Γιάννης Βλαχογιάννης
Η Φαντασμένη
Μου πήραν τα διαμάντια μου.
Έχασα της ομορφιάς μου το καμάρι πειά.
Την προίκα που μου σύναξαν
γαμπροί που μ’ ονειρεύτηκαν. Και δεν αξιώθηκαν νε με στολίσουν νιόνυφη.
Κ’ ήρθαν άλλοι τώρα, άρπαγοι
μιαροί, άκαρδοι μεθοκόποι, ν’ μ’ απολάψουν. Εμένα και τους θησαυρούς μου τους
μονάκριβους. Αυτοί, που δέ μ’ αγροίκησαν σαν κάτι που το λέν ελπίδα, μέσ’ τα
στήθια τους. Δεν ήξεραν μήτε την ύπαρξή μου, πριν βάλουν άδικο χέρι στα
στολίδια μου. Όνειρο εγώ, δέ διάβηκα στον ύπνο τους, τον καπνερό και τον
πνιγμένον.
Σαν κληρονόμοι απ’ άγραφους νόμους γνωρισμένοι, ζήτησαν τ’ αντρομοίρι
μου, που τους χρωστούσα τάχα. Εγώ η παρθένα η άγγιχτη. Και μ’ αυτή την πρόφαση
άρπαξαν, οι αδικητές, κάθε μου δίκιο, κάθε καύκημα καί δόξα.
Έτσι μου πήραν τη δροσιά κι’ από τα χείλη κι’ από τα βυζιά μου. Της
παρθενιάς μου το στεφάνι το διαμαντικό δικό τους τόκαμαν. Και με παράτησαν
φτωχούλα κι’ άσκημη. Μοιρολογήτρα καταφρονεμένη.
Και δεν τους έφτασαν τα λάφυρα,
που σώριασαν με ξένοιαστη καρδιά, σα να τ’ απόχτησαν σε πόλεμο. Θέλησαν να
πανηγυρίσουν και τη συφορά μου. Και ν’ αφίσουν πίσω τους το περιγέλοιο και την
καταφρόνεση, γραμμένα σε άσημα χαρίσματα.
Γυμνή όπως ήμουν και κλαμένη, στόλισα το πένθος μου και τη ντροπή μου με
διαμάντια ψεύτικα.
Κάθε διαμάντι, ατίμητο, που είχα στα στήθια, στην ποδιά, στα χέρια και στα πόδια, τ’ άλλαξαν με
ψεύτικο διαμάντι τόσο λαμπερό, που να ντροπιάζη τη λάμψη τ’ αληθινού. Έτσι με
φόρτωσαν με ψεύτικη νυφοστολής πλημμύρα από βραχιόλια, σκουλαρίκια, ζώνες και
ποδογύρια αστραφτερά. Και μ’ έκαμαν σα γυφτοπούλα δύστυχη, που φέρνει για στολή
τους κόσμους των παραμυθιών ζωντανεμένους με τη φαντασία της. Έτσι πήραν την
εκδίκησή τους τή στερνή. Εκδίκηση για το κακό που μούκαμαν.
Γραφτό τους ήταν όμως να μή χαρούνε τη χαρά τους. Ηύρα εγώ παρηγοριά στην
καινούρια, τη φανταχτερή μου φορεσιά. Οι ομορφιές μου οι ξεγελάστρες, οι ξένοι
στολισμοί μου κ’ οι πεντάφτηνοι, τα πετράδια τα γυαλιστερά, μου έγιναν τόσο
αγαπημένα, σαν τα περασμένα μου τ’ αληθινά. Ίσως και πειό πολύ ακόμα.
Τώρα, ολημέρα ολονυχτίς, κάθομαι και καμαρώνω, με μάτια που λησμόνησαν το
δάκρυ πειά, και χαίρομαι τ’ αζήλευτα προικιά μου. Κανένας πειά κακόματος δέ θα
μου τα βασκάνη! Άνθρωπος φτονερός δέ θ’ αγροικήση την κακία του μπροστά στους
θησαυρούς μου. Όλοι θα περνούν και δέ θα με προσέχουν, στης χαράς μου το
μεθύσι. Τρελλή θα με νομίζουν, οι άγνωμοι.
Τώρα, αγαπώ τα ψεύτικα διαμάντια, τα στολίδια μου τα νυφικά, που σ’ όλους
είν’ ένα περίπαιγμα. Κανένας δέ θα μου τα πάρη πειά! Κι’ αν όλοι ξέρουν πως το
ψέμα μας χαρίζει της αλήθειας την παρηγοριά, ποιός θα μπορούσε σαν εμένα να
χαρίση την όψη την ξάστερη του αληθινού σ’ ό,τι φανταστικό και σ’ ό,τι πλάνο;
/- πηγή: περ. «Νέα Ζωή», Αλεξάνδρεια, Έτος Δ’,
Τεύχος 45, Μάϊος 1908,
(σ. 847-848).
Λόγος Έμφρων