακτηριστικά αξιοσύνης και κατάταξης σε πινάκια και σταθμίσεις αξιοκρατίας.

  Η αξιοκρατία που στην «Πολιτεία» επέχει καθοριστικό ρόλο για την ανέλιξη κάποιου στην τάξη των επικούρων, και ιδίως των παντελών, είναι εντελώς διαφορετική από την αξιοσύνη που υποστηρίζει ο Περικλής στον περίφημο «Επιτάφιο» λόγο του, τον διατυπωμένο από την γραφίδα του Θουκυδίδη.

  Πέρα όμως από ζητήματα κοινωνικής κινητικότητας, και εδώ εννοούμε ανοδικής, κάτι ιδιαίτερα περιορισμένο στην «Πολιτεία» και μόνον σε μικρή ηλικία, ώστε να επιτρέπεται στο παιδί κάποιου δημιουργού να επιλεγεί και να ενταχθεί στην τάξη της μαθητιώσας ομάδας των φυλάκων, ενώ σε θεωρητική τουλάχιστον βάση, ανοικτής στη θεωρητική ανάλυση περί δημοκρατίας όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τον «Επιτάφιο» του Περικλέους, αλλά και από τον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνος, που και αυτός πίσω από το ζήτημα του διδακτού της αρετής, είναι ουσιαστικά ένα κείμενο θεωρίας της δημοκρατίας, η ανώτατη μορφή αξιοκρατίας, μετά εννοείται από αλλεπάλληλους, μόνιμους και διαρκείς ελέγχους και παγιδεύσεις, που μπορεί να υπάρξει στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος είναι εκείνη της προαγωγής ενός φύλακα από την κατηγορία των «επικούρων» στην κατηγορία των «παντελών».

   Τώρα στο ΣΤ’ βιβλίο της «Πολιτείας» τίθεται το ερώτημα: ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν αυτοί οι καλοί φρουροί (δηλαδή οι παντελείς / φιλόσοφοι-βασιλείς).

  Ας έχουμε υπ’ όψιν ότι κατ’ ουσίαν από το Β’ βιβλίο και εξής παρεμφερή ερωτήματα θέτουν προς τον Σωκράτη οι δύο βασικοί συνομιλητές του, τα αδέλφια του Πλάτωνος, ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος, και ότι κατ’ ουσίαν ένα ερώτημα που έχει τεθεί από τον έναν αδελφό προς τον Σωκράτη σε ένα προγενέστερο βιβλίο, αντίστοιχο ερώτημα τίθεται από τον άλλο αδελφό σε μεταγενέστερο βιβλίο. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο Βιλαμόβιτς υποστήριξε, πώς στην ουσία το Α’ βιβλίο της Πολιτείας ήταν ένας αρχικός διάλογος και αυτόν τον διάλογο επεξέτεινε αργότερα ο Πλάτων.

 

  Τα χαρακτηριστικά των «παντελών»

 Τα προαπαιτούμενα προσόντα των «παντελών»

Η φύσις και ο ιδιαίτερα προικοδοτημένος χαρακτήρ τους:

 

  Σύμφωνα με την ανάλυση του ΣΤ’ βιβλίου οι φιλόσοφοι θα πρέπει να:

/ -1.  είναι φιλομαθείς προς το αγαθόν («φιλομάθεια»)

/ -2.  μισούν το ψεύδος, να τρέφουν μία φυσική απέχθεια προς το ψεύδος («αψεύδεια») [485 c]

[εδώ ας κρατηθεί η παρατήρηση του Βιλαμόβιτς ότι οι δάσκαλοι τρέφουν ή πρέπει να τρέφουν «απέχθεια» προς το ψεύδος όταν αυτό εκφράζεται από τους μαθητές τους (αντιγραφή, κλπ)]

/ - να έχουν αγάπη προς την αλήθειαν («σοφία»)

 “o πραγματικώς φιλομαθής ευθύς εκ νεαράς ηλικίας αγαπά και επιζητεί μετά πάθους την πάσαν αλήθειαν» [485 d]

/ -3α. η εγκράτεια: δηλαδή η περιφρόνηση προς τας υλικάς απολαύσεις του σώματος («σώφρων»)

/ - 3β. η αφιλοχρηματία: να είναι αφιλοχρήματοι

 «ουδαμή φιλοχρήματος»  [485 e]

/ - 4α. να μην έχει τίποτε το ταπεινόν (η ψυχή του φιλοσόφου)

/ - 4β. να μην έχει το ανελεύθερον (η ψυχή του φιλοσόφου)

 «μη μετέχουσα ανελευθερίας»  [486 a]

H μικρολογία είναι ασυμβίβαστη με την ψυχή που αναζητά το αγαθόν.

/ - 5. να είναι άτρομη απέναντι στο θάνατο. [486 b]

Η ψυχή του φιλοσόφου (παντελούς) δεν πρέπει να αισθάνεται φόβο μπροστά στο θάνατο

  (Σε αυτό φυσικά ρόλο παίζει και η επιβληθείσα λογοκρισία που έχει επιβληθεί στην παιδεία του συγκεκριμένου συστήματος, η απαγόρευση μύθων που εισάγουν το στοιχεί του φόβου, π.χ. η Μορμώ, κ.α. )

Το ξεπέρασμα του φόβου του θανάτου.

Αιτιολόγηση: η διάνοια εκείνη, η οποία περιλαμβάνει στην θεωρία  της την αιωνιότητα του χρόνου και το άπειρον της ουσίας είναι λογικό να μην δίδει σημασία για την ανθρωπίνην ζωήν που είναι φθαρτή και παροδική και ασήμαντή μπροστά στην αιωνιότητα.

/ - 6. άρα, όχι δειλός   [485 b]

 

 

 

 

 

 

 

Πρώτη σύνοψις χαρακτηριστικών φιλοσοφικής φύσης:

    Όπως είδαμε και στο Β’ βιβλίο που προσμετρήθηκαν τα χαρακτηριστικά και τα προαπαιτούμενα των φυλάκων και συνοψίσθηκαν, έτσι τώρα και εδώ, στο ΣΤ’ βιβλίο [486 b], επανακαταμετρώνται και συνοψίζονται τα χαρακτηριστικά, τα προαπαιτούμενα δηλαδή, των παντελών.

  Στο 486 b του ΣΤ’ βιβλίου της «Πολιτείας» γίνεται η πρώτη σύνοψις των απαιτούμενων χαρακτηριστικών με τα οποία θα πρέπει εκ φύσεως να είναι προικισμένη εκείνη η φιλοσοφική φύσις που θα ερευνήσει το αγαθόν.

/- 1. «κόσμιος»: εγκρατής στις επιθυμίες του

/- 2. «μη φιλοχρήματος»: αφιλοχρήματος

/-3. «μηδέ ανελεύθερος» απαλλαγμένος από ταπεινότητα

/- 4. «μηδέ αλαζών»: απαλλαγμένος από φιλαυτία.

/- 5. «μηδέ δειλός»: όχι δειλός, άρα ανδρείος,

 

 [ Ως προς το ζήτημα της «αλαζονείας», κάτι που φυσικά το καυτηρίαζε ολόκληρη η ελληνική κλασσική πολιτική σκέψη, ασχέτως εάν προερχόταν από συντηρητικές βάσεις ή εάν προερχόταν από προοδευτικές, θα πρέπει επίσης να επιτονισθεί και η υποχρέωση που αναφέρει ο Πλάτων στο Ζ’ βιβλίο των παντελών απέναντι στους συμπολίτες/κηδεμονευόμενούς τους: να μην έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν αφενός ούτε τους κόπους αλλά αφετέρου και κυρίως αυτό, ούτε τις τιμές με τις οποίες αυτοί θα τους τιμούν. Η άρνηση εκ μέρους των παντελών αποδοχής των τιμών που θα τους προσέφεραν ή θα τους απέτιαν οι «δημιουργοί», - [: ως «πολίται» αυτή η πολύαριθμη σε σχέση με τις δύο άλλες ομάδες ομάδα, που ενασχολείται με τις παραγωγικές διαδικασίες, δεν μπορεί φυσικά να χαρακτηρισθεί, αφού της έχουν εξ αρχής αφαιρεθεί τα πολιτικά δικαιώματα, ιδίως εκείνο της συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων] - ανεξαρτήτως του εάν αυτές οι τιμές ήταν κατώτερες ή ανώτερες (της αξίας και της προσφοράς τους),  θα έκρυβε ένα είδος κοινωνικού σνομπισμού, μίας «αλαζονείας», μίας κοινωνικής απόρριψης, άρα και ρωγμής στο ιδεατό αυτό, κατά τον Πλάτωνα, εποικοδόμημα.

  Ο Πλάτων επίσης στο ιδεατό κατ’ αυτόν σύστημα δεν ενδιαφερόταν να παράξει εξαιρετικά άτομα, εν προκειμένω τους «παντελείς», για την δική τους μόνον και μόνον, καθ’ εαυτήν δηλαδή «θέαση του αγαθού», αλλά μόνον ως μέλη μίας συλλογικότητας, έστω και ολιγάριθμης, αποκλειστικά προσανατολισμένης στο κοινό όφελος και στην προστασία (κηδεμονίαν και φύλαξιν) του πλήθους «δημιουργών».

   Στο έργο δεν αναφέρεται ευκρινώς η ποσόστωση μεταξύ «παντελών» και «επικούρων», πέραν ότι οι «παντελείς», όπως και το «λογιστικόν» το ανώτερο τμήμα της ψυχής είναι το μικρότερο σε έκταση σε σχέση με τα υπόλοιπα, και δεν αναφέρεται επίσης η περίπτωση όπου κάποια κοόρτη θα παρήγαγε πολλούς και εξαίρετους υποψηφίους για τις θέσεις των «παντελών», δηλαδή μια φουρνιά υπερπροσοντούχων ή καλύτερα απανωτές φουρνιές υπερπροσοντούχων, κάτι που έχει επισημάνει ως σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα για ένα πολιτικό και γραφειο-διοικητικό σύστημα ο Johan Galtung, ενώ σε κάποια άλλη κοόρτη μπορεί να εμφανιζόταν μεγάλη έλλειψη και αδυναμία κάλυψης των θέσεων των «παντελών».  Μία εν δυνάμει απάντηση, αλλά όχι ευθεία, είναι εκείνη της δημιουργίας «αποικίας» και «αποικιών» όταν αυτή η ιδεατή «Πολιτεία» μεγαλώνει σε μέγεθος πέραν του επιτρεπτού και του αρεστού για τους «οικιστές» της.

   Εάν λοιπόν εκ φύσεως έχει τα ανωτέρα χαρακτηριστικά της πρώτης αυτής συνόψισης τότε η ψυχή δεν μπορεί να γίνει «δυσξύμβολος» [: ~ δυσσυμβίβαστος] και «άδικος».

  Άρα θα πρέπει να εξεταστεί και αυτό προσέτι για την ψυχή του φιλοσόφου (και μάλιστα αυτό διαφαίνεται ήδη από την νεανικήν του ηλικίαν):

/ - εάν η ψυχή του είναι «δικαία» και «ήμερος» ή εάν είναι «δυσκοινώνητος» και «αγρία».

/ -6. Η ψυχή θα πρέπει να είναι  «δικαία» και «ήμερος»

 

  Μετά από αυτήν απαρίθμηση χαρακτηριστικών (προαπαιτουμένων) για την ψυχή του φιλοσόφου («παντελών») στη συνέχεια του ΣΤ’ βιβλίου προβαίνει στην πρόσθεση και δεύτερης ομάδας χαρακτηριστικών.

 

  Η δεύτερη ομάδα χαρακτηριστικών της ψυχής των φιλοσόφων που θα ενασχοληθούν με την έρευνα του αγαθού:

  Η ψυχή του φιλοσόφου «φύσει» [: εκ φύσεως] θα πρέπει να είναι:

/ - 1. «ευμαθής» [486 c]

/ - 2. «μνημονική ψυχή» (να έχει ισχυράν μνήμην) [486 d]

/ - 3. «έμμετρον ψυχήν» (: εκ φύσεως να έχει αγάπη για την συμμετρία»  [486 e]

/ - 4. «εύχαριν ψυχήν» (: να είναι εύχαρις)

 

  H δεύτερη συνόψισις χαρακτηριστικών [487 a]:

 Ο Πλάτων, κατά την προσφιλή του συνήθεια, και φυσικά προς αποφυγήν ασαφειών, συνοψίζει εκ νέου αυτή τη δεύτερη ομάδα χαρακτηριστικών (προαπαιτούμενων) που πρέπει να έχει η ψυχή των «ορθώς φιλοσοφούντων» («παντελών):

  « Ει μή φύσις τοιούτος είη μνήμων, ευμαθής, μεγαλοπρεπής, εύχαρις, φίλος τε και ξυγγενής αληθείας, δικαιοσύνης, ανδρείας, σωφροσύνης μή ποτ’ αν τις οίος τε γένοιτο ικανώς επιτηδεύσαι…»

/ - 1. «μνήμων» (μνήμη)

/ - 2. «ευμαθής» (ευμάθεια)

/ - 3. «μεγαλοπρεπής» [αντίθετο στην μικροπρέπεια, την μικροψυχία, / η ευγένεια, το ήθος ]

/ - 4. «εύχαρις»  [: ~η χάρις, η συμμετρία, η αρμονία, αρμονικότητα με την οποία πραγματώνεται κάτι, η λεπτότητα ]

/ -  5. Να είναι φίλος και συγγενής των:

/ - αληθείας,

/ - δικαιοσύνης,

/ - ανδρείας,

/ - σωφροσύνης.

 

 

  Αυτά λοιπόν είναι τα προαπαιτούμενα των βιολογικά-ηθικά προικοδοτημένων ατόμων, τα εκ φύσεως χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να διαθέτουν οι φιλόσοφοι και οι υποψήφιοι «παντελείς». Δεν αρκούν όμως μόνον αυτά, και βέβαια δεν αρκούν από μόνα τους.

  Μόνον όταν τελειοποιηθούν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι:

α) με την παιδεία

β) και με την σωστή ηλικία,

μόνον τότε θα τους ανατεθεί η διοίκηση της Πόλεως.

 «τελειωθείσι τοις τοιούτοις παιδεία τε και ηλικία μόνοις αν την πόλιν επιτρέποις»,  [487 a. ]

 

  Μετά την συναγωγή των προαπαιτούμενων χαρακτηριστικών που θα πρέπει να έχουν οι «παντελείς», πρώτα ως «επίκουροι» φύλακες και μετά ως «παντελείς» φύλακες, και μετά το θεμελιώδη ρόλο της εκπαίδευσης και της αγωγής που θα πρέπει να λάβουν, και φυσικά την κατάλληλη ωρίμανση μέσω της ηλικίας (άρα και της βιωματικής εμπειρίας) επανερχόμεθα στο χωρίον του Ζ’ βιβλίου της «Πολιτείας» με το οποίο εκκίνησε το νήμα της παρουσίασης «αφικέσθαι προς το μάθημα, ό εν τω πρόσθεν έφαμεν είναι μέγιστον, ιδείν το αγαθόν και αναβήναι εκείνην την ανάβασιν…»

 

  Κατ’ αρχάς με τη φράση «εν τω πρόσθεν»: εννοεί τη συζήτηση στο ΣΤ’ βιβλίο της «Πολιτείας» (484 a – 511 e).

  Ως προς τη συζήτηση περί των αναβαθμών της γνώσεως, αυτή έχει παρουσιασθεί αρκετά εκτενώς σε κείμενα σημαντικών διανοητών, και δεν αφορά την συγκεκριμένη παρουσίαση. Αγγίζει άλλωστε ζητήματα γνωσιοθεωρίας και εκεί απαιτούνται εξειδικευμένες γνώσεις και συσχετίσεις ώστε να μπορέσει να υπάρξει ικανοποιητική, επαρκής, εκφορά κρίσεων.

  «ιδείν το αγαθόν»:

 Οι αναφορές στο «αγαθόν» στο ΣΤ’ βιβλίο της «Πολιτείας»

  Στο 484 b του ΣΤ’ βιβλίου γίνεται η αναφορά:

«επειδή φιλόσοφοι μέν οι του αεί κατά ταυτά ωσαύτως έχοντος δυνάμενοι εφάπτεσθαι.»

 (μτφρ: φιλόσοφοι (πραγματικοί) είναι εκείνοι που μπορούν να φθάσουν εις την γνώσιν εκείνου, που υπάρχει πάντοτε τελείως αναλλοίωτον…»

  Στο 485 b του ΣΤ’ βιβλίου γίνεται η αναφορά:

«Τούτο μέν δή των φιλοσόφων φύσεων… ότι μαθήματός γε αεί ερώσιν, ό αν αυτοίς δηλοί εκείνης της ουσίας της αεί ούσης και μή πλανωμένης υπό γενέσεως και φθοράς.»

(μτφρ: Αυτό είναι το ίδιον της φιλοσοφικής φύσεως… ότι αγαπά μετά πάθους την μάθησιν, η οποία δύναται να της αποκαλύψει την παντοτινή εκείνη ουσίαν που δεν υπόκειται ούτε εις γένεσιν ούτε εις φθοράν».

  Στο 504 d του ΣΤ’ βιβλίου γίνεται η αναφορά:

« του μεγίστου και μάλιστα προσήκοντος μαθήματος… έτι μείζον δικαιοσύνης τε και ών διήλθομεν.»

 (μτφρ: στο πιο μεγάλο μάθημα και μάλιστα σε εκείνο που του αρμόζει περισσότερο (για έναν φιλόσοφο-άρχοντα), ακόμη πιο ανώτερο από τη δικαιοσύνη και τις λοιπές αρετές που επραγματευθήκαμεν).

   Στο 505 a του ΣΤ’ βιβλίου γίνεται η αναφορά:

« η του αγαθού ιδέα μέγιστον μάθημα (εστί)»

« ει δε μή ίσμεν, άνευ δε ταύτης, ει ό τι μάλιστα τάλλα επισταίμεθα, οίσθ’ ότι ουδέν ημίν  όφελος, ώσπερ ουδ’ ει κεκτήμεθά τι άνευ του αγαθού

 (μτφρ: Η ιδέα του αγαθού είναι το μέγιστο μάθημα

 «εάν δεν την γνωρίζαμεν, χωρίς αυτήν, να ξέρεις ότι τίποτα δεν μας ωφελεί να γνωρίζουμε όλα τα άλλα τελειότατα, όπως θα μας ήταν ανωφελής και εάν είχαμε αποκτήσει κάθε τι άλλο άνευ του αγαθού».)

 

 

  Αφού στο ανωτέρω απόσπασμα από το Ζ’ βιβλίο της Πολιτείας «αφικέσθαι προς το μάθημα…» παρουσιάστηκαν οι αναφορές στο «αγαθόν» που έχουν γίνει σε προγενέστερο βιβλίο (στο ΣΤ’ συγκεκριμένα), ας περάσουμε τώρα στη φράση «αναβήναι εκείνην την ανάβασιν».

  Το σχήμα του εξαναγκασμού του δεσμώτη να ανέβει και να ιδεί έχει παρουσιασθεί στο Ζ’ βιβλίο ενωρίτερα στην 515 e:

 «  ει πρός αυτό το φώς αναγκάζοι αυτόν βλέπει…»

 (μτφρ: εάν ανάγκαζε κάποιος αυτόν (τον δεσμώτη) να στρέψη ( ο δεσμώτης) το βλέμμα του προς το φως…)

  « ει δε, ήν δ’ εγώ, εντεύθεν έλκοι τις αυτόν βία διά τραχείας της αναβάσεως και ανάντους (της αναβάσεως) και μή ανείη (αυτόν) πρίν εξελκύσειεν (αυτόν) εις τό του ηλίου φώς

 (μτφρ: εάν τώρα ήθελε κάποιος να τον αποσπάση από το σπήλαιον δια της βίας και τον ανέβαζε από τον τραχύ (δια τραχείας) και ανηφορικό δρόμο (ανάντους) της ανάβασης και δεν τον άφηνε μέχρις ότου να τον σύρει έξω μέχρι το φως του ηλίου).

 

 

 

 

 

 

 

   Η συνέχεια του χωρίου από το Ζ’ βιβλίο της Πολιτείας «και μη επιτρέπειν αυτοίς ό νυν επιτρέπεται.. Το αυτού καταμένειν και μη εθέλειν πάλιν καταβαίνειν παρ’ εκείνους τους δεσμώτας μηδέ μετέχειν των παρ’ εκείνοις πόνων και τιμών, είτε φαυλότεραι είτε σπουδαιότεραι (εισί).»  

 

  Η έννοια του εξαναγκασμού που αφορά τους επιλεγέντες «φιλοσόφους» συνεχίζεται στο ότι αυτοί θα πρέπει να κατέλθουν στο σπήλαιον και να διαφωτίσουν, να αναλάβουν δηλαδή τον καθοδηγητικό τους ρόλο, καθώς επίσης και να αποδέχονται τις τιμές που οι «δημιουργοί» α τους αποτίουν.

    Ως προς το ζήτημα των τιμών πρέπει να ανατρέξουμε στο Γ’ βιβλίο της «Πολιτείας»

    Στο Γ’ βιβλίο της «Πολιτείας» τίθεται το ζήτημα «ποίοι πρέπει να άρχουν» από την ομάδα των φυλάκων. Αφού καθορίστηκε πρώτα αυτό, ο Πλάτων κατόπιν περνά στις τιμές που θα απονέμει η Πολιτεία σε εκείνους που μετά από σειρά δοκιμασιών στην παιδικήν, στην νεανικήν και στην ανδρικήν ηλικίαν επέτυχαν να διοριστούν άρχοντες και φρουροί της πόλεως («παντελείς»):

  Αι τιμαί:

/ - α) θα του παρέχουν πάσας τας τιμάς εφ’ όσον ζη\

/ - β) αφού αποθάνη:

/ - i) θα τύχει μεγαλοπρεπούς τάφου,

/ - ii) και σεβασμού εις την μνήμην του.

 

  Στο Ε’ βιβλίο της Πολιτείας γίνεται μία σύγκριση των αρχόντων της Πολιτείας προς του Ολυμπιονίκες:

 Οι άρχοντες της Πολιτείας («παντελείς») θα ζουν πολύ μακαριώτερον βίον και από τον μακαριστόν βίον, που ζουν οι Ολυμπιονίκαι.

 [Αυτή η σύγκριση μεταξύ «παντελών» και Ολυμπιονικών επανεμφανίζεται και αλλού στην «Πολιτεία». Καταδεικνύει φυσικά το κοινωνικό κύρος και την Πανελλήνια αναγνωρισιμότητα που απολάμβαναν οι Ολυμπιονίκαι. Αλλά πρέπει να επιπροστεθεί ότι ο Πλάτων δεν ήθελε τους «φύλακες» να έχουν χαρακτηριστικά των Ολυμπιονικών, τόσο σωματικά όσο και ως προς το ζήτημα της διατροφής. Οι φύλακες προπάντων θα έπρεπε να είναι ευκίνητοι, να αντέχουν σε κακουχίες. ]

  Η απάντηση του Πλάτωνος, μέσω του Σωκράτους, στο γιατί οι άρχοντες της Πολιτείας θα έχουν βίον πιο ευτυχή και από εκείνον των Ολυμπιονικών είναι η εξής:

/ - Ολυμπιονίκαι: μακαρίζονται δια μικρόν μόνον μέρος από τα αγαθά που έχουν οι άρχοντες της Πολιτείας. Η νίκη τους είναι λιγότερο ένδοξη από των «παντελών».

/ - «παντελείς»:

/ - α) έχουν μεγαλύτερα αγαθά σε σχέση με τους Ολυμπιονίκας επειδή τρέφονται εφ’ όρου ζωής από τους δημιουργούς.

/ - β) Η νίκη των παντελών είναι ενδοξοτέρα από εκείνη των Ολυμπιονικών: η νίκη του σημαίνει την σωτηρία ολόκληρης της πόλεως.

/ - γ) η διατροφή τους είναι τελειοτέρα. Η διατροφή των παντελών εκ του δημοσίου είναι τελειοτέρα σε σχέση με εκείνη των Ολυμπιονικών. Οι παντελείς έχουν την τροφήν και όλα τα άλλα αναγκαία καθ’ όλην την διάρκειαν της ζωής τους και οι ίδιοι και τα τέκνα τους.

/ - δ) αι τιμαί των παντελών είναι μεγαλύτερες από εκείνες των Ολυμπιονικών. Οι παντελείς δέχονται για όσο ζουν τιμές και βραβεία, όταν αποθάνουν αξιούνται μεγαλοπρεπούς ταφής.

  (Ας υπενθυμίσουμε ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι «αγωνιστικός» και αυτό ισχύει τόσο για όσο το άτομο βρίσκεται εν ζωή, μέσα στην κοινότητα,  αλλά αυτή η δόξα το ακολουθεί και στο «επέκεινα», ουσιαστικά δηλαδή παραμένει η «φήμη» του και μετά το θάνατό του στην κοινότητα, η οποία φυσικά συνεχίζει να υπάρχει και μετά από αυτόν, όπως προϋπήρχε και πριν τη γέννησή του. Σε συνάρτηση με το μικρό πληθυσμιακά μέγεθος των πόλεων-κρατών, μονάδα ανάλυσης που στηρίχθηκε η «Πολιτεία» αλλά και όλα τα κείμενα της αρχαίας ελληνικής κλασσικής πολιτικής σκέψης, μέγεθος περιορισμένο που είναι καθοριστικό για την διατήρηση και συνοχή της «Πολιτείας», δηλαδή με την ύπαρξη μίας face-to-face κοινωνίας όπως έχει χαρακτηρισθεί η μορφή και η λειτουργικότητα τέτοιων δομικά κοινωνικοπολιτικών  συγκροτήσεων, αυτό το «κλέος» η ένδοξη φήμη διατηρείται πιο εύκολα σε σχέση με τις μεγάλες και αχανείς κοινωνικές οργανώσεις τύπου ασιατικής δεσποτείας ή των μεταγενεστέρως εμφανισθέντων αυτοκρατοριών και κρατών.  )