Δήμητρα Μάρη - "Τέσσερις στάσεις στην πεζογραφία του Σωτήρη Δημητρίου" - άρθρο

 


Δήμητρα Μάρη

 

Τέσσερις στάσεις στην πεζογραφία

του Σωτήρη Δημητρίου

 

 

 

 

Ο Σωτήρης Δημητρίου ανήκει στη λογοτεχνική γενιά του ’80. Χρησιμοποιώ, βέβαια, τον όρο λογοτεχνική γενιά του ’80 με κάθε επιφύλαξη, καθώς κατανοώ τον κανονιστικό και εν πολλοίς τυποποιημένο και αυθαίρετο χαρακτήρα των ταξινομήσεων και συμμερίζομαι την άρνηση συμμόρφωσης πολλών λογοτεχνών σε αυτό το ασφυκτικό και γι’ αυτό ανελεύθερο πλαίσιο. Διατηρώντας, λοιπόν, τις επιφυλάξεις μου και σεβόμενη την άρνηση ένταξης σε κάποια λογοτεχνική γενιά εκ μέρους πολλών συγγραφέων θα επιχειρήσω μια στάση στο έργο του Σωτήρη Δημητρίου, ενός βασικού εκπροσώπου αυτής της γενιάς.

Λιτά, σχεδόν ελλειπτικά αυτοσυστήνεται ο ίδιος στα βιβλία του. Σεβόμενη  αυτή του την επιλογή θα σταθώ μόνο στην ηπειρώτικη καταγωγή του, από την Πόβλα της Θεσπρωτίας, καθώς δικαιολογεί πολλές γλωσσικές και όχι μόνο επιλογές του. Αξίζει, όμως, να παρατεθεί και η οπτική του Δημήτρη Μαρωνίτη «η περίπτωση του Σωτήρη Δημητρίου μου φαίνεται εξαιρετική, τόσο με την έννοια της διαφοράς όσο και με το μέτρο της αξίας. Τρία τουλάχιστον στοιχεία δικαιολογούν την προηγούμενη πρόκριση· η οικονομία του λόγου· η γνησιότητα του πεζογραφικού ήθους· η έλλειψη συγγραφικού ναρκισσισμού — συνδυασμός σπάνιος στην πρόσφατη νεοελληνική πεζογραφία».

  



Θα επιχειρηθούν τέσσερις μάλλον τυχαίες, αλλά ενδεικτικές, στάσεις στο συνολικό του έργο. Η έκταση ενασχόλησης με τον κάθε τίτλο διαφέρει και σίγουρα δεν είναι δηλωτική της σημασίας που του αποδίδω.

 Πρώτη στάση Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου,  μυθιστόρημα υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας το 1993. Πρόκειται για το χρονικό της οδύσσειας μιας μάλλον μητριαρχικής οικογένειας από τη στιγμή που έκλεισαν τα ελληνοαλβανικά σύνορα, με αποτέλεσμα δύο ελληνίδες αδελφές να χωριστούν αιφνιδιαστικά και βίαια. Η μία έμεινε στο ελληνικό έδαφος και η άλλη στο αλβανικό.

 Ο λόγος δίνεται σε πρώτο πρόσωπο σε τρεις βασικούς και διαδοχικούς χρονικά ήρωες της ιστορίας. Στο πρώτο μέρος κυριαρχεί η φωνή της μεγάλης αδελφής, στο δεύτερο της μικρότερης αδελφής, της Σοφιάς και στο τρίτο και τελευταίο ακούγεται η φωνή του εγγονού της, του Σπετίν. Μέσα από την αφήγηση της δικής τους ιστορίας φωτίζονται πρόσωπα και καταστάσεις: φίλοι, συγγενείς, συγχωριανοί, άνθρωποι που δοκιμάζονται, που μοιράζονται τα λίγα που έχουν, που βλάπτουν τον ανυπεράσπιστο, που προσφέρουν παραμυθία στον βαθιά πληγωμένο, αναγκαστικοί αποχωρισμοί, αποδημία, νόστος και ματαιωμένα όνειρα σε μια πατρίδα που γρήγορα ξεχνάει όσους με λαχτάρα τη θυμούνται. Τραχύ το περιβάλλον και στις δύο πλευρές των συνόρων. Τόποι και καιροί της ανάγκης και οι άνθρωποι φτιαγμένοι από τα ίδια υλικά. Σκληροί και ανθεκτικοί εξωτερικά, μα η ψυχή τους είναι τρυφερή και ψάχνει «θαράπιο».

[σ. 18 Ένας γέρος Αρβανίτης μας φοβέρισε. Τι δεν είχε απολύκει το στόμα του. «Σοκακιάρες, οβριάνες» ξεχώρισα. Με πήραν τα κλάματα. Ήβγε μια γυναίκα, αρχοντογυναίκα, παρουσιά – θυγατέρα του ήταν; -  και τον φοβέρισε. Με αγκάλιασε κατόπι, και φίλα απ’ εδώ, φίλα απ’  εκεί.  Θαράπιο. Εξήντα χρονών έφτακα, και ακόμα έχω κείνο το φιλί στο μάγουλο. Μας έφτιασε τηγανίτες και μας έστρωσε καταής να κοιμηθούμε. Εγώ δεν μπορούσα να κοιμηθώ και μου κίναγαν δάκρυα. Ήθελα να πάω στο χωριό, στην μάνα. Δεν θυμιόμουν φιλί της, αλλά μακάρ’  έφταιγε. Μήνα είχε μία, μήνα δύο.Έξι και ο Σπύρος εφτά ήμασταν, πού να πρωτοκοιτάξει; Όλη την μέρα, στις ερημιές και στις μπανταλιές να γένομε.]

Ο Σωτήρης Δημητρίου γνωρίζει καλά τον τόπο και τους ανθρώπους της Ηπείρου και φαίνεται πως τους εμπιστεύεται τόσο που δίνει τον λόγο σ’ εκείνους. Εμπιστεύεται κυρίως τις γυναίκες αυτού του τόπου – η δική τους παρουσία και ο δικός τους λόγος είναι ο κυρίαρχος στο παρόν πεζογράφημα -  καθώς και το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Αρνείται να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή. Εκθέτει τον αναγνώστη σε μια εποχή και κυρίως σ’ ένα λόγο που είναι ανοίκειος και τον αφήνει να δοκιμάσει τα περιθώρια της ενδεχόμενης εξοικείωσης, τη δυνατότητα να καταλάβει αυτή τη γλώσσα τους ή έστω να τη νιώσει και να τη συλλάβει με έναν τρόπο περισσότερο αισθητηριακό και λιγότερο νοητικό.

 

Δεύτερη στάση, σχεδόν μια δεκαετία μετά, το 2002,  το μυθιστόρημα Τους τα λέει ο Θεός. Ένα μωσαϊκό ανθρώπων με το παρελθόν, το παρόν και τις προσδοκίες τους από το μέλλον. Άνθρωποι που συναντώνται με αφορμή την οικοδόμηση μιας κατοικίας και μέσα σ’ αυτή τη συνθήκη οικοδομούν τις αφηγήσεις μιας ζωής ή αφήνουν να φανούν τα γκρεμίσματα της ζωής τους.


 


 

Ο τρόπος τους είναι τραχύς, χωρίς περιστροφές και τυπικότητες. Οι διάλογοι είναι αυθεντικοί. Διατηρούν την προφορικότητά τους χωρίς εξωραϊσμούς και φτιασιδώματα. Για ακόμη μια φορά το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα –το ηπειρώτικο - που χάνεται, μια γλώσσα αυθεντικά λαϊκή και γι’ αυτό σχεδόν ζωικά ορμητική, ένας ολόκληρος τρόπος εκφοράς του λόγου και συνακόλουθης στάσης του σώματος και της ψυχής που υποχωρεί και μένει ανυπεράσπιστος. Ένας ολόκληρος κόσμος εξεικονίζεται και μαρτυρείται.

 

Ο αναγνώστης νιώθει την ανάσα των ηρώων, κάθεται δίπλα τους, στρέφει νοερά το βλέμμα του από τον ένα στον άλλο  και προσπαθεί να τους γνωρίσει μέσα από τη θραυσματικότητα του νευρώδους διαλόγου και από τις μικροαφηγήσεις τους. Συνυπάρχει κατά κάποιον τρόπο με ένα συνεργείο ντόπιων και αλλοεθνών οικοδόμων για ένα μερόνυχτο σε μια έρημη πλαγιά της Μουργκάνας, ενώ από εκεί περνούν ζωέμποροι και μια κομπανία Αλβανών μουσικών που γυρνάνε στην Αλβανία. Ένα μερόνυχτο έχει στη διάθεσή του προκειμένου να μάθει  για ’κείνους. Οι προσωπικές ιστορίες συναντώνται με την Ιστορία και την Πολιτική αλλά και διαπλέκονται μεταξύ τους με δαιδαλώδεις ή απλές διασυνδέσεις.

Ο αναγνώστης μαθαίνει για την πίστη του μπάρμπα-Μίχου στον Άγιο Σπυρίδωνα. Γίνεται μάρτυρας του ακούσματος από το Φιλίππη της τύχης του χαμένου του ξαδέλφου. Ακούει το μοιρολόι της μάνας. Αντιλαμβάνεται τις όψιμες ελπίδες του μετανάστη για μια ζωή δίπλα σε μια γυναίκα, για μια οικογένεια, για μια ζωή που δεν έζησε ακόμη. Ανασυνθέτει μέσα από τα λόγια των ανδρών την εικόνα μιας κόρης στιβαρής, δωρικής που γεμάτη αιδημοσύνη μοιάζει να διατρέχει το χρόνο .μιας κόρης που φέρει σχεδόν την όψη αρχαϊκής κόρης.

[σ. 148-149«Ε ρε τι γυναίκα ήταν αυτή στα νιάτα της» λέει ο Πυρσογιαννίτης. «Μια Λένη του Μπότσαρη, μια βέργα. Της ήβλεπες το νερό στον λαιμό.

Την θυμούμαι σ’ ένα πανηγύρι τότε κοντά που ‘χε πάει στην Γερμανία. Δεν ήταν αυτή για Γερμανία, τέλος πάντων. Χόρευε με την αδερφή της. Χόρευε αργά και ταπεινά, ορθή σαν λαμπάδα, αγέλαστη.

Δεν παίρναμε τα μάτια από ταύτην. Ο άντρας της κάτω στην πλατεία δεν ανέβαινε να την κρατήσει. Όλο και του ‘ριχνε ματιές. Κι αυτός όμως, δέντρος, λεβεντόπαιδο.

Σκύβει κάτι λέει στην αδελφή της και αυτή έφερε κρασοπότηρα, πέντ’  έξι, που τα σκόρπισε ανάποτα στις πλάκες. Την κράτησε πάλι και άρχισε να χορεύει την παπαδιά στα ποτήρια. Ποια; Αυτή που δεν καταδέχονταν να διαβεί απ’  το μεσοχώρι, που δεν την ήβλεπε το χωριό. Χόρευε στα νύχια σαν να ‘χε στους ώμους της άνθια και σκιάζονταν μην της πέσουν, τόσο ήσυχα και ωραία.]

Η γυναίκα, αν και απουσιάζει ως φυσική παρουσία, είναι πάντα εκεί. Είναι πάντα σημείο αναφοράς: εκκίνηση, αποφυγή, ξεστράτισμα, προορισμός. Μα και η μουσική με την απίστευτη δύναμή της  είναι πάντα εκεί, ικανή να ενώσει και να φέρει τα κρυμμένα στο φως, να αποκαλύψει.

 

 

 

Τρίτος σταθμός το αφήγημα του 2005, Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Σ’ αυτό «ο ήρωας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Σωτήρης Δημητρίου, «έχει στο νου του τον χάρτη με τα οπωροφόρα της Αθήνας, τα οποία ταχτικά επισκέπτεται. Στις πεζοπορίες του επιχειρεί να συνάψει με τους διαβάτες σχέσεις, αλλά συνήθως δεν γίνεται κατανοητός. Ο συγγραφέας τον ακολουθεί και πολλές φορές μπερδεύεται ο ένας στα πόδια του άλλου. Κοντολογίς, είναι ένα οδοιπορικό στην ζωή, στην λογοτεχνία και στην Αθήνα».

 



 

Το αφήγημα ξεκινά ως ένα οδοιπορικό στα οπωροφόρα της Αθήνας, αλλά γρήγορα αυτό το οδοιπορικό αποκτά νέους προσανατολισμούς και κατευθύνσεις. Μια συνεχής κίνηση το διέπει. Έξω στις συνοικίες της πόλης με χαρακτηριστικά η λιγότερο χαρακτηριστικά δείγματα των κατοίκων της και μετά ένδον, μέσα στη σκέψη, στην ψυχή και στο εργαστήριο του δημιουργού. Από εκεί ανάγεται στον αναγνώστη και πάλι πίσω, στον συγγραφέα, στην πόλη,


στον ήρωα. Ο αναγνώστης του αφηγήματος μετέχει ενεργά, διαδικαστικά σ’ αυτό το οδοιπορικό που περισσότερο απ’ όλα αποτυπώνει τη διαιώνια αναζήτηση και δυναμική της δημιουργίας.


Συνεχείς απορίες, ερωτήματα, διλήμματα προωθούν το αφήγημα. Στην αρχή αλλά και με την ολοκλήρωσή του τίθεται από τον συγγραφέα το ερώτημα «Πώς δημιουργείται ο πυρήνας του διηγήματος», ο διηγηματικός πυρήνας; Εν πολλοίς άγνωστο. Ωστόσο μοιάζει να ενέχει στοιχεία μαγνητισμού σε μια «ατέλειωτη χαώδη αλυσίδα» συμπτώσεων και κάπως έτσι, μέσα σ’ αυτή «τη χαώδη τυχαιότητα», η μια στιγμή ανασύρει την άλλη για να φτάσουμε τελικά στη στιγμή της δημιουργίας.

Τα οπωροφόρα επομένως δεν είναι παρά η αφορμή. Η αφορμή να μιλήσει ο συγγραφέας για όσα τον απασχολούν, για όσα συχνά τον βασανίζουν. Ο άνθρωπος, η φύση, ο έρωτας, η έννοια του προσώπου, η γλώσσα, η ίδια η συγγραφή είναι θέματα γύρω από τα οποία περιστρέφεται. Ο ήρωάς του, με ανάλογο τρόπο, μεταβαίνει από συνοικία σε συνοικία, από είδος οπωροφόρου σε άλλο είδος, από άνθρωπο σε άνθρωπο. Οι συνειρμοί διαδέχονται ο ένας τον άλλο και η συνεκτικότητα μοιάζει να επιτυγχάνεται μέσα από τη λογική του σχεδιάσματος και μέσα από την άμεση διαλογικότητα με τον αναγνώστη αλλά και την προφορικότητα που συνεπάγεται αυτή η διαλογικότητα.

Θα επιχειρήσω να σταθώ σε κάποια στιγμιότυπα αυτού του οδοιπορικού. Ο συγγραφέας αναρωτιέται για την πηγή της λογοτεχνίας και τελικά προτάσσει τη μεσότητα, δηλαδή «άλλοτε πηγάζει από διάθεση εξισορρόπησης και άλλοτε από πλησμονή ζωής». Έτσι και σε άλλα «παρόμοια διλήμματα συνήθως το ένα πόδι του συγγραφέα πατάει στο αγγελικό και το άλλο στο διαβολικό». Επιχειρεί να δώσει ένα είδος συμβουλών συγγραφής ενώ δεν αργεί να υπογραμμίσει τη σχετικότητά τους και με καταιγισμό ερωτήσεων να δοκιμάσει την ορθότητά τους.

Το ανθρώπινο πρόσωπο φαίνεται να τον απασχολεί σταθερά, ενώ δεν απουσιάζει το ενδιαφέρον για την αγάπη και τη λαγνεία, για το πώς η γυναίκα και ο άνδρας βιώνουν τον έρωτα.

Τίθεται το θέμα της εκλεκτικής συγγένειας του συγγραφέα με τις πηγές του και η ίδια συγγένεια του αναγνώστη με τα κείμενα. Για τον συγγραφέα «κάπως ορίζονται τα πράγματα με την εξαιρετικά αόριστη αλλά καίρια φράση αγάπη είναι αυτό που συμβαίνει χωρίς λόγο, δηλαδή για απειρία λόγων.» Και αυτή ακριβώς η απειρία, η απεραντοσύνη και η συνακόλουθη τυχαιότητα «ανοίγει εμπρός μας τη θελκτική άβυσσο της ελευθερίας», μιας ελευθερίας που τρέφεται από την αδυναμία σύλληψης και διατύπωσης οριστικών και καθ’ όλα στατικών απαντήσεων. Η σχέση του συγγραφέα αλλά και του αναγνώστη με τη γλώσσα εν γένει και με το κείμενο ειδικά είναι πάντα δυναμική. «Θροΐζουν  οι λέξεις συνεχώς στα γλωσσικά λιβάδια του νου απ’ τον άνεμο του χρόνου και επίσης αρδεύονται συνεχώς και διαφορετικά απ’ τον άπαυο ηλεκτρισμό των νοητικών συνδέσεων».

Είναι ξεκάθαρο και σταθερά επαναλαμβανόμενο το ειδικό ενδιαφέρον για τη γλώσσα. Η κατάλληλη λέξη, το κατάλληλο σημείο στίξης σε συνεχή αναζήτηση. Το ιδίωμα, η ντοπιολαλιά, ως «ελεύθερη γλωσσική πλαγιά», «απολυσιό» για τους συγγραφείς. Οι ερωτικές λέξεις  με τη «χορταστική τους απτότητα», καθώς «μάλλον οι πραγματικές καταστάσεις χρωματίζουν αναλόγως τις λέξεις που τις εκφράζουν».  Ο ρόλος των γυναικών στη φύλαξη της γλωσσικής εστίας και η γλώσσα του παρελθόντος ως γέννημα ενός άλλου φυσικού και κοινωνικού πλαισίου.

[σ. 104-107 Ήταν λόγος γεμάτος παροιμίες … σιγούρευαν το ταξίδι της ζωής]

Κάποιες φορές ο συγγραφέας μοιάζει να εξωραΐζει το περασμένο γλωσσικό παρελθόν και το αντίστοιχο ανθρωπογενές περιβάλλον. Όπως, όμως, ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά «Η μνήμη, της μνήμης, της μνήμης όμως που έρχεται σε αλυσίδα από τα βάθη των περασμένων χρόνων του φαίνεται επίζηλη. Ό,τι χάθηκε καθαγιάστηκε».

Ο συγγραφέας τίθεται τελικά και ο ίδιος στο επίκεντρο της εσωτερικής διερώτησης. Καταθέτει ένα «σταθερό αίσθημα ξενότητας», καθώς νιώθει να μην ανήκει πουθενά. Το πρόσωπό του είναι πάντα ελλιπές αλλά μένει πάντα ανοιχτή η δυνατότητα συμπλήρωσης, αν σταθεί τυχερός, «με το πλήρωμα ενός άλλου προσώπου», «απόκτησης προς στιγμήν της χαμένης ολότητας» μέσω του κειμένου. Η προσωπική του εμμονή ορίζει απόλυτα και καθοριστικά τις επιλογές του. «Και ουσιαστικά δια βίου μαθαίνει αυτό που ήδη ξέρει εξ αρχής. Ένα διήγημα γράφει, οι φωτισμοί διαφέρουν. Σαν να είδε ένα βαθύ όνειρο και παγιδεύτηκε έκτοτε στις αυλακιές του. Έξω από το χωράφι του η ακοή του χάνει σε ξηρότητα και η όρασή του σε υγρότητα».

 

 

Τέταρτη και τελευταία στάση η συλλογή διηγημάτων του 2009, Τα ζύγια του προσώπου. Οι ήρωες των διηγημάτων αυτής της συλλογής μετεωρίζονται ανάμεσα στην κανονικότητα και την παρέκκλιση μέσα στη σύγχρονη πολυδιάστατη, απροσδιόριστη, συγκεχυμένη και εν πολλοίς αλλόκοτη νεοελληνική πραγματικότητα. Με μεγάλη οξυδέρκεια ο Δημήτρης Μαρωνίτης είχε ήδη από το 1997 εντοπίσει τον «παραμεθόριο, καλύτερα  μεθοριακό, χαρακτήρα της πεζογραφίας του Σωτήρη Δημητρίου». «Γιατί», όπως ο ίδιος επισημαίνει, «στο διηγηματικό και μυθιστορηματικό του έργο συγχέονται: οι χώροι και οι χώρες· ο χρόνος και οι χρόνοι· το φυσικό με το αφύσικο· η φιλανθρωπία με το έγκλημα· η ρεαλιστική αίσθηση με την υπερρεαλιστική παραίσθηση· ο νηφάλιος λόγος με το παραλήρημα· το τραγούδι με τη χυδαιολογία».

 

 


 

   

Οι τόποι μοιάζουν γνωστοί και τα πρόσωπα οικεία. Έχουμε την αίσθηση ότι κατοικούν κοντά μας, δίπλα μας μέσα σε αυτή την πόλη, ότι  τα συναντήσαμε πριν λίγο στη στάση του λεωφορείου ή διασταυρωθήκαμε στο δρόμο. Και αυτή ακριβώς η βεβαιότητα της εγγύτητας ή της συνάντησης προκαλεί συχνά μια απροσδιόριστη ανησυχία που καταλήγει να γίνει ακόμη και δυσφορία.

Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα Στο χέρι του Θεού. Συνιστά μια ιστορία αποσυνάγωγων, μια ιστορία νοητικής υστέρησης και αιμομιξίας. Άλλοτε επιθυμούμε να μάθουμε τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες και άλλοτε ευχόμαστε να μην είχαμε μάθει ποτέ. Η Ευανθία, η μητέρα, ως ένα οικείο πρόσωπο που όσο προχωράει η ιστορία γίνεται ανοίκειο.


Θεματικοί πυρήνες της συλλογής είναι και το αίτημα της αγάπης, η αναζήτηση κώδικα επικοινωνίας και κοινού βηματισμού (Η Βάλια και ο Δημήτρης), οι ματαιώσεις και ο μηχανισμός της υποκατάστασης (Μάι πέρσοναλ γουόρ) αλλά και η εξύφανση του ψεύδους ενός ανύπαρκτου έρωτα, καθώς η ηρωίδα του διηγήματος Η δεξίωση, η κυρία Νίτσα, νιώθει να αποκτά υπόσταση μέσα από τη διήγηση μιας, όπως αποδεικνύεται, κατασκευασμένης ερωτικής ιστορίας.

Άλλα θέματα: Η ψυχική νόσος (Τα ζύγια του προσώπου και Θα βρεις στοιχεία). Η ανθρώπινη σκληρότητα και ο εμπαιγμός (Ο Φούλης). Η αποξένωση αλλά και η φροντίδα για τον άλλο, με κίνητρα που αν προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε δεν μένουν στη σφαίρα μιας ωραιοποιημένης αλληλεγγύης αλλά άλλοτε αφορούν σε εξιλέωση για προσωπικά λάθη  (Εδώδιμα αποικιακά), άλλοτε μένουν απροσδιόριστα (Παράξενη αγάπη) και άλλοτε η αναζήτηση κινήτρων μοιάζει να αδικεί τον φορέα των αισθημάτων της αγάπης (Η θερμοκρασία μιας χαρτοπετσέτας).

Τέλος δεν απουσιάζει η ανάγκη του συγγραφέα να αναφερθεί στην πολλαπλά επώδυνη διαδρομή της δημιουργίας (Σχολείον) και (Τέσπα), ούτε λείπει ο μεταφυσικός προβληματισμός (Η δομή του ονείρου) αλλά και η διάθεση για αλλαγή της οπτικής γωνίας και αντιστροφή των ρόλων (Ενσωμάτωση και Το λεωφορείον 110), με τους παρατηρούμενους να μετατρέπονται σε παρατηρητές.

 

Και στις τέσσερις αυτές τυχαίες στάσεις στο έργο του Σωτήρη Δημητρίου συνισταμένη αυτών μοιάζει να είναι το πρόσωπο, ο άνθρωπος στην ολότητά του – ως ψυχισμός, ως σκέψη, ως δράση και ως γλωσσική εκφορά -  μέσα στον τόπο και τον χρόνο. Άλλοτε διασφαλίζει στον αναγνώστη μια απόσταση ασφαλείας από τους ήρωές του και άλλοτε τους φέρνει τόσο κοντά που ο αναγνώστης τρομάζει είτε  λόγω της ομοιότητας είτε λόγω της ετερότητάς του σε σχέση με εκείνους. Ο ίδιος ο συγγραφέας συνεχίζει από την πλευρά του να παρατηρεί και να ανατέμνει την παλαιότερη και τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και τους ανθρώπους της και να διευρύνει με τις μυθοπλαστικές αλλά καθ’ όλα ρεαλιστικές μορφοποιήσεις του και την δική μας οπτική.

 

 

 

 

                                              Δήμητρα Μάρη

 

 

 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com