SPARTA, BERTRAND RUSSELL - Περί Λακεδαίμονος - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 

Περί Λακεδαίμονος Bertrand Russell

 

   Ο Bertrand Russell στο ογκώδες σύγγραμμά του «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» στο Βιβλίο 1 με τίτλο «Αρχαία Φιλοσοφία», λίγο μετά την έναρξη του δεύτερου μέρους, αμέσως μετά την παρουσίαση του Σωκράτη στο κεφάλαιο XI περνά στο επόμενο κεφάλαιο, δηλαδή στο κεφάλαιο ΧΙΙ, στην εξέταση της Σπάρτης. Αυτή την ιστορική παρουσίαση της συγκεκριμένης πόλης-κράτους την επιλέγει διότι θεωρεί πως μόνον με την παρουσίαση της Λακεδαίμονος μπορεί να γίνει κατανοητή η νοητική σύλληψη του Πλάτωνος για το έργο του «Πολιτεία».

   Από το συγκεκριμένο, λοιπόν, κεφάλαιο XII παρουσιάζονται εδώ κατ΄ αντιγραφήν, επιλεκτικώς, μερικά τμήματά του.

 

κεφάλαιο ΧΙΙ - The Influence of Sparta 

   Στις ιστορικές περιόδους όλη η γη (στην επικράτεια της Λακεδαίμονος) ανήκε στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι όμως απαγορευόταν εκ του νόμου και του εθίμου να την καλλιεργούν οι ίδιοι, τόσον επειδή θεωρείτο ότι μία τέτοια εργασία ήταν υποβιβαστική, και φυσικά επειδή αυτοί έπρεπε να είναι πάντοτε ελεύθεροι για στρατιωτική υπηρεσία.

  Οι «είλωτες» δεν αγοράζονταν και πωλούνταν, αλλά παρέμειναν προσκολλημένοι στη γη, η οποία χωρίστηκε σε  «κλήρους» για κάθε ενήλικο άρρενα Σπαρτιάτη. Αυτοί οι κλήροι, όπως ακριβώς και οι είλωτες, δεν μπορούσαν να αγοραστούν ή να πωληθούν και μπορούσαν μόνο να μεταβιβαστούν, από το νόμο, από πατέρα σε γιο. (Θα μπορούσαν, ωστόσο, να κληροδοτηθούν).

  Ο γαιοκτήμονας («ομοίος») ελάμβανε από τους είλωτας που καλλιεργούσαν τον κλήρο του το πολύ εβδομήντα μεδίμνους σιτηρών για τον εαυτό του, δώδεκα για τη σύζυγό του, και επίσης μερίδιο σε φρούτα και κρασί ετησίως. Ο,τιδήποτε πέρα ​​από αυτό το ποσό ήταν ιδιοκτησία του είλωτα.

   Οι είλωτες ήταν Έλληνες, όπως οι Σπαρτιάτες, και ήταν δυσαρεστημένοι πικρά από την κατάσταση υποτέλειάς τους. Οι είλωτες όταν μπορούσαν, επαναστατούσαν («Μεσσηνιακοί πόλεμοι»).

   Οι Σπαρτιάτες είχαν ένα σώμα μυστικής αστυνομίας για να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο, αλλά για να συμπληρώσουν αυτήν την προφύλαξη είχαν και άλλη: μία φορά το χρόνο, κήρυτταν πόλεμο εναντίον των ειλώτων, έτσι ώστε οι νεαροί τους να μπορούν να σκοτώνουν οποιονδήποτε είλωτα τους φαινόταν ανυπότακτος χωρίς να υποστούν τη νομική κατηγορία της ανθρωποκτονίας.

   Οι είλωτες θα μπορούσαν να χειραφετηθούν από το κράτος, αλλά όχι από τους κυρίους τους. Οι είλωτες χειραφετούνταν (απελευθερώνονταν), μάλλον σπάνια, ουσιαστικά για εξαιρετική γενναιότητα στη μάχη.

     Το μοναδικό έργο ενός Σπαρτιάτη πολίτη ήταν ο πόλεμος, στον οποίο εκπαιδευόταν από τη γέννηση. Τα άρρωστα παιδιά εκθέτονταν μετά από επιθεώρηση από τους αρχηγούς της φυλής. Μόνον εκείνα που κρίνονταν υγιή επιτρεπόταν να ανατραφούν.

    Μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών, όλα τα αγόρια εκπαιδεύοντανν σε ένα μεγάλο σχολείο. Ο σκοπός της εκπαίδευσης ήταν να τους κάνει ανθεκτικούς, αδιάφορους για τον πόνο και να υποτάσσονται στην πειθαρχία. Δεν υπήρχε καμία αίσθηση για την πολιτιστική ή επιστημονική εκπαίδευση. Ο μοναδικός στόχος ήταν να παράγουν καλούς στρατιώτες, αφιερωμένους εξ ολοκλήρου στο κράτος.

   Στην ηλικία των είκοσι, εκκινούσε η πραγματική στρατιωτική θητεία. Ο γάμος επιτρεπόταν σε οποιονδήποτε άνω των είκοσι ετών, αλλά μέχρι την ηλικία των τριάντα, ένας άντρας έπρεπε να ζει στο «πατρικό σπίτι» του και έπρεπε να διαχειριστεί τον γάμο του σαν να ήταν παράνομη και μυστική υπόθεση. Μετά από τα τριάντα, ήταν πλήρης πολίτης.

   Κάθε πολίτης ανήκε σε φατρία και γευμάτιζε με τα άλλα μέλη. Έπρεπε να κάνει μια συνεισφορά σε είδος από τα προϊόντα του κλήρου του. Ήταν η θεωρία του Σπαρτιατικού Κράτους ότι κανένας Σπαρτιάτης δεν πρέπει να είναι άπορος και κανένας δεν πρέπει να είναι πλούσιος. Ο καθένας αναμενόταν να ζήσει με τα προϊόντα του κλήρου του, τον οποίο δεν μπορούσε να αποχωριστεί παρά μόνο με δωρεάν δώρο. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να κατέχει χρυσό ή ασήμι, και τα νομίσματα ήταν κατασκευασμένα από σίδηρο. Η σπαρτιατική απλότητα είχε μείνει παροιμιώδης.

 

Η θέση των γυναικών στη Σπάρτη:

   Η θέση των γυναικών στη Σπάρτη ήταν ιδιότυπη. Οι γυναίκες στη Σπάρτη δεν ήταν απομονωμένες, όπως οι σεβαστές γυναίκες αλλού στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τα κορίτσια περνούσαν από την ίδια σωματική προπόνηση με τα αγόρια. Αυτό που είναι το πιο αξιοσημείωτο: τα αγόρια και τα κορίτσια έκαναν γυμναστική όλα μαζί, όλα εντελώς γυμνά.

   Οι άντρες που δεν νυμφεύονταν γίνονταν επικριτέοι  και διαπομπεύονταν από το νόμο και αναγκάζονταν, ακόμη και στον πιο κρύο καιρό, να περπατούν πάνω-κάτω γυμνοί έξω από το μέρος όπου οι νέοι έκαναν ασκήσεις και χορούς.

    Δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να επιδείξουν κανένα συναίσθημα μη κερδοφόρο για το κράτος. Οι γυναίκες θα μπορούσαν να επιδείξουν περιφρόνηση για έναν δειλό. Οι Σπαρτιάτισσες δεν έπρεπε να  δείχνουν θλίψη εάν το νεογέννητο παιδί τους καταδικάστηκε σε θάνατο ως αδύναμο, ή εάν οι γιοι τους σκοτώθηκαν στη μάχη.

     Μια άτεκνη παντρεμένη γυναίκα δεν θα έφερε αντίρρηση εάν το κράτος την διέτασσε να ανακαλύψει εάν κάποιοι άλλοι άνδρες θα ήταν πιο επιτυχημένοι από τον σύζυγό της στο να τεκνοποιήσουν μαζί της πολίτες.

   Η τεκνοποιία ενθαρρυνόταν από τη νομοθεσία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο πατέρας τριών γιων απαλλασσόταν από τη στρατιωτική θητεία,  και ο πατέρας τεσσάρων γιων από όλα τα βάρη του κράτους.

 

 Οι πέντε έφοροι :

  Εκτός από τους δύο βασιλείς, το Συμβούλιο των γερόντων (Γερουσία), και τη Συνέλευση (Απέλλα), υπήρχε και ένα τέταρτο τμήμα της κυβέρνησης, το οποίο ήταν ιδιότυπο και είχε ιδιαίτερη σημασία στη Σπάρτη. Αυτοί ήταν οι πέντε Έφοροι. Αυτοί επιλέγονταν από ολόκληρο το σώμα των πολιτών, με μια μέθοδο που ο Αριστοτέλης λέει ότι ήταν «πολύ παιδική», και για την οποία ο Bury λέει ότι κυριολεκτικά γινόταν μέσω κλήρωσης. Οι πέντε έφοροι ήταν ένα «δημοκρατικό» στοιχείο στο πολίτευμα της Σπάρτης. Προφανώς προοριζόταν να εξισορροπήσει τους βασιλείς. 

  Κάθε μήνα οι δύο βασιλείς ορκίζονταν ότι θα υποστηρίζουν το πολίτευμα και οι πέντε έφοροι κατόπιν ορκίζονταν να υπερασπιστούν τους βασιλείς, αρκεί οι βασιλείς να παραμείνουν πιστοί στον όρκο τους. Όταν ο ένας εκ των δύο βασιλέων εξεστράτευε, δύο έφοροι τον συνόδευαν για να ελέγχουν τη συμπεριφορά του. Οι έφοροι ήταν το ανώτατο πολιτικό δικαστήριο, ακόμη και πάνω στους βασιλείς είχαν ποινική δικαιοδοσία.

  Όπως λέει ο Bury:

« Σε έναν φιλόσοφο, όπως ο Πλάτωνας, που στοχάζεται σε σχέση με την πολιτική επιστήμη, το Σπαρτιατικό κράτος φαινόταν η πλησιέστερη προσέγγιση στο ιδανικό. "

 

    Ένας λόγος για τον θαυμασμό που έτρεφαν για τη Σπάρτη οι άλλοι Έλληνες ήταν η σταθερότητα. Όλες οι άλλες ελληνικές πόλεις είχαν επαναστάσεις, αλλά το σπαρτιατικό πολίτευμα παρέμεινε αμετάβλητο για αιώνες, εκτός από τη σταδιακή αύξηση των εξουσιών των εφόρων, η οποία συνέβη με νομικά μέσα, χωρίς βία.

 

  Η κριτική του Αριστοτέλη για τη Σπάρτη:

  Ο Αριστοτέλης, ο οποίος έζησε μετά την κατάρρευση της Σπάρτης, δίνει μια πολύ εχθρική περιγραφή του πολιτεύματος της Σπάρτης (Αριστοτέλης, Πολιτικά, τόμος II, 9 (1269b-1270α):

«Ο νομοθέτης ήθελε να κάνει ολόκληρο το κράτος ανθεκτικό, και έχει εκπληρώσει την πρόθεσή του στην περίπτωση των ανδρών, αλλά έχει παραμελήσει τις γυναίκες, που ζουν σε κάθε είδους ιδιοσυγκρασία και πολυτέλεια. Η συνέπεια είναι ότι σε ένα τέτοιο κράτος ο πλούτος εκτιμάται υπερβολικά, ειδικά εάν οι πολίτες πέφτουν υπό την κυριαρχία των συζύγων τους, σύμφωνα με τον τρόπο όλων των φιλοπόλεμων φυλών.

   Ακόμη και σε σχέση με το θάρρος, το οποίο δεν έχει καμία χρησιμότητα στην καθημερινή ζωή, και απαιτείται μόνο στον πόλεμο, η επιρροή των γυναικών των Λακεδαιμονίων υπήρξε σημαντική.

   Αυτή η ελευθερία στον τρόπο ζωής των Σπαρτιατισσών υπήρχε από τα παλαιά χρόνια και ήταν μόνο αυτό που θα περίμενε κανείς. Γιατί ακόμη και… όταν ο Λυκούργος, όπως λέει η παράδοση, ήθελε να φέρει τις γυναίκες στους νόμους του, εκείνες αντιστάθηκαν και έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια. 

   Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά) κατηγορεί τους Σπαρτιάτες για φιλαργυρία (avarice), την οποία αποδίδει στην άνιση κατανομή της περιουσίας. Αν και δεν μπορούν να πουληθούν οι κλήροι γης, λέει ο Αριστοτέλης, μπορούν να δοθούν ή να κληρονομηθούν. Τα δύο πέμπτα της γης, προσθέτει, ανήκει σε γυναίκες. Η συνέπεια είναι μια μεγάλη μείωση του αριθμού των πολιτών. Λέγεται ότι κάποτε υπήρχαν δέκα χιλιάδες πολίται (ομοίοι), αλλά τη στιγμή της ήττας από τη Θήβα (371 π.Χ. - η μάχη των Λεύκτρων) υπήρχαν λιγότεροι από χίλιοι.

  Ο Αριστοτέλης επικρίνει κάθε σημείο του σπαρτιατικού πολιτεύματος. Λέει ότι οι έφοροι είναι συχνά πολύ φτωχοί και επομένως είναι εύκολο να δωροδοκηθούν. Η δύναμή τους είναι τόσο μεγάλη που ακόμη και οι βασιλείς αναγκάζονται να τους δωροδοκούν, έτσι ώστε το πολίτευμα να έχει μετατραπεί σε «δημοκρατία».

  Οι έφοροι, μας λένε, έχουν υπερβολική άδεια και ζουν με τρόπο αντίθετο με το πνεύμα του πολιτεύματος, ενώ η αυστηρότητα σε σχέση με τους απλούς πολίτες είναι τόσο απαράδεκτη που καταφεύγουν στη μυστική παράνομη επιείκεια αισθησιακών απολαύσεων.

  Ο Αριστοτέλης έγραψε όταν η Σπάρτη είχε πέσει σε παρακμή, αλλά σε ορισμένα σημεία δηλώνει ρητά ότι το κακό που αναφέρει υπήρχε από την αρχή. Ο τόνος του είναι τόσο ξηρός και ρεαλιστικός που είναι δύσκολο να τον αρνηθεί κανείς και είναι σύμφωνος με όλες τις σύγχρονες εμπειρίες των αποτελεσμάτων της υπερβολικής αυστηρότητας στους νόμους.

    Αλλά δεν ήταν η Σπάρτη του Αριστοτέλη που έμεινε στη φαντασία των ανδρών. Ήταν η μυθική Σπάρτη του Πλουτάρχου και η φιλοσοφική εξιδανίκευση της Σπάρτης στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος.

  Η επίδραση της Σπάρτης στον Πλάτωνα, με τον οποίο θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα, θα είναι εμφανής από την αφήγηση της Ουτοπίας του («Πολιτεία»), η οποία θα παρουσιαστεί στο επόμενο κεφάλαιο.