Αντώνης Βουσβούνης - διήγημα: "Μιχάλης Κοντακής" (υπότιτλος: Μάϊκελ Κόντακ απ' το Σίντνεϋ) - 1939 - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


 

Αντώνης Βουσβούνης

   «Μιχάλης Κοντακής.

  (Μάϊκελ Κόντακ απ’ το Σίντνεϋ)»  

 διήγημα, 1939  

 

 

             «Μιχάλης Κοντακής»

            (Μάϊκελ Κόντακ απ’ το Σίντνεϋ)  

 

 

   Εκείνο το καφτό πρωινό του Γιούλη, στα πεζοδρόμια της οδού Σταδίου βασίλευε μιά σχετική ησυχία. Η ώρα κόντευε δώδεκα —έτσι έδειχνε το μεγάλο ρολώγι του Ωμέγα. Κάμποσοι ανθρώποι διασταύρωναν βιαστικά το βήμα τους, ανθρώποι της δουλειάς, με μέτωπο σκοτισμένο απ’ το θερμόν ήλιο και τις σκουτούρες της ζωής, με πανταλόνια σουρωμένα στα δρωμένα τους ποδάρια. Το τακούνι μιας λουσάτης κυρίας χτύπαγε πότε-πότε το πεζοδρόμιο, δίχως να βρίσκει θαυμαστές την πνιχτή τούτην ώρα.

   Ενας ανέβαινε προς το Σύνταγμα. Περπάταγε μ’ αργό βήμα κι’ έδειχνε πως η ζέστη δεν τόνε πείραζε διόλου, θα ’τανε σαραντάρης, ψηλός και με κυρτές κάπως πλάτες — γεροδεμένος ωστόσο. Η μελαψή του μούρη, τυραγνισμένη από βαθειές ρυτίδες, φανέρωνε σκληρή ζωή. Μά σύγκαιρα στ’ αδρά του χαραχτηριστικά σφάνταζε μιά δυνατή αποφασιστικότητα, μιά βαθειά γνώση της ζωής. Σίγουρα ήτανε ο άνθρωπος που είδε πολλά και πολλά ήξερε. Περπάταγε αργά, χάζευε τις προθήκες, σήκωνε το βλέμμα να δή ένα χτίριο. Χαμογελούσε.

   Αυτός ήταν ο Μιχάλης Κοντακής— Μάϊκελ Κόντακ απ’ το Σίντνεϋ.

   Μπρός στην προθήκη ενούς ανθοπωλείου ο άνθρωπος κοντοστάθηκε. Κοίταξε ξεταστικά μιά παρδαλή τούφα από ντάλιες, ύστερα το μάτι του έπεσε πάνου σε μιάν ανθοδέσμη από κρινάκια, από μικρά κάτασπρα κρινάκια. Είναι ό,τι πρέπει, σκέφτηκε. Μπήκε στο κατάστημα και γύρεψε αυτή την ίδιαν ανθοδέσμη. Κι ώσπου να τραβήξει ο υπάλληλος τα λουλούδια απ’ την προθήκη και να τα περιποιηθή, άρχισε να ξετάζει το κάθε πράμμα κει μέσα. Έπιασε στο χέρι ένα κρυστάλλινο αντικείμενο — κάτι σα γλάστρα, μά περσότερο, πράμμα από κείνα τα περίφημα άχρηστα που τόσο στολίζουνε τη ζωή μας. Το γύρισε απ’ όλες τις μεριές, μελέτησε τα παρδαλά του χρώματα. Έπειτα ρώτησε την ταμία που ήτανε νέο κι’ ώμορφο κορίτσι.

  —Τα φέρνετε απ’ το εξωτερικό;

  — Όχι, τα φτιάχνουν δω.

   Η κοπέλλα είχε τον τρόπο της ν’ απαντάει· γλυκειά φωνή, έκφραση χαριτωμένη μά και συγκρατημένη. Αυτά όλα δεν τα πρόσεξε ο Κοντακής, έδειξε μόνο χαρούμενη έκπληξη κι’ είπε.

  — Μπρά­βο... μπράβο.

    Ωστόσο είχε ξετρυπώσει μιά χαρά, πριν ακόμα ρω­τήσει την εγγλέζικη φράση· made in Grece — καμωμένο στην Ελλάδα

  Άφισε τ’ αντικείμενο χάμου κι’ ετοιμαζώτανε να πιάσει άλλο.

  — Θα τα πάρετε μαζί σας κύριε; ρώτησε ο υπάλληλος.

Η περιποίηση των λουλουδιών είχε τελέψει.

  —Όχι, αποκρίθηκε, να τα στείλετε· στην οδόν Αλωπεκής, αριθμός τάδε. Να τα στείλλετε αμέσως.

   Είπε τ’ όνομα του σπιτιού κι’ έβγαλε το πορτοφόλι του. Πλέρωσε δίχως να παζαρέψει Κι’ ανταποδίδοντας μηχανικά το χαιρετι­σμό της νόστιμης ταμίας έκανε να φύγει. Μά στην πόρτα κοντοστάθηκε, θυμήθηκε πως δεν είχε αφίσει την κάρτα του. Ξανάβγαλε το πορτοφόλι και τράβηξε μιά κάρτα· μιά κιτρινωπή κάρτα με χοντρά εγγλέζικα ψηφία Michael Kodak—Sidney. Όχι όχι, σκέφτηκε και γύρεψε μιάν άγραφη κάρτα. Έγραψε τ’ όνομά του με κωμικά καλλιγραφικά γράμματα· Μιχάλης Κοντακής. Κι’ από κάτου· θάρτω το απόγεμα.

   Βγήκε στο πεζοδρόμιο· ένοιωθε τώρα μιά ήμερη χαρά—ότι έκανε ήτανε καλά καμωμένο. Και βέβαια, δέ μπορούσε να ξετρυπώσει ξάφνου μπρός στην Αλίκη, να την τρομάξει ίσως, να της στερήσει ακόμα τη λαχτάρα της απαντοχής. Ύστερα σκέφτηκε· είμαι ήρεμος, απόλυτα ήρεμος. Κι’ όμως είναι η καλλίτερη μέρα της ζωής μου.

   Θυμήθηκε το Βερβένη, το συνταξιδιώτη του... Σκέψου αυτό τον ανθρωπάκο. Είναι κοντός, λειψός, μισής μερίδας άνθρωπος κοντολογής. Κι’ όμως είχε μιά χαρά! Σ’ όλο το μακρύ ταξίδι γελούσε — γελούσε ανοικτά και πλατειά και μά την αλήθεια τίποτα δεν είχε που να δικαιολογεί μιά τέτοια ευτυχία. Γύρναε απένταρος ύστερ’ από τέσσαρα χρόνια. Μά μοναχά η ιδέα πως θα βρίσκουνταν ανάμεσα στη γρηά μάννα του, τις αδελφάδες και τ’ ανήψια του τόνε παλάβωνε. Όσο μπόϊ του ’λειπε τόσο μαλαγμένη από δυνατές λαχτάρες ήταν η ψυχή του. Εγώ ωστόσο είμαι ήρεμος, χαζεύω στους δρόμους της Αθήνας και περιμένω να ’ρτει το απόγεμα. Κι’ είναι μόλις δώδεκα η ώρα κι’ η Αλίκη βρίσκεται δυό λεφτά πιό πέρα — η Αλίκη που προσμένει μαζί μου τη σημερνή μέρα δέκα χρόνια. δέκα ολάκερα χρόνια.

   Το περιπλάνεμά του τον έφερε μπρος στα παληά ανάχτορα. Στάθηκε και χάζεψε. Άφισε το μάτι του να πλανεθεί στη χαρούμενη απλότητα της πρόσοψης του παλατιού, στα δέντρα της πλατείας του Συντάγματος. Η ανοιχτοχωριά τούτη καταλάγιασε μέσα του γλυκά τη δυνατή της εντύπωση. Τράβηξε κάτου απ’ τις πιπεριές, προς το Ζάππειο. Στην πόρτα του Βασιλικού κήπου σταμάτησε πάλι. Μιά συγκίνηση ισχυρή και γνώριμη τον συνεπήρε δώ. Καταλάβαινε καλά τί ήταν αυτό που του ’κοψε τα γόνατα και τον δόνισε από τρυφερήν ανατριχίλα. Ήταν η γλυκειά χαύνωση — γητειά πες — που σου χαρίζει η παρουσία της γυναίκας. Σκέφτηκε: «Είναι η ίδια η πόρτα, τα ίδια τα δέντρα. Νά, από δώ μπαίναμε και σφιχτοπιασμένοι παίρναμε τους ισκιερούς δρομάκους. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Μήτε οι πράσινες τούφες των δέντρων, μήτε η χλιά αχτίδα του ήλιου... Μήτε οι καρδιές μας ακόμα» — σκέφτηχε με συγκίνηση, μιά στιγμή πιό ύστερα.

   Χώθηκε κάτου απ’ τις πυκνές φυλωσσιές των δέντρων. Η ηρεμία ωστόσο, που μαρτυρούσε το γελαστό του μούτρο, ήτανε πιά φαινομενική. Μιά ανησυχία άρχισε να τον κυριεύει. Περιπλανήθηκε κάμποσο και ξάφνω στάθηκε μπρός σ’ ένα μπάγκο, με τη χαρούμενη έκπληξη στα μάτια, την ικανοποίηση στο στόμα. Μιά στιγμή άπλωσε τα χέρια μ’ ανοιχτά τα δάχτυλα, έτσι σα να ’θελε να χαδέψει τη ράχη του ξύλου.

   «Κι αυτός ο ίδιος», στοχάστηκε. «εδώ καθώμασταν πάντα γιατί της άρεζε κεινής. Είχε το φυσικό να φέρνει στο λαιμό το χέρι καμμιά φορά, έτσι σα να ’θελε να χωρίσει το κεφάλι απ’ το κορμί. Με κοιτούσε κατάματα και μιά απορία βρίσκουνταν τότες χυμένη σε κείνα τα μάτια. Η ίδια απορία πλανιόνταν στα χείλια της, στο κάθε­ της χαραχτηριστικό. Ετούτες τις στιγμές έννοιωθα να σαλεύει ο νους μου από έρωτα»...

   Αποθύμησε άξαφνα κείνο το βλέμμα, κείνα τα χείλια της απορίας. Και τον δυνάστεψε πιά ολότελα η ανησυχία. Μιά ανησυχία παράξενη —είχε το συναίστημα να μην τόνε χωράει τόπος και χρόνος.

   Τράβηξε βιαστικά στην πρώτη έξοδο και νευριασμένα γύρεψε ταξί.

   - Στην οδόν Αλωπεκής, είπε στον οδηγό… Και γρήγορα.

  — Η δεσποινίς σας περιμένει για το φαγητό. Είχε πει η μικρή καμαριέρα σαν του άνοιξε την πόρτα και της είπε τ’ όνομά του. Κι’ αυτό στην αρχή δεν του φάνηκε καθόλου παράξενο. Δέ  μπορούσε παρά να περιμένει η δεσποινίδα. Μά σαν απ΄ τη μισανοιγμένη πόρτα του σαλονιού, αυτή που συγκοινωνούσε με την τραπεζαρία, ξεχώρισε το έτοιμο τραπέζι με μιάν αγκαλιά άσπρα κρινάκια στη μέση, η ψυχή του γιόμισε τρυφερότητα για την Αλίκη.

   Άρχισε να ξετάζει τα γύρω του. Ήτανε κείνο το παληό σαλόνι του πατρικού της σπιτιού. Δυό ή τρεις φορές είχε μπει σ’ αυτό το σπίτι ο Μιχάλης. Είχε μπει σαν προσκαλεσμένος, μά πάντα βρισκότανε σε μιάν ατμόσφαιρα γλυκειάς οικειότητας. Βουλούσε στις μαλακές πολυθρόνες εντελώς φχαριστημένος, έσιαχνε τη γραβάτα του στο χρυσό καθρέφτη της κονσόλας, κυκλοφοροΰοε ανάμεσα σ’ έπιπλα κι’ ανθρώπους, βέβαιος πως βρισκότανε στο δικό του το σπίτι. αυτό δέ φρόντιζε να το πολυκρύβει. Κι’ η Αλίκη διασκέδαζε κατά βάθος με τη συμπαθητική τούτη αναίδεια.

   Η σκέψη του πετούσε δέκα χρόνια πίσω. Σκεφτότανε τούτο και τ’ άλλο κι’ όλα τάβρισκε περίφημα, ακόμα και τις πίκρες τους. Έπειτα συνήρτε, στοχάστηκε πως από στιγμή σε στιγμή η πόρτα θάνοιγε για να παρουσιαστεί η Αλίκη και πάλι μια ηδονική ανατριχίλα τον συνεπήρε. Κράτησε την αναπνοή του, άκουσε το χτύπο της καρδιάς, κι’ αιστάνθηκε συνειδητά όσο ποτές του το πέρασμα του χρόνου. Έπεσε σε μιά παράξενη αγωνία, τρυφερή κι’ αγαπημένη κάτι σα λαχτάρα.

   Τέλος η Αλίκη ήρτε.

   Σαν άνοιξε η πόρτα και πρόβαλε στο πρεβάζι με τ’ αψηλό της ανάστημα, ο Κοντακής πετάχτηκε ορθός. Άπλωσε τα χέρια, έκανε μισό βήμα μπροστά κι’ ύστερα σταμάτησε. Την κύτταξε μιά στιγμή ξεταστικά με τ’ αποφασιστικό του βλέμμα. Και τα χέρια του σιγά σιγά πέσανε στα πλάγια - μ’ απονοήτεψη, λές. Αυτή που στέκουνταν μπροστά του δεν ήταν η Αλίκη. Είχε την αψηλή της κορμοστα­σιά, πιό μεστή, πιό γυναίκεια ίσως, μά της έλειπε το κοριτσίστικο σφρίγος της άλλης. Είχε τα ίδια χαραχτηριστικά, πιό σχηματισμένα και πιό αρμονικά μπορεί. Όμως το βλέμμα ήταν άλλο, η έκφραση.., Ά, όχι, δέν ήταν η Αλίκη.

   Η γυναίκα προχώρησε βιαστικά ως στη μέση της κάμαρας και κει σταμάτησε κι’ αυτή. Το πλατύ γέλιο που χάραζε το πρόσωπό της έσβησε μονομιάς. Ένα χαμόγελο, ένα κοσμικό χαμόγελο σφράγισε τα χείλια της. Σίγουρα δέ θα τη σταμάταε η αμηχανία κει,,,νού.

   Άπλωσε το χέρι και τότες αυτός συνήρτε, έκανε λίγα βήματα προς το μέρος της κι έσκυψε και φίλησε το χέρι κείνο. Ύστερα την κοίταξε στα μάτια και στοχάστηκε· «ναί, είμαστε δυό ανθρώποι που συνεννοούνται πάντα τους περίφημα».

   Και ξάφνω γύρισε και κοιτάχτηκε επίμονα στο μεγάλο καθρέφτη της κονσόλας. Τότες μπόρεσε να καταλάβει και χαμογέλασε λυπημένα· δέκα σωστά χρόνια ήταν αυτά.

   Μιά στενοχώρια τον κυρίεψε, θα ’θελε να φύγει, να βρεθεί μόνος στο φιλόξενο πεζοδρόμιο, μακρυά από κείνη την κάμαρα, που έτσι βαρειά ήρτε να πνίξει τις λαχτάρες του.

   Κάθισε σιμά της. Άρχισε να ρωτά για τους παληούς τους φίλους και κείνη απαντούσε με βαρυεστημένη αδιαφορία. Έπειτα  μίλησε για τον εαυτό του.

   Ήτανε τρέλλα βέβαια που πήγε να πετάξει τα νειάτα του κεί κάτου, να τυραγνιστεί σε μιά τόσο σκληρή ζωή. Μά έλα που ήθελε να κάνη περιουσία...

   Σώπασε. Δεν είπε γιατί ήθελε να κάνει περιουσία κι’ αυτή δεν τόνε ρώτησε.

   Ήτανε βαρειά η σιωπή τους. Ο Κοντακής έννοιωθε να του χτυπάνε στα νεύρα όλα κείνα τα έπιπλα — εκείνη, κείνη η κονσόλα ιδίως. Κι’ αυτή δεν έδειχνε διόλου φχαριστημένη. Μιά στιγμή είπε, βέβαια για να πη κάτι:

 — Θα μείνης φυσικά για το τραπέζι.

   Κι’ έφερε το χέρι στο λαιμό και τόνε κοίταξε κατάματα με κείνα τα μάτια της απορίας, κείνα τα χείλια της απορίας.

  «Είναι χαριτωμένη», αναρωτήθηκε ο Κοντακής. Και ξαφνικά, φουρκίστηκε, τάβαλε με τον εαυτό του και σκεφτότανε ολοένα. δεν είναι παρά μιά απλή συνήθεια της. Μιά φυσική της απλή συνήθεια.

  Όχι, δέ θα καθότανε. Φχαριστούσε πολύ μά δέ θα καθότανε. Είχε υποσχεθεί κάποιου φίλου να τρώγανε μαζί. Το λοιπόν....

   Και σηκώθηκε. Βεβαίωσε πως γρήγορα θα ’ρχώτανε να τη ξαναδεί, φίλησε με φανερή σχεδόν ανυπομονησία το χέρι της και βιά­στηκε να βρεθεί στο δρόμο.

   Ανάσανε μ’ ανακούφιση.

   Μά δεν ήτανε βέβαια διόλου χαρούμενος. Στοχάστηκε. τί κουτοί! Δέ μπορέσαμε να νοιώσουμε την αξία τούτης της ζήσης. Αφίσαμε να μας φύγει μέσ’ απ’ τα χέρια, με το να θέλουμε να στηρί­ξουμε την ευτυχία μας στις συμβατικές χαρές της ζωής.

   Η εικόνα της Αλίκης πέρασε απ’ το νου του. Την είδε να κλαίει— κι’ αυτό ήτανε σίγουρα αλήθεια, κάτι θα βρισκότανε που ο χρόνος δέ θα τώ’χε αγγίξει— μετανοιωμένη, όχι γι’ αυτό που είχε γίνει σήμερα, μά γιατι τον είχε αφίσει να ξενιτευτεί. Μετανοιωμένη για ό,τι είχε κι’ αυτός μετανοιώσει.

   Βρέθηκε πάλι στους κεντρικούς δρόμους. Ήταν έρημοι τούτη την ώρα. Ένοιωσε τ’ αδειανό του στομάχι και χώθηκε σ’ ένα εστιατόριο — μαγαζί δεύτερης κατηγορίας στο είδος του, μά με μεγάλη πελατεία. Κάθησε σε μιά γωνιά και κοίταξε ένα γύρω τον κόσμο, ένα παρδαλό κόσμο με λογιώ χαρές και πίκρες. Σκέφτηκε·η ιστορία αυτή πρέπει να τελέψει. Θ’ αφίσει βαθειά τα χνάρια της πάνου μου, μά πρέπει να τελέψει. Μή δέν είμαι ένας άνθρωπος που είδε πολλά και πολλά ξέρει;

   Χάζεψε πάλι τον κόσμο. Κι’ άξαφνα του ήρτε στο νου πως ο καθένας ήτανε κι’ ένας άλλος άνθρωπος, είχε κι ένα άλλο όνομα.

   Σάμπως αυτός ήτανε ο Μάϊκελ Κόντακ απ’ το Σίντνεϋ.

 

 

                  ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΟΥΣΒΟΥΝΗΣ

 

 

 

 

                                         

[ το διήγημα   

του Αντώνη Βουσβούνη  

«Μιχάλης Κοντακής. (Μάϊκελ Κόντακ απ’ το Σίντνεϋ)»   

δημοσιεύθηκε στο περ.

«Νεοελληνική Λογοτεχνία»,

[ διευθυντής Τώνης Ζαχαράκης]

Περίοδος Β’, τεύχος 3ον, Σεπτέμβρης 1939, (σ. 78-83)]

 

( το πρωτότυπο διήγημα σε πολυτονικό.) 









Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com