Arrigo Boito - Nerone - opera - 1924 - Νέρων: Το λιμπρέττο της όπερας - άρθρο του Γ.Α. - περ. "Μηνιαία Επιθεώρησις" - Σάμος - 1924

 

Arrigo Boito  

 «Nerone»

 opera (1924)

 

 

[ το κατωτέρω προλογικό σημείωμα

  από άρθρο στη Βικιπαίδεια ]

   O Νέρων (Nerone) είναι όπερα σε τέσσερις πράξεις που συνέθεσε ο Arrigo Boito, σε λιμπρέττο γραμμένο από τον ίδιο. 

   Το έργο είναι μια σειρά από σκηνές από την Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Νέρωνα που απεικονίζουν εντάσεις μεταξύ της αυτοκρατορικής θρησκείας και του Χριστιανισμού και τελειώνει με τη Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης.

  Ο Boito πέθανε το 1918 πριν τελειώσει το έργο.

 
  Τελικά η πρεμιέρα της όπερας έγινε
 στη Σκάλα του Μιλάνου την 1η Μαΐου 1924, 
υπό τη διεύθυνση του Arturo Toscanini 
σε μια εκδοχή της μουσικής που συμπλήρωσαν οι 
Arturo Toscanini, Vincenzo Tommasini και Antonio Smareglia.

 

          Η διανομή:  

Asteria – (Soprano): Rosa Raisa

Cerinto – (Contralto): Maria Doria

Dositeo – (Baritone): Carlo Walter

Fanuel – (Baritone): Carlo Galeffi

Gobrias – (Tenor): Giuseppe Nessi

Nerone – (Tenor): Aureliano Pertile

Perside – (Soprano): Mita Vasari

Rubria – (Mezzo-soprano): Luisa Bertana

Simon Mago – (Baritone): Marcel Jounet

Tigellino – (bass): Ezio Pinza

 

 

              

 

 

 

 

                             ΝΕΡΩΝ

    Το Λιμπρέττο της περίφημης όπερας του Boito

 

 

 

 

    Η τραγωδία ξετυλίγεται ολίγο μετά τη μητροκτονία.

    Ο Νέρων δεν τολμά να επιστέψει στη Ρώμη.

   Η φρίκη του τελεσθέντος εγκλήματος αλύπητα τον βασανίζει, αλλά  εις την άφθαστο υποκριτική του ακόλαστου αυτοκράτορα αν η εσωτε­ρική της ψυχής τρικυμία αποκαλύπτεται με απροσδιόριστες χειρονομίες με συνταρακτικές φρικιάσεις και πνιγμένες απ’ το αποτρόπαιο έγκλημα κραυγές, η τύψη λαμβάνει τη μορφή της ρητορείας.

   Και δεν χάνει τη ψυχραιμία του ο θηριώδης. Με κυνική  αναίδεια, εκδήλωσι της ανόσιας και άγριας ψυχής του, παραλληλίζει τον εαυτό του με τον Ορέστη και το στυγερό δικαιολογεί έγκλημα με τους μοιραίους λόγους που ώθησαν το γιο του Αγαμέμνονα στο φόνο της μοιχαλίδος Κλυταιμνήστρας.

   Εν τω μεταξύ το ειδεχθές αντικατόπτρισμα των ανίερων  διαλογισμών και της εγκληματικής ψυχής του απαίσιου Αυτοκράτορα, η χαμερπής κάλαξ, η σύγκλητος ανακαλεί το  μητροκτόνο στη Ρώμη...

 

   Η πρώτη πράξη ξετυλίγεται σε μια πεδιάδα κείμενη κατά  μήκος της Αππίας οδού. Είναι νύχτα νεφελώδης. μέσα απ’ το  σκοτάδι της νύχτας μόλις ξεχωρίζονται η (οι) κατατομές των τάφων. Ανάμεσα σ' αυτούς βρίσκεται μιά κρύπτα όπου κρυφά οι  Χριστιανοί της Ρώμης έθαπταν τους νεκρούς των.

   Η σκοτία είναι γιομάτη λόγια και άσματα αγάπης. κατά  καιρούς ο αέρας φέρνει μιά πένθιμη αποκαλυπτική μελωδία. είναι θρηνώδης Χριστιανική φωνή απ’ την Ανατολή κι’ απ τη Δύση.

 Στην πρώτη φανερώνουνται όλα τα πρόσωπα της τραγωδίας. Πρωτα­γωνιστούν ο Tigellino και ο Simon Mago. Ο Tigellino, ο ευνοού­μενος του Νέρωνος, ο σύμβουλος και το απαίσιο όργανο κάθε Νερωνικής αγριότητας. Ο Simon ο θεμελιωτής της γνωστικής φιλοσοφίας, ο μα­θητής του Φίλωνα του Αλεξανδρινού, ο οποίος εξασκούσε τη μαγική του τέχνη που έμαθε στα βάθη της Ασίας. Αυτός είχε βαφτιστεί για να μπη στη χορεία των Αποστόλων, ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να ικανοποιήση τη μανία της θαυματοποιίας που από μικρό παιδί ακόμα τον είχε κυριεύσει. Κατά την παράδοση είχε προσφέρει  αρκετά μεγάλο ποσό στον Απόστολο Πέτρο για να του πη, το μυστικό των θαυμάτων. Μά ο Πέτρος με ιερή αγανάκτηση τον καταράστηκε. Από τότε ο Simon έγινε άσπονδος εχθρός και του Πέτρου και των Χριστιανών.

 

   Στην τραγωδία αυτή όπου με ποιητική υποβολή είναι χρωματισμένα όλα τα ανήσυχα πνεύματα που ετάραξαν τη Νερώνεια Ρώμη, ο Simon παριστά το θολερό ρεύμα των Ανατολίτικων θρησκειών οι οποίες ωδήγησαν τον ηδυπαθή και σπασμωδικό μυστικισμό τους μέσα στους κόλπους των αγροτικών και πολεμικών Θεών των Λατίνων.

   Η Asteria, η γόησσα των φειδιών, φλεγομένη από ηδυπαθή έρωτα για τον Νέρωνα, η Rubria, η αγνή εστιάς που ιερόσυλα ο Νέρων παρεβίασε  και η οποία γι’ αυτό ακριβώς κατόπιν ασπάστηκε τον Χριστιανισμό. Ο Fanuel, ο ποδηγέτης της Χριστιανικής κοινότητας της Ρώμης.

 

   Στην Αππία οδό, μέσα στο άγριο σκοτάδι της νύχτας ο Tigellino και ο Simon Mago περιμένουν το Νέρωνα για να καταθέσουν σ’ ένα τάφο μέσα, που πρόχειρα άνοιξαν, τη Νεκρική υδρία με τη σποδό της Αγριππίνας.

   Εν τω μεταξύ ο Tigellino είχε διαδώσει στη Ρώμη την  επιστροφή του Νέρωνα, ξέροντας καλά πως η Ρώμη ταραγμένη απ’ τον τρόμο του εγκλήματος θα ανεκάλει πανηγυρικά τον αιμοσταγή.

   Αλλ’ ο Νέρων αργεί να έλθη… πέρασαν λίγες στιγμές. Νά τος, έρχεται τυλιγμένος σε μιά πένθιμη τήβεννο, ασθμαίνοντας σαν ένας φυγάς. Στα χέρια του κρατεί τη νεκρική υδρία με τη μητρική σποδό. Του φαίνεται πως οι Εριννύες τον καταδιώκουν καθώς κατεδίωξαν τον Ορέστη, πέφτει στα πόδια του Simon  Mago στις μαγγανείες του οποίου είχε μιά δεισιδαίμονα και υπερβατική πίστη.

   Ah tu mi Salva Lava il mio matricidio.

   (Α! συ να με σώσης πλύ­νε τη μητροκτονία μου.)

   Ο Simon πέφτει σε κατανυκτικη προσευχή ενώ ο Νέρων ψιθυρίζει:

  «Αυτή την άταφη σποδό αφού πήρα από μιά μοιραία άκτη, φέρνω εδώ όπου η Ρώμη εξαπλώνει τους τάφους της. Όσιο πάντα είναι ν’ αποδίδη κανείς στους νεκρούς την πατρίδα.»

   Για μιά στιγμή φρικιώντας απ' τα ίδια του τα λόγια σκεπάζει το πρόσωπό του με τα χέρια. αλλ’ η συναίσθηση ότι είναι τραγικό  πρόσωπο τον εξάπτει· «είμαι Ορέστης» φωνάζει με περηφάνεια.

   Η σποδός κατεβάστητε στο λάκκο και σκεπάστηκε με χώμα. Ο Simon εξαπλώνει ένα μαύρο πέπλο στο κεφάλι του Νέρωνος δίνοντάς του ένα κύπελλο γιομάτο αίμα για να ποτίση με δαύτο  τον τάφο της μητέρας του. Ξαφνικά μιά χλωμή μορφή αδύνατης γυναίκας σηκώνεται από έναν τάφο με φείδια στο λαιμό και αγριότητα στα μάτια.

 

   Ο Νέρων έντρομος φεύγει ακολουθώντας τον Tigellino ο οποίος λιπόθυμο σχεδόν τον σέρνει από τα χέρια.. Ο Simon που δεν πιστεύει στα θαύματα πλησιάζει. Είναι η Asteria. Θαμβωμένος απ’ την ομο­ρφιά της κόρης την ερωτά. «γιατί έτσι καταδιώκεις το Νέρωνα;» Η Asteria αποκαλύπτει τον ερωτά της στο πανούργο Mago, ο οποίος στο πρόσωπό της, πρόσωπο ωχρό  και μυστηριώδες, βλέπει το μέσο για να δεσπόση του Νέρωνος, ο οποίος είχε ξεχωριστή πίστη στα θαύματα. Εν ονόματι δε του πάθους της την εξορκίζει να έλθη την άλλη μέρα κατά το δειλινό στους ίδιους τάφους με την υπόσχεσή του να δώση σάρκα και οστά στα ερωτικά όνειρά της.

  Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου βρίσκουν τη Rubria γονατισμένη να προσεύχεται. Περνά ένας διαβάτης. Είναι ο Fanuel, αναγνωρίζει τη Rubria και την πλησιάζει, την ερωτά γιατί κλαίει όταν προσεύχεται: « Έχω ένα κρίμα στην καρδιά» του απαντά η  κόρη και στέκεται να εξομολογηθεί το κρίμα της, ότε απ’ την κρύπτα όπου είχε κατέβη για να κρύψη ό,τι χρησίμεψε για τον ενταφιασμό της Αγριππίνας σηκώνεται ο Simon Μago.

   Οι τάφοι των Χριστιανών απεκαλύφθησαν, ο Fanuel φωνάζει τον Simon, οι δυό κυττάζονται με βλέμμα υπερήφανης  πρόσκλησης και εξα­φανίζονται.

   Εν τω μεταξύ η Ρώμη πανηγυρίζει την επιστροφή του αιμοσταγή μητροκτόνου.

     “Evion Evion ah gioia gioia

      al mo sol al ma Roma ave Nerone.”

 

   Στη δεύτερη πράξη βρισκόμεθα στον υπόγειο Ναό του Simon Mago.

   Ο Simon με αγωνία περιμένει το Νέρωνα, έχει ετοιμάσει όλους τους φαντασμαγορικούς και φρικιαστικούς μηχανισμούς του για να τον γοητεύση, να τον συναρπάση με σατανική υστεροβουλία αισχράς εκμεταλ­λεύσεως.

   Πίσω απ’ το μαντείο κρύπτεται ένας ιερέας προφέροντας ασυνάρτητα λόγια. Ένα χλωμό φώς καντήλας ρίχνει τες άτονες αχτίδες του στο μαγικό καθρέφτη. Σε μια στιγμή ο βωμός  καταρρέει με θόρυβο και στα ερείπια επάνω στέκεται όρθια η Θεά της Νύχτας και του Θανάτου,  η μυστηριώδης Asteria.

   Ο Νέρων πλησιάζει και εισέρχεται στο μαντείο εν’ ώ ο Simon του δείχνει το μαγικό καθρέφτη λέγοντάς του «μέσα εδώ το άπειρο αντανακλά το φώς των Άστρων του». Κατόπιν ο άφθαστος απατεών απομακρύνεται εν’ ώ ο μητροκτόνος προσηλώνεται στο καθρέφτη όπου απροσδόκητα βλέπει να καθρεφτίζεται η νεκρική μορφή της Asteria. στρέφει προς το βωμό και θαυμάζει την αιθέρια μορφή της Θεάς. Γονατίζει και ζητάει συγχώρησι για το σγυγερό του έγκλημα.

    «Καθώς ο Ορέστης έτσι κι’ εγώ, όχι χωρίς λόγο, τη μητέρα μου εσκότωσα. απ’ το φάσμα της, σώσε με.»

   «Σήκω και έλπιζε» του μουρμουρίζει με φωνή σαν όνειρο κυττάζοντάς τον η Asteria.

   Αυτός τώρα μεθυσμένος απ' την ωμορφιά της, τρελλός από ηδυπάθεια θέλει να ενωθή σ’ ένα αιθέριο αναγκαλισμό με την ουράνια εκείνη ύπαρξη. Πηδάει προς το βωμό και πλησιάζει την Asteria. Μιά φωνή βγαίνει απ' το Μαντείο «Φύγε Νέρων». Αλλ’ ο Νέρων είναι τώρα πιά κοντά της παραληρώντας. Εν’ ώ την ερωτοπαθή ύπαρξη φλογίζει ερωτική αδημονία ο Αυτοκράτωρ της μειδιά με μια γλυκεία πόθου αγωνία.

   «Δός μου τα χείλη σου κι’ ας χαθή ο κόσμος.»

   Ένα φλογερό φιλί ενώνει τα δυό στόματα απ’ το οποίο ο  Νέρων γνωρίζει τη θνητή γυναίκα. Αμέσως τον έπιασε μανία. «συμφορά σου» λέγει στην Asteria, η οποία λιπόθυμη από τρόμο κι’ από έρωτα σπαρταράει χάμω.

   Ο πανούργος Simon δοκίμασε να φύγη γιατί πολύ καλά ήξερε τις συνέπειες της απατηλής σκηνοθεσίας εις βάρος του τρομερού και πανίσχυρου Νέρωνα. Αλλ’ οι πραιτωριανοί του Αυτοκράτορος τον έπιασαν και δεμένο τον φέρνουν μπρός του.

   Ο Νέρων ξαπλωμένος σ’ ένα ανάκλιντρο, γελάει Σατανά γέλοιο, ενώ ευθύς αμέσως αδυσώπητος απαγγέλει την καταδικαστική απόφασι. Καταδικάζει το Simon να πετάξη στον αέρα και την Asteria να τη ρίξουν στα φείδια.

   Ο Νέρων τώρα είναι ευχαριστημένος, τρελλός από χαρά πηδά  στο βωμό, ζητάει μιά κιθάρα κι' αρχίζει να τραγουδάη:

   «Τώρα πιά που ενικήθησαν οι θεοί, εις εμέ η κιθάρα εις εμέ ο βωμός, τραγουδώ.»

 

   Η τρίτη πράξη αρχίζει με μια γλυκύτητα ειδυλλίου. Γονατισμένοι οι Χριστιανοί σ’ ένα καταπράσινο κήπο ενώνουν τις προσευχές των στο Θεό, εν ώ ο Fanuel επαναλαμβάνει τον όρκο των πιστών, κυττάζοντας κατάματα την αγγελόμορφη Rubria. Μιά κρυμένη ανέκφραστη αγάπη γιομίζει από αγνή μελαγχολία την ψυχή του Fanuel και τη παρθένα ψυχή της Κόρης.

   Αλλά μια γυναίκα ασθμαίνουσα πλησιάζει. Είναι η Asteria. Αφού κατώρθωσε να ξεφύγη απ’ τα δεσμά του Νέρωνος κουρελιασμένη και αιμόφυρτη έρχεται να ειδοποιήση τους Χριοτιανούς για τον όλεθρο που ο Simon σύμφωνος με το Νέρωνα τους ετοιμάζει προτρέποντάς τους να φύγουν.

   Η Rubria πλησιάζει τον Fanuel και τον ικετεύει να σωθή, αλλ’ ο Fanuel κυττάζοντάς την ακίνητος την παρακαλεί να του εξομολογηθή το αμάρτημά της. Η Rubria δεν μπορεί να μιλήσει, δεν έχει άλλως τε τον καιρό.

   Μεταμφιεσμένος ο Simon Mago σε επαίτη, πλησιάζει τους Χριστιανούς εν ώ οι πραιτωριανοί βρίσκονται εκεί κοντά κρυμμένοι. Τον Simon έφερε εκεί και η δίψα της εκδίκησής, αλλά και η ελπίδα της σωτηρίας. Εάν ο Fanuel του φανέρωνε το μυστικό των θαυμάτων θα μπορούσε να σωθή απ' το θάνατο στον οποίον ο Νέρων τον είχε καταδικάσει. Γι’ αυτό παίρνοντας ύφος ικετευτικό στρέφει προς τον Fanuel και του ζητεί το χρίσμα του Χριστού. Ο Fanuel τον φωνάζει με το όνομά του. Τότε ο Simon πέφτει στα πόδια του και τον παρακαλεί να τον σώση μ’ ένα θαύμα. Όχι απαντά ο Fanuel εν ώ φανερώνονται οι πραιτωριανοί στους οποίους ο Simon παραδίνει το Χριστιανό. Οι πιστοί θέλησαν ν’ αντισταθούν αλλ’ ο Fanuel τους σταματά.

   «Μη ανθίστασθε στον κακούργο. το παράδειγμα το έδωσε ο Κύριος». Χαιρετά όλους μ' ένα φίλημα εκτός απ’ τη Rubria και δέσμιος σέρνεται προς το Νέρωνα.

 

   Στην τελευταία πράξη βρίσκεται κανείς στο ιπποδρόμιο. Σε θρόνο υψηλό ο Νέρων καθισμένος παρακολουθεί μέσα από ένα σμαράγδι τις αποτρόπαιες ετοιμασίες για την άγρια θανάτωσι των Χριστιανών. Το μαζεμμένο πλήθος ουρλιάζει, αδημονεί. Αγέρω­χος ο Νέρων σηκώνεται και με μιά χαρακτηριστική χειρονομία δίνει το σύνθημα της έναρξης.

   Κατόπιν διατάσσει καγχάζοντας τον Simon να πετάξη. Αλλ’ εν  ώ στο ιπποδρόμιο η τρομερά ξετυλίγεται σκηνή, η φωτιά περικυκλώνει το ιπποδρόμιο και το κατακλύζει από αποπνιχτικό καπνό. Ο κόσμος ζητάει έξοδο να φύγη, εν ώ οι καταδικασμένοι, βοηθούμενοι απ’ τον πανικό που η πελώρια φωτιά σκόρπισε στο ιπποδρόμιο, δραπετεύουν.

   Η σκηνή αλλάζει. Στο υπόγειο του ιπποδρομίου όπου κατετίθεντο οι νεκροί εισχωρούν η Asteria και ο Fanuel ζητώντας μέσα στα πτώματα τη Rubria. Είναι σκοτάδι. Στο δρόμο τους αγγίζουν τα αιμόφυρτα πτώματα. ένα ταράσσει την Asteria, είναι ο Simon Mago. Ο Fanuel κυττάζει το νεκρό και λέγει με αηδία «απ’το Θεό σκοτώθηκε, καταραμένος να ’ναι.»

   Αλλά να, η Rubria ακόμα ζωντανή. Αναίσθητη απ’ τη πληγή που είχε στη καρδιά, αιμόφυρτη, τυλιγμένη σ’ ένα λευκό σά­βανο μένει ακίνητη χάμω. Ο Fanuel την πέρνει στην αγκαλιά του και τη φιλεί. Μιά σβυσμένη φωνή, φωνή σαν όνειρο, φωνή ανέκδηλης αγάπης βγαλμένη απ’ τη ψυχή της Rubria ετάραξε την άγρια γαλήνη του κοιμητηρίου. Ο Fanuel σκύβει και της δίνει το υστερνό φιλί του. Έτσι σκυμένον, μια ψυχής ανάλαφρη πνοή απαλά τον εθώπευσε. η Rubria είχε ξεψυχίσει.

 

                                                      Γ. Α.

 

 

 

 

[ Το άρθρο του

Γ.Α.

«Νέρων. Το λιμπρέττο της περίφημης όπερας του Boito»  

δημοσιεύθηκε στο                           

περ. «Μηνιαία Επιθεώρησις»,

Σάμος, Βαθύ, Έτος Β’, φυλλάδιον 4,

Οκτώβριος 1924, (σ.  60-64).  ]

 

 

(Το πρωτότυπο κείμενο σε πολυτονικό.)  






[ σημείωση: 

  Ο Arrigo Boito είχε εκκινήσει τη σύνθεση της όπερας "Νέρων" ήδη από το 1890 (και ουσιαστικά πολύ πριν). 

   Αυτό φαίνεται από δημοσίευμα στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημερίδα "Εβδομάς", Εν Αθήναις, Έτος Ζ', αριθ. 50, 15 Δεκεμβρίου 1890, στήλη: Ειδήσεις της Εβδομάδος - "Καλλιτεχνία", σ. 11.

  Το δημοσίευμα αναφέρει: 

" Ο κύριος Α. Βόϊτος ο αποκλειστικός στιχουργός των μελοδραμάτων του Βέρδη, είνε και μόνος του, ως γνωστόν, καλός συνθέτης. Εργάζεται προ εξαετίας εις μελόδραμα ο Νέρων, όπερ έσται έτοιμον κατά το προσεχές έτος (:1891). " ] 




     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com