Αγησίλαος Ντόκας
«Η γυναίκα στην Ομηρική ποίηση»
άρθρο,
1948
Ξεχωριστό ενδιαφέρον για την Ομηρική κοινωνιολογική έρευνα
παρουσιάζει η έκταση του ρόλου της
γυναίκας μέσα σ’ αυτή την ανδρική, ωμή και βίαια δουλοκτητική κοινωνία των ευγενών
γαιοκτημόνων πολεμιστών και της ακολουθίας τους, των οποίων μοναδική σχεδόν
σοβαρή απασχόληση ήταν ο πόλεμος κ’ η αρπαγή.
Όλες οι περιγραφές της ζωής των γυναικών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια,
που απηχούν την παραμυθένια ζωή των γυναικών της ηρωικής εποχής, στηρίζονται αναμφίβολα
στη ρεαλιστική παρατήρηση του ποιητή πάνω στις ζωντανές και συγκεκριμένες
μορφές ζωής της σύγχρονης αριστοκρατίας, για την εξύμνηση της οποίας
χρησιμοποιείται το παλιό αμορφοποίητο υλικό το κληροδοτημένο στο ηρωϊκό τραγούδι.
Είναι φανερό πως με τον τρόπο αυτό θέλει ο ποιητής να φωτίσει το
σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ παρόντος και θρυλικού παρελθόντος, το οποίο
εμφανίζεται σαν αντικατοπτρική εικόνα του πρώτου.
Η τάξη των ευγενών γυναικών εξωραΐζεται κι’ εξευγενίζεται έτσι με τη βοήθεια
της μυθικής παράδοσης, αποθεώνεται στα μάτια του κόσμου, κι’ υποβάλλει σ’ αυτόν
σεβασμό κι’ εκτίμηση, θαυμασμό κ’ υποταγή. Την πρόθεση του ποιητή να εγκωμιάσει
τον πολιτισμένο τρόπο ζωής και τ’ αυλικά ήθη των γυναικών της κυρίαρχης τάξης,
στην οποία κι’ απευθύνεται, αν και ο ίδιος δεν ανήκει σ’ αυτήν, τη
διαισθανόμαστε παντού.
Οι αρχαίοι εξήγησαν την εξιδανικευτική αυτή τάση με το χαρακτήρα του
Έπους. Σ’ όλες τις περιγραφές, κρίσεις και χαρακτηρισμούς των πράξεων των
γυναικείων προσώπων του Έπους, κυριαρχεί ο επαινετικός και εξυμνητικός τόνος,
όταν πρόκειται να εξαρθούν τα μεγάλα προτερήματα και το ήθος των ευγενών γυναικών,
κι’ ο επιτιμητικός και χλευαστικός όταν πρόκειται να στιγματισθούν τα
ελαττώματα των δούλων γυναικών. Οι ταπεινότητες κι’ ασχήμιες της ζωής των
μεγάλων κυριών της αριστοκρατίας αποσιωπιώνται μ’ επιμέλεια ή δικαιολογούνται
με μεγάλη μαστοριά. Όλες τις ηρωΐδες της μυθικής αριστοκρατίας τις βλέπει ο
ποιητής με θαυμασμό και συμπάθεια. Τις αδυναμίες και τα σφάλματά τους, όσα
φέρνει στο φώς της ημέρας, τα κρίνει με ευμένεια και κατανόηση.
Εάν εγκατέλειψε η Ελένη την πατρίδα της, τον άντρα και το μονάκριβο
παιδί της. για ν’ ακολουθήσει τον ΙΙάρη στην Τροία, το έκαμε δίχως να το θέλει.
Στη συνομιλία της με τον Έχτορα (Ιλ. 7. 311), αφού αυτοκατηγορείται για την
κακή της πράξη κι’ εκφράζει το φόβο της για την κατακραυγή και τους ονειδισμούς
της κοινής γνώμης — της μοναδικής μορφής λαϊκής κριτικής που λαμβάνει κάπως υπ’
όψει της η αριστοκρατία— μετατοπίζει τις ευθύνες στους θεούς.
Στη Σπάρτη όπου ξαναγύρισε με τον Μενέλαο, είναι η ενάρετη κυρία, για την
προηγούμενη διαγωγή της οποίας κανένας δεν τολμάει να κάνει έναν υπαινιγμό. Η
ίδια δεν αισθάνεται καμμιά «τύψιν συνειδήσεως». Διηγείται μ’ αφέλεια ότι στην
Τροία που ήτανε νοστάλγησε το σπίτι της, από το οποίο την απομάκρυνε η Αφροδίτη
(Οδ. δ Ι26). Οι γέροι της Τροίας θαυμάζουν την ομορφιά της και την παρομοιάζουν
με θεά (Ιλ. Γ 158). Κι’ ο γερο-Πρίαμος είναι πρόθυμος να την απαλλάξει από κάθε
ευθύνη για τις ανεκδιήγητες καταστροφές που προξένησε στη χώρα του και στο
σπίτι του ρίχνοντάς την ολόκληρη στους θεούς (Ιλ. Γ. 164).
Η θερμή συμπάθεια του ποιητή για την Ελένη διαδηλώνεται εντονώτερα στο
μοιρολόι του νεκρού του Έχτορα. Αν κανείς απ’ τους συγγενείς του άντρα της, αφηγείται
η ίδια (Ιλ. Ω 762), την απόπαιρνε, επειδή έβλεπε στο πρόσωπό της την πρωταρχική
αιτία των συμφορών τους, στο πρόσωπο του Πριάμου έβρισκε το στοργικό πατέρα και
στο πρόσωπο του Έχτορα τον προστάτη και υπερασπιστή ενάντια στις επιθέσεις
τους.
Ακόμη κ’ η Κλυταιμνήστρα, που τόσο εδυσφήμησε το γυναικείο γένος (Οδ. γ
265) με τη συνεργία της στο φόνο του Αγαμέμνονα και τη μοιχεία, έχει κι’ αυτή
τα ελαφρυντικά, που την εξαγνίζουν. Ο Νέστορας λέει πως στην αρχή ήταν καλή κι’
αρνήθηκε να ενδώσει στις άνομες επιθυμίες του Αίγιστου, αλλά κατόπιν, αφού οι
θεοί αποφασίσαν το χαμό της, ακολούθησε με χαρά τον εραστή της (Οδ. γ 265).
Αντίθετα δεν υπάρχει τόπος για οίκτο στην καρδιά του ποιητή για τη
σκλάβα Μελανθώ. Κανένας θεός δεν την
ξεμυαλίζει να συνδεθεί ερωτικά με τον ευγενή Ευρύμαχο. Είναι η αδιάντροπη,
άξεστη κι’ ωραία πόρνη, της οποίας η διαγωγή εξεγείρει την ηθική συνείδηση της
Πηνελόπης (Οδ. τ 91). Βλέποντας ο Οδυσσέας τις σκλάβες του ν’ αγκαλιάζονται με τους
μνηστήρες βογγούσε κι’ αλυχτούσε μέσα στην καρδιά του σαν τη σκύλλα που της
παίρνουν τα μικρά της· η καρδιά του διψάει να εκδικηθεί την απιστία τους με το
θάνατό τους (Οδ. υ 118).
Για τους αρχόντους και τις αρχόντισσες της ομηρικής κοινωνίας, όπως και
για τους θεούς της ομηρικής θρησκείας, δεν υπάρχει ένας κώδικας αυστηρής ηθικής.
Κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια της Αυλής διαφαίνεται συχνά η εικόνα των έκλυτων
ηθών της, που τόσο πολύ αναστατώνουν την ηθικολογική ευαισθησία της νεώτερης
εποχής.
Ακόμα κι’ ο ατιμωτικός εξαναγκασμός της ερωτικής παράδοσης των δούλων
γυναικών στους αριστοκράτες κυρίους δεν σκοντάφτει καθόλου στα ιπποτικά έθιμα.
Αρκεί ν’ αναφέρουμε το όργιο των
μνηστήρων της Οδύσσειας με τις σκλάβες ή την εκδήλωση της επιθυμίας του Αγαμέμνονα
σ’ ανοιχτή συγκέντρωση να οδηγήσει τη Χρυσηΐδα, ένα λάφυρο πολέμου στο σπίτι
του στο Άργος, γιατί την προτιμάει απ’ τη νόμιμη γυναίκα του την Κλυταιμνήστρα
(Ιλ. A 113).
Ο Μενέλαος έχει νόθο παιδί, τον Μεγαπένθη, που το γέννησε με μια μικρή
σκλάβα (Οδ. δ 11).
Το νόθο παιδί του Αντήνορα, Πήδαιο, το αναθρέφει η γυναίκα του Θεανώ για
χάρη του άντρα της όπως και τα δικά της παιδιά (Ιλ. Ε 69.).
Ο Φοίνικας διηγείται ότι η μητέρα του τον παρακίνησε να κοιμηθεί με την όμορφη
παλλακίδα του πατέρα του για ν’ αποστραφεί κατόπιν η νέα το γέρο ( Ιλ. Ι 44).
Ο Οδυσσέας διηγείται στον Εύμαιο ότι ο δήθεν πατέρας του Κάστορας τον
γέννησε με τη σκλάβα αγαπητικιά του (Οδ. ξ 202).
Η Εριφύλη προδίνει τον άντρα της για χρυσάφι (Οδ. λ 326).
Ο Αίγιστος σκοτώνει τον Αγαμέμνονα, για να πάρει τη γυναίκα του, κι’ η
Κλυταιμνήστρα σκοτώνει την Κασσάνδρα
(Οδ. λ 422).
Η Επικάστη πήρε το γυιό της άντρα (Οδ. λ 273).
Εναντίον της ηθικής κατωτερότητας των ομηρικών_θεών διαμαρτύρεται
αργότερα αγαναχτισμένος ο φιλόσοφος Ξενοφάνης:
«οι θεοί κλέβουν, μοιχεύουν κι’ ο ένας απατάει
τον άλλον».
(Diels Fragm. Z )
Την ηθική εξουθένωση που προκαλεί στον άνθρωπο η μετάστασή του στη θέση
του δούλου εκφράζουν τα πολυσήμαντα λόγια του Εύμαιου «άμα έρθει, στον άνθρωπο
η μαύρη μέρα της σκλαβιάς, του παίρνει ο Δίας τις μισές αρετές» (Οδ. ρ 320). Αγωνία
και φόβος τους κατέχει σ’ όλη τους τη ζωή,
που βρίσκεται στη διάθεση του αφεντικού
(Οδ. χ 462). Οι μνηστήρες απειλούν να ρίξουν στα σκυλιά τον πιστό Εύμαιο, αν
τολμούσε να φέρει στον Οδυσσέα το τόξο (Οδ. φ 362). Για να πάρουν οι Αχαιοί
κρασί, χρησιμοποιούν σαν ανταλλαχτικό είδος και «ανδράποδα» (Ιλ. Η 475). Στο
χωράφι, στο κοπάδι και στο σπίτι τις δουλειές τις κάνουν οι δούλοι, ενώ τ’
αφεντικά επιτηρούν και σπάνια βοηθάν.
Ο μεγαλύτερος αριθμός των δούλων γυναικών υπηρετεί στο σπίτι και
καταγίνεται σε βαρειές δουλειές. Μια καχεκτική μυλωνού κουράστηκε αλέθοντας όλη τη νύχτα το μύλο
της και προσεύχεται στο Δία να είναι η τελευταία νύχτα που δουλεύει για τους
μνηστήρες:
«που με την κούραση τα γόνατα μου
κόψαν»
(Οδ. υ
118)
Κάπως καλύτερη θέση μέσα στο σπίτι είχαν οι έμπιστες οικονόμες, που κι’ αυτές
ήσαν σκλάβες (Ευρύκλεια, Ευρυμέδουσα, κ.α.).
Οι επαγγελματικές διεκδικήσεις των δούλων, όπως τις διατυπώνει ο Εύμαιος,
ήταν πολύ μετριοπαθείς:
« Οι δούλοι έχουν ανάγκη να μιλάν της κυράς
και να τη
ρωτάν για όλα,
να τρώνε και
να πίνουνε,
να παίρνουνε
και κάτι μαζί τους όξω,
απ’ τα καλά
που λαχταρεί η ψυχή τους».
( Οδ. ο 376)
Η εργασία περιφρονείται γενικά από τους ευγενείς, οι οποίοι συνηθίζουν να βρίσκουν αξιοκατάκριτη μόνο την τεμπελιά των δούλων.
Η γυναίκα της άρχουσας τάξης είναι δεμένη στο σπίτι στην οικογένεια και στην
παράδοση. Η ανατροφή των παιδιών και η καθοδήγηση των σκλάβων στον αργαλειό και
στη ρόκα είναι το περιεχόμενο της ζωής τους. Για τις νέες και τους νέους της
αριστοκρατίας ενδιαφέρον παρουσιάζει κι’ ο χορός.
Ο γάμος – η μονογαμία:
Μεγάλη πρόοδο σε σύγκριση με τους ανατολικούς λαούς παρουσιάζουν οι Έλληνες
στο ζήτημα του γάμου. Στην ομηρική κοινωνία επικρατεί αποκλειστικά ο θεσμός της
μονογαμίας. Μόνο στο παλάτι του Πριάμου επικρατεί το έθιμο της πολυγαμίας. Αλλά
κι’ αυτουνού οι γιοι έχουν όπως κι’ οι Έλληνες μια νόμιμη γυναίκα.
Στους παλιότερους χρόνους οι μνηστήρες αγόραζαν τη νύφη πληρώνοντας
στους γονείς της. Η «αλφεσίβοια», δηλαδή εκείνο το όμορφο κορίτσι
που εξασφάλιζε στους γονείς της πολλά βόδια, ήταν πολύτιμο πράγμα. Αυτή την τιμητική διάκριση έχουν και τα
κορίτσια που ζωγράφισε ο Ήφαιστος στην ασπίδα του Αχιλλέα (Ιλ. Σ 593).
Οι γονείς του Οδυσσέα στείλαν το στερνό παιδί τους, την όμορφη Χτιμένη,
στη Σάμη και πήραν πολλά δώρα (Οδ. ο 367).
Ο Ήφαιστος δεν εννοεί να λύσει τον
Άρη και την Αφροδίτη από τα δεσμά, προτού πάρει απ’ τον πατέρα της, το Δία, όλα
τα δώρα που του είχε δώσει γι’ αυτήν την αδιάντροπη (Οδ. θ 318).
Μια βαθμιαία πρόοδος σημειώνεται
στα έθιμα του γάμου με την προσφορά δώρων («έδνα») στην ίδια τη μνηστή. Ο
Οδυσσέας καλοτυχίζει εκείνον που θα κάμει γυναίκα του τη Ναυσικά, αφού πρώτα τη
γεμίσει με άφθονα δώρα (Οδ. ζ 158). Προσφέροντας άπειρα δώρα πήρε γυναίκα του
την Πολυδώρη ο Βώρος (Ιλ. Π 178), την Πολυμήλη ο Εχεκλής (Ιλ. ΠI 190) και την
Ανδρομάχη ο Έχτορας (Ιλ. X 471).
Τα δώρα τα προσφέραν ή κατά τη διάρκεια της μνηστείας ή μετά το γάμο.
Ο Ιφιδάμας πέθανε προτού χαρεί τη γυναίκα του, για την οποία πλήρωσε
εκατό βόδια κι’ έταξε ακόμα χίλια γιδοπρόβατα (Ιλ. Λ 241). Σε τρία χωρία της
Οδύσσειας προσφέρουν στην Πηνελόπη τα «έδνα» (Οδ. λ 117, ν 375, 0 18).
Αλλά και το έθιμο της προίκας δεν είναι άγνωστο στον ποιητή. Ο
Ευρύμαχος προτρέπει τον Τηλέμαχο να πει της μητέρας του να επιστρέψει στο σπίτι
του πατέρα της Ικάριου. εκεί θα την παντρέψουν οι δικοί της και θα
της δώσουν μεγάλη προίκα «όπως ταιριάζει να δίνουν σ’ ανύπαντρο κορίτσι» (Οδ. β
196). Σε δυό ακόμη χωρία της Οδύσσειας και σε τρία χωρία της Ιλιάδας αναφέρεται
το έθιμο της προίκας.
Ο γάμος γιορτάζεται στην Αυλή με μεγάλη μεγαλοπρέπεια (Οδ. δ 3).
ευθυμία, χορός και τραγούδι κυριαρχούν στην τελετή.
Εκτός από την προίκα, βασικές αρετές για τη γυναίκα είναι η ευγενικιά
καταγωγή, η ωραία φυσική μορφή και οι καλοί τρόποι συμπεριφοράς. Όπως συμβαίνει
σ' όλες τις ιπποτικές εποχές, οι γυναίκες που συγκεντρώνουν αυτά τα προσόντα
περιβάλλονται από μια αξιοθαύμαστη αίγλη.
Η αποθέωση της ομορφιάς αποτελεί
το ουσιαστικώτερο στοιχείο της ομηρικής ιπποτικής ποίησης. Όλες οι ηρωίδες του
μύθου ενσαρκώνουν αυτό το ιδανικό. Χαρακτηριστική για την ομηρική αισθητική
είναι η παρατήρηση ότι για τα σώματα των ηρωίδων δέ δίνονται ακριβείς λεπτομερειακές
περιγραφές, για να ξαίρουμε ποιά σωματικά χάρισματα αποτελούν το περιεχόμενο της
έννοιας «ομορφιά».
«Βοώπις», «γλαυκώπις», «λευκώλενος»,
«καλλιπάρηος» είναι τα συνηθέστερα
κοσμητικά επίθετα για θεές, γυναίκες της αριστοκρατίας και μερικές σκλάβες.
Εξαίρεται επίσης η ωραιότητα της κόμης («εύκομος»,
«καλλιπλόκαμος» κλπ.).
Ο αντιπροσωπευτικώτερος τύπος των γυναικών του ανώτερου κοινωνικού
στρώματος είναι αναντίρρητα η Ελένη. Και στο Ίλιον και στη Σπάρτη ζει μέσα σε
αφάνταστη χλιδή και τρυφηλή πολυτέλεια. Στο παλάτι του Μενέλαου, όπου
υποδέχεται μετά την επιστροφή της τον Τηλέμαχο, εμφανίζεται σαν υπόδειγμα αριστοκρατικής
κομψότητας, επιβλητικής παράστασης και κοσμικής μεγαλοπρέπειας. Με την ομορφιά
της, το λαμπρό της φόρεμα και τους ευγενικούς της τρόπους θέλγει το συνομιλητή
της (Οδ. δ 120). Η αριστοκρατική της καταγωγή εξαίρεται με την αναγωγή του γενεαλογικού
της δέντρου στο Δία (Ιλ. Γ 199). Στον ΙΙάρη φέρνεται με τρόπο περιφρονητικό κι’
ειρωνικό, πράγμα που δείχνει πως δεν τον θεωρεί αντάξιό της στην καταγωγή (Ιλ.
Ζ 350, Γ 428).
Επίσης χαρακτηριστική για τη λεπτότητα και διακριτικότητα του τρόπου συναναστροφής είναι και η συνάντηση του Οδυσσέα με την πιό χαριτωμένη ομηρική μορφή, τη Ναυσικά (Οδ. ζ 149). Ο ατσαλωμένος στους περιπετειώδεις κινδύνους θαλασσοπόρος και πολύπειρος άντρας, ένας γνήσιος τύπος των τολμηρών Ελλήνων της μετανάστευσης, συναντιέται μ’ ένα απλοϊκό και τρυφερό κορίτσι. Όλη τους τη συνομιλία τη χαρακτηρίζει μια βαθιά ηθικότητα και λεπτή ευαισθησία.
[Αυτό το μοτίβο της συνάντησης, πρώτο στην ιστορία της παγκόσμιας
ερωτικής λογοτεχνίας, το πήρε η τέχνη και το ανάπτυξε έως ότου εκυριάρχησε σ’
όλη την ποίηση].
Τα ήπια ήθη, ο τρυφερός τόνος, η συγκροτημένη μελαγχολία κι’ η ήρεμη
μεγαλοπρέπεια που διακρίνουν τη σκηνή
του αποχωρισμού του Έχτορα από την Ανδρομάχη (Ιλ. Ζ 369) ζωγραφίζουν τη μεγάλη τρυφερότητα κι’ ευγενικιά
απλότητα των συζυγικών σχέσεων.
Ευγενικιά διακριτικότητα και ηθικά πολύ εξελιγμένη αντίληψη παρουσιάζει στην Οδύσσεια κι’ ο γερο-Λαέρτης.
Η Ευρύκλεια διηγείται πως όταν την πήρε ο Λαέρτης στο παλάτι του, μικρή κι’ όμορφη κοπέλλα, πληρώνοντας είκοσι βόδια, την τιμούσε το ίδιο με την ευγενή γυναίκα του και πως από διακριτικότητα προς εκείνη ποτέ δεν κοιμήθηκε μαζί της (Οδ. α 430).
Ο θάνατος της γυναίκας-του του προξένησε τέτοιο πόνο, ώστε γέρασε παράκαιρα (Οδ. ο 356), λέει στον Οδυσσέα ο χοιροβοσκός Εύμαιος.
Το δυνάμωμα της αγάπης για την οικογενειακή ζωή, όπως δηλώνεται εδώ στο νεώτερο έπος [: Οδύσσεια], χαρακτηρίζει τη
μετάβαση από την πολεμική κατάσταση, που περιγράφει η Ιλιάδα, στην ειρηνική ζωή
της Οδύσσειας.
Γεμάτη αντιθέσεις είναι η εικόνα της Πηνελόπης.
Γιατί η Πηνελόπη δεν είναι μόνο η πιστή γυναίκα που αντέχει στους πειρασμούς
αναμένοντας υπομονετικά την επιστροφή του ήρωά της. που πάλαιψε ενάντια σε
παρόμοιους πειρασμούς, για να μη παντρευτεί άλλη γυναίκα - ένα μοτίβο που έχει
τα χαρακτηριστικά της ανατολικής διηγηματικής λογοτεχνίας και της μυθογραφίας
του Μεσαίωνα, που εξαρτιέται απ’ αυτή - αλλά και η γυναίκα που διευθύνει στη
διάρκεια της απουσίας του άντρα της το σπιτικό της κι’ αντιμετωπίζει μόνη τους
μνηστήρες, που διεκδικούν το θρόνο και τα πλούτη της.
Η πολιτικοκοινωνική αποστολή της Πηνελόπης
μαρτυρεί για
τη διεύρυνση
του κύκλου δράσης της γυναίκας στην Οδύσσεια.
Εντελώς ξεχωριστή θέση μέσα στο παλάτι του Αλκίνοου έχει η γυναίκα του Αρήτη.
Την τιμούσε όσο δεν τιμιέται καμμιά παντρεμένη γυναίκα στον κόσμο. Τα παιδιά
της, ο άντρας της τη λατρεύουν κι’ ο λαός τη χαιρετάει σα θεά όταν διαβαίνει στην
πόλη (Οδ. η 71).
Η Αρήτη είναι η πολιτικά
ώριμη γυναίκα, που παίζει σημαντικό ενεργητικό ρόλο στην υποτυπώδικη πολιτική
ζωή της χώρας της. Εξομαλύνει με τις συμβουλές της τις διαφορές των ανδρών που συμπαθεί
(Οδ. η 74) και παίρνει μέρος στη συνέλευση των ανδρών (Οδ. λ 335). Με μεγάλη προσοχή ακούν οι
Φαίακες την πρότασή της, η τελική παραδοχή της οποίας αφίνεται στην κρίση του βασιληά
Αλκίνοου (Οδ. λ 336). Σ’ αυτήν απευθύνεται ο Οδυσσέας σύμφωνα με τη συμβουλή
που του έδωσε η Αθηνά, για να πετύχει τη συνδρομή των Φαιάκων στην επιστροφή
του, γιατί ξαίρει πως η συνηγορία της παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ικανοποίηση
της παράκλησής του, προκαθορίζοντας τις αποφάσεις του Αλκίνοου.
Οι θεές:
Όπως οι ηρωϊδες, έτσι και οι θεές του Ομήρου παρουσιάζονται μπροστά μας
σαν μεγαλοπρεπείς προσωπικότητες, κι’ έχουν τις ίδιες σχεδόν μ' αυτές
ιδιότητες. Γεμάτη από περήφανη αυτοπεποίθηση η άρχουσα τάξη κι’ απαλλαγμένη από
υλικές στερήσεις, διαμόρφωσε τη ζωή των θεών σιγά-σιγά σύμφωνα με το υπόδειγμα
της δικής της ζωής. Η ζωή των θηλυκών θεών στον Όλυμπο με την οικογένειά τους,
την πολυτελή από δευτερεύουσες θεότητες ακολουθία τους, τους έρωτες και τα
σκάνδαλα τους απεικονίζουν την τρυφηλή και θορυβώδικη ζωή των ευγενών γυναικών
στ’ ανάκτορά τους.
Καταπληκτικά ωραίες θεές, προικισμένες με ακαταγώνιστη δύναμη, σοφία και
γοητεία, δαιμονικές νύμφες και μαγευτικές σειρήνες, είναι οι ουράνιοι
γυναικείοι τύποι που έπλασε η μυθολογική φαντασία των ευγενών, το ιδανικό που
απασχολεί τη νόησή τους και την αίσθησή τους.
Αλλά και η βαθειά ανθρωπιστική αποστολή της γυναίκας δεν παραγνωρίζεται.
Στην Οδύσσεια ένα ουσιώδες μέρος της θεϊκότητας της Αθηνάς είναι η συντροφικότητα και η ήπια καλοσύνη, ο προστατευτικός,
εμπνευστικός και πνευματικά καθοδηγητικός ρόλος της, που συμβολίζει το ρόλο του
θηλυκού στοιχείου στη ζωή.
[ το άρθρο
του Αγησίλαου
Ντόκα
«Η
γυναίκα στην Ομηρική ποίηση»
δημοσιεύθηκε στο περ. «Ελεύθερα Γράμματα»,
Περίοδος Β’, αριθ. 7, 15 Ιανουαρίου 1948, (σ. 188-191)]
( το πρωτότυπο κείμενο σε πολυτονικό.
Εδώ επιλεγέντα χωρία του άρθρου )
Λόγος Έμφρων