ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΚΑΝΗ
«Η μικρή μπαγιαντέρα»
Διήγημα (1945)
Η μικρή μπαγιαντέρα
Είναι σα μια μορφή του Μπενβενούτο
Τσελίνι. Σα μια μικρή αέρινη οπτασία που αργοζυγίζεται στη γή έτοιμη να
πετάξει.
Έτσι έλεγαν οι φίλοι του Αντώνιου
Βάλαρη, του γλύπτη, σαν έβλεπαν την Αμάρα να χορεύει.
Ο Αντώνιος είχε πολύ ζήσει και
πολύ ταξιδέψει. Μα πάντα καταστάλαζε στη Φλωρεντία.
Η πολιτεία βυθισμένη σε μια
ευγενικιά γαλήνη, sobria e pudica ακριβώς όπως την ήθελε ο Αλιγκέρι, δέν
κρατάει τίποτε απο την ξέφρενη ατμόσφαιρα της Αναγέννησης, τη στοιχιωμένη απο
τις μορφές των Μεδίκων. Τα παράξενα παιδιά-της, που τα ονόματά τους πλέκονται
γύρο στον καταπληκτικό εκείνο «κουάτρο τσέντο», δεν είναι πιά για να την αναστατώσουν
με τις ανείπωτες περιπέτειές-τους. Φρα Φλίππο Λίπι, Ουκέλο, ντελ Καστάνιο,
Μαζάκιο, Πολλαγιουόλι, Βερόκιο, ντέλλα Ρόμπια, Ντονατέλλο, Μποτιτσέλι... Τώρα
στα μουσεία και τις άπειρες εκκλησίες-της, τα ονόματα αυτά ζούνε ονοματίζοντας
την τόση ομορφιά που γεννήθηκε στα χώματά-της. Μα η Φλωρεντία είναι βαθιά
ποτισμένη απο την ομορφιά αυτή σαν κάθε τι που έκλεισε για αιώνες μέσα-του το ανθρώπινο όνειρο που
κρυστάλλωσε, απτό, μέσα στη τέχνη.
Εκείνον το χρόνο ο Αντώνιος είχε φέρει μαζύ-του απο τις 'Ινδίες μιά
μικρή μπαγιαντέρα. Την είχε φέρει στην ωραία βίλλα-του κοντά στον Άρνο, το
ποτάμι, και συχνά καλούσε εκεί τους φίλους-του για να δούν την Αμάρα να
χορεύει. Και οι φίλοι-του, κουρασμένοι άπ’ τον κρύο και πρόστυχο πολιτισμό μας,
αισθανόνταν πρωτόνιωστη συγκίνηση γιά την απλή και βαθιά τέχνη της μικρούλας,
που έρχονταν απο ενα λαό όπου ο χορός εξακολουθεί να είναι εκδήλωση ιερή.
Όσο για την Αμάρα δέν της έλειψε
ο τόπος της. Ύστερ’ απο λίγους μήνες μιλούσε καλούτσικα τη γλώσσα. Και μες στο μεγάλο
περιβόλι της βίλλας, το πυκνοφυτεμένο με πορτοκαλιές κι’ όλα τα λουλούδια που ανθίζουνε κάτω από το γλυκό ουρανό της Τοσκάνας, η ζωή-της
κυλούσε σαν όνειρο.
Το σπίτι είταν γεμάτο εικόνες κι’
αγάλματα κάθε λογής.
Μα η μορφή του Ναζωραίου κυριαρχούσε
ανάμεσα στις άλλες.
Είταν εκεί Χριστοί Φλαμανδικοί,
γεμάτοι κρυφή οδύνη, που μαρμάρωνε τα χαρακτηριστικά-τους σε μια ακινησία
θανάσιμη.
Χριστοί με πρόσωπα κέρινα και με
στόματα λεπτά, κλεισμένα με πείσμα σα για να μη μαρτυρήσουν ποτέ την απογοήτευσή
τους
Χριστοί Βυζαντινοί, λιγνοί κι’
ασκητικοί, με όψη χαλκόχρωμη, όπου τα μάτια ξεχώριζαν ακίνητα, αυστηρά, με
παγωμένο μέσα φέγγος. Μα άπ’ όλους η Αμάρα αγαπούσε τους Χριστούς της
Αναγέννησης. Είταν λεπτοί, ολόξανθοι, συχνά με μάτια δακρυσμένα απο έναν πόνο
που δέν ντρέπονταν να δειχτεί, με χέρια χλωμά που απλώνονταν σα για να
κατεβάσουν τον ουρανό στη γή, σα για να ευλογήσουν, σα για ν’ αγκαλιάσουν. Και
μέσα σ’ όλους τους άλλους το Χριστό, το έργο του αφέντη-της.
Ο μαρμάρινος Ναζωραίος του
Αντώνιου είταν ο ωραιότερος ανάμεσα σ’ όλους. Και η Αμάρα τον λάτρευε με μια
θέρμη γεμάτη μυστικισμό, γιατί είταν ολοφώτεινος, άνθρωπος και υπεράνθρωπος μαζί. Τα μάτια-του πριν υψωθούν
στον ουρανό σταμάταγαν σε όλα τα βλέμματα που γύρευαν το δικό του.
— Ποιός είναι αυτός; ρωτούσε συχνά
τον Αντώνιο· μα εκείνος δέν είχε πολλή όρεξη ν’ απαντήση. Της έλεγε πως είτανε
θεός. Κι' έπειτα πως είταν βασιλιάς. Κι’ έπειτα της έλεγε να μήν τον σκοτίζει. Είταν ο Χριστός. Αν μπορούσε να καταλάβει,
άς καταλάβαινε. Η Αμάρα τότε ρωτούσε τους άλλους στό σπίτι, μα ένιωθε πως δέν
άρεσε στους ανθρώπους να μιλούνε μαζί της γι’ αυτόν.
Ο περιβολάρης, άμα γύριζε τις
πλάτες η Αμάρα, την ξόρκιζε, γιατί ήταν αβάφτιστη, και του κακοφαινόταν να
πιάνει στο στόμα της το Χριστό. Μια καμαριέρα αγαθή, η Λουΐζα, της έλεγε πως ο
Χριστός είχε μητέρα τη Μαντόνα και άμα έλειπε η οικονόμα, της ανιστορούσε τη
ζωή-του, τα θαύματα που ‘κανε, τη σταύρωση και την ανάσταση.
Ολ’ αυτά δέν κάνανε και μεγάλη
εντύπωση στην Αμάρα. Στον τόπο-της, έλεγε, οι φακίρηδες κάνουν πιό σπουδαία
πράματα. Ως κι' οι βασιλιάδες φοβούνται τους φακίρηδες. Αν κανένας βασιλιάς
καταφέρει να γίνει Φακίρης, αποχτάει δύναμη φοβερή. Παράδειγμα ο Βισμαμίτρα, ο
βασιλιάς ασκητής. Ασκήτεψε δυό χιλιάδες χρόνια, κι’ απόχτησε δύναμη θεϊκή πού
φοβήθηκαν οι θεοί κι’ έστειλαν μιαν «αψάρα»
(ιερή χορεύτρια) και του πήρε τα λογικά. Κι’ έτσι έχασε τη δύναμή του και
ξανάγινε άνθρωπος.
— Λόγια του Σατανά! έλεγε η Λουΐζα
κι’ έκανε το σταυρό της. Δέν κάνει να μιλάς, έτσι! Ντροπή!
Και η Αμάρα σώπαινε κι’ έσκυφτε
το κεφάλι. Γιατί καταλάβαινε πως αυτή δέν είχε το δικαίωμα ν’ αγαπάει το Χριστό
μ’ όλους τους άλλους. Στην εκκλησία, στ’ άπειρα παλάτια του θεού που πήγαινε ο
κόσμος και γονάτιζε κι’ ευχαριστούσε το Χριστό γιατί είταν τόσο φωτεινός και
τόσο ήρεμος, δέν είτανε θέση για τη μικρή χορεύτρια: ο Χριστός δέν την ήθελε.
Έτσι της είπε ο Αντώνιος όταν του ζήτησε να την πάει στη λειτουργία. Ίσως
νόμιζε την τέχνη της μέτρια. ΄Ισως δεν έβρισκε το αίμα της αρκετά βασιλικό.
Πάντως δέν την ήθελε. Δέν έπρεπε να γυρεύει να καταλάβει το «γιατί» από τη
θεϊκή βούληση. Πόσο το είχε πιστέψει αυτό και πόσο πονούσε! Είταν αμαρτία και
να μιλάει γι’ αυτόν. Δέν τολμούσε να κοιτάξει κατάματα το μαρμάρινο Χριστό. Κι'
άμα της ερχότανε πολύ δυνατός ο πόθος να φιλήσει τα σανδάλια του, στριφογύριζε
γρήγορα για πολλή ώρα, ως που ζαλίζονταν και ξεχνούσε τί ήθελε.
Είτανε Μεγάλη Παρασκευή - η
μεγαλύτερη γιορτή της Φλωρεντίας, - και ο Αντώνιος βγήκε περίπατο στους δρόμους
με την Αμάρα. Μεγάλη Παρασκευή στη Φλωρεντία. Οι πασχαλιές είχανε ανθίσει, και
οι δρόμοι είτανε σκιεροί και μυρωμένοι... Οι άνθρωποι είχανε βγάλει τα
εικονίσματα έξω ανάμεσα σε κεριά σβηστά, και πλήθος βωμοί είταν σε κάθε δρόμο.
Οι Μαντόνες κρυβόντανε απο τα τριαντάφυλλα που τις εσκέπαζαν, και οι
Εσταυρωμένοι, χλωμοί μες στα λουλούδια, λες κι’ έβρισκαν μια οδυνηρή
ευχαρίστηση ν' αργοπεθαίνουν τέτοια εποχή μες στους ψαλμούς, το λιβάνι και την
άνοιξη.
Μεγάλη Παρασκευή στη Φλωρεντία. Ο
αργός επιτάφιος θρήνος που η γλυκειά χαύνωση της άνοιξης του έδινε ένα παλμό ηδονικό,
ακούγονταν μέσα σ' όλες τις εκκλησίες, και η λεπτή εαρινή ατμόσφαιρα είταν
βαρειά από το παράπονό-του.
—Γιατί να μή με θέλει και μένα ο
Χριστός; αναστέναξε η Αμάρα.
—Πήγες και σ’ έδιωξε; ρώτησε ο
Αντώνιος χαμογελώντας.
—Μου είπες πως δέ με θέλει.
—Μπορεί ν’ άλλαξε γνώμη. Αν τον
παρακαλέσεις. Πού ξέρεις. Ίσως να σε δεχτεί.
—Είναι ο πιό μεγάλος από τους Βασιλιάδες,
είπε η Αμάρα, θα με διώξουν οι φύλακές του πριν να τον δώ.
— Όλους τους δέχεται. Είναι σ’
όλες μαζί τις εκκλησίες. Όλους τους βλέπει κι’ ας μή φαίνεται, είπε ο Αντώνιος.
Τα μάτια της Αμάρας άστραψαν.
— Λές, αφέντη να με δεχτεί; Λές να
μή με διώξει; Ώ αφέντη! Αν μου πει “Aμάρα. σε θέλω μες στις ιερές μου χορεύτριες”, θα με
δώσεις;
— Θα σε δώσω! είπε ο Αντώνιος.
Εκείνο το μεσημέρι η Αμάρα δέν
είχε ησυχία. Μετά το φαί κατέβηκε στον κήπο κι’ έκοψε μιαν αγκαλιά
τριαντάφυλλα. Έπειτα, κρυφά, φόρεσε το πέπλο της το μεταξωτό «σάρι», που την
τύλιγε ολόκληρη, και γλίστρησε αθόρυβα έξω απο το σπίτι. Δέ θα πήγαινε σε
καμμιά μεγάλη εκκλησιά. Στην πιό ταπεινή θα πήγαινε, στην πιό μικρή. Τα ήξερε
όλα τα παλάτια του Ιησού, όλα. Κι’ αυτή την εκκλησούλα είχε διαλέξει για το
σχέδιό-της. Δέν θα του μιλούσε. Τί να τούλεγε; Είχε όλη τη σοφία Εκείνος, και
όλα τα λόγια θα είτανε κλεμένα απ' Αυτόν. Μόνο θα του ‘δειχνε την τέχνη της. Κι
Αυτός ας έκρινε.
Η εκκλησία είταν αδειανή. Η
σκιερή ψύχρα ύστερα απο το ηλιόφωτο την έκανε να ριγήσει. Μα δέ σκέφτηκε να
φύγει. Έβγαλε τον πέπλο-της. Έπειτα έλυσε τη ζώνη που κρατούσε το φόρεμα. Το
έβγαλε. Έλυσε και τα σάνδαλά-της. Γυμνό, το κοριτσίστικο κορμί, αργολυγίστηκε
στιλπνό μες το μισόφωτο. Η νευρική χάρη των ποδιών που είτανε λεπτά και μακρυά
στο ζύγισμά-τους, έδωσε σ' αυτό το πρώτο αναφτερούγισμα την εντύπωση και την
προσδοκία απο το πέταγμα. Και τότε μες απ’
το αίμα, απ’ την ψυχή, απ’ τα πιο μυστικά βάθη, ο ρυθμός ανάβρυσε σα φλόγινο
ποτάμι. Ξεχύθηκε στο κορμί και το υπόταξε, κι’ έκανε με τον παλμό-του μουσική.
Εχόρευε υπακούοντας σ’ αυτό το μυστικό ρυθμό, την κρυφή πρωτόγονη αρμονία που
πήγαζε απο μέσα της, για να πάρει έκφραση και μορφή μέσα στην κίνηση. Και η
κάθε της κίνηση, ή γρήγορη ή αργή, δενόταν πλαστικά κι’ ανάσταινε μια μελωδία
παράξενη, αβάσταχτα ηδονική και πάναγνη. Ο χορός. Η προσευχή των αρχαίων λαών.
Η προσευχή του κορμιού, η ιερή προσφορά στη θεότητα που το έπλασε. Για μόνο
θησαυρό η Αμάρα είχε το χορό-της. Αυτόν έδινε σήμερα στο Χριστό …
Στις πόρτες πλησίασαν μερικές
κοπέλλες απ’ αυτές που στόλιζαν τον Επιτάφιο. Στη θέα-της έφυγαν με φωνές
τρόμου. Μα τίποτε δέν τραβούσε την μπαγιαντέρα απο την έκστασή της. Με την
τέχνη-της είτανε να κερδίσει ένα Θεό.
Ξαφνικά, κάποιος την άρπαξε απο
τους ώμους και την τράνταξε δυνατά. Είτανε ένας αστυφύλακας. Τότε κατάλαβε η
μικρή χορεύτρια τί συνέβαινε γύρω της. Κόσμος και κόσμος είχε μαζευτεί που ούρλιαζε
αγριεμένος. Κληρικοί σκέπαζαν τα μάτια-τους για να μη δούν τη γυμνότητά-της.
Οι άνθρωποι του λαού είχαν
μεταβληθή σε ιεροεξεταστές. Η κατακραυγή του πλήθους την έζωνε μ’ έναν αχό τρικυμισμένης θάλασσας.
— Στη φωτιά τη μάγισσα! Την
Αμερικάνα!
— Την ξεδιάντροπη! Στη φωτιά!
Βγάλτε την έξω!
— Ανήμερα, Μεγάλη Παρασκευή! Έξω!
Έξω!
Όλ' αυτά τ’ άκουσε σε μισό
δευτερόλεπτο. Άρπαξε το πέπλο-της, ξέφυγε του αστυφύλακα και χάθηκε σε μια
πόρτα. Το πλήθος την ακολουθούσε. Μπροστά-της φανερώθηκε μια στριφτή σκαλίτσα.
Ανέβηκε. Βρέθηκε απάνω, στο καμπαναριό. Άκουε το βουητό να πλησιάζει, και τη
σκάλα να βόγγει και να τρίζει, απο τα τόσα βήματα. Ρίχτηκε στο κενό…
Άνοιξε μια στιγμή τα μάτια.
Συνάντησε το πρόσωπο του Αντώνιου που έσκυφτε απάνω της με αγωνία.
— Δε με θέλησε... Γιατί;
μουρμούρισε.
— Σε θέλησε. Δέν πρόφτασε να στο
πει. Τον σκότωσαν. Ακούς;
Οι καμπάνες του Επιτάφιου έκρουαν
πένθιμα.
— Τον κηδεύουνε. Κατάλαβες;
— Ω Αφέντη! Με θέλησε; Λές
αλήθεια;
— Μα ναί ! Αν δέν τον σκότωναν θα
σ' έδινα!
Μια άφταστη ευδαιμονία γράφτηκε
στά πονεμένα χαρακτηριστικά του παιδιού.
Έκλεισε τα μάτια.
Έξω οι καμπάνες χτυπούσαν,
χτυπούσαν..
Την έθαψε στον κήπο του. Ανάμεσα
στις πορτοκαλιές… Απάνω στο χώμα έστησε το μαρμάρινο Ναζωραίο.
(Άραγε να το 'νιωσε η μικρούλα χορεύτρια;
Άραγε να ρίγησε;)
ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΛΚΑΝΗ
[ το διήγημα της
Ειρήνης Καλκάνη
«Η
μικρή μπαγιαντέρα»
δημοσιεύθηκε στο περ. «Το Ταξίδι»,
Αθήνα, Έτος Α’, τεύχος 1, Μάης 1945,
(σ. 28-30).]
(το
διήγημα είναι δημοσιευμένο σε μονοτονικό.
Το
μονοτονικό σύστημα ήταν η εκδοτική γραμμή του συγκεκριμένου περιοδικού.
H
ορθογραφία
επακριβώς η ίδια με το πρωτότυπο κείμενο.)
Λόγος Έμφρων