Κ. Γραμμένος - Η Καμπούρα - διήγημα - 1937 - περ. Μακεδονικές Σελίδες - Θεσσαλονίκη - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


 Κ. ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ

 «Η Καμπούρα»

 Διήγημα (1937)

 

 

                    Η Καμπούρα  

 

   Είχε γεννηθεί αγκαλιά με τη μιζέρια. Ο πατέρας της την είχε αφήσει ορφανή πολύ μικρή. Η μάνα της δούλευε σκυλίσια να την μεγαλώση. Ήταν μιά άξια γυναίκα και καλή νοικοκυρά η μάνα της. Το ψωμί ποτέ δεν τους έλειψε. Δεν  ήταν μονά­χα η  δυστυχία που την βύζανε σαν παραμάνα από την κούνια της ως που μεγάλωσε, μά το φριχτότερο απ’ όλα ήταν, που ΄ταν πολύ άσχημη. Πολύ κοντή μ’ ένα λαιμό κοντό, σχεδόν ανύπαρχτο, μ’ ένα σπασμένο πρόσωπο ασύμμετρο, μακρουλό, που το σαγώνι ξέφευγε σαν σέσουλα και το χειρότερο, η φύσις λες, στη φριχτή της κατάρα, είχε μεταθέσει τους μαστούς από το στήθος στη  πλάτη, όπου η  καλλιτεχνική καμπύλη μιας καμπούρας σαν γαλλικό  ερωτηματικό έκανε την παρουσία της, και την σκέ­παζε  και της έπεφτε σαν βραχνάς απάνω της και την κούραζε τόσο.

  Δούλευε από μικρό κοριτσάκι σ’ ένα μαγαζί βαφτιστικών και νυφικών στεφάνων της οδού Ερμού. Έφευγε το πρωΐ και γύριζεν  αργά το βράδυ σπίτι της. Ξεχνιόταν στη δουλειά της. Μά τις Κυριακές και γιορτές την έπιανεν ένας κόμπος στο λαιμό. Δεν μπορούσε να περάσει την ώρα της. Οι φιληνάδες κ’ οι  γειτονοπούλες της στη μακρυνή συνοικία, την αφίναν τ’ απόγεμα για τα ραντεβού τους κ’ εγύριζαν το βράδυ. Μερικές απ’ αυτές, την παρακαλούσαν να τις περιμένει σ’ ένα ορισμένο μέρος, για να τη βρουν το βράδυ, σαν θα γύριζαν από τα ραντεβού και να πάνε μαζί σπίτια τους, για να δικαιολογηθούν πώς ήσαν μαζί περίπατο. Για μερικές φορές δεν τους χάλασε το χατήρι, μά ύστερα τους έκοψε αυτή την εκδούλευσι μιά γιά πάντα. Το φίδι της ζήλειας της δάγκωνε  την καρδιά σαν τις έβλεπε γελαστές, ξαναμμένες ύστερα από το ερωτικό γιορτάσι.

   Το ’κοψε και το έξω. Σε κάτι συγγενείς της περνούσε τ’ απογέματα τα Κυριακάτικα. Τί να κάνει να πάει έξω. Το ’χε πιά καταλάβει πως πηγαίνοντας έξω μιά γυναίκα ή ένα κορίτσι μπορούσε, αν ήταν όμορφη να τραβήξει κάποιο βλέμμα  συμπαθητικό, κάποιο ίσως ευγενικό πείραγμα από το διαβάτη, αν  ήταν ούτε άσχημη ούτε όμορφη να περνούσεν απαρατήρητη, μά αν ήταν φριχτά άσκημη, σημαδεμμένη σαν κι’ αυτή, να σύρει το  βλέμμα της συμπόνιας - πόσο πληγώνει αυτός ο μορφασμός της συμπόνιας - από τον περαστικό ή το απαίσιο πείραγμα του λούστρου και του σωφέρ. Κλείστηκε λοιπόν έτσι στον εαυτό της κ’ υπέφερε τη φριχτή αυτή καταδίκη μοναχή, ολομόναχη.

 

   Παρηγοριά της και το μόνο νόημα κι’ ο σκοπός της ζωής της ήταν η καθημερινή δουλειά στο μαγαζί. Έφκιαχνε μοναχή της - είχε μάθει τόσο καλά τη δουλειά της - τα νυφοστέφανα, τα  λεϊμονάνθια και κεντούσεν η ίδια τις κορδελίτσες, τα πέπλα, τα  βαφτιστικά, τα μεσοφοράκια, τις σκοφίτσες τις μπεμπεδίστικες, τις καλτσίτσες, όλα, όλα.

  Κάποιες στιγμές που δεν την έβλεπαν οι άλλες, φορούσεν ένα πέπλο κ’ ένα νυφοστέφανο και ξεχνιόταν βλέποντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Ωραία λευκή οπτασία που της μαλάκωνε το  μάτι και το απάλυνε τόσο.

   Ύστερα από καιρό την κατέβασαν από πάνω και την έβαλαν πωλήτρια. Αράδα, αράδα σε ωραία κουτιά λευκά μεγάλα με κορδέλλες τα κυριότερα δώρα της ανθρώπινης ψυχής τα ’περνε  με τα χέρια της και τα ’δινε στους πελάτες, δώρα που γίνονταν στα χέρια των άλλων όπλα για να χτυπήσουν το ψυχικό της κόσμο. Και τα ’δινεν η ίδια. ήταν γραφτό της. Πολλές φορές  πήγαι­νε μοναχή της τα ψώνια στα σπίτια κι’ άμα της ερχόταν βολι­κά καθόταν στο γάμο ή στα βαφτίσια κ’ εχόρταινε τ’ ωραίο  λευ­κό όραμα της νύφης.

   Ύστερα από καιρό, κατάλαβε πως αυτό την έκανε κακό, πολύ κακό. Μιά τρομερή πάλη γινόταν μέσα της. Την εξενεύριζαν αυτά τα δώρα της ανθρώπινης χαράς και ευτυχίας.

   Κάθε βαφτιστικό και κάθε νυφοστέφανο που πουλούσε της τρυπούσε την καρδιά κ’ υπέφερε...υπέφερε. Έβγαλε όμως μια μέρα το άχτι της. Από ένα γραφείο κηδειών έστειλαν και πήραν ένα νυφοστέφανο για ένα κορίτσι που πέθανε.

   — Ας πεθάνουν, μουρμούρισε από μέσα της, κι’ αυτές μια  φορά, εγώ πεθαίνω κάθε μέρα.

   Έλαμψε στα σκοτάδια της ψυχής της η εκδίκησις προς ένα  άγνωστο νεκρό κορίτσι. Ανακουφίστηκεν απ’ αυτό πολύ, πήρεν ένα ψυχικό λουτρό.

 

   Αυτό της στάθηκε αρκετό. Από τότε της κόλλησεν η επίμονη  ιδέα να φύγει από το μαγαζί εκείνο των δώρων της χαράς και να  πιάσει δουλειά σ’ ένα γραφείο κηδειών κι’ εκεί μέσα να  προσφέρει τα μακάβρια χειροτεχνήματά της και να εξυπηρετήσει τη δυστυχία και τον πόνο, όπως τόσα χρόνια εξυπηρέτησε την ευτυχία και τη χαρά.

 Ήθελε να φέρει ένα ισοζύγιο στα ψυχικά της συμπλέγματα και το πέτυχε. Έπιασε δουλειά τώρα στο γραφείο κηδειών. Το άσπρο της είχε κουράσει τα μάτια - άσπρες κορδέλλες, άσπρα νυφοστέφανα, άσπρα πέπλα, άσπρα βαφτιστικά-. Μαύρα τώρα όλα - μαύρες κορδέλλες, μαύρα νεκρόσημα και μωβ ύφασμα που κεντούσε τα φέρετρα. Όλα τώρα ταιριάζουν στα μαύρα σκοτάδια της ψυχής της. Πήγαινε στις κηδείες όπως πήγαινε τότε στους γάμους. Ψυχική πανδαισία της ήταν οι λυγμοί, οι  σπαραγμοί και τα ξεφωνητά των συγγενών του νεκρού. Τα μάτια της έλαμπαν από χαρά, από μια μεγάλη εσωτερική ικανοποίησι.

   Κ’ ήταν από τότε πολύ ευχαριστημένη.

 

  

                             Κ.   Γραμμένος

 

 

 [ Το διήγημα του

K. Γραμμένου

«Η Καμπούρα»

δημοσιεύθηκε στο

περ. «Μακεδονικές Σελίδες»,

Θεσσαλονίκη, Χρόνος Α’, φύλλο 2-3,

Ιούλιος-Αύγουστος 1937, (σ. 29-31).]

 

(Το πρωτότυπο διήγημα σε πολυτονικό.)  









     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com