Μαρίνος Σιγούρος
«
Η Ταναγραία
κόρη »
Διήγημα,
1905
δημοσιεύθηκε:
«Αιγυπτιακόν Ημερολόγιον του έτους 1905»
«
Η ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ
ΚΟΡΗ »
Ήτο το έτος 457 π.Χ. καί την ‘Ελλάδα ελυμαίνετο ο μεταξύ Αθηναίων καί
Σπαρτιατών πόλεμος.
Εις την Τανάγραν της Βοιωτίας έζη ένας κατασκευαστής ειδωλίων
καλούμενος Ερμογένης. Η κατοικία του ευρίσκετο εκεί εις το βάθος της ωραιοτέρας
οδού πλησίον των τειχών της πόλεως. Ήτο ένας μικρός οικίσκος και είχε τους εσωτερικούς
τοίχους εικονογραφημένους.
Ο Ερμογένης επορίζετο τα προς το ζην αναγκαία κατασκευάζων γύψινα
ειδώλια, μικρά και χαρίεντα, ειργασμένα με λεπτότητα και τέχνην. Έπλαθεν εξ
οπτής γης, με σπανίαν επιτηδειότητα ωραίας γυναίκας και παρθένους με εύγραμμα
σώματα, πολεμιστάς με περικεφαλαίας και τόξα, ερωτίσκους με ανοικτάς τας πτέρυγας
και καθετί!
Τα έργα του, τεχνικά πάντοτε και αφελή, ήσαν ένας μικροσκοπικός κόσμος. Έκαστος επεθύμει να αποκτήση εν αγαλμάτιον όπως κόσμήση τον οίκον του.
Ο επιδέξιος τεχνίτης συχνάκις ειργάζετο καθήμενος επί του κατωφλίου της
θύρας του και περικυκλούμενος από θεατάς.
Αι παρθένοι και τα παιδία με ακόρεστα βλέμματα παρηκολούθουν τας
κινήσεις του τεχνίτου, όταν ετοποθέτει τον άργιλλον επί των σχημάτων, όταν
ελείαινε τα αγαλμάτια με το ομάλιστρον και τον αντίχειρα, όταν τα έθετεν εις
την κάμινον.
Αδιάφορος ο Ερμογένης καθήμενος προ των δοχείων όπου είχε τας διαφόρους βαφάς εχρωμάτιζε τα ειδώλια. Με ολίγας κινήσεις του χρωστήρος εσχημάτιζε ένα ολοκόκκινον στόμα,
δυο μέλανας οφθαλμούς, μίαν χρυσόξανθον κόμην.
Περισσότερον από όλους τους θεατάς μία κόρη της έσφιγγεν η καρδία όταν έβλεπε τον Ερμογένη, αφού ετελείωνε την εργασίαν
του, να επανακλείη εις το βάθος της κατοικίας του τα θελκτικά ειδώλια.
Ο Ερμογένης αντελαμβάνετο τα ζηλότυπα βλέμματα, τα λυπημένα πρωσωπάκια
των παρθένων αι οποίαι καθημέραν τον περιεκύκλουν.
— Ζητήσατε το χρήμα, έλεγεν, από τας μητέρας σας. Τα ωραία αυτά
αγαλμάτια σας τα δίδω αντί μόνον δέκα οβολών.
Και ποτέ δεν εδώρησε τίποτε εις καμμίαν από τα μικράς κόρας αι οποίαι
εθαύμαζον με τόσον ζηλότυπα βλέμματα τα έργα της τέχνης του.
Απέναντι της οικίας του Ερμογένους κατώκει μία πτωχή χήρα, πολύ πτωχή,
μαζύ με την κόρην της.
Η μικρά κόρη δεν παρεπονείτο ποτέ. Ήσυχη πάντοτε και ατάραχη ελάτρευε
την μητέρα της, την επεριποιείτο και έμενε πάντοτε πλησίον της. Ωμοίαζε με
τρυφερόν φυτόν το οποίον αυξάνει πλησίον του γηραιού κορμού ενός δένδρου. Διά
τούτο οι κάτοικοι της Τανάγρας της έδωσαν το όνομα Αμπελίσκη.
Η Αμπελίσκη επεθύμει διακαώς να αποκτήση έν από τα αγαλμάτια του
Ερμογένους. Η επιθυμία της όμως ήτο έν όνειρον απραγματοποίητον, μία χίμαιρα.
Δέκα οβολοί. Με δέκα οβολούς έζων επί πέντε ημέρας εις τον οίκον της
χήρας. Η ορφανή το εγνώριζε και διά τούτο δεν εξέφραζε την επιθυμίαν της.
‘Όταν έβλεπεν τον Ερμογένη εργαζόμενον εν τη οδώ, εκάθητο πλησίον του
και με οφθαλμούς δακρυσμένους εμειδία προς τα μικρά ειδώλια.
Μίαν πρωϊαν ανοίξεως η πόλις της Τανάγρας, η συνήθως σιγηλή και
ατάραχος, ηγέρθη με τον θόρυβον των σαλπίγγων. Ο στρατός των Αθηναίων έφθανε.
Πάραυτα διεσκορπίσθη πανταχού, εις την αγοράν, εις το στάδιον, εις τους βωμούς.
Οι στρατιώται έλεγον εις τους κατοίκους:
- Μη φοβείσθε, δεν ήλθαμεν διά να σας κακοποιήσωμεν, αλλά μόνον διά να
περιμείνωμεν τους Σπαρτιάτας οι οποίοι περιφέρονται εις τα περίχωρα και τους
οποίους θα αποδιώξωμεν συν Αθηνά.
Οι Ταναγραίοι ενθαρρυνθέντες υπό των λόγων τούτων εξήλθον όπως ίδωσιν εκ
του πλησίον τους μαχητάς. Οι παίδες εδείκνυον μετά θαυμασμού τους οπλισμούς
τους φεγγοβολούντας υπό τον ήλιον, τα πτερά τα κοσμούντα τας περικεφαλαίας, τας
σμιλευμένας ασπίδας και τους ίππους, τους αγερώχους ίππους κεκαλυμμένους υπό
δοράς θηρίων και ηχούντας, εις κάθε κίνησιν, τους χρυσούς κωδωνίσκους.
Αι γυναίκες έχεον ποτά όπως πίωσιν οι ξένοι. Οι γέροντες τους ηρώτων
περί της πορείας και της μάχης.
Δύο μόνον δεν εταράχθησαν από εκείνο το θέαμα, ο Ερμογένης και η γλυκεία
Αμπελίσκη, η οποία θα ελυπείτο εάν κατεσκευάζετο έν γύψινον ειδώλιον χωρίς να
παρασταθή εις την εκτέλεσίν του.
Ο σχεδιαστής εκράτει ανά χείρας έν επίχαρι ειδώλιον εξ οπτής γης.
Εχρωμάτιζε κυανούν τον χιτώνα, ερυθρόν τον μανδύαν, κίτρινα τα πέδιλα. Με την
αιχμήν του χρωστήρος ετοποθέτει πράσινα φύλλα εις την κόμην, χρυσά περιδέραια
εις τον λαιμόν και τους καρπούς των χειρών και εντός της παλάμης μικράν πυξίδα
δικτυωτήν. Ουδέποτε ο τεχνίτης είχεν επιτύχει τελειότερον ειδώλιον, και διά
τούτο το αποθαυμάζει με θωπευτικόν βλέμμα, πλήρες ευχαριστήσεως και η Αμπελίσκη
με ανοικτούς οφθαλμούς ψιθυρίζει.
- Αν το είχα ! ώ αν το είχα, θα
το εκράτουν δι’ όλης της ημέρας εμπρός εις τα μάτια μου, θα το επρόσεχα και θα
έζη μαζύ μου.
- Και ακόμη περισσότερον… είπεν ειρωνικώς ο Ερμογένης, μην αδημονής να
αποκτήσης το μικρόν ειδώλιον. Αν ήτο ιδικόν σου θα το έθραυες παρευθύς.
- Αι πλούσιαι κόραι τα θραύουν, απήντησε με θλιβερόν τόνον η Αμπελίσκη,
αν ο καλός μου δαίμων μου εχορηγούσε κανέν όμοιον ειδώλιον δεν θα το
εγκατέλειπα ποτέ εις την ζωήν μου και θα με ακολουθούσε και εις τον τάφον μου.
Ο Ερμογένης χωρίς να δώση προσοχήν εις αυτάς τα λέξεις, εισήλθεν εις την
κατοικίαν του, σύρας όπισθέν του την θύραν.
Μόλις έκλεισεν η θύρα του τεχνίτου ευθύς η πόλις ολόκληρος εταράχθη από
τρομακτικάς κραυγάς.
- Οι Σπαρτιάται, οι Σπαρτιάται !
Ηκούετο ο ήχος των σαλπίγγων, αι κραυγαί των φευγόντων Αθηναίων.
- Από εδώ!... Όχι, εκείθεν!... Εις τα τείχη! Ας επανέλθωμεν προ του
θεάτρου!
Οι κάτοικοι της Τανάγρας εκλείοντο εις τας οικίας των. Εις τον αέρα
εσύριζον τα τόξα και οι λίθοι ριπτόμενοι μακρόθεν, ένδοθεν των φυλλωμάτων,
επροξένουν ένα κωφόν ήχον.
Οι επιδρομείς κατείχον ήδη το μέρος εκείνο του τείχους το ευρισκόμενον
πλησίον της οικίας του Ερμογένους και εκείθεν εδεκάτιζον διά τόξων και λίθων
τους ανά την πόλιν διασκορπισμένους εχθρούς.
Η έφοδος υπήρξε τόσον απροσδόκητος, ώστε η Αμπελίσκη κατάπληκτος εκ του
θορύβου έμεινε ακίνητος. Κατόπιν, χωρίς να σκεφθή, ορμωμένη υπό του ενστίκτου,
έτρεχε προς την οικίαν της χωρίς να προσέχη εις τους λίθους και τα τόξα που
έπιπτον ώσπερ χάλαζα πυκνή και αδιάκοπος.
Ενώ έτρεχε αντικρίζει την μητέρα της η οποία και αυτή έτρεχε προς
συνάντησιν της κόρης της.
Έτεινε τας χείρας η Αμπελίσκη και επλησίαζε να την φθάση, ότε ένας οξύς
συριγμός έσχισε τον αέρα και μία πέτρα την εκτύπησε κατάστηθα. Η μικρά κόρη
έπεσε κατά γής. Η μήτηρ της εκλονίσθη ως να εκτυπήθη και αυτή. Ευθύς όμως
ανήγειρε την κόρην και την έφερεν εις τον οίκον των.
Εις τα τείχη η μάχη εξηκολούθει ακόμη. Οι Σπαρτιάται εκδιώκουν τους
Αθηναίους μακράν, πέραν της πόλεως. Τους ακολουθούν εις την ελαιόφυτον πεδιάδα
και η ταραχή και ο θόρυβος σβύνονται, απομακρύνονται και τέλος καταπαύουν.
Εξέρχονται των οικιών των οι κάτοικοι της Τανάγρας. Ομιλούν πρό των
θυρών των, συζητούν και σχολιάζουν, παρατηρούν τα πτώματα των Αθηναίων, τους
άνευ ιππέως ίππους, τα τόξα τεθραυσμένα επί των λίθων. Και ομοιάζουν με τους
χωρικούς οι οποίοι μετά την θύελλαν, όταν η βροντή απομακρύνεται και διά μέσου
των νεφών αναφαίνεται κυανούς ο ουρανός, εξέρχονται και ευχαριστούνται διά τον
κίνδυνον τον οποίον διέφυγον.
Ο Ερμογένης όπως όλοι οι συμπολίται του παρετήρει από της θύρας του τα
ίχνη της μάχης. Βλέπει την μητέρα της Αμπελίσκης να έρχεται προς αυτόν. Ήτο
τόσο θλιβερά, τόσο σκοτεινή και συντετριμμένη, ώστε να του προξενήση μίαν
φρικίασιν, έναν πόνον ψυχής.
- Γείτον, εκλαυθμήρισεν η αθλία γυνή, γείτον, η κόρη μου αποθνήσκει.
Ο Ερμογένης δεν ήτο εκ φύσεως οικτίρμων, ησθάνθη όμως μίαν άπειρον
θλίψιν να του περισφίγγη την ψυχήν, εις τας λέξεις εκείνας της γραίας.
- Πώς τούτο; Ωμίλουν μετ’ αυτής πρό ολίγων ωρών!
- Αποθνήσκει… ο λίθος ενός σφενδονήτου την εκτύπησε! Τρισκατάρατος ας
είναι αυτή η ημέρα. Φεύγει η προσφιλής μου και δεν παραπονείται, είναι ήρεμη,
τόσον καλή. Μόνον επιθυμεί, ώ μην το αρνηθής, το ειδώλιον που εσχημάτισες
σήμερα με τα κίτρινα πέδιλα και την μικράν πυξίδα ανά χείρας.
- Το γνωρίζω, το γνωρίζω.
- Δεν ημπορώ να σου το πληρώσω, αλλά δάνεισέ μου το ως που… δεν θα το
κρατήση πολύν καιρόν… θα το λάβης οπίσω ύστερα …
- Περίμενε, παίρνω το ειδώλιον και έρχομαι μαζύ σου.
Η Αμπελίσκη ανεπαύετο εις την ταπεινήν κλίνην, στηρίζουσα την κεφαλήν
της επί του προσκεφάλου το οποίον εστόλιζεν η λυτή κόμη της. Όταν είδε να
εισέρχεται η μήτηρ της και να την ακολουθή ο τεχνίτης, έτεινε τας χείρας και
ηρώτησε με μικρόν μειδίαμα.
- Πού είναι;
- Εδώ, απήντησεν ο Ερμογένης με φωνήν πνιγμένην εις κρυφά δάκρυα, και
εξήγαγε το ειδώλιον, το οποίον εκράτει υπό τον μανδύαν του, επιθέτων αυτό
μεταξύ των χειρών της πληγωμένης κόρης.
Μετ’ ολίγον η Αμπελίσκη εξέπνεε. Η μήτηρ ήρχισε να κλαίη, εστράφη και
είδε το πρόσωπον του τεχνίτου συνωφρυωμένον εις μίαν άπειρον θλίψιν.
- Τώρα δύνασαι να λάβης το ειδώλιον.
Εκείνος ηρνήθη.
- Να το τοποθετήσης, είπεν, εις τον τάφον της Αμπελίσκης. Το επεθύμει
τόσον πολύ. Χαίρε, θα σου στείλω και μερικά άνθη.
Η Αμπελίσκη και το ειδώλιον ετάφησαν μαζύ κάτωθεν ροιάς μεταξύ κρίνων
και υακίνθων.
Είκοσι δύο αιώνες διέρρευσαν από εκείνην την ημέραν, τόσαι μεταβολαί
ηλλοίωσαν την όψιν της γης, αλλά υπό τα ερείπια της Τανάγρας το λεπτοειργασμένον
ειδώλιον δεν υπέφερε διόλου, δεν έπαθεν ουδέν. Περίεργος αρχαιολόγος, εις τας
ανασκαφάς, το επανεύρε σχεδόν νωπόν και επίχαρι, καθώς εξήλθε των χειρών του
Ερμογένους. Τώρα ευρίσκεται εις εν μουσείον και κατόπιν είκοσι δύο αιώνων έχει
θαυμαστάς ωσάν την Αμπελίσκην.
Μαρίνος Σιγούρος
[ το
ιστορικό διήγημα του Μαρίνου Σιγούρου
«Η Ταναγραία κόρη» δημοσιεύθηκε στην ετήσια
περιοδική έκδοση «Αιγυπτιακόν
Ημερολόγιον του έτους 1905», Εν Αλεξανδρεία, 1905, (σ. 133-142). ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Λόγος Έμφρων