J. Stacy Adams, “Inequity in Social Exchange”
J. Stacy Adams, «Ανισότητα στην
Κοινωνική Ανταλλαγή»
[
Παρατίθεται κατωτέρω μεταφρασμένο απόσπασμα από το άρθρο του Βέλγου κοινωνικού ψυχολόγου J.S. Adams, (γέννηση 1925), δραστηριοποιηθέντος από
ακαδημαϊκής απόψεως στις ΗΠΑ, με τίτλο του άρθρου “Inequity in Social Exchange”. To συγκεκριμένο άρθρο-κεφάλαιο είναι το
έβδομο κεφάλαιο του συλλογικού τόμου “Advances in Experimental Social Psychology”, vol. 2, (1965), σειράς που επιμελείτο για
χρόνια ο ψυχολόγος Leonard
Berkowitz.
[ Συνδεόμενες με το παρόν κεφάλαιο του J.S. Adams είναι ενδεικτικά και οι εξής μελέτες-δημοσιεύσεις
του:
-Adams, J. S. (1963). “Towards
an understanding of Inequity”, The Journal of Abnormal and Social Psychology,
67(5), 422–436.
-Adams, J.S. (1965).
"Inequality in social exchange", Advanced Experimental Psychology, 62: 335–343. ]
Στην παρούσα
αποσπασματική απόπειρα απόδοσης στα ελληνικά παρουσιάζονται τμήματα από το
αρχικό μέρος του άρθρου, αυτό δηλαδή που αφορά την παρουσίαση της έννοιας “relative deprivation” και την κριτική σε αυτή.
To
πλήρες άρθρο-κεφάλαιο καταλαμβάνει τις σελίδες 267-299 στο συγκεκριμένο βιβλίο “Advances in Experimental Social Psychology”, vol. 2.
( Εν παρόδω θα
πρέπει να επισημανθεί ότι οι αναφορές στην έννοια “exchange” εντοπίζονται το πρώτον στον Αριστοτέλη, στη μονογραφία
του «Ηθικά Νικομάχεια», όπου εκεί και στο τρίτο βιβλίο, και στο πέμπτο, κατά
την ανάλυση/κατηγοριοποίηση των ανθρωπίνων πράξεων εδράζεται στα «συναλλάγματα»
για την κατάταξή τους, τα οποία διαχωρίζει σε «εκούσια συναλλάγματα» και σε
«ακούσια συναλλάγματα».
Επίσης στο
δεύτερο μέρος του άρθρου, το οποίο παρουσιάζει την θεωρία του Homans για την “distributive justice”, η εκκίνησή της έννοιας εντοπίζεται και πάλι στον
Αριστοτέλη στο πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, όπου εκεί παρουσιάζει την
«διανεμητική δικαιοσύνη» και τα χαρακτηριστικά της, την «κατ’ αμοιβαιότητα
δικαιοσύνη» και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, και υπονοεί και την «διορθωτική
δικαιοσύνη» (redistributive justice), επανορθωτική είναι η εναλλακτική εκδοχή αναφοράς της,
η οποία αφορά στις συναλλαγές των ανθρώπων μεταξύ τους. Στο συγκεκριμένο άρθρο
γίνεται σύντομη μνεία στον Αριστοτέλη ως προς το θέμα της «distributive justice” (διανεμητικής/κατανεμητικής δικαιοσύνης) και την
εκκίνηση της συγκεκριμένης έννοιας. )
Αντιγράφω τα μέρη (δομή) του συγκεκριμένου
άρθρου:
/ Ι. Introduction
/ II. Relative
Deprivation
/ III. Distributive
Justice
/ IV. Inequity
/
- A. Antecedents of Inequity
/ - B. Definition of Inequity
/ - C. Consequences of Inequity
/-1. Person altering his Inputs.
/-2. Person altering his Outcomes.
/-3. Person Distorting his Inputs and Outcomes
Cognitively.
/-4. Person Leaving the Field.
/-5. Person Acting on Other.
/-6. Person Changing the Object
of His Comparison.
/-7. Choice among Modes of
Inequity Reduction.
/ V. Conclusion. ]
Από
το βιβλίο:
Leonard Berkowitz, (ed.), “Advances in Experimental
Social Psychology”, volume 2, Academic Press, New York, San Francisco, London,
1965.
Leonard Berkowitz, ( επιμ. ),
«Πρόοδοι στην Πειραματική Κοινωνική Ψυχολογία», τόμος 2, Academic Press, Νέα
Υόρκη, Σαν Φρανσίσκο, Λονδίνο, 1965.
J. Stacy
Adams, “Inequity in Social Exchange”
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Introduction):
Οι φιλόσοφοι,
οι πολιτικοί επιστήμονες, οι πολιτικοί, οι νομικοί και οι οικονομολόγοι ήταν
παραδοσιακά αυτοί που ασχολήθηκαν με τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, της
εξουσίας, των αγαθών και των υπηρεσιών στην κοινωνία.
Οι κοινωνικοί
ψυχολόγοι, με τις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις των Blau (1964), Homans (1961), και
Thibaut και Kelley (1959), έχουν επιδείξει ελάχιστα επαγγελματικό ενδιαφέρον σε
αυτό το θέμα, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία ανταλλαγής (process of exchange) είναι σχεδόν συνεχής στις
ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις. Φυσικά, έχουν μελετήσει την κοινωνική συμπεριφορά
που συνεπάγεται αμοιβαίες, σε διάκριση με τις μονομερείς συναλλαγές, αλλά οι
απόψεις τους έχουν επικεντρωθεί στο μέγεθος και το περιεχόμενο των
επικοινωνιών. Επίσης στις αλλαγές των στάσεων, στις παρακινητικές (motivational), αντιληπτικές και τις συμπεριφορικές
αλλαγές. Επίσης στις αλλαγές στη δομή της ομάδας, της ηγεσίας και ούτω καθεξής,
και όχι στην ίδια την ανταλλαγή καταλλήλως.
Ωστόσο, η
διαδικασία της ανταλλαγής (process
of exchange) φαίνεται να έχει
χαρακτηριστικά ιδιόμορφα και να δημιουργεί επιπτώσεις, κίνητρα και συμπεριφορά
που δεν μπορούν να προβλεφθούν, εάν δεν γίνουν κατανοητές οι διαδικασίες της
ανταλλαγής.
Ένα
διακριτικό χαρακτηριστικό των διαδικασιών ανταλλαγής είναι ότι τα αποτελέσματά
τους έχουν τη δυνατότητα να θεωρηθούν ως δίκαια ή άδικα. Αλλά ποιες είναι οι
συνέπειες των αποτελεσμάτων που θεωρούνται ότι πληρούν ή δεν πληρούν τους
κανόνες δικαιοσύνης;
Σχεδόν όλη η
προσοχή που δόθηκε σε αυτήν την ερώτηση ήταν η εγκαθίδρυση μίας σχέσης μεταξύ
της προσληφθείσας αδικίας και της δυσαρέσκειας [between perceived injustice and dissatisfaction] ( Homans, 1950, 1953,
1961, / Jaques, 1956, 1961, / Patchen, 1959, 1961, / Stouffer et al., 1949, /
Vroom, 1964, / Zaleznik et al., 1958). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτό έγινε με
επιτυχία.
Όταν ένας άνθρωπος
αντιμετωπίζεται άδικα απλά εκφράζει δυσαρέσκεια; Δεν υπάρχουν άλλες συνέπειες
των άδικων ανταλλαγών; Ποια συμπεριφορά είναι προβλέψιμη; Αυτές οι ερωτήσεις
και οι σχετιζόμενες με αυτές αποτελούν το
βασικό μέλημα αυτού του άρθρου.
Αντί απλώς να παρουσιάσουμε μια θεωρία από την οποία μπορεί να συναχθεί η
συμπεριφορά των ατόμων που εμπλέκονται σε μια κοινωνική ανταλλαγή, το σχέδιο
αυτού του κεφαλαίου είναι να παρουσιάσει πρώτα με χρονολογική σειρά δύο κύριες
έννοιες που σχετίζονται με την αντίληψη της δικαιοσύνης και της αδικίας.
Πρώτον
είναι η έννοια της «σχετικής αποστέρησης» [relative deprivation] και η συμπληρωματική
έννοια της «σχετικής ικανοποίησης» [relative gratification], που αναπτύχθηκε από τον
Stouffer και τους συνεργάτες του (1949). Στη συνέχεια θα συζητηθεί η πολύ καλά
επεξεργασμένη έννοια του «διανεμητικής δικαιοσύνης» [distributive justice] του Homans
(1961). Αυτά θα ενσωματωθούν σε μια θεωρία της ανισότητας [inequity] από την οποία θα είναι δυνατόν
να προσδιοριστούν τί προηγείται (της αδικίας) και οι συνέπειες της αδικίας στις
ανθρώπινες ανταλλαγές.
ΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ.
[ ii. Relative deprivation ]
Μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημοσίευση του πρώτου τόμου του «American Soldier»
από τον Stouffer και τους συναδέλφους του (1949) ενθουσίασε το ενδιαφέρον των
κοινωνιολόγων και των κοινωνικών ψυχολόγων. Αυτό οφειλόταν τουλάχιστον εν μέρει
εξ αιτίας εισαγωγής μιας νέας έννοιας, της «σχετική στέρησης», που
χρησιμοποίησαν οι συγγραφείς για να εξηγήσουν κάποια φαινομενικά παράδοξα
ευρήματα .
Σύμφωνα
με τους Merton και Kitt (1950), η επίσημη κατάσταση της έννοιας της «σχετικής
αποστέρησης» ήταν εκείνη μιας παρεμβαίνουσας μεταβλητής που εξηγούσε τη
παρατηρούμενη σχέση μεταξύ μιας ανεξάρτητης μεταβλητής, όπως το επίπεδο
εκπαίδευσης ή το ποσοστό προαγωγής, και μιας εξαρτημένης μεταβλητής, όπως η
ικανοποίηση σε κάποια πτυχή της στρατιωτικής ζωής.
Η σχετική
αποστέρηση (relative
deprivation) δεν
ορίστηκε επισήμως από τους συγγραφείς, ούτε από τους Merton και Kitt (1950), οι
οποίοι ανέλυσαν λεπτομερώς την επίπτωση της έννοιας στην κοινωνιολογική θεωρία
γενικά και ειδικότερα στη θεωρία των ομάδων αναφοράς (reference group theory).
Η ουσιαστική σημασία
της έννοιας «σχετική στέρηση» μπορεί να συναχθεί από δύο απεικονίσεις της
χρήσης της από τους συγγραφείς του «The American Soldier».
Παρά το
αντικειμενικό γεγονός ότι οι στρατιώτες με εκπαίδευση Λυκείου είχαν καλύτερες
ευκαιρίες για πρόοδο στον στρατό, οι απόφοιτοι λυκείου δεν ήταν τόσο
ικανοποιημένοι με την κατάσταση και τις θέσεις εργασίας τους σε σχέση με τους λιγότερο
μορφωμένους άντρες. Αυτό το φαινομενικό παράδοξο εξηγείται από την υπόθεση ότι
οι υψηλότερα μορφωμένοι άντρες είχαν υψηλότερα επίπεδα φιλοδοξίας, εν μέρει βασιζόμενα
στο ποιες θα ήταν οι ρεαλιστικές προσδοκίες για την κοινωνική θέση τους (status) στην πολιτική ζωή, και ότι αυτοί, ως
εκ τούτου, ήταν σχετικώς αποστερημένοι ως προς το status τους εντός του στρατού και ήταν λιγότερο
ικανοποιημένοι με το status
που
είχαν επιτύχει.
Μπορεί να
σημειωθεί ότι η εγκυρότητα αυτής της εξήγησης εξαρτάται από την απόδειξη ότι το
επίπεδο φιλοδοξίας είναι μεγαλύτερο από την θέση (status) που επιτεύχθηκε μεταξύ των αποφοίτων Λυκείου
σε σύγκριση με τους στρατιώτες με χαμηλότερη εκπαίδευση. Ενώ αυτό δεν αποδεικνύεται από τους συγγραφείς,
φαίνεται όμως να είναι μια αξιόπιστη υπόθεση. Είναι, λοιπόν, η «σχετική
στέρηση» που εξηγεί την χαμηλότερη ικανοποίηση μεταξύ των καλύτερα μορφωμένων
ανδρών.
Μια δεύτερη
ενδεικτική χρήση της «σχετικής στέρησης» γίνεται από τους συγγραφείς του «The
American Soldier», σύμφωνα με το αινιγματικό γεγονός ότι οι άντρες του σώματος
της Αεροπορίας ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι με τις ευκαιρίες προαγωγής από ό, τι
οι άντρες στη Στρατιωτική Αστυνομία, παρόλο που οι αντικειμενικές ευκαιρίες για
κινητικότητα ήταν πολύ μεγαλύτες στην Αεροπορία.
Η σχετική
στέρηση χρησιμοποιείται για να εξηγήσει την ανωμαλία ως εξής: Το υψηλά ποσοστά
προαγωγής στην Αεροπορία προκαλούν υψηλές προσδοκίες κινητικότητας. Οι άνδρες
χαμηλότερης κατάταξης και χαμηλής κινητικότητας, σε σύγκριση με τους άνδρες
υψηλότερης κατάταξης και υψηλής κινητικότητας, αισθάνονται αποστερημένοι
μπροστά στις προσδοκίες τους και εκφράζουν δυσαρέσκεια. Από την άλλη πλευρά, μεταξύ
των υπηρετούντων στη Στρατιωτική Αστυνομία, οι προσδοκίες για προαγωγή είναι
χαμηλές και η τύχη των περισσότερων αστυνομικών είναι αρκετά παρόμοια: δηλαδή,
χαμηλόβαθμοι ( low
rank).
Συνοπτικά,
υπάρχει μια ασυμφωνία/απόκλιση ανάμεσα στην προσδοκία και την επίτευξη μεταξύ
των στρατευμένων ανδρών στην Αεροπορία, και μικρή ή καθόλου απόκλιση ανάμεσα
στις προσδοκίες και την επίτευξη μεταξύ των ανδρών της Στρατιωτικής Αστυνομίας.
Η απόκλιση (discrepancy) οδηγεί
σε δυσαρέσκεια σε σχέση με την κινητικότητα. Ή γενικότερα, η υποτιθέμενη ύπαρξη
ασυμφωνίας μεταξύ προσδοκίας και επιτεύγματος θεωρείται ότι εξηγεί την
εμπειρική παρατήρηση ότι οι άνδρες ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι στον έναν κλάδο
από ότι στον άλλο.
Ο Spector (1965), σε ένα πείραμα που σχετίζεται άμεσα με αυτά τα ευρήματα από
τους Stouffer et al., τροποποίησε την προσλαμβανόμενη δυνατότητα προαγωγής και
εκπλήρωσης και έλεγξε την υπόθεση ότι «αποτυγχάνοντας έναν ελκυστικό στόχο, το
ηθικό ενός ατόμου θα είναι υψηλότερο εάν η πιθανότητα για την επίτευξη του στόχου είχε θεωρηθεί χαμηλή από
ό, τι εάν είχε θεωρηθεί υψηλή » (p.
52).
Ο Spector διαπίστωσε ότι η ομάδα υψηλών
προσδοκιών χωρίς προαγωγή είχε χαμηλότερο ηθικό και ήταν λιγότερο ικανοποιημένη
με το σύστημα προαγωγής από ό, τι ήταν η ομάδα χαμηλών προσδοκιών χωρίς προαγωγή.
[ Spector, A.J., (1956),
“Expectations, fulfillment, and morale”, Journal of Abnormal Social Psychology,
52, 51-56.]
Συγκρίσιμα ευρήματα
έχουν βρεθεί από τον Gebhard (1949). [ Gebhard, Mildred E. (1949), ‘Changes in the attractiveness of
activities: the effect of expectation preceding performance”, Journal of
Experimental Psychology, 39, 404-413.]
Τα αποτελέσματα της σχετικής στέρησης (η
άδικη παραβίαση των προσδοκιών) πάνω στις κοινωνιομετρικές επιλογές φαίνονται
ξεκάθαρα σε ένα πείραμα σχεδιασμένο από τον Thibaut (1950) για να εντοπίσει τις
συνθήκες που επηρεάζουν την ομάδα συνοχή-συνεκτικότητα.
[ Thibaut, J.
(1950), «An
experimental
study of the cohesiveness of underprivileged groups”, «Μια πειραματική μελέτη της συνοχής/συνεκτικότητας των
μειονεκτούντων/υποπρονομιούχων ομάδων», Human Relations, 3,
251-278.]
Ο Thibaut
(1950) δημιούργησε συνθήκες σχετικής αποστέρησης, οι οποίες δεν ήταν λιγότερο
αληθινές επειδή δημιουργήθηκαν ακούσια από τους χειρισμούς τους στην κοινωνική
θέση της ομάδας (group
status) και
την ομαδική επιτυχία. Από την άποψη αυτή, το πείραμά του είναι ανάλογο με εκείνο
του Spector. Ωστόσο, η φύση του πειραματικού του έργου επέτρεψε να εμφανιστεί
αυθόρμητα ένα πολύ ευρύ φάσμα συμπεριφορών.
Ως εκ τούτου
υπήρχε άμεση απόδειξη των συναισθημάτων της αδικίας ως αντίδραση στη
χειραγώγηση της σχετικής στέρησης, καθώς και της δυσαρέσκειας, της εχθρότητα,
της απόσυρσης (wtihdrawl),
και των αλλαγών στις κοινωνιομετρικές
επιλογές.
[ η κριτική για την
υπόθεση της σχετικής αποστέρησης και η υποκατάστασή της από την έννοια της
αδικίας ]
Υπάρχουν
ορισμένα συμπεράσματα.
Πρώτον, φαίνεται ότι
η πρόδηλη δυσαρέσκεια και άλλη συμπεριφορά είναι αποκρίσεις στην αισθανθείσα
έντονη αδικία, και όχι άμεσα στη σχετική αποστέρηση. Η σχετική αποστέρηση είναι
μια κατάσταση που συμβαίνει φυσιολογικά ή ένας πειραματικός χειρισμός που
προκαλεί συναισθήματα αδικίας. Με τη σειρά τους, τα αισθήματα αδικίας προκαλούν
εκφράσεις δυσαρέσκειας. Η αδικία, λοιπόν, μπορεί να ειπωθεί ότι μεσολαβεί στα
αποτελέσματα της σχετικής αποστέρησης.
Ένα δεύτερο
συμπέρασμα είναι ότι αυτό που είναι/θεωρείται ως δίκαιο, βασίζεται σε σχετικά
ισχυρές προσδοκίες, όπως ότι το μορφωτικό επίπεδο θα συσχετιστεί με την
επίτευξη της θέσης (status) εργασίας,
και ότι κάποιος θα προαχθεί με τον ίδιο
ρυθμό που προάγεται και κάποιος με τη σειρά του, ή ότι ο ρόλος που παίζει
κάποιος σε μια κατάσταση θα ευθυγραμμίζεται με τον ρόλο που συνήθως υποθέτει.
Τρίτον, είναι
σαφές ότι μια συγκριτική διαδικασία είναι εγγενής στην ανάπτυξη των προσδοκιών
και στην αντίληψη της αδικίας, όπως υπονοείται από τον όρο «σχετική αποστέρηση».
Οι άνδρες με
υψηλό μορφωτικό επίπεδο ένιωσαν ότι τους μεταχειρίστηκαν άδικα σε σύγκριση με
τη μεταχείριση που θα είχαν λάβει στην πολιτική ζωή ή σε σύγκριση με τη
μεταχείριση που λάμβαναν οι πολίτες. Αδικία βίωσαν οι άνδρες που δεν είχαν
προαχθεί ή είχαν λιγότερη-κινητικότητα σε σχέση με τη γενική κινητικότητα των
ανδρών στο Σώμα της Αεροπορίας, ενώ δεν υπήρχε τέτοια αίσθηση αδικίας μεταξύ των
στρατιωτικών αστυνομικών χαμηλής κινητικότητας όταν συνέκριναν το ποσοστό
προαγωγής τους με το χαμηλό ποσοστό προαγωγών που επικρατούσε στη στρατιωτική
αστυνομία.
Τέλος,
μπορεί να σημειωθεί ότι η αίσθηση της αδικίας είναι μια απάντηση σε μια
απόκλιση (discrepancy) μεταξύ
του τι γίνεται αντιληπτό ότι είναι και
του τι γίνεται αντιληπτό ότι θα έπρεπε να
είναι.
Στις επεξηγηματικές περιπτώσεις που
ελήφθησαν από το βιβλίο "The
American Soldier" και από τα πειράματα του Spector, και του Thibaut, (η βιωμένη αίσθηση της
αδικίας) είναι μια απόκριση (response) στην
απόκλιση/διαφορά (discrepancy) μεταξύ
ενός επιτεύγματος και μιας προσδοκίας επίτευξης.
Λόγος Έμφρων