Έλλη Αλεξίου - Οι περβολαραίοι - Χρονογράφημα - 1945 - περ. Ελεύθερα Γράμματα - ΜΝΗΜΟΤΕΧΝΕΙΟΝ

 

ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

   Οι Περβολαραίοι (1945)

 

 

         Οι Περβολαραίοι  

  Από την τάξη των εγκληματιών, τον καιρό της πείνας, εγώ συμπονούσα τους περβολαραίους.

   Πώς να κρύψουν οι κακόμοιροι τους θησαυρούς των! Η δουλειά μου με υποχρέωνε τότες να πεζοπορώ δυό ώρες στον κάμπο του Μοσχάτου. Τα δέντρα, τα χωράφια, οι άνθρωποι μου είχαν γίνει οικείοι.

  Η γη είναι αθώα, ανυπόκριτη, ανυστερόβουλη. Ότι βγάζει το φανερώνει. Έβλεπες το περιζήτητο ραδικάκι, που μό­λις ξετρύπωνε από το χώμα, τέντωνε τα χεράκια του ψηλά: «εδώ είμαι!».

   Κι' αν πεις πια για τις αγκινάρες, τα λάχανα ή τα κουνουπίδια, αντί να μπαίνουνε λιγουλάκι στο νόημα, τεντώνανε τα κεφάλια τους όσο μπορούσαν πιό ψηλά.

   Ρωτάς και για τις ντομάτες; όσο ήσαν άγουρες ήσαν πράσινες και δεν τις ξεχώριζες από τα φύλλα κι' άμα ωρίμαζαν κατακοκκίνιζαν κι’ ερέθιζαν τα μάτια των πεινασμένων.

   Γιά φαν­ταστείτε, αν οι λίρες ήσαν τζερτζεβατικά, και κάθε  που ο μαυραγορίτης αποχτούσε μιά λίρα, φύτρωνε ταυτόχρονα από τη γη ένα χέρι, και την κράταγε ψη­λά. . . Τί άγρυπνες νύχτες, σε τί τρομάρες θα ζούσαν οι έμποροί μας! . . .

   Οι περβολαραίοι μοιάζανε τότες, πολύ με τους μεγαλοβιομήχανους. Που τις ματσαρά­γκες τους, την αρπακτικότητά τους, την ξέρουν και τη βγάζουν στα φόρα οι εργάτες τους. Κι’ ανάμεσα αφεντικού και προσωπικού κυριαρχεί πάντα το χρυσωμένο μίσος.

   Καθώς πηγαίνοντας έβλεπα ως πέρα, να λευκάζει το  κύμα των κουνουπιδιών, δεν ξέρω πως μου φαίνουνταν σαν διαδη­λωτές, που βγάζανε στα φόρα τ’ άπλυτα του αφεντικού.

  - Δόσε μου όσο-όσο, νά! κείνο το μικρούλι  κουνουπιδάκι... δέ χωνεύουνε πιά τα παιδιά μου τις λαχανίδες. . .

  - Γιά τουφέκι μας έχεις; τά 'χουν επιτάξει οι Ιταλοί...

    « ... Π' ανάθεμά τα, λέγανε μέσ’ απ' τα δόντια τους οι περβολαραίοι, να μην μπορεί κανείς να τα κρύψει κι’ αυτά κάτω απ' το χώμα σαν τα παντζάρια!. . . »

    Άμα όμως παραθέριεψε η πεί­να, τα λογής «απαγορεύεται» και «έχουν επιτάξει» δέ φελούσαν. Η φτωχολογιά έπεφτε τις νύχτες πάνω στους κήπους και τους ρήμαζε. Όλη τη συγκομιδή τις πρώιμες αγκινάρες, σε μια νύχτα μέσα τις ξεσήκωσαν άγνωστοι απ’ το κτήμα του Γεωργαντή — ευλογημένα να είναι τα χεράκια τους!—.

   Όπου μπήκαν σ’ εφαρμογή «έκτακτα μέτρα τάξεως». Ιδρύθηκαν απ’ τους περβολαραίους «ένοπλα τάγματα ασφαλείας» επί γενναία αμοιβή. Κι’ αυτά αλληλοσκοτώνουνταν τις νύχτες με τους ξέφρενους πεινασμένους και προστάτευαν τα κτήματα και τις οικογένειες των τσιφλικάδων. Τα αφεντικά μάλιστα τα καθαυτό αφεντικά — στα κτήματα απόμεναν, τίποτα παπούδες και γιαγιάδες — οι γυιοί κ' οι θυγατέρες μεταφερόμενοι στα καλύτερα ξενο­δοχεία των Αθηνών, ζούσαν τη μεγάλη ζωή, καμαρώνοντας από τα μπαλκόνια τους τον ξεψυχισμένο όχλο των πεζοδρομίων…

 

 

 

[ Το Χρονογράφημα

της Έλλης Αλεξίου

«Οι Περβολαραίοι»,

χρονογράφημα αναφερόμενο στην Κατοχή,

δημοσιεύθηκε

στο περ. «Ελεύθερα Γράμματα»,

αριθ. 2, Σάββατο 12 Μαϊου 1945, (σ. 16). ]

 

 Έλλη Αλεξίου (1894-1988) 





     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com