Θεόδωρος Κυπραίος
« Ο Δήμιος »
διήγημα
1909
« Ο Δήμιος »
Την φοράν αυτήν ο Δήμιος κατήλθε του ικριώματος πλέον σκυθρωπός. Την
ημέραν εκείνην δεν έκοπτε η μάχαιρα της λαιμητόμου του. Εκοπίασε, ηγανάκτησε δια
να φέρη εις πέρας το έργον του. Έσυρε, έσυρε επανειλημμένως την λωρίδα, και δεν
κατήρχετο!...
Με την λιπόθυμον ζωήν, τα παράτονα νεύρα, τους δειλούς παλμούς, ματαίως ανέμενε
ο άθλιος εκείνος κατάδικος, ματαίως ησθάνετο μέχρι του τραχήλου του τον βαρύν εκείνον
πέλεκυν, χωρίς να του αποκόπτη το νήμα της ζωής του και τον απαλλάξη από την
καταδίκην. Αι στιγμαί, φρικταί παρήρχοντο και η απομένουσα ζωή επνίγετο εις την
θανάσιμον ανυπομονησία του, εις την άβυσσον της τελευταίας απελπισίας του.
Οι κρυφοί και μαύροι στοχασμοί απενεκρώνοντο εις το σκότος της
απελπιστικής προσδοκίας του. Οι δε βίαιοι παλμοί μετά ταχύτητος διεβίβαζον εις
την καρδίαν το αίμα!
Επνίγετο ο δείλαιος, ελιποθύμει, απέθνησκε πολλές φορές, χωρίς να φθάνη
το τέλος!
Την ημέραν λοιπόν εκείνην ο δήμιος συνοδευόμενος υπό φρουρών μεταξύ των οποίων
ήμην και εγώ εκπληρών της πατρίδος καθήκον, επέστρεφε εις την ειρκτήν του πολύ
σκυθρωπός!
Εις τον άθλιον αυτόν, αφήκε άσβεστον εντύπωσιν η επιμονή του εργαλείου
του, ποτέ του — ως έλεγε — δεν ενθυμείτο επί είκοσι τώρα έτη να δυσκολευθή εις
το έργον του.
Και όπως όλοι οι επαγγελματίαι εις δυσχερείς περιστάσεις, ένα οιωνόν
προβλέπουν και ένα εμπόδιον, μεμψιμοιρούντες, ούτω και ο Δήμιος την ημέραν εκείνην
υπέρποτε σκεπτικός πορευόμενος, προέβλεπε ως κάποιον οιωνόν κακόν το περιστατικόν
εκείνο.
Και ο κακός εκείνος οιωνός τώ έδιδε σκέψεις πενθίμους, απελπιστικάς.
απογοητευμένος εκ του έργου του, της πορείας του, τα έβλεπεν όλα μαύρα και
αιμοσταγή.
Δίψα φόνου οργώσα εντός της ψυχής τον έκαμνε έξαλλον, αλλά και δίψα
μετανοίας και εξιλασμού τον κατεσίγαζεν! Πόθος σκληρός εξοντώσεως του ομοίου
του, αλλά και πόθος φρικτός της απελευθερώσεως από της αισχράς εκείνης
καταδίκης του!
Η αντίστασις εκείνη της μηχανής του, ήτο αυτή η αντίστασις της συνειδήσεώς
του, του απομένοντος ιερού εν όλη τή ηθική αποσυνθέσει. Ήτο η προσταγή αυτής της
ψυχής επί της φονικής χειρός του τέρατος εκείνου! Ως να τώ έλεγε:
« Στάσου, πλέον άθλιε!»
« Κράτησε τα ανόσια χέρια σου, και αντιστάσου και εις αυτόν τον Νόμον!
«Αντιστάσου εις εκείνους που ζητούν να αποπλύνουν το έγκλημα δια του εγκλήματος,
τον φόνον δια του φόνου!»
« Στάσου! πεπωρωμένη ψυχή και αναμέτρησε το σπιθαμιαίον σώμα σου προς το
σώμα του σπαράσσοντος υπό την μάχαιράν σου!»
« Στάσου! πλέον και στρέψε την αιμοσταγή αυτήν λεπίδα εις τας σάρκας σου
και κόψε δια μιάς το νήμα της αθλίας ζωής σου.»
« Ο Ηθικός νόμος προστάζει και συντρίβει τον Κοινωνικόν! Η φυσική της
Ζωής ακεραιότης αντιτάσσεται, βογγά, και πλήττει εκείνους που θέλουν να την
παραβιάσουν.»
« Κράτησε το αιμοσταγές μαχαίρι σου, θα σε πνίξη η διαμαρτυρία και η
φρίκη της ζωής».
Τέσσαρες τοίχοι, δύο και πλέον μέτρων, μελανοί εκ της υγρασίας,
γρανιτώδεις και πεπαλαιωμένοι, με δύο παράθυρα σιδηρόφρακτα απετέλουν την
ειρκτήν του!
Τριγύρω ταύτης θάλασσα εκτενής περιβρέχουσα ένα επίπεδον βράχον, μίαν
νησίδα εφ’ ής ήτο εκτισμένη η κατοικία εκείνη των κατ’ εποχάς δημίων.
Η θέα της μοναχικής εκείνης ειρκτής ήτο ασφυκτική, η απομεμακρυσμένη εκείνη
φονική τρώγλη ουδέν είχε θέλγητρον, αχαρακτήριστοι σκιαί απομεμακρυσμένων
χερσοννήσων εξ ανατολών και μερικοί απότομοι βράχοι προς την πόλιν εις μιλίου απόστασιν,
ήσαν το πλαίσιον της νησίδος.
Εκεί η αθλία του δημίου ύπαρξις εφρουρείτο μετά της μαχαίρας και του ικριώματος
με το οποίον ο Νόμος εσπάρασσε τας σάρκας του εγκληματίου.
Ήτο πρωΐα και ο ήλιος ζωογόνος, έρριπτε τας ακτίνας του και εις την
ειρκτήν εκείνην. Το κύμα επίσης χαρωπόν εθραύετο εις τους βράχους και επότιζε τα
θεμέλια του κτιρίου! Ένας ρόχθος μόνον καταχθόνιος ηκούετο εις τα έγκατα της
περιβρεχούσης θαλάσσης και αφύπνιζε τον Δήμιον.
Δεν είχεν ακόμη συνέλθη από την τελευταίαν εκείνην εντύπωσιν και περιπατών
βραδέως εις το κάθυγρον δάπεδον του θαλάμου εκείνου, εσυλλογίζετο την προ
ολίγων ωρών θανατικήν εκτέλεσιν, κατά την οποίαν η μάχαιρα δεν έκοπτε και εφάνη
δειλός εις τα βλέμματα τόσου αγωνιώντος κόσμου, και όσω εσκέπτετο τόσω και απηλπίζετο,
τόσω εφαίνετο αποστρεφόμενος την ζωήν του.
Εκ των κιγκλίδων η μορφή του εφαίνετο τρομακτική, απορροφημένη λυπόψυχος
ως ο θάνοτος! Επ’ αυτής ως εις βιβλίον εζωγραφείτο ολόκληρος η εγκληματική ζωή
του, καθαρά καθαρά διεκρίνετο όλον εκείνο το ηθικόν ναυάγιον από το οποίον εγκατελείφθη
υπό το ικρίωμα είς άθλιος φονεύς!
Και αι ακανόνιστοι εκείναι ρυτίδες του μετώπου διεσταυρούντο απαίσιοι αποτελούσαι
εν ριπίδιον μαύρων αναμνήσεων, ριπίδιον το οποίον ανοιγόμενον θα εφανέρωνε όλα
τα ανθρώπινα αίσχη εζωγραφημένα, όλην την κακίαν ενεδρεύουσαν, το μίσος όλον
αυτής παλαίον, προς την αρετήν, προς την αθωότητα.
Πλήν την στιγμήν εκείνην ακούω ένα ψίθυρον εσωτερικώς, ήμην φρουρός του
Δημίου, καταβιβάζω το όπλον εκ του ώμου μου, πλησιάζω αφανής προς το παράθυρον
και ακούω: εμονολόγει ο Δήμιος.
« Αυτό ήτο το τρομερώτερο, το πλέον άσχημο σημάδι δια την άτιμη ζωή
μου!... Πόσες φορές το αναθεματισμένο να το σκοτώσω, κ’ εκείνο ν’ αρνηθή την υπηρεσία του, ν’ αντισταθή στη
θέλησί μου, λές, ήτο πεισματωμένο! Λες, πως διψούσε εδίκησι, θαρρείς πως εσεβάσθη
το θύμα μου, σαν αυτεξούσιο δεν υπήκουε, επέμενε, αντιστέκετο, ίσως καμιά ημέρα
για να εφαρμόση σε μένα την ισχύν του ! ... Το
σατανικό εκείνο λουρί σαν να με τραβούσε, σαν να με έσπρωχνε, και ένα
δυο φορές, Σατανά ! . . . μου ήλθε να σύρω τον κατάδικο και να πέσω εγώ από
κάτω!
Αθλία ζωή! Φρικτή και απελπισμένη που με σύρεις έτσι αιματοβαμμένο και
άθλιο εις το μεγάλο βάραθρο της κοινωνίας.
Αθλία ζωή που μου μάρανες και το τελευταίο της καρδιάς μου λουλούδι, που
μου ξέσχισες μέσα βαθειά στη ψυχή μου τα τιμαλφέστερα απ’ τη νεότητά μου
κειμήλια.
Ζωή πεπωρωμένη σκοτεινιασμένη και άχαρη που με σύρεις έτσι δέσμιο από την
Κοινωνία, μακρυά από κάθε εσωτερική φωνή, εις τα πλέον έρημα και φρικτά άντρα
του εγκλήματος, εις τα πλέον μυστικά και βαθειά σπήλαια του φόνου, που
αντίλαλοι γοεροί μητέρων και παιδιών κυριεύουν τα πέριξ και νεόνυμφοι και
μελλόνυμφοι κόραι θρηνούν σπαρακτικά τη θλιβερή τύχη των.
Ποιά ψυχή ελεήμονα και φιλάνθρωπον να προσκαλέσω εδώ σ’ αυτή την άνομη
και μολυσμένη γωνία και μπροστά της να γονατίσω και εκεί πικρά και φρικτά να
δακρύσω!..
Ποιά θυσία του εαυτού μου είνε αρκετή με αίμα, δάκρυ και φωτιά να κάμω
για να ξεπλύνω! ..........
ώ ! ποτέ!.........
Όλο το αίμα μου δεν φθάνει και η ζωή μου όλη. Δεν πρέπει πειά να ζω!.»
Είχα αναλάβει το όπλον μου και με ανήσυχον κάπως σκέψιν επανελάμβανον
εις τον νουν μου τον σπαρακτικόν εκείνο μονόλογον του Δημίου ότε ακούω δεύτερον
εντός της ειρκτής θόρυβον, ως μίαν προσπάθειαν δια να ανέβη τις εσωτερικώς τον
τοίχον, ως ένα τιναγμόν ζώου!...
Με προφανή ανησυχίαν και ένα τρόμον συγχρόνως πλησιάζω αμέσως εις το
παράθυρον και θέτω ένα λίθον δια να φθάσω να είδω εντός!
Ένας ρόγχος απαίσιος και μία κεφαλή αιωρουμένη δι’ ενός λωρίου από τας
κιγκλίδας με αποσπά! παρατηρώ με όλην την δύναμίν μου. Ήτο ο Δήμιος απηγχονισμένος!
Αλεξάνδρεια Θ. ΚΥΠΡΑΙΟΣ
<
Το διήγημα του Θ. Κυπραίου «Ο Δήμιος» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ζωή»,
Αλεξάνδρεια, Έτος Ε’, τεύχος 51-52, Δεκέμβριος
1908-Ιανουάριος 1909, (σ. 115-116). >
Λόγος Έμφρων