Πέτρος Αλήτης [Παναγιώτης Παναγιώτου]
«
Στο παράθυρο »
διήγημα
χρόνος
γραφής 1917
δημοσίευση
1918
περ.
« Φοίνικας
» (Κάϊρο)
«
Στο
παράθυρο »
Κάθε μεσημέρι ο Ζάρκας, προτού να πάη στο γραφείο του, περνούσε απώνα μικρό
καφενείο, μιας φτωχικής γειτονιάς, και καθόντανε εκεί, κοντά στην πόρτα,
κάμποση ώρα, ωσπού να πιή τον καφέ του και να διαβάση τη ’ φημερίδα.
Του άρεζε αυτό το καφενείο, πρώτα, γιατί είχε λίγα δέντρα φυτευμένα απ’
έξω που ρίχνανε μια άφθονη σκιά πάνω στο χώμα, και έπειτα, επειδή κάθε
μεσημέρι, έβλεπε τα κορίτσια του λαού που περνούσανε από το απέναντι πεζοδρόμιο,
πηγαίνοντας στη δουλιά τους.
Δεν είχε ακόμα παντρευτεί, ήτανε νέος, ίσαμε εικοσιτεσσάρω χρονώ, και
όλο το μισθό του, τον έδινε στο σπήτι του για να συντηρήση τον πατέρα του, και
μια μεγάλη αδερφή του.
Πολλές φορές δίπλωνε ξαφνικά τη ’φημερίδα, την έβαζε πλάϊ του,
ακουμπούσε πάνω σ’ αυτή τον αγκώνα του, και στηρίζοντας το μάγουλό του, στην
ανοιγμένη απαλάμη του δεξιού χεριού του, βυθιζόντανε σε σκέψεις, ή έβλεπε τους ανθρώπους,
που περνούσανε μπροστά του, ανεβοκατεβαίνοντας το απέναντι πεζοδρόμιο.
Μια μέρα όταν έφυγε ένοιωσε μια χαρά μέσα του. Την άλλη μέρα, ήρτε νωρίς
στο καφενείο, και περίμενε, καρφώνοντας ακίνητα τα μάτια του, στην πόρτα, ενός μονοκατοίκητου
αντικρυνού σπητιού. Σε λίγο η πόρτα άνοιγε, ένα κορίτσι έβγαινε, σταματούσε
λίγο, ίσιαζε τα μαλλιά της και το φουστάνι της, έριχνε κατόπι βλέμματα δεξιά
και αριστερά για να δη μήπως περνά κανένα αμάξι, και ύστερα, γλίγορη, βιαστική,
περνούσε τον πλατύ δρόμο, για να στρίψη τη γωνιά του καφενείου.
Έτσι ο Ζάρκας την έβλεπε από κοντά. Φορούσε ένα μαύρο φουστάνι, κάλτσες
μαύρες, καπέλλο μαύρο, και ένα μαύρο πυκνό βέλο σκέπαζε ολόκληρο το πρόσωπό της.
Ο Ζάρκας συχνά προσπαθούσε να την κυττάξη κάτω από το βέλο της, καθώς διάβαινε
πλάϊ του, και μ’ αυτό τον τρόπο να την δη καλά. Δεν το κατόρθωνε όμως ποτέ. Μια
μέρα μονάχα που φυσούσε ένας αγέρας λίγο ορμητικός, μπόρεσε να την παρατηρήση. Και
είδε τότε ένα πρόσωπο αδύνατο, χλωμό και λυπημένο, και δυο μάτια μαύρα μεγάλα
και ήρεμα που είχανε μια έκφραση απογοήτευσης και εγκαρτέρησης. Μια λύπη του
ερχόντανε από τότε συχνά και ένα αίσθημα σεβασμού γεννήθηκε μέσ’ στη ψυχή του,
ένα ιερό και βαθύ αίσθημα πόνου και οίχτου για το μικρό αυτό κορίτσι που είχε
θυσιάσει τη ζωή του, ποιός ξέρει για ποιους…
Εκείνο που τον έκανε να την συμπαθή περισσότερο ήτανε η αδιαφορία της και
η περηφάνειά της. Δεν κοίταζε ενώ περπατούσε κανένα και κρατούσε ψηλά το κεφάλι
της. Άλλες σαν κι’ αυτή, πολλές, σκορπούσανε όποτε περνάγανε από το δρόμο
ματιές ερωτικές. Αυτή τίποτε. Ούτε γελούσε όπως η [:οι] άλλες,
ούτε παρατηρούσε αν την παρακολούθαγε κανένας από πίσω.
Μια μέρα ξαφνικά την έχασε. Ένα μεσημέρι δεν την ξανάειδε. Η πόρτα του
αντικρυνού σπητιού δεν άνοιξε καθόλου. Τα παράθυρά του μένανε κλειστά.
Κυλούσανε η [:οι] μέρες και η λύπη του που δεν
έβλεπε μεγάλωνε περισσότερο. Στο δρόμου που περπατούσε, κοίταζε τώρα, τα
κορίτσια που περνούσανε δεξιά του ή αριστερά. Ρώτηξε, και μερικούς φίλους του,
όλοι όμως του είπανε, πως δεν την γνωρίζανε καθόλου.
Ένα μεσημέρι ξαφνικά την είδε. Μια χαρά πλημμύρισε τη ψυχή του, και στο
νου του φανερωθήκανε μονομιάς μύριες σκέψεις που τον έκαναν να ζαλιστή. Την
παρακολουθούσε από πίσω τώρα για να μάθη που καθόντανε. Και όσο προχωρούσε
εκείνη τόσο αυτός παραξενευόντανε. Και δεν επίστεψε καθόλου στα μάτια του, σαν
την είδε να μπαίνη μέσ’ στην πόρτα του σπητιού που καθόντανε αυτός.
Έτρεξε και ανέβηκε τη σκάλα γλίγορα-γλίγορα. Αυτός καθόντανε στο μεσαίο
πάτωμα. αυτή πού να καθόντανε άραγε ; στο αποπάνω ή στο κάτω ;
Μόλις όμως έφτασε στην πόρτα του σπητιού του, άκουσε μια άλλη πόρτα να
κλείνεται από πάνω. Κατάλαβε, τότε, πως στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε εκείνη.
Ρώτηξε την αδελφή του αν στο αποπάνω πάτωμα καθόντανε ένα κορίτσι.
Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και του είπε πως, εδώ και δυο εβδομάδες, το αποπάνω
πάτωμα είχε νοικιαστεί από ένα κορίτσι και μια γρηά.
Έφαγε εκείνο το μεσημέρι γλίγορα-γλίγορα, ύστερα πήγε στο παράθυρο,
έβγαλε το κεφάλι του έξω, το έστριψε, κοίταξε ψηλά και δεν είδε τίποτ’ άλλο,
παρά πάτους υγρούς από κάσσες γεμάτες χώμα που στις άκριες τους κουνιούντανε
κόκκινα κι΄ άσπρα γεράνια.
Ξαφνικά άκουσε μια φωνή, ύστερα μια άλλη.
– Είσαι ψεύτρα !
– Δεν έχω σου λέγω παράδες.
Και ένας
κρότος από πόδι που χτυπιέται πάνω στο πάτωμα έφθασε στ’ αυτιά του.
Η μια φωνή ήτανε δροσερή και δυνατή, η άλλη τρέμουλη και σιγανή.
– Μ’ εκείνον πάλι…
– Χά, χά ! Εσύ μητέρα όλο αυτόν έχεις
στο νου σου…
– Θα με πεθάνης…
– Μη φοβάσαι μαμά.
– Φύγε, μη μ’ αγκαλιάζεις, φύγε. Δεν
σε πιστεύω.
– Μη πιστεύεις…
– Πόσες φορές δεν σε είδα μαζύ του…
Το βράδυ έρχεσαι αργά… Το μισθό σου, τες παράδες σου όλες, του τες δίνεις… Και
εκείνος τί είναι ;… Ένας… Ένας….
Καμμιά φωνή δεν ακούστηκε, και η σιωπή κράτησε για λίγο.
– Και ξέρεις πόσες έχει… Να !
αμέτρητες… Και αύριο θα σ’ αφίση… κι’ εσύ τί θα γίνης τότε ; Και εγώ πώς θα
ζήσω ;
Πάλι η σιωπή σκέπασε αυτά τα λόγια.
– Παιδί μου !... Δώσε μου τες
παράδες να πλερώσω το νοίκι, το φουρνιάρη, το μπακάλη… Από τώνα σπήτι μας διώξανε…
Θα μας διώξουνε και απ’ εδώ ;… Και τί θα γίνουμε ;… Μή σπαταλάς παιδί μου τες
παράδες σου… Φύλαξέ τες… Μή ντύνεσαι όπως δεν πρέπει, κρυφά… Μή φοράς καπέλλα
που δεν σου ταιριάζουνε… Μή ξενυχτάς… Λησμόνησε κι’ αυτόν και ζήσε φρόνιμα… Όπως
πρέπει σ’ ένα καλό κορίτσι…
Ο Ζάρκας περίμενε με κρατημένη την αναπνοή του, ν’ ακούση τί θα πη
εκείνη. Μια σιωπή πάλι σκέπασε τα λόγια αυτά… Ύστερα από κάμποσα λεπτά, μια
άγρια, βραχνή φωνή μπήχτηκε.
– Ντύνεσαι, έ… Φεύγεις, έ… Φύγε. Τί
είσαι μωρή…Το ξέρεις τί είσαι… Μια του δρόμου… Μια που πουλιέται… Φύγε γλίγορα
από το σπήτι μου… Σύρε να τον εύρης… Φύγε να μη σε βλέπω… Δεν σε θέλω στο σπήτι
μου. Νά ας είνε καλά τούτα… Τα βλέπεις ;… Έχουνε δύναμη ακόμα… Μπορώ να πλύνω,
να γίνω δούλα, μεσίτρα… για να ζήσω, όμως εσένα δεν σε θέλω πιά… Φύγε άτιμη…
Η φωνή αδυνάτισε και κόπηκε.
Μια πόρτα άκουσε να κλείνεται με ορμή.
Ο Ζάρκας όλος ιδρώτα, έσκυψε κάτω από το παράθυρο για να δη.
Εκείνη, που άλλοτες αγάπησε, την είδε τώρα, ίδια, όπως τότε, να περπατά,
αργά, περήφανα, αδιάφορα, ενώ από απάνω ένα κλάμμα έφθανε στ’ αυτιά του κομμένο,
αργό, θλιβερό.
Μια συγκίνησι, μια λύπη, μια αηδία γεννήθηκε μέσα του.
Έπεσε σε μια καρέκλα, έριξε το κεφάλι του ανάμεσα στα δυό του χέρια, και
σκέφθηκε, σκέφθηκε για την…
Αλεξάντρεια – Ιούλιος 1917
Πέτρος
Αλήτης
[ το
διήγημα
του Πέτρου Αλήτη (Παναγιώτη Παναγιώτου)
« Στο παράθυρο »
δημοσιεύθηκε
στο περ.
« Φοίνικας »
Καϊρινή Λογοτεχνική Έκδοση,
Κάϊρο,
Περίοδος Β΄, αριθ. 1-2,
φυλλάδια 13-14, 1918, σ. 23-28. ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
( εδώ το διήγημα δεν είναι πλήρως
δημοσιευμένο.
Έχουν υπάρξει συντμήσεις, χωρίς όμως να αλλοιώνουν
τη δομή και την πορεία της αφήγησης)
Για το πλήρες κείμενο δες
Πηγή:
Φοίνικας: καϊρινή λογοτεχνική έκδοση,
Περίοδος Β', Φυλλάδια 13-14, αριθ. 1-2 / 1918
Ηλεκτρονική δνση του
παρόντος φυλλαδίου:
© 2015 Βιβλιοθήκη και
Κέντρο Πληροφόρησης,
Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Ο Παναγώτης Παναγιώτου
χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα:
Σύλλας Βερώνιος (αρχικώς),
Πέτρος Αλήτης (μετέπειτα).
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 8 Ιουνίου 2022 : Πέτρος Αλήτης, "στο παράθυρο", διήγημα ]