Ιωάννης Πολέμης
«
Η Μάγισσα »
ποίημα
δημοσίευση
1884
φιλολογική
εφημερίδα « Εβδομάς » ( Εν Αθήναις )
« Η Μάγισσα »
Α.
Ο
Δήμος τ’ αρχοντόπουλο, ο Δήμος ο
λεβέντης
μέσ’
’ς τη Χαλκίδα ήτανε το πρώτο παλλικάρι.
το
λιγερό του το κορμί, τα μαύρα του τα ’μάτια,
το
ζαχαρένιο στόμα του, τ’ ολόμαυρο μουστάκι
πόσαις
καρδιαίς επλήγωσαν ένας Θεός το ’ξέρει.
Όταν
στη μέση έζωνε την άσπρη φουστανέλα
τον
βλέπανε και ζήλευαν της γης τα παλλικάρια.
Θαρρούσες
ήταν άγγελος δίχως φτερά ’ς τον κόσμο.
τον
βλέπανε η λυγεραίς και πόναγ’ η καρδιά των,
τον
είδε και μιά μάγισσα, μάγισσας θυγατέρα
κι’
αρνήθηκε τη μάνα της κ’ έχασε το μυαλό της.
Β.
Μά
είξερε η Μάγισσα τον κόσμο να μαγεύη
και
χίλια μάγια έκανε και μάγεψε το Δήμο
και
δεν ’μπορεί να κοιμηθή ούτε ’μπορεί να φάη.
Πάντα
κλεισμένος κάθεται και πάντα συλλογιέται,
κ’
η μάνα του τον ερωτά κ’ η μάνα του του λέει :
–
Τί έχεις Δήμο μου, και κλαις κ’ εχλώμιασε η θωριά σου ;
μή
σού’λειψαν τα νειάτα σου, μή σού’λειψε το βιός σου ;
–
Σ’ τ’ ανάθεμα τα νειάτα μου, ’ς τ’ ανάθεμα το βιός μου !
Αγάπησα
μιά μάγισσα, μάγισσας θυγατέρα,
και
δεν ’μπορώ ούτε στιγμή δίχως αυτή να ζήσω.
Κλείνα
τα μάτια από βραδύς και τήνε βλέπ’ ομπρός μου
ξυπνώ
το γλυκοχάραμα κι’ ακούω τη μιλιά της.
μάνα
μου, τ’ αποφάσισα γυναίκα να την πάρω.
–
Δεν ’βρήκες κόραις ώμορφαις, βρε Δήμο, ν’ αγαπήσης
μόν’
αγαπάς τη μάγισσα την τρισκαταραμένη
που
την εκαταράστη ο Θεός τον κόσμο να μαγεύη ;
Αν
ίσως τ’ αποφάσισες γυναίκα να την πάρης
θα
ρίξω της πλεξούδαις μου, τον κόρφο μου θ’ ανοίξω,
βαρειά
θα σε καταραστώ, βαρειά θα ’πω κατάρα :
«
Μιά ’μέρα να τήνε
χαρής, να την φιλής μια νύκτα,
και μέσ’ ’ς το γλυκοχάραμα πριν σβήσουνε τ’
αστέρια
τη μάνα σου να θυμηθής να βαρυαναστενάξης,
να σού’ρθη άγριος λογισμός, να στρίψη το
μυαλό σου,
να βγάλης το μαχαίρι σου, μονάχος να την
σφάξης !...
»
Γ.
Μά
ο Δήμος επαράκουσε της μάνας του τα λόγια
γιατ’
έκαιγε τα στήθη του η φλόγα της αγάπης,
και
παίρνει το στρατί, στρατί ’στη γειτονιά της πάει
βρίσκει
την ώρηα Μάγισσα που κάθονταν ’ς την πόρτα :
–
Ώρα καλή σου, Μάγισσα !
–
Καλό’ς τονε το Δήμο !
–
Πού τώμαθες, νεράϊδα μου, εμένα τ’όνομά μου ;
–
Δυό δύναμες μου τώπανε : τα μάγια κ’ η
αγάπη.
Χαμήλωσε
τα μάτια της κι’ από κρυφά στενάζει.
–
Κόρη μου γλυκομίλητη και χαμηλοβλεπούσα,
μ’
εμέθυσαν τα μάτια σου τα μελοζαχαράτα
τόσον
καιρό που σ’ αγαπώ και κρύβω τον καϋμό μου.
Αν
μ’ αγαπάς σαν σ’ αγαπώ ’πές μου το να το ξέρω,
παράτησε
τη μάνα σου κ’ εγώ την εδική μου
κ’
έλα να φύγωμ’ απ’ εδώ να πάμ’ αλλού ’ς τα ξένα,
γιατ’
είν’ η μάνα μου κακιά κι’ όλω με καταριέται.
Σαν
τα πουλιά της άνοιξης που πάνε ταίρι-ταίρι
πάμε
κ’ εμείς να κτίσωμε ΄ς τα ξένα τη φωληά μας.
Δ.
Εβράδυασε
σκοτείνιασε κ’ εβγήκανε τ’ αστέρια
κι’
αυτό το χλωμοφέγγαρο σαν νύφη καμαρόνει,
κοιμήθηκαν
οι χωριανοί, εκούρνιασε τ’ ορνίθι …
Ο
Δήμος με τη Μάγισσα καβάλα ’ς τ’ άλογά των
ολόχαροι
και ξέννοιαστοι κινούνε για τα ξένα .
Χαρά
’ς τα νειάτα τα χρυσά π’ αγάπη τ’ ανταμόνει !
Κάνουνε
τ’ άλογα φτερά και γοργοφτερουγίζουν
και
χάνονται σαν αστραπή μέσ’ ’ς το βαθύ τον κάμπο,
κι’
όσοι διαβάταις τους θωρούν για ξωτικά τους παίρνουν,
σταυροκοπιούνται
τρεις φοραίς και φεύγουν δειλιασμένοι …
Η
πρώτη νύκτα επέρασε μ’ ερωτοκαρδιοχτύπι,
κι’
όταν επρόβαλ’ η αυγή ’περάσανε την Θήβα,
και
πάλι σαν ενύκτωσε, από τη γλιγωράδα
τ’
άλογα κουραστήκανε βαρειά βαλαντωμένα
και
μηδέ ’μπρός πηγαίνουνε και μηδέ ’πίσω πάνε.
–
Δήμο μου, τί θα γίνωμε ’ς την ερημιά μονάχοι ;
Η
Λειβαδιά είνε μακρυά κι’ η Θήβα άλλο τόσο,
ξεπέζεψε
να δέσωμε ’ς το δένδρο τ’ άλογά μας
κ’
εδώ ’ς τη μέση πού’ρθαμε βλέπω σπηληά ’ς το βράχο,
και
πά ’να ξενυχτήσωμε ως που να πάρ’ η ’μέρα.
–
Ανήξερη είσαι, μάτια μου, εδώ ’ς τους ξένους τόπους .
εκεί
που βλέπεις τη σπηληά και την πλατειά την πέτρα
εκ’
είνε φείδ’ αμέτρητα φαρμακοποτισμένα,
και
θές να ξημερώσωμε αντάμα με το Χάρο ;
–
Δήμο, θαρρώ, μ’ αγάπησες χωρίς να ξέρεις ποιά είμαι.
Εγώ
’μαι μάγισσας παιδί, μάγισσας θυγατέρα,
μαγεύω
τ’ άγρια στοχειά και γονατίζουν ’μπρός μου,
μαγεύω
τ’ άγρια θεριά και ’ς τη στιγμή ’μερεύουν .
έλα
να πάμε ’ς τη σπηληά να κοιμηθούμ’ αντάμα,
κ’
εγώ ’ς τα φείδια θά να ’πώ, τα φείδια θα προστάξω,
να
γλείφουνε τα χέρια μας, να κρύψουν το φαρμάκι,
ως
που να πάρ’ η χαραυγή, ως που να πάρ’ η μέρα
να
ξανασάνουν τ’ άλογα απ’ τον πολύ τον δρόμο,
να
λύσω και τα μάγια μου ν’ αντρειευτούν τα φείδια.
Ε.
Κοιμάτ’
η Μάγισσα γλυκά ’ς την αγκαλιά του Δήμου
και
τα φιλιά ’ς τα χείλη της αχνίζουνε ακόμα
σαν
θολωμένη καταχνιά που βγαίνει από το ρόδο.
Ο
Δήμος ονειρεύεται σ’ ονείρατα τσ’ αγάπης
’ς
τα ξέπλεγά της τα μαλλιά το χέρι του πλεγμένο .
τα
φείδια γύρω ήρεμα τα χέρια τους φιλούνε,
παίζει
τ’ αγέρι χαρωπό ’ς τα φυλλωμένα δένδρα
κ’
εκείνα μουρμουρίζουνε, και το μουρμούρισμά των
τ’
αγαπημένο ανδρόγυνο αγάλια νανουρίζει
σαν
μικρομάνα ακοίμητη ’ς την κούνια του παιδιού της.
Ροδοβολά
η ανατολή και τρέμουνε τ’ αστέρια,
κι’
ο Δήμος μέσ’ ’ς τον ύπνο του ξαφνιάζεται, ξυπνάει .
θυμήθηκε
τη μάνα του, αγρίεψ’ η θωριά του,
κτυπά
η καρδιά του αδιάκοπα και μέσα ’ς το μυαλό του
σαν
μια φωτιά αχόρταγη της φλόγαις της σκορπάει .
ανασηκώνεται
με μιάς, θαρρείς δεν βλέπει εμπρός του,
τραβάει
απ’ το σελάχι του φαρμακερό μαχαίρι
αγριεμένος
το περνά ’ς της Μάγισσας τα στήθια,
φτερνιά
δίνει τ’ αλόγου του και χάνεται ’ς τον κάμπο,
κι’
αφίνει για ενθύμησι τα φείδια μαγεμμένα.
ΣΤ.
Η
Μάγισσα δεν ξύπνησε . θαρρείς κοιμάτ’ ακόμα
’ς
την πρώτη νύκτα τη γλυκειά, τη νύκτα της αγάπης.
Ιωάννης Πολέμης
Το
αφηγηματικό ποίημα
του Ιωάννη Πολέμη
« Η Μάγισσα
»
δημοσιεύθηκε
στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημ.
« Εβδομάς »,
Εν
Αθήναις,
Έτος Α΄, αριθ. 19, Κυριακή 8 Ιουλίου 1884, σ. 149.
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
[ ανάρτηση 23 Ιουνίου 2022 :
Ιωάννης Πολέμης, «Η Μάγισσα», ποίημα ]
αναπαραγωγή
ανάρτησης:
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 26 Ιουνίου 2022 :
Ιωάννης Πολέμης, «Η Μάγισσα», ποίημα ]