Ιωάννης Πολέμης
«
Η εικών »
διήγημα
δημοσίευση
1887
εβδομαδιαία
φιλολογική εφημερίδα « Εβδομάς »
« Η Εικών »
Ο Στέφανος ήτο ζωγράφος.
ζωγράφος την φύσιν και ζωγράφος το επάγγελμα. Ετελείωσε προ ετών τας σπουδάς
του εν Αθήναις, μετέβη εις Μόναχον, όπου παρέμεινεν αρκετά έτη, επεσκέφθη είτα
πολλάς πινακοθήκας και προ δύο ετών επανήλθεν εις Αθήνας, όπου μετά παλμών
στοργής και προσδοκίας και μεθ’ υπερηφανείας ευτυχούς γονέως τον ανέμενεν η
μήτηρ του. Τότε, μόλις ελθών, εγώρισε τους γονείς της Ειρήνης και δεν εβράδυνε
να γίνη φίλος της οικογενείας της και τακτικός επισκέπτης, ιδίως τας εσπέρας.
Η Ειρήνη δεν ήτο βεβαίως εξόχου καλλονής, το δε θέλγητρόν της ενέκειτο
μάλλον εις τας πλήρεις ζωής και χάριτος κινήσεις του σώματός της ή εις τας
γραμμάς και τα χρώματα της μορφής της.
Τι ωραία που διήρχετο τας εσπέρας πλησίον της ! Η Ειρήνη, αφού προσέφερε
το τσάϊ, εκάθητο προ του κλειδοκυμβάλου και ανέκρουε συχνότατα, καθ’ εκάστην σχεδόν,
την δευτέραν βακαρόλαν του Μέντελσον, εις την οποίαν ο Στέφανος είχεν
ιδιαιτέραν συμπάθειαν, διότι ως έλεγε, την ήκουσε πολλάκις εις το Μόναχον και
τω έφερε γερμανικάς αναμνήσεις.
Αι ημέραι παρήρχοντο ταχείαι ως ημέραι ευτυχίας, και ο έρως του Στεφάνου
εκρατύνετο. Η Ειρήνη ήρχισε να τον εννοή προ πολλού ή μάλλον πριν έτι ο
Στέφανος εννοήση εαυτόν.
Η Ειρήνη δεν εσκέφθη ποτέ να γίνη σύζυγός του, εν τούτοις εκολακεύετο
πολύ εις τον έρωτά του. διά τούτο δια παντός τρόπου προσεπάθει να
τον τηρή υπό το κράτος της. Το πνεύμα της, το οποίον εθαμβούτο υπό της λάμψεως της
δόξης ενός καλλιτέχνου, δεν ηδύνατο να διακρίνη την διαφοράν αυτού από των
λοιπών ανθρώπων και ωνειροπόλει πλούσιον τραπεζίτην, όστις θα διήρχετο τας
ημέρας του κερδαίνων, ενώ αύτη θα διέτρεχε τας οδούς επ’ ιδιωτικής αμάξης,
ενδεδυμένη μεταξωτάς ή βελουδίνους εσθήτας. Ωνειροπόλει τοιούτόν τινα σύζυγον ή
ωραίον αξιωματικόν, του οποία τα χρυσά σειρήτια θα ήστραπτον εις τους χορούς
και θα επλήρουν το στήθος του τα ευνοϊκά σήματα του κοτιλλιών.
Ήτο ευτυχής ο Στέφανος διότι ενόμιζεν ότι είχεν εξυψώσει την καρδίαν της
Ειρήνης και ότι είχε φωτίσει το πνεύμα της τόσον ώστε να εννοή την τέχνην και
το αίσθημά του, να το εννοή και να ανταποδίδη μετά της αυτής τρυφερότητος, μετά
της αυτής δυνάμεως.
Εσπέραν τινά ο Στέφανος μετέβη κατά την συνήθειάν του εις τον οίκον της και
εύρε τους γονείς της πολύ σκεπτικούς, αλλά βεβαίως δεν ετόλμησε να εξετάση το
αίτιον. Την επαύριον εκλείσθη εις το εργαστήριόν του, απέπλυνε τους χρωστήρας
του, διέλυσε τα χρώματα, άτινα τω εχρειάζοντο, έδωκεν εις τα φύλλα του
παραθύρου του την απαιτουμένην κλίσιν, ίνα περιορίση το φως και διευθύνη κατά
το δοκούν την ακτίνα αυτού, και ήλθε προ του γραφικού του σκίμποδος, εφ’ ού
είχεν αναρτήσει ημιτελή εικόνα.
Αίφνης εκρούσθη η θύρα του εργαστηρίου του.
– Εμπρός ! είπεν ο Στέφανος και έρριψε το βλέμμα επί της θύρας.
Η θύρα ήνοιξε και εισήλθεν η μήτηρ της Ειρήνης, περιχαρής και μειδιώσα. Ο
Στέφανος την υπεδέχθη περιχαρής και αυτός.
– Με συγχωρείτε, κύριε Στέφανε που σας
διακόπτω από την εργασίαν σας, αλλ’ ήλθα να σας αναθέσω μίαν παραγγελίαν.
– Είμαι εις τας διαταγάς σας, κυρία
μου.
– Ξέρετε, δηλαδή δεν ξέρετε (και
εμειδίασεν η κακή) ότι η Ειρήνη πρόκειται ν’ αρραβωνισθή …
– Μπά ;
– Ναι, ήτο βλέπετε καιρός της πλέον.
– Και … αν επιτρέ …
– Ά! δεν είνε άνθρωπος, μήτε των
γραμμάτων, μήτε της καλλιτεχνίας. είνε νέος με χρυσή καρδιά, και
μάλιστα και με πολύ μεγάλην περιουσίαν. εκέρδισε πολλά εις τα Λαυριακά, έπειτα
ανακατεύτηκεν εις άλλας επιχειρήσεις, εις τας οποίας εφάνη πάντοτε τυχηρός. Τί
τα θέλετε ; κάμω ένα γαμβρόν, όπως τον ήθελα.
– Ά, πολύ καλά … σας συγχαίρω … και
… εψέλλισεν ο Στέφανος. Και … είπατε, εξηκολούθησεν, ότι έχετε να μου αναθέσητε
μίαν παραγγελίαν ;
– Μάλιστα, κύριε Στέφανε, θέλω να σας
παρακαλέσω να κάμετε την εικόνα της κόρης μου, επειδή ο γαμβρός μας πρόκειται ν’
αναχωρήση δι’ ολίγους μήνας και θέλει δα … η Ειρήνη … να του κάμη μίαν έκπληξιν.
– Ευχαρίστως, κυρία μου.
θα σας παρακαλέσω όμως ... υπό έναν όρον : να δεχθήτε την εικόναν ως δώρον.
– Ώ ! σας ευχαριστώ πολύ, κύριε
Στέφανε. αλλά δεν είνε, μοί φαίνεται δίκαιον …
– Μην επιμένετε, παρακαλώ. Ειπέτε
μου μόνον ποίαν ώραν θέλετε να έρχωμαι εις το σπίτι ;
– Όποιαν ώραν θέλετε σεις.
Είκοσιν ολοκλήρους ημέρας ειργάζετο επί της εικόνος της ο Στέφανος.
Είκοσιν ημέρας ειργάζετο μετά τέχνης, μετ’ αισθήματος, μετά πάθους, ίνα
τελοιοποιήση έργον, προωρισμένον να συντελέση και υποβοηθήση τον έρωτα άλλου προς
εκείνην, την οποίαν αυτός ο ίδιος ηγάπα και την οποίαν, χάριν αυτού του άλλου
πάλιν, εστερείτο.
Καθ’ όλον το διάστημα της επεξεργασίας της εικόνος η Ειρήνη εφέρετο προς
τον Στέφανον μετά μεγάλης οικειότητος και ευπροσηγορίας. Ο Στέφανος πολλάκις αφηρείτο
πλησίον της και ελησμόνει ότι δεν τω ανήκε πλέον, ελησμόνει ότι τω είχε κλεισθή
πάσα θύρα ελπίδος και πολλάκις, και ακουσίως μάλιστα, ησθάνετο στιγμάς
ευτυχίας.
Μετ’ ολίγους μήνας ετελούντο οι γάμοι της Ειρήνης, εις τους οποίους ήτο
προσκεκλημένος και ο Στέφανος. Όταν εισήλθεν, η αίθουσα ήτο πλήρης προσκεκλημένων.
Το μυστήριον ετελείωσε και αι ευχαί των προσκεκλημένων επανέφερον τον
Στέφανον εις την πραγματικότητα. Τότε μόνον είδε την Ειρήνην, την νύμφην Ειρήνη
με τον ποδήρη νυμφικόν πέπλον της.
Τί ; άλλη λοιπόν Ειρήνη ενυμφεύετο ; δεν ήτο λοιπόν αυτή η Ειρήνη, την
οποίαν ηγάπα ; Πόσον διάφορος, πόσον ωραιοτέρα ήτο η εικών !
Από της στιγμής εκείνης ήτο βέβαιος ότι δεν την ηγάπα πλέον.
Ιωάννης Πολέμης
[ το
διήγημα
του Ιωάννη Πολέμη
« Η εικών »
δημοσιεύθηκε
στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα
«
Εβδομάς »
( δντης: Ιωάννης Δαμβέργης )
Εν
Αθήναις,
Έτος
Δ΄, αριθ. 45, Σάββατον 5 Δεκεμβρίου 1887,
σ. 5-7. ]
[
στην παρούσα παρουσίαση τμήματα μόνον του διηγήματος και όχι ολόκληρο το
διήγημα.]
( το
πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Για
το πλήρες διήγημα στην ηλεκτρονική δνση
του τεύχους
(45, Έτος Δ’, 1887) της εφημ. «Εβδομάς»:
Εβδομάς: επιθεώρησις κοινωνική και φιλολογική, Έτος Δ' - Περίοδος Δευτέρα, αριθμ. 45 / 05/12/1887
πηγή: Ψηφιακή αναπαράσταση τεκμηρίου και
σχετιζόμενα μεταδεδομένα: © 2015
Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 13 Ιουνίου 2022 : Ι. Πολέμης, «Η εικών»,
διήγημα ]