Γιάννης Γρυπάρης - Η Ζουχραέ - Σαλώμη - Απάμη η Βαρτάκου - 3 ποιήματα - Σκαραβαίοι και τερρακότες - 1919


 

1919: Γιάννης Γρυπάρης, «Η Ζουχραέ», (ποίημα) 

Από τη συλλογή «Σκαραβαίοι και τερρακότες» (1919).

 

                             Η Ζουχραέ

 

Αλλοί στην κοσμολόγητη τη Ζουχραέ Τσιγγάνα

Εγώ ’μαι εγώ; Που μιά βραδιά μες τ’ άγιο μοναστήρι

Με  λιβανίζαν με χρυσό παπάδες θυμιατήρι

Μπρος στην εικόνα του Χριστού, μπρος στου Χριστού τη μάνα.

 

Κλειστήτε μάτια μάργελα, σβυστήτε μάτια πλάνα,

Που στην υγεία σας έπινεν απ’ τ’ άγιο το ποτήρι

Ο γούμενος, και το χορό σηκώνουνταν  να  σύρη

Κι’ όταν ακόμα εσήμαινεν η αυγινή καμπάνα.

 

Τόρα.... με κράζουν τα μικρά γρηά καλαμοβίζω

Όταν στους δρόμους σαν σκυλί να βρω θροφή γυρίζω,

Γιατί τα χνότα μου βρωμούν σαν της ταφής το χώμα.

 

Τότες βαμμένα με κηνά τα ωραία μου δαχτύλια.

Τόρα, στο κρύο μελανά, κι’ από συνήθειο ακόμα,

Κρούσταλλα, ξύλα, τα χτυπώ σαν καρυδένια ζίλλια!

 

 

 

1919: Γιάννης Γρυπάρης, «Σαλώμη», (ποίημα)

Από τη συλλογή «Σκαραβαίοι και τερρακότες» (1919)

 

                                 ΣΑΛΩΜΗ

 

Σε ασφάλτου στρώματα η Μακώρ και πίσσας υψωμένη,

Στη Νεκρή θάλασσα βαθιά φεγγόβολη γιορτάζει.

Μεσ’ άγνοιαστοι χαροκοπούν του Αντίπα οι καλεσμένοι

Κι’ όξω, γιολοπερίγιαλα, χορός δαιμόνων  βράζει.

 

Πλούσιου φαλέρνου ο καπνός τες κεφαλές βαραίνει

Των συμποτών. Μά ξύπνιο αυτί η Ηρωδιάς πλαγιάζει

Στου χαρεμιού το πάτωμα, κι’ απόγεια ν’ ανεβαίνη

Του Γιοχανάν την κάταρα γρικά, που τη φρενιάζει.

 

Κι’ όπως νεροκαμένη οχιά, μεσημερνή, τη γλώσσα,

Έτσι, μ’ όσα τα κάλλη της μ’ άλλα στολίδια τόσα

Μέσ’ στο συμπόσιο πετά τη θραψερή Σαλώμη.

 

Ρίγ’ ηδονής ταράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει

Με το χορό. Μά τρίσβαθα στη φυλακή του - ώ τρόμοι!

Σε χάρου μήνυμα ο Ναζίρ την κεφαλή του γέρνει.

 

 

 

 

1919: Γιάννης Γρυπάρης, «Απάμη η Βαρτάκου», (ποίημα)

Από τη συλλογή «Σκαραβαίοι και τερρακότες» (1919)

 

 

                    ΑΠΑΜΗ Η ΒΑΡΤΑΚΟΥ

 

Πλάϊ στο Δαρείο κάθεται η μάργελη η Απάμη,

Κι’ ενώ του λύνει η ηδονή τα γέρικά του γόνα,

Τόνε χτυπάει στο μάγουλο με ρόδινη παλάμη

και τάλλο χέρι απ’ την κορφή του παίρνει την κορώνα.

 

Μέρα γι’ αυτόν καλοκερνή μέσ’ σε βαρύ χειμώνα.

Ό,τι τον κάμη γίνεται και θέλει ό,τι του κάμη

Τόνε πεθαίνει ενώ τον ζή, παραμυθιού γοργόνα

Που απ’ το γαίμα της καρδιάς στερνό βυζαίνει δράμι.

 

Και σμίγει η τρίχα των μαλλιών η φλουροκαπνισμένη

Μ’ άσπρα μαλλιά. τη μέση της, τη χαμηλοζωσμένη

Γέρου τη σφίγγει αγκαλιά κι’ ατίμητο ζουνάρι.

 

Τόρα στα μάτια τον θωρεί βαθιά, σαν να ρουφάει

Με τρελλό πόθο ποιητού τ’ ανέγγιχτο φεγγάρι !

Βλέπει στου γέρου τη μορφή - το γυιό του π’αγαπάει.
















     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com