Άγγελος Τερζάκης
«
Το κεφάλι του Ολοφέρνη »
Διήγημα,
1931
« ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΟΛΟΦΕΡΝΗ »
(Διήγημα)
Μόλις η πύλη της Βετυλούας έκλεισε, η Ιουδίθ
βρέθηκε μονάχη της μέσα στη γαλανή, διάφανη νύχτα. Η Ιουδίθ
άρχισε να βαδίζη.
Το φεγγάρι ανέβαινε στον ορίζοντα. Το
δροσερό χορτάρι, μαλακά, πειθήνια, έγερνε κάτω απ τα λευκά βήματα, τα
γυμνά κι αθόρυβα. Η νύχτα είχε κρατήσει την υγρή της ανάσα.
Μόλις η Βετυλούα έκλεισε την πύλη της, η
Ιουδίθ λησμόνησε την πατρίδα.
Εβάδισε έτσι για ώρα, με το κεφάλι στητό, το βλέμμα μεθυσμένο, αναπνέοντας βαθιά τ’ αρώματα της νύχτας. Η
νύχτα κυλούσε γύρω της, ποτάμι γαλανό. Η Ιουδίθ άκουγε
άφωνη τις χαμηλόφωνες συμβουλές της νύχτας.
Αντίκρυ έβλεπε να σαλεύουν χαρούμενες οι
φωτιές του στρατοπέδου των Ασσυρίων.
Το κροσσωτό παραπέτασμα αναοηκώθηκε κ’ η Ιουδίθ
εστάθηκε στην πόρτα. Ο Ολοφέρνης εσηκώθηκε.
—Είμαι η Ιουδίθ, είπε η γυναίκα.
Ο Ολοφέρνης, τουρτάν (αρχιστράτηγος) των
Ασσυρίων, ερώτησε:
— Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το
θάνατο;
Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε. Κοίταξε τον μεγάλο,
πλατύστερνον άντρα καί χαμογέλασε περιφρονητικά. Άφησε το παραπέτασμα πίσω της
να πέση.
— Ιουδίθ, τί μου φέρνεις; Τον έρωτα ή το
θάνατο; ρώτησε πάλι ο Ολοφέρνης.
Η Ιουδίθ δεν αποκρίθηκε.
—Τί μου φέρνεις, Ιουδίθ;
Τότε, η Ιουδίθ, είπε:
— Ολοφέρνη, λένε πως είσαι άξιος στρατηγός και
δυνατός άντρας. Μά η ψυχή σου είναι ψυχή μικρού παιδιού.
Ξέρεις τί με ρωτάς, Ολοφέρνη;
Ο Ασσύριος χαμήλωσε το βλέμμα του. Ύστερα
ζύγωσε τη γυναίκα και της άγγιξε τον ώμο. Οι λυχνίες έπαιξαν το φώς τους τρεις φορές. Ο χιτώνας εγλύστρησε κ’ έλαμψε ο
εύσαρκος ώμος της Ιουδαίας.
— Ιουδίθ, είπε ο Ολοφέρνης, σε στέλνει σε μένα
η πατρίδα σου.
Η Ιουδίθ χαμογέλασε πάλι με περιφρόνηση. Δεν
αποκρίθηκε καθόλου. Τότε ο Ολοφέρνης πρόσταξε να φέρουν κρασί.
— Αγαπάς την πατρίδα σου, Ιουδίθ;
Για τρίτη φορά η Ιουδίθ χαμογέλασε. Έσπρωξε
μακρυά το χέρι του Ολοφέρνη που της επρόσφερνε το κύπελλο και
του αγκάλιασε το κεφάλι:
— Γιατί
άργησες να ’ρθής; τον ρώτησε.
Σκυμμένος πάνω στα μάτια της Ιουδίθ, ο Ολοφέρνης,
είπε:
— Ιουδίθ, τα μάτια σου είναι μαύρα σαν το
θάνατο.
Της εσκέπασε με την παλάμη του τα μάτια και
φίλησε το εύσαρκο στόμα της.
— Ιουδίθ, είπε, το στόμα σου είναι κόκκινο σαν
τον έρωτα...
Και της εφίλησε τα μάτια. Μά ύστερα, έσκυψε
το κεφάλι του και είπε:
— Είχες
δίκηο Ιουδίθ. Τα μάτια σου δεν είναι ωραία χωρίς τα χείλη σου, κι ούτε τα
χείλη σου χωρίς τα μάτια.
Τότε η Ιουδίθ εγέλασε.
— Ολοφέρνη, είπε η Ιουδίθ. Ο Νόμος λέει: Μετά τη σπορά, ο σπορέας είναι άχρηστος. Η γή σώζει στη μήτρα της το σπέρμα.
Ο Ολοφέρνης είπε:
— Ιουδίθ,
ο Νόμος είναι
δίκαιος. Θα
υποταχτώ στο
Νόμο. Ύστερα έλυσε τη
ζώνη του και
της έδωσε το
σπαθί του.
Η Ιουδίθ
το πήρε κι άφησε το χιτώνα
της να
πέση. Άστραψε στο φως των λυχνιών η θεϊκή
της γύμνια. Έπειτα απόθεσε το
σπαθί δίπλα της, πάνω στα
μαλακά τομάρια των αγριμιών που
σκέπαζαν το
κρεββάτι, κι ο Ολοφέρνης
εγονάτισε. Ακούμπησε το δασύ του μέτωπο πάνω στο
τρίγωνο της κοιλιάς της.
Έτσι άρχισε
η θυσία.
Αργά τη νύχτα
ο ύπνος επήρε
τον Ολοφέρνη. Το
κεφάλι του αναπαυόταν πάνω στο
στήθος της Ιουδίθ.
Η Ιουδίθ παραμέρισε με
την παλάμη της τους ιδρωμένους βοστρύχους των μαλλιών του και
του φίλησε
το μέτωπο.
Ύστερα επήρε το
σπαθί, το γύμνωσε και
του έκοψε
το κεφάλι.
Τα μάτια
του άνοιξαν, την εκοίταξαν κ’ επάγωσαν
σιγά, σιγά.
Ξάφνου, οι Ασσύριοι, την
είδανε ν’ ανασηκώνη το
παραπέτασμα της σκηνής και
να βγαίνη
στην πόρτα. Εχάραζε. Ο κάμπος ξυπνούσε γαλάζιος και
στο στρατόπεδο οι
θόρυβοι. Οι στρατιώτες έτρεξαν και
περικύκλωσαν τη
γυναίκα. Εκείνη
ύψωσε το χέρι
της που
κρατούσε απ’ τα
μαλλιά το
πελιδνό κεφάλι
και τους το ‘δειξε. Η αυγή καθρεφτίστηκε στο ιδρωμένο μέτωπο του νεκρού. Η τελευταία
σταλαγματιά από το αίμα του έπεσε στο παγωμένο χώμα.
Τότε, οι Ασσύριοι ανατρίχιασαν. Άνοιξαν τα
χέρια τους κατάπληκτοι κ’ ετραβήχτηκαν αργά, αργά πίσω. Στο πελιδνό πρόσωπο του
αρχηγού, ο κάθε άντρας αναγνώριζε – παράδοξο – την ίδια του την όψη ! …
(1931) Άγγελος Δ. Τερζάκης
[ το διήγημα του Άγγελου Τερζάκη «Το κεφάλι του Ολοφέρνη» δημοσιεύθηκε στο περ. «Μακεδονικές Ημέρες», τεύχος 2, Απρίλιος 1932, σ. 62-65 ]
Λόγος Έμφρων