Γουλιέλμος Μπαρτ - Το ταύρειον αίμα - ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ

 

Γουλιέλμος Μπαρτ

To Ταύρειον αίμα

 

 

 

   Έν των περιεργοτάτων αινιγμάτων άτινα παρεδόθησαν ημίν εκ της αρχαιότητος είναι και το ζήτημα της δηλητηριάσεως δια ταυρείου αίματος. Γνωστόν τοις πάσι τυγχάνει ότι είς των μεγίστων ανδρών της αρχαίας Ελλάδος, ο Θεμιστοκλής, λέγεται ότι δια ταυρείου αίματος έθηκε τέρμα εις τον πλήρη δόξης αλλά και περιπετειών βίον αυτού.

   Πρώτος ο Ηρόδοτος (Γ' 15) αναφέρει θάνατον αποδιδόμενον εις την πόσιν ταυρείου αίματος. Εν τοις περί Αιγύπτου δήλα δη διηγείται ότι Ψαμμήνιτος, ο τω 525 π.Χ. υπό του Καμβύσου στερηθείς τον θρόνον βασιλεύς της Αιγύπτου, παρεσκεύασεν έπανάστασιν των Αιγυπτίων κατά του κατακτητού, άμα δ' ως εγένετο τούτο γνωστόν τω Καμβύση, «αίμα ταύρου πιών απέθανε παραχρήμα.». Αλλ' ήδη προ των χρόνων καθ' ους έγραψεν ο Ηρόδοτος το μέρος τούτο της ιστορίας του, όπερ ασφαλώς μόλις μετά το 445 π. Χ. συνετάχθη, είχε διαδοθή εν Ελλάδι και επιστεύετο υπό των πλείστων, τουλάχιστον εν Αθήναις, ότι ο Θεμιστοκλής εν Μαγνησία ηυτοκτόνησε διά ταυρείου αίματος. Τούτο γινώσκομεν εκ τινος χωρίου των Ιππέων του Αριστοφάνους (στ. 83-84), εν ώ ο έτερος των δούλων, φοβούμενος την υπό του Κλέωνος τμωρίαν λέγει:

              « βέλτιστον ημίν αίμα ταύρειον πιείν.

                 ο Θεμιστοκλέους γαρ θάνατος αιρετώτερος»

     Και είναι μεν αληθές ότι οι Ιππής εδιδάχθησαν μόλις τω 424 π. Χ., ενώ ο θάνατος του Θεμιστοκλέους συνέβη τω 459 π.Χ.. Ως γνωρίζομεν όμως πάντες εξ ιδίας πείρας, τοιαύται διαδόσεις γεννώνται μάλλον αμέσως μετά τον θάνατόν τινος. Όπως και αν έχη το πράγμα, πολλοί επίστευσαν το διαδιδόμενον περί του Θεμιστοκλέους

    Φαίνεται δε ότι και οι εκ της Ελένης του Σοφοκλέους σωζόμενοι στίχοι :

              « εμοί δέ λώστον αίμα ταύρειον πιείν

                 και μή τι πλείους τώνδ' έχειν δυσφημίας

αναφέρονται εις την αυτοκτονίαν του ανδρός, εκτός εάν θελωμεν να παραδεχθώμεν ότι εν αυτοίς δηλούται απλώς η γενική γνώμη ότι το ταύρειον αίμα είναι δηλητηριώδες και δύναται να χρησιμεύση προς αυτοκτονίαν.

       Άλλως έκρινε περί του θανάτου του Θεμιστοκλέους ο Θουκυδίδης. «Νοσήσας, λέγει (εν Α'. 138), τελευτά τον βίον". Αλλά και αυτός προσθέτει. "λέγουσι δέ τίνες και εκούσιον φαρμάκω αποθανείν αυτόν, αδύνατον νομίσαντα είναι επιτελέσαι βασιλεί ά ύπέσχετο».

      Οι "τινές" ούτοι επεκράτησαν εν τοις ύστερον, πολλοί δε συγγραφείς προσπαθούσι να περιγράψωσι και τας λεπτομέρειας της αυτοκτονίας. Ούτως ο σχολιαστής του Αριστοφάνους διηγείται ότι ο Θεμιστοκλής προφασιζόμενος ότι θα τελέση θυσίαν εις την Άρτεμιν, έσφαξε ταύρον και δεξάμενος το αίμα τούτου εν κύλικι εξέπιεν αυτό ταχέως και αμέσως εξέπνευσε.

    Τα αυτά δε κατά την μαρτυρίαν του Κικέρωνος έγραψαν ήδη οι σύγχρονοι Αλεξάνδρου του Μεγάλου Στρατοκλής και Κλείταρχος, είτα δε Διόδωρος ο Σικελιώτης και άλλοι.

   Τρίτον παράδειγμα τοιούτου θανάτου διηγείται ο Κτησίας εν τοις Περσικοίς, ών κατέχομεν περίληψιν υπό του Φωτίου. Ο Κτησίας, όστις περί το 415 π.Χ. εγένετο αιχμάλωτος των Περσών και είτα επί 17 έτη έζησεν εν τη αυλή των βασιλέων της Περσίας ως ιατρός, λέγει περί του Σμέρδιος ή Τανυοξάρκου, του αδελφού του Καμβύσου, ότι "αίματι . . . ταύρου, ο εξέπιεν, αναιρείται».

   Εν τοις ύστερον τοιούτος θάνατος απεδίδετο εις μυθικούς άνδρας. Ούτως ο Στράβων και μετ' αυτόν πολλοί άλλοι λέγουσιν ότι ο βασιλεύς της Φρυγίας Μίδας υπ' ενυπνίων τοσούτον εβασανίζετο ώστε «αίμα ταύρου πιών» ηυτοκτόνησεν. Απολλώνιος δε ο σοφιστής εν τω Ομηρικώ λεξικώ μνημονεύει του Ιάσωνος ως αποθανόντος ούτως, ενώ ο Απολλόδωρος εν τη Βιβλιοθήκη, αντί του Ιάσωνος αναφέρει τον πατέρα τούτου Αίσονα. Τέλος, ώς μανθάνομεν εκ του Πλουταρχείου βίου του Φλαμινίνου, τινές ενόμιζον ότι και ο Αννίβας δια ταυρείου αίματος ηυτοκτόνησεν.

 

    Εάν νυν συγκρίνωμεν τας παραδόσεις ταύτας προς αλλήλας, παρατηρούμεν αμέσως ότι έχουσι τούτο το κοινόν ότι εν απάσαις γίνεται λόγος περί αυτοκτονίας, εξαιρουμένης της περί του Σμέρδιος, όστις, ως λέγει ο Κτησίας ή μάλλον ο συντεμών αυτόν Φώτιος, «αναιρείται» διά ταυρείου αίματος, τ. ε. φονεύεται. Αλλά και τούτον τον φόνον, εάν η διήγησις του Κτησίου ήτο εν γένει αξιόπιστος, θα εδυνάμεθα να εκλάβωμεν ως αυτοκτονίαν, καθ' όσον ομοιάζει προς τον κυρίως παρά δεσπόταις της Ανατολής (αλλά και παρά τοις αρχαίοις Αθηναίοις) συνηθέστατον τρόπον να αναγκάζηται ο εις θάνατον καταδικασθείς να είναι ο ίδιος και εκτελεστής της ποινής, είτε δια μαχαίρας είτε μεταξίνης μηρίνθου [:σχοινί, σπάγγος] είτε και δηλητηρίου.

    Ανάλογα είναι και τα περί του Αίσονος υπό του Απολλοδώρου λεγόμενα : "Πελίας δε απογνούς την υποστροφήν των Αργοναυτών τον Αίσονα κτείνειν ήθελεν. ο δέ αιτησάμενος εαυτόν ανελείν θυσίαν επιτελών αδεώς το του ταύρου αίμα σπασάμενος απέθανεν".

   Ότι δε τοιαύτην γνώμην είχον και οι αρχαίοι περί του πράγματος, δηλούται δια των λέξεων του σχολιαστού του Νικάνδρου (εις στίχον 312): "τινές αποκαρτερούντες πίνουσιν αυτό και τελευτώσι».

 

   Αλλ' είναι το ταύρειον αίμα δηλητηριώδες, ώστε να δυνηθή τις ν' αυτοκτονήση πίνων αυτό;  Ότι οι αρχαίοι είχον όντως την γνώμην ταύτην, διδάσκουσιν ημάς ήδη αι παραδόσεις άς απηριθμήσαμεν ανωτέρω. Προσέρχονται δε εις ταύτας και αι μαρτυρίαι των αρχαίων ιατρών, αίτινες ανά­γονται μέχρι των μέσων της Δ' π.Χ. εκατονταετηρίδος.

    Ο πρώτος περιγράψας τα συμπτώματα της τοιαύτης δηλητηριάσεως είναι κατά τον σχολιαστήν του Νικάνδρου (εις Αλεξιφαρμάκοις στ. 312) ο Πραξαγόρας, ο διάσημος Κώος ιατρός: «το ταύρειον αίμα φησί Πραξαγόρας πινόμενον πήγνυσθαι εν τω στήθει και θρομβούσθαι, έπειτα συνεχόμενον τών πνοών (ίσως διορθωτέον «συνεχομένων" των πνοών τ.ε. εμφρασσομένων των αναπνευστικών οδών) θνήσκειν ποιεί».

    Οι μεταγενέστεροι ουδέν κύριον σύμπτωμα προσέθηκαν εις την περιγραφήν ταύτην της δράσεως του αίματος, πάντες δε νομίζουσιν ότι η δηλητηρίασις οφείλεται εις την ταχείαν πήξιν και απόφραξιν των άναπνευστικών οδών, εις πνιγμόν δηλονότι.

    Φαίνεται δ' ότι και ο Αριστοτέλης απέβλεπεν εις την τοιαύτην δηλητηρίασιν γράφων (Περί τα ζώα ίστ. Γ , 19) : «τάχιστα δε πήγνυται το του ταύρου αίμα πάντων».

   Μόνον παρά Πλινίω (28, 9, 41) λέγεται ρητώς ότι το «πρόσφατον» (recens) ταύρειον αίμα είναι δηλητηριώδες, αλλά την γνώμην ταύτην είχον κατά πάσαν πιθανότητα και οι προγενέστεροι ιατροί και φυσιοδίφαι, διότι λέγουσιν ότι η πήξις γίνεται εντός του σώματος, επειδή δ' επέρχεται αύτη τάχιστα, και η πόσις πρέπει να υποτεθή γινομένη αμέσως μετά την σφαγήν του ζώου.

 

    Επιστημονικώς εξάγεται το γενικώτερον συμπέρασμα ότι ουδεμία εν γένει ουσία δηλητηριώδης είναι δυνατόν να εκρύπτετο υπό το όνομα του ταυρείου αίματος. Πρέπει λοιπόν να ζητηθή η λύσις δι' άλλης οδού.

    Ο Παυσανίας (Ζ', 25, 30) διηγείται ότι εν ταις αχαϊκαίς Αιγαίς η ιέρεια της Γής εδοκιμάζετο δια ταυρείου αίματος. ορκιζομένη ότι ήτο παρθένος ή μόνον ενί ανδρί συνέζησεν έπινε το αίμα, και αν μεν αλήθευε, τούτο δεν έβλαπτεν αυτήν, ει δ' άλλως αμέσως απέθνησκεν.

   Η δοκιμασία αύτη είναι είδος «θεοδικίας». επικαλείται δηλαδή ο δοκιμαζόμενος την κρίσιν των θεών, ίνα δηλωθή δια θείας ενεργείας η αλήθεια και το δίκαιον.

   Στηριζόμενος επι της ειδήσεως ταύτης του Παυσανίου περί χρήσεως του ταυρείου αίματος κατά πάσαν πιθανότητα παλαιότατης, είχομεν άλλοτε υποπτευθή ότι και εις τας παραδεδομένας δηλητηριάσεις δια του αίματος τούτου πρόκειται περί "θεοδικίας".

     Βλέπομεν δε νυν ότι και ο προώρως δια την επιστήμην αποθανών F. Dummler εν προγράμματι του εν Βασιλεία πανεπιστημίου επιγραφομένω "Delphica" (1894) εξετάσας το προκείμενον ζήτημα εις το αυτό συμπέρασμα κατέληξεν.

    Ο αρχαιολόγος ούτος ορθότατα τον όρκον εν τη αρχική σημασία αυτού εκλαμβάνει ως θεοδικίαν, τα δε διάφορα υγρά ών εν ταις ορκωμοσίαις εγίνετο χρήσις, ως σύμβολα της καταστροφής, ήτις επίκειται τη επιορκία. Η έκχυσις (σπονδή) του οίνου (Ιλ. Γ', 103 κε.) η του αίματος σημαίνει δια τον ομνύοντα ότι θέλει να εκχυθή ούτω και το αίμα αυτού άν επιορκή.

    Τοιαύτην σημασίαν έχει κατά τον Dummler και η σφαγή ταύρου εν τη ιστορία του βασιλέως της Σπάρτης Δημαράτου, ήν διηγείται ο Ηρόδοτος (S, 67).

    Ο Δημάρατος θέλων να μάθη ασφαλώς αν είναι γνήσιος υιός του πατρός αυτού, θύει τω Διί Ερκείω ταύρον, βαλών δε τα σπλάγχνα τούτου εις τας χείρας της μητρός αυτού απαιτεί παρά ταύτης να βεβαιώση ενόρκως την αλήθειαν. Ενταύθα η απλή επίψαυσις του θύματος αντικατέστησε την πρότερον συνήθη πόσιν του αίματος.

    Επειδή δ' εις τοιαύτας ορκωμοσίας, συμπεραίνει ο Dummler, συνήθως εθύοντο ταύροι, ανεπτύχθη είτα η ιδέα ότι αυτό το κατ' αρχάς συμβολικήν μόνον σημασίαν έχον αίμα του ταύρου είναι δηλητηριώδες. Οι θεοί ετιμώρουν τους επιόρκους, τους επί σκοπώ απάτης πίνοντας ή εκχέοντας το αίμα και καταρωμένους ούτως εαυτών. εκείνο δε όπερ εχρησίμευε μόνον ως σύμβολον ίνα υποδείξη την επικειμένην καταστροφήν, ολίγον κατ' ολίγον εθεωρείτο ως έχον εν εαυτώ την καταστρεπτικήν δύναμιν.

   Όσον πειστική και αν φαίνηται εκ πρώτης όψεως η ερμηνεία αύτη, εξεταζομένη μετά προσοχής απόλλυσι πολλά της πειστικότητος. Διότι μία προϋπόθεσις σπουδαία, εφ' ής κυρίως στηρίζεται, είναι εσφαλμένη:  εις τας ορκωμοσίας δεν εθύοντο συνήθως ταύροι, αλλά και κάπροι και κριοί κ.α. (πρβ. Stengel, Gr. Kultusaltert.- σ. 121 κε.). Διατί λοιπόν ακριβώς το αίμα του ταύρου και μόνον τούτο, ουχί δε το του κάπρου ή άλλων θυομένων ζώων, προσέλαβεν εν ταις παραστάσεσι του λαού την ιδιότητα του δηλητηρίου; Όθεν νομίζομεν πιθανώτερον ότι πρώτη αρχή της προλήψεως είναι γενικώτεραι πχραστάσεις, αίτινες και εν άλλαις εκδηλώσεσι του θρησκευτικού των Ελλήνων βίου υποφώσκουσι. Δεν αρνούμεθα όμως παντάπασιν ότι εις την γέννησιν της προλήψεως συνετέλεσαν και τα των όρκων ή θεοδικιών. Ιδού πώς ηδύνατο να υπάρχη σχέσις μεταξύ αυτών.

     Ο ομνύων επεκαλείτο καθ' εαυτού την φοβερωτάτην καταστροφήν αν ήθελεν επίορκήσει. Την καταστροφήν ταύτην, ως τιμωρίαν της ψευδορκίας, ενόμιζον οι Ελληνες ότι εξετέλουν οι θεοί του Άδου και κατ' εξοχήν αι Ερινύες, «αι θ' υπό γαίαν ανθρώπους τίονται, ότις κ' επίορκον ομόσση» (Ιλ. Τ', 259-260).

    Η τοιαύτη ιδέα υπόκειται και τω όρκω των θεών, διότι η Στύξ εις ήν ομνύουσι παρ' Ομήρω, είναι ποταμός του Άδου.  Εν γένει δε δυνάμεθα να είπωμεν ότι ουδέν εμποιεί τω Έλληνι μείζονα φόβον ή ο Άδης.

   Εάν νυν ζητήσωμεν, οποίον των εν ταις έλληνικαίς χώραις διαιτωμένων ζώων ηδύνατο κάλλιστα ένεκα του φόβου όν εμπνέει να χρησιμεύση ως προσωποποίησις του Άδου, ουδέν άλλο κατά την ημετέραν γνώμην θα εύρωμεν προς τούτο καταλληλότερον του ταύρου, τ.ε. του ζώντος εν ελευθερία, ως και σήμερον έτι εις τινα μέρη της Θεσσαλίας και Ακαρνανίας. Το φοβερόν του ζώου τούτου, όταν εξωργισμένον ετοιμάζεται να ορμήση κατά του εχθρού, φλόγας ούτως ειπείν εκπέμπον εκ των μεγάλων αιματηρών οφθαλμών, κλίνον προς τα κάτω την τεραστίαν κεφαλήν μετά των τρομερών κεράτων, κρούον το έδαφος δια των ποδών και μαστιγούν δια της ουράς τα πλευρά, ουδείς δύναται ν' αρνηθή όστις ποτέ ευρέθη ενώπιον αυτού.

    Και πράγματι ο ταύρος αντιπροσωπεύει τον Άδην παρά τοις Ορφικοίς ο Διόνυσος-Άδης τούτων, ο άναξ των ψυχών και του κάτω κόσμου, εν τοις μυστηρίοις αυτών παριστάνετο υπό μορφήν ταύρου. Το τοιούτον δεν δύναται να είναι απλή σύμπτωσις, αλλ' οφείλεται κατά πάσαν πιθανότητα εις τον φόβον όν εμποιούσιν αμφότεροι, ο τε Άδης και ο ταύρος.

    Φαίνεται δε ότι και η δοκιμασία της ιέρειας της Γής παρά Παυσανία επιρρωνύει την γνώμην ταύτην, διότι η Γή είναι επίσης θεά του κάτω κόσμου. Αν εγινώσκομεν ασφαλώς ότι τα διδάγματα των Ορφικών είναι πανάρχαια ελληνικά, ως θέλουσι νεώτεροί τινες αρχαιολόγοι, δεν θα ήτο ίσως πολύ τολμηρόν να είπωμεν απλώς ότι αι παρα­στάσεις αύται του Άδου ως ταύρου παρά τοις Ορφικοίς εγέννησαν την περί του ταυρείου αίματος πρόληψιν: "ο το αίμα πίνων παραδίδει εαυτόν τω Άδη».

 

 

.

                                                                                           

/ - πηγή: περ. «Αρμονία»

Εν Αθήναις, Ιανουάριος 1900, τεύχος 1ον,

 «Το ταύρειον αίμα», υπό Γουλιέλμου Μπαρτ (σ. 6-18).

[Εδώ επιλεγέντα τμήματα του άρθρου]    










            Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com