Γ. Θέμελης
« Ανεμόπτερο »
ποίημα, 1944
Ανεμόπτερο
Δεν ήξερα που οι πεθαμένοι έχουν ευαίσθητη καρδιά
Τεντωμένα νεύρα
Κόρδες που σπάνουν
Κανείς δεν το περίμενε
Μας έφυγε ξάφνου ο σουβάς της πρόσοψης
Σα χτυπημένο φτερό
Παλιός απολιθωμένος σουβάς
Ανάμεσα σε ακρωτηριασμένα μάρμαρα και πανιά
Γυμνωθήκαμε για καλά
Δέ θα μας μείνη σάρκα για σάρκα
Η νύχτα κάνει πιό βαθιές τις χαραμάδες
Μαζεύτηκε κόσμος και γελά χαζεύοντας απ’ όλες τις πλευρές
Φυλακισμένα ζώα
Άδεια καθίσματα παλιά
Ένα κομμένο κεφάλι ξεφωνίζει
Ο απέραντος τοίχος με το καρφί και το γκρεμισμένο παράθυρο
Ένας καθρέφτης χωρίς κρύσταλλο κρεμασμένος
Ψάχνω να βρω ένα ρούχο
έναν μπερντέ
Ευτυχώς που έχασα τ' όνομά μου
Ένα σκέτο τσατί μέσα στη νύχτα
Διαφεύγουν πνιγμένα πουλιά σωπασμένα χάχανα
Περνά ο άνεμος φορτωμένος μιλήματα περιστέρια και μάτια
Έρχεται απ’ την άλλη πλευρά
Πέρ' απ’ τη θάλασσα τη γραμμή την πόρτα της ημέρας
Ανεβαίνει τη σαθρή εσωτερική κλίμακα
Πάνω από κάθε ύψος
Αρχίζει η μοναξιά.
Γιώργος
Θέμελης
[ το ποίημα του Γιώργου Θέμελη
«Ανεμόπτερο»
δημοσιεύθηκε
στο περ. «Φιλολογικά
Χρονικά»,
Έτος Α’, τόμος Β’, τεύχος 15-16,
Αθήνα, 31 Αυγούστου 1944, (σ. 105). ]
(Το πρωτότυπο ποίημα σε πολυτονικό)
Λόγος Έμφρων