Friedrich Schiller - Die Kraniche des Ibykus - Οι γερανοί του Ιβύκου - μπαλλάντα - μετάφραση Ι. Γρυπάρης - ΜΝΗΜΟΤΕΧΝΕΙΟΝ

 

Friedrich Schiller

Die Kraniche des Ibykus

 «Οι γερανοί του Ιβύκου»  

μπαλλάντα

μετάφραση: Ι. Γρυπάρης, 1939  

 

 

                      «Οι γερανοί του Ιβύκου»

 

 

SCHILLER

ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ ΤΟΥ ΙΒΥΚΟΥ

Μετ. Ι. Γρυπάρη

 

 

 

 

 

   Για τον αγώνα των αρμάτων και του τραγουδιού, που μαζεύει τις φυλές των Ελλήνων πέρα στης Κόρινθος τον ισθμό, τραβούσεν ο Ίβυκος. των θεών ο φίλος. Ο Απόλλωνας του είχε χαρίση του τραγουδιού το δώρο, το γλυκό της μελωδίας στόμα κ’ έτσι τώρα γυρνούσ’ από το Ρήγιο με το ελαφρό του ραβδί στο χέρι και την καρδιά του γεμάτη απ’ το Θεό.

   Νά, τώρα μπροβάλλει στου οδοιπόρου τα μάτια η Ακροκόρινθο από τη ράχη του βουνού κα με ιερή φρίκη μπαίνει μες στο ιερόν άλσος του Ποσειδώνα. Τίποτα δέ σαλεύει ολόγυρά του και μονάχα τον συνοδεύουν στο δρόμο του κοπάδια γερανοί, που σαν σκοταδερό καραβάνι τραβούν μακρυά κατά τη νοτινή τη ζέστα.

   «Γειά σας, κοπάδια γνώριμα, που συντρόφους του ταξιδιού μου σας είχα και στη θάλασσα! Σας πέρνω για καλό σημάδι, μα που η μοίρα μου μοιάζει με τη δικιά σας: από μακρυά ερχόμαστε κ’ εγώ και σεις φερμένοι και παρακαλούμε να ’βρουμε μιά φιλόξενη στέγη — Άμποτε καλοπροαίρετος να μας είναι ο ξένιος Δίας, που προφυλάγει τον ξένο από κάθε ντροπή !»

   Μά ενώ φαιδρός προχωρώντας, όλο και με πιό γρήγορο βήμα, βρίσκεται τώρα μες στην καρδιά του δάσους, να, ξαφνικά δυό φονιάδες του φράζουν το δρόμο στο στενό το μονοπάτι, είναι ανάγκη να αγωνιστή για τη ζωή, μά γρήγορα το χέρι του πέφτει αποκαμωμένο, που ξέρει της λύρας μόνον τις απαλές χορδές μά όχι και τα δυνατά δοξάρια να τεντώνη.

   Του κάκου κράζει ανθρώπους και θεούς, μά λυτρωτή κανένα δέ φτάνει η δέησή του. κι’ όσο μακρυά κι αν η φωνή του πηγαίνη, δέ φαίνεται πουθενά εδώ ψυχή ζωντανή.

   «Έτσι λοιπόν πρέπει δω παραιτημένος απ’ όλους να πεθάνω, άκλαυστος σε ξένα χώματα, κι από χέρια κακούργων να πάω χαμένος, χωρίς κανένας εκδικητής μου να φανή!»

   Μά ενώ βαριά χτυπημένος σωριάζεται χάμω, ακούει απάνωθέ του να φτεροθορυβούν οι γερανοί, ακούει— γιατί πιά να ιδή δεν μπορεί— φριχτά να κράζουν σιμά του οι φωνές των.

    « Εσείς, ω γερανοί εκεί ψηλά, εσείς, κι’ άν άλλη καμιά φωνή δεν μιλήση, (εσείς) να καταγγείλετε το φόνο μου». Είπε κ’ έσβησε για πάντα το μάτι του.

   Βρέθηκε το γυμνό του πτώμα κ’ αμέσως, αν και παραμορφωμένο από τις πληγές, αναγνώρισεν ο φίλος που θα τον φιλοξενούσε στην Κόρινθο, τ’ αγαπημένα του χαρακτηριστικά:  «Έτσι λοιπόν έπρεπε να σε ξαναϊδώ, εγώ που ήλπιζα να στεφανώσω με του πεύκου το στεφάνι τους κροτάφους του τραγουδιστή, που από την λάμψη της δόξας του θ’ αχτιδοβολούσε;»

   Με θρήνους το μαθαίνουν κι όλ’ οι ξένοι που είχαν συναχθή στις γιορτές του Ποσειδώνος, βαρειά θλίψη κυριεύει ολόκληρη την Ελλάδα και κάθε καρδιά πονεί για το χαμό του. Ακράτητος ορμάει ο λαός στου Πρύτανη τις πόρτες και ζητά η μανία του εκδίκηση για την σκιά του σκοτωμένου κ’ εξιλασμό με το αίμα του φονιά.

   Μά πού να βρεθή το ίχνος, που θα φανέρωνε το μαύρο δολοφόνο, ανάμεσα σ’ όλα εκείνα τα κύματα του πλήθους, ανάμεσα σε κεί­νο το στρίμωγμα των λαών, που είχε προσελκύση η μεγαλοπρέπεια των αγώνων; Να ήταν λησταί που άνανδρα τον σκότωσαν. ή άγνωστος ζηλόφθονος εχθρός να το έκαμε; Μονάχα ο ήλιος θα μπορούσε να το πή, που το κάθε τι πάνω στη γή φωτίζει.

   Ποιός ξέρει, ίσως και να βαδίζη τώρα μ’ αδιάντροπα βήματα ανάμεσα στα πλήθη των Ελλήνων κ' ενώ τον κυνηγάει η εκδίκηση αυτός να τρυγά του κακουργήματός του τον καρπό. Ίσως και στα ίδια τα σκαλοπάτια του ναού των στο πείσμα των Θεών, απόκοτος ν’ ανακατώνεται μες στην ανθρωποπλημμύρα εκείνη, που στριμώχνεται εκεί κατά το θέατρο.

   Γιατί απάνω απανωτά κάθουνται στα θρονιά στριμωχτοί, σπάνουν σχεδόν από το βάρος τα στηρίγματα της σκηνής, από κοντά και μακρυά έχουν εκεί μαζευτή και περιμένουν των Ελλήνων οι λαοί και το χτίριο, πνιγμένο μέσα σε υπόκωφη σαν της θάλασσας τα κύματα βουή από τ’ αμέτρητο που μερμηγκιάζει ψυχομέτρυ, αυξαίνει όλο και πιο πέρα με καμπυλωτά τόξα, π’  ανεβαίνουν ψηλά ως τον γαλάζιον ουρανό.

   Ποιός να μετρήση τους λαούς, ποιος να πή τα ονόματα όλων, που έχουν μαζευτή εδώ φιλοξενημένοι; Από την πόλη του Κέκροπος, απ’ της Αυλίδας τ’ ακρογιάλι, από τη Φωκίδα, από τα μέρη της Σ πάρτης, απ’ τα μακρυσμένα παράλια της Ασίας, απ’ όλα τα νησιά έχουν ελθή και ακούουν από τα καθίσματα του θεάτρου την άγρια μελωδία του χορού.

   Που αυστηρός και σοβαρός, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, προ­βαίνει από της σκηνής το βάθος κάνοντας το γύρο του θεάτρου. Έτσι καμμιά από τις θνητές γυναίκες δέ βαδίζει, ουδέ θνητών σπίτι τις έχει αυτές γεννήση. η γιγάντεια κορμοστασιά δεν ξεπερνά πολύ κάθε ανθρώπινο ανάστημα.

   Μαύρος χιτώνας σκεπάζει τα κορμιά τους και στ΄ άσαρκά του χέρια σπούνε τη βαθυκόκκινη φλόγα της δάδας· αίμα σταλιά δέ ρέει στα μάγουλά τους, κι όπου τα μαλλιά χαριτωμένα κυματίζουν και πρόσχαρ’ ανεμ ίζουν στων ανθρώπων γύρω τα μέτωπα, φίδια κι’ οχιές βλέπει κανείς εδώ, που φουσκώνουν τις φαρμακογιόμιστες κοιλιές των.

   Και φριχτά γυρνόντας σε κύκλο, αρχινούν του ύμνου τη μελωδία, που μπαίνει μέσα στην καρδιά και τη σπαράζει, ενώ  συστρέφονται γύρω στον ένοχο. Και φέρνοντας ταραγμό στο νου και σάστισμα στην ψυχή και παγώνοντας το μεδούλι εκείνου που τον ακούει, αντηχάει των Ερινύων ο ύμνος, που ο ήχος της κιθάρας δεν του ταιριάζει:

   «Χαρά σ’ εκείνον, που αθώος κι’ ακριμάτιστος, φυλάει καθαρή, σαν του παιδιού, την ψυχή του. Δεν έχομε αυτόν να τον πλησιάσωμεν εκδικήτρες κι’ αξέγνοιαστος τραβάει το μονοπάτι της ζωής. Μ’ αλλοίμονον, αλλοίμονο σ’ εκείνο, που κρυφά το βαρύ φονικό έχει κάμη! κολλιούμαστε στα χνάρια των ποδιών του, εμείς, η φριχτή γέννα της νύχτας».

   «Κι΄ αν πιστεύη πως φεύγοντας θα μας γλυτώση, νά ’μαστε φτερωτές σιμά του και ρίχνοντας γύρω στα γρηγορόδρομα πόδια του τα βρόχια μας, δεν μπορεί παρ’ άφευχτα να σωριαστή καταγής. Έτσι, πάντα και πάντα, δίχως ν’ αποκάνωμε, τον κυνηγάμε (και μετάνοια καμμιά δεν μας εξιλεώνει) κι’ ως τις σκιές ακόμα του άδη, όπου και κεί δεν τον αφήνομεν ελεύτερο !»

   Έτσι ψάλλοντας χορεύουν τον κύκλιο και ησυχία, σαν θανάσιμη σιωπή, πέφτει βαρειά πάνω σ’ όλο το χτίριο σαν να είχε περάση από κοντά ένας θεός. Και μ’ όλη την επισημότητα, σύμφωνα με την αρχαία συνήθεια, φέρνοντας γύρω του θεάτρου τον κύκλο με αργά και μετρημένα βήματα εξαφανίζουνται στο βάθος της σκηνής.

   Κι’ ανάμεσα στην απάτη και την αλήθεια αμφίβολ’ ακόμα ταλαντεύεται κάθε στήθος και τρέμει και προσκυνά, τη φοβερή Δύναμη, που κρίνοντας στα κρυφά αγρυπνά, που ανεξερεύνητα κι’ ανεξιχνίαστα γνέθει το σκοτεινό της μοίρας νήμα, που προμηνάει την παρουσία της στα βάθη της καρδιάς, μά χάνεται μπρος στου ήλιου τη λάμψη.

 

   Εκεί, άξαφνα, από τα ψηλότερα σκαλοπάτια, ακούεται μιά φωνή να κράζη: «Κοίτα, για κοίτα, Τιμόθεε, οι γερανοί του Ιβύκου!» και για μιάς σκοτεινιάζει ο ουρανός και κεί πάνω από το θέατρο βλέπουν να προσπερνά σε μαυρειδερή γραμμή ένα κοπάδι γερανοί.

   «Του Ιβύκου!» Τ’ ακριβό τ΄ όνομα συγκινάει το κάθε στήθος με καινούργια θλίψη, κι’ όπως στη θάλασσα κύμα πάνω στο κύμα, έτσι τρέχει γρήγορα από στόμα σε στόμα : «Του Ιβύκου; αυτού που θρηνούμε, αυτόν που τον σκότωσε το χέρι ενός φονιά; τί τρέχει μ’ αυτόν; τί να θέλη να πή; και τί σχέση έχει μ’ αυτό το κοπάδι τα γεράνια;»

   Και ξαπλώνεται όλο και πιό πολύ αυτό το ερώτημα και με κάποιο προαίστημα πετά σαν αστροπελέκι μές απ’ όλες τις καρδιές:

   «Προσέξατε! αυτή είναι η δύναμη των Ευμενίδων! ο ευσεβής ποιητής βρίσκει την εκδίκησή του, ο φονιάς παραδίνεται μονάχος του   Πιάστε αυτόν που έχει πή τα λόγια και κείνον που του τα φώναξε!».

   Μά όσο και νά ’θελεν εκείνος, που του ξέφυγεν ο λόγος, να μπο­ρούσε να τον είχε φυλάξη μέσα του, του κάκου! Το χείλος, που χλώ­μιασε απ’ τον τρόμο, δεν άργησε να φανερώση τους ενόχους. Τους πιάνουν και τους σέρνουν μπρος στο δικαστή, η σκηνή μεταβάλλεται σε δικαστήριο, κι οι κακούργοι, που τους πέτυχεν ο κεραυνός της εκδικήσεως, ομολογούν την πράξη τους.

 

 

 


[ η μετάφραση

του Ι. Γρυπάρη

στη μπαλλάντα

«Οι γερανοί του Ιβύκου»      

του Schiller

δημοσιεύθηκε στο περ.

«Νεοελληνική Λογοτεχνία»,

[ διευθυντής Τώνης Ζαχαράκης]

Χρόνος Β’, αριθ. φύλλου 2,

Ιούνιος Ιούλιος 1939, σ. 50-53] 

 

( το πρωτότυπο κείμενο της μετάφρασης σε πολυτονικό.)

 

 

 

 

 

Friedrich Schiller (1759-1805)

 

[ Από άρθρα στην Wikipedia ]

Die Kraniche des Ibykus (The Cranes of Ibykus)

Die Kraniche des Ibykus (Οι γερανοί του Ίβυκου), 1797

 

 

Οι  Die Kraniche des Ibykus” [οι γερανοί του Ιβύκου] είναι μια μπαλάντα του Φρίντριχ Σίλερ, που γράφτηκε το 1797. Διαδραματίζεται τον 6ο αιώνα π.Χ. και βασίζεται στη δολοφονία του Ίβυκου.

 

 

 


 

Φωτογραφία του πρωτότυπου κειμένου από Wikipedia

 

 

[ δες επίσης συσχετιστικά

την προηγηθείσα ανάρτηση

(Αύγουστος 2021)

 «Οι γέρανοι του Ιβύκου»

μελέτη του Σταμάτιου Βάλβη]









Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com