Μίκης Νούσιας - Παρένθεση στη ζωή του - διήγημα - 1937 - Θεσσαλονίκη - περ. Μακεδονικές Σελίδες


 

ΜΙΚΗΣ ΝΟΥΣΙΑΣ

  «Παρένθεση στη ζωή του»

 Διήγημα (1937)

 

 

           Παρένθεση στη ζωή του  

 

  

   Παράξενος άνθρωπος αυτός ο Μένης Μυράτης. Τμηματάρχης στη Τράπεζα, ριχνόταν με υπέρμετρη αφοσίωση στη δουλιά του, εργαζόταν ακούραστα σκυμμένος πάνω στα χαρ­τιά με τους ατέλειωτους αριθμούς, κι’ αδιαφοροΰσε γιά κάθε τι που γινόταν γύρω του ...

   Έμοιαζε με τους μηχανικούς εκείνους κούκλους, που σκα­ρωμένοι επιτήδεια απ’ τα χέρια του τεχνίτη εχτελούν αδιάκοπα, μονότονα, τις ορισμένες τους κινήσεις, περιφρονώντας κάθε εξω­τερική εκδήλωση... Ήταν από τους τύπους εκείνους που λές και τους ενοχλεί η επικοινωνία των συνανθρώπων τους και ζουν απομονωμένοι στα στενά όρια του εαυτού τους, πασχίζοντας να κρύψουν καχύποπτα κάθε σκέψη κι’ εκδήλωση του είναι τους...

   Το τείχος που τον χώριζε απ’ τους άλλους ανθρώ­πους, ήταν ψηλό, γιγαντένιο, απροσπέλαστο, το καταλάβαινε κι’ ο ίδιος... Κι’ όμως αιστανότανε ακαθόριστη, ανιστόρητη, αγαλλίαση σαν βρισκόταν μονάχος, με συντροφιά τον εαυτό του, σαν ένειωθε πως κάποιος φραγμός μεγάλος κι’ επιβλητι­κός τον χώριζε απ’ τους άλλους.

  Ήταν όμως φορές, που στον φραγμόν αυτό - απορούσε κι’ ο ίδιος γιατί - έβλεπε τη φυλακή του, νόμιζε ότι ζούσε σκλαβωμένος μέσα στη φυλακή του αυτή. Γιά ώρα πολλή τότε καθόταν στο γραφείο του, με τις παλάμες των χεριών του στους κροτάφους του κι’ άφηνε το μυαλό του αδέσποτο να  παρασύρεται από μύριες παράξενες σκέψεις. Οι αριθμοί της Τράπεζας με τ’ άσωτα ψηφία τους, συγκε­χυμένες οι παραστάσεις της μέρας εκείνης κυνηγόντουσαν δαιμονισμένα τρηβελίζοντας το ταραγμένο του μυαλό... Τα χείλια του άφηναν να του  ξεφεύγουν καμμιά φορά ασυνάρτητες συγκεχυμένες λέξεις... Και  τότε η φωνή του η ίδια, σαν να τον συνέφερνε απ’ την παραζάλη του, σα να τον κεντούσε ενοχλητικά και τρόμαζε κι’ ο ίδιος για τον εαυτόν του, ενώ τα ξερά χείλια του σουφρουνόταν πασχίζοντας να πικροχαμογελάσουν μά δέ το κατώρθωναν, μένανε μονάχα με την προσπάθειά τους. Αυτά όμως ήταν παροδικά, σαν το διαβατάρικο σύννεφο στον καθάριο ουρανό, και περνούσαν γοργά, όπως κι’ ερχόταν, αφήνοντάς τον στην ήρεμη μοναξιά του...

    ...Λέγανε πώς ήταν μισογύνης. Αυτός όμως αδιαφορούσε για το ότι λέγαν, κι’ ούτε το διάψευδε αλλά κι’ ούτε φαινόταν πως το παραδεχόταν. Η αλήθεια είναι, πως είχε κάποιο ανεξήγητο μίσος για τις γυναίκες και τις απόφευγε όσο του ήταν δυνατό... Κι’ είχε  τη γνώμη του για τη γυναίκα, που την έλεγε σαν του δινόταν ευκαιρία, υποστηρίζοντάς την θερμά:

   «Η γυναίκα, έλεγε, είναι μιά αδιόρθωτη θεατρίνα, πολλές φορές αγωνίζεται ν’ απαλλαχτή απ’ τη μουτσούνα της υποκρισίας, μά δέ το κατορθώνει. μένει πάντοτε θεατρίνα...» Κι’ έβλεπε κανείς να θεριεύη στα μάτια του κάποια παράξενη φλόγα σαν αγωνιζόταν για την αλήθεια της γνώμης του αυτής...

    ...Αλλά κάποια απλή γνωριμιά καμμιά φορά, μπορεί ν’ αλλάξη  τον άνθρωπο... Ο Μυράντης γνώρισε μιά γυναίκα: τη Ρένα. Εργαζότανε στη Τράπεζα που ήταν κι’ αυτός, πλάϊ στο γραφείο του μάλιστα. Η γυναίκα αυτή - πράμμα παράξενο, γιατί  ο Μένης αδιαφορούσε για κάθε γυναίκα - του έκανε εντύπωση.  του έκανε εντύπωση η λεπτή ομορφιά της; Το πρόσωπό της το  κουκλίστικο πλαισίωναν ολόξανθα σγουρόμαλλα και τα μαύρα, εκφραστικά της μάτια είχαν κάποια ακαθόριστη γοητεία. Σα χαμογελούσε - και χαμογελούσε τόσο συχνά! - σχημα­τιζόταν δυό  χαριτωμένες λακούβες στα μάγουλά της, και τα υγρά άλικα χείλη  της άφηναν να φαίνονται δυό σειρές κάτασπρα δόντια. Η φωνή  της λεπτή, κυματιστή, ένοιωθες αιστητά τ’ απαλό χάδι της...  

    Στην αρχή δέ θέλησε να την προσέξη ο Μένης, περιοριζόταν  να την χαιρετά απλά, σαν συνάδελφός της που ’ταν. Σαν  περνούσε όμως, ο καιρός αιστανόταν πως η γυναίκα αυτή τον  έλκυε με μι’ ανυπέρβλητη γοητεία. Στην αρχή τά ’βαλε με τον  εαυτό του - αυτόν να τον τραβά μιά γυναίκα; - στο τέλος όμως  παραδέχτηκε πως είχε κάποια συμπάθεια για την συνάδελφό του. Και δέν άργησε να διαπιστώση πως η συμπάθειά του αυτή  προχώρησε στον έρωτα...

   Στην γυναίκα αυτή τώρα, έβλεπε όχι την θεατρίνα, αλλά την πραγματική, την ιδανική γυναίκα... Και κάποια φορά της μίλησε  - κι’ ο ίδιος δέν ήξερε ακριβώς τί έλεγε στη στιγμή εκείνη της  έξαψής του - της μίλησε στην αρχή για τη ζωή του λίγα, για τον  έρωτά του έπειτα, για το αίστημά του πόνειωθε πως θέριευε μέσα  του. Για πρώτη φορά στη ζωή του, αυτός που θεωρούσε την  εξωτερίκευση των σκέψεών του ιεροσυλία στο άτομό του,  μίλησε τόσο πολύ και τόσο εύγλωττα, για πρώτη φορά  ξεδίπλωσε και τις εσώτερες πτυχές της καρδιάς της στα μάτια  ενός άλλου...

   Αυτή τον άκουε χαμογελώντας. Σαν τέλειωσε τα λόγια του ο  Μένης, έμειναν κι’ οι δυό τους για λίγες στιγμές αμίλητοι και  κατόπι του ’πε η Ρένα με την απαλοχάδευτη φωνή της:

  — « Να σου πω την αλήθεια Μένη - γιατί συνηθίζω να τη λέω -  απ’ την αρχή της γνωριμιάς μας, ένειωσα για σένα ένα δυνατό  αίστημα που δέ τολμούσα να το εξωτερικεύσω. Πόσο  ευτυχισμένη είμαι τώρα που μου μίλησες!»

   Τα λόγια της αυτά τ’ απλά κι’ ειλικρινά, ένοιωσε εκείνος να  του αγγίζουν τα φυλλοκάρδια... Την ίδια μέρα κι’ όλας, σαν  τελείωσαν τη δουλειά τους στη Τράπεζα, τη συνώδεψε ως το  σπίτι της. Περπατούσαν σιγά καθώς διάσχιζαν τη παραλία, κι’ η  Ρένα μιλούσε, μιλούσε αδιάκοπα. Του ’λεγε στην αρχή για τη  ζωή της, πως ζούσε μόνη με τη γρηά μητέρα της, πως οι μόνοι  τους πόροι ήταν ο μισθός απ’ τη Τράπεζα, κι’ ύστερα άρχισε να  του μιλά για τα όνειρά της, τα ιδανικά της, τους πόθους της... Ο  Μένης την άκουγε άπλειστα κι’ ένειωθε ένα πρωτόγνωρο  αίστημα να πλημμυρά μέσα του. Σιωπούσε όμως, λες και  προσπαθούσε να κλείση μέσα του για πάντα τον κρυσταλλένιο  ήχο, της φωνής της...

    Την άλλη μέρα τ’ απομεσήμερο βγήκαν μαζύ στην εξοχή. Περπάτησαν στην ανθισμένη χλόη - ήταν άνοιξη κι’ η γή  ανθοβολούσε - ανάπνευσαν το μυρωμένο αγέρι, μίλησαν  ξένοιαστα για διάφορα ζητήματα, κι’ αργά το βράδι, γύρισαν  στην πόλη... Την συνάντησή τους αυτή ακολούθησε κι’ άλλη, έπειτα κι’ άλλη... κι’ άλλες πολλές. Η Ρένα του εκμυστηρευόταν  απλά κι’ ειλικρινά την αγάπη της και στα μάτια της έλαμπε  σπίθα χαράς - «η χαρά της αλήθειας, της αληθινής αγάπης»  έλεγε ο Μένης και χαμογελούσε.

    Αυτός πάλι άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος. Απορούσε κι’ ο  ίδιος για την αλλαγή αυτή, μόλις αναγνώριζε τον εαυτόν του. Στην μοναξιά τώρα δέν εύρισκε την έκφρασή του, αναπαυόταν  στην συντροφιά της Ρένας. Αγαναχτούσε τώρα με τον εαυτό του  που τολμούσε να υποστηρίζη ότι όλες οι γυναίκες είναι  «θεατρίνες»: νά και μια αληθινή γυναίκα, η Ρένα.

   Η αλλαγή του  αλήθεια, ήταν μεγάλη. Αυτός ο τόσος ταχτικός στη δουλιά του, ο  άνθρωπος του καθήκοντός του, αυτός  πώμοιαζε μ’ αυτόματο  στην εχτέλεση της εργασίας του, άρχισε να ’ρχεται αργά στη  Τράπεζα και πολλές φορές έφευγε νωρίτερα απ’ ό,τι έπρεπε.

    Οι συνάδελφοί του παραξενευόντουσαν που τον βλέπαν να παραμελή έτσι τη δουλειά του και χαμογελούσαν ειρωνικά.

   Κάποιο γεροντοπαλίκαρο ψιθύριζε:

   — Καμμιά γυναίκα στη μέση ασφαλώς, καμμιά γυναίκα...

   Αυτός όμως δέ τους πρόσεχε, η σκέψη του χρυσοφτέρουγη· γοργοπέταγε στη Ρένα του... κι’ ένειωθε τον εαυτό του ευτυχισμένο. .. .

 

 

   Αλλά, όπως κάθε πράμμα στον κόσμο αυτό, έτσι και η ευτυχία  του δέν κράτησε πολύ. Του ’ρθε μιά βιαστική μετάθεση που τον  έδιωχνε απ’ τη Σαλονίκη· έπρεπε να πάη στο Βόλο...

Ο χωρισμός τους ήταν συγκινητικός.

   Η Ρένα με δάκρυα στα μάτια, στα μάτια της εκείνα τα  μαυροστεφανωμένα και ρεμβά, του ’λεγε γλυκόλογα αγάπης, ξορκίζοντάς τον να μή την ξεχάση.

  — Και συ δέ θα με ξεχάσης Ρένα, θέλω να ’χω γράμματά σου ταχτικά.

Εκείνη κάτι πήγε να πη· τα λόγια της όμως πνιγήκανε στ’ αναφυλητό της... Και... χωρίσανε...

 

   Στο Βόλο ο Μένης δέν έπαυσε να σκέφτεται τη Ρένα ούτε στιγμή. Η σκέψη του, ελπιδόφορη πάντοτε, πήγαινε κοντά της. Κι’ είχε στιγμές αυταπάτης, που την έβλεπε κοντά του να τον  κυττά με τα μάτια της εκείνα τα μαυροστεφανωμένα και ρεμβά,  που ένειωθε το απαλό χάδεμα των μαλλιών της στο πρόσωπό  του, που αγκάλιαζε με το βλέμμα του θωπευτικά τη μορφή της. Μά στις στιγμές αυτές τις παρήγορες ερχόταν πάντα η  πραγματικότητα η αμείλιχτη που του ’ριχνε κατάμματα την  αλήθεια. Κι’ ο πόνος του τότε του χωρισμού πιότερο  αβγατιζόταν, θέριευε.

   Παρηγοριά του όμως ήταν τα γράμματά της. Στο πρώτο της  γράμμα του ’γραφε μέσ’ στ’ άλλα

«... Να ’ξερες αλήθεια πόσο στενάχωρα μου φαίνονται όλα τώρα που βρίσκεσαι μακρυά μου. Άχαρη η Τράπεζα, που άλλοτε ήταν τόσο ωραία κι’ ευχάριστη σαν είσουνα και συ, άχαροι και όλοι που με περιτριγυρίζουν... Τα βράδυα στις αγρύπνιές μου, τα  βράδυα που ο ύπνος αρνιέται επίμονα να μου κλείση  τα βλέφαρα, η σκέψη μου πετά κοντά σου, αγκαλιάζει την λατρευτή σου μορφή...»

   Και εξακολούθαγε το γράμμα της γεμάτο λόγια αγάπης, μιάς  αγάπης αληθινής - όπως έλεγε ο Μένης.

   Το πρώτο της γράμμα διαδέχτηκε το δεύτερο, κι’ εκείνο εν’ άλλο, κι’ όλα ξεχειλούσαν από λόγια βγαλμένα, θα ’λεγε κα­νείς, απ’ τα κατάβαθα της καρδιάς... Μά ύστερα απ’ το τρίτο γράμμα, άλλο δέν ακολούθησε. Μάταια περίμενε μέρα με τη μέρα, μάταια προσπάθαγε να δικαιολογήση τη σιωπή της με χίλιες δυό αβάσιμες υποθέσεις· έμενε ενεξήγητη.

    Σα φυσομανητό που ’ρχεται να ταράξη το δέντρο το σκιερό στην ησυχία του, τον κυκλώνανε ωπλισμένες οι φριχτές σκέψεις.

Έζησε για λίγο διάστημα μέσα σ’ ένα αδιάκοπο παραλήρημα, σ’ ένα εφιαλτικό πυρετό. Φριχτές οπτασίες, ντυμένες με τον μαντύα  μιας απροσδιόριστης σύγχισης, τον τυραννούσαν ανείπωτα. Έβλεπε την Ρένα, μέσ’ την παραζάλη του, πότε να κείτεται  βαρυανασαίνοντας στο κρεββάτι του θάνατου, και πότε να  ορθώνεται ψηλά μπροστά του με το απλό και αγνό εκείνο χαμόγελο, που του χάριζε άλλοτε σαν βρισκόταν κοντά της.

    Δέ βάσταξε πιότερο. Πήρε λίγες μέρες άδεια απ’ την Τρά­πεζα,  κι’ έφυγε βιαστικός για τη Σαλονίκη. Πήγε στη Τράπεζα που  δούλευε η Ρένα. Του είπαν πως είχε αρκετές μέρες που έλειπε απ' τη δουλειά της. Χύθηκε έξω σαν τρελλός, κεν­τημένος απ’ τη  νυστεριά της αμφιβολίας.

    Περπατούσε με μύριες σκέψεις συγχισμένες κι’ ανάκατες στο  ταραγμένο του τσερβέλο...

    Σαν έστριψε όμως τη γωνιά του δρόμου του μεγάλου, που  βγάζει στην παραλία, έμεινε για μια στιγμή ακίνητος, λές κι’  αδυνατούσανε τα πόδια του να προχωρήσουν... Ναί, δέν γελιόταν, δέν τον γελούσαν τα μάτια του. σε λίγη απόσταση απ’ αυτόν είδε... την Ρένα να περπατά, στηριγμένη στο μπράτσο κάποιου λεβεντόκορμου αξιωματικού, χαλογελώντας με το ίδιο απλό και αγνό χαμόγελο.

   Συγκρατήθηκε. Προσπέρασε βιαστικά γυρνώντας μ’ αηδία το  κεφάλι του απ’ την άλλη μεριά κι’ ενώ μασούσε νευρικά το  τσιγάρο του μέσ’ στα δόντια του, ψιθύρισε:

  —Χμ! θεατρίνα, αδιόρθωτη θεατρίνα που ’ναι η γυναίκα...

   Και τάχυνε πιότερο το βήμα του: Βιαζόταν να ξανάβρη τον  εαυτό του, να κλειστή στο καβούκι του, σφιχτοδεμένος πιά με τις  παλιές του ιδέες, ενισχυμένες τώρα απ’ τη σκηνοθεσία της ζωής,  να ’βρη την έκφρασή του, την ασφάλειά του στην επιβλητική του μοναξιά.

   Και τάχυνε πιότερο το βήμα του.


                     ΜΙΚΗΣ  Π.   ΝΟΥΣΙΑΣ

 

 

 

 

 

[ Το διήγημα του

Μίκη Π. Νούσια

«Παρένθεση στη ζωή του»

δημοσιεύθηκε στο

περ. «Μακεδονικές Σελίδες»,

Θεσσαλονίκη, Έτος Α’, φύλλο 1, Ιούνιος 1937, (σ. 15-19).]

 

(Το πρωτότυπο διήγημα σε πολυτονικό.

Εδώ έχουν αφαιρεθεί ελάχιστα σημεία του διηγήματος.

Έχουν επίσης διαφοροποιηθεί ελαφρώς οι παράγραφοι για να γίνει πιο ευανάγνωστο επειδή είναι σε μορφή ανάρτησης, και ο χώρος για το κείμενο είναι περιορισμένος.

 Διαβάζοντας κανείς διαφορετικά την ίδια εικόνα θα μπορούσε να το αφιερώσει «σε όλες τις Ρένες» )  











     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com