Λασσάνειος Δραματικός Αγών του 1904 - Κρίσις του Λασσανείου Δραματικού Αγώνος (1904) - εισηγητής Γεώργιος Μιστριώτης

 



1904 Λασσάνειος Δραματικός Αγών

Κρίσις του Λασσανείου Δραματικού Αγώνος (του 1904)

Εισηγητής: Γεώργιος Μιστριώτης

 ( επιλεγέντα αποσπάσματα):

 

 

 

 

  Υπεβλήθησαν δε κατά τόδε το έτος [:1904] είκοσι και πέντε δράματα, εξ ών τραγωδίαι μεν δέκα και τρεις, κωμωδίαι δε δώδεκα.

 

  Αι μεν τραγωδίαι επιγράφονται:

/ - 1)  «Της Κωνσταντινουπόλεως η άλωσις»,

/ - 2)  «Οι Προδόται»,

/ - 3)  «Κωνσταντίνος ο μέγας»,

/ - 4)  «Νικηφόρος Φωκάς»,    [: (Παναγιώτης Ζάνος)]

/ - 5)  «Η σύζυγος του ληστού»,

/ - 6)  «Πατρίς, θρησκεία, τιμή»,

/ - 7)  «Μαρία η Μελισσηνή»,

/ - 8)  «Η βασίλισσα Θεοδοσία»,

/ - 9)  «Αθηναϊς»,

/ -10) «Αντωνίνα»,  [: (Πολύβιος Δημητρακόπουλος)]

/ -11) «Η πίστις»,   [: (Ιωάννης Βαρδύνης)]

/ -12) «Σκλήραινα»,  [:(Τιμολέων Αμπελάς)]

/ -13) «Σκεύω». (υποβλήθηκε στο διαγωνισμό άνευ τίτλου) [:(Ευστ. Μάνεσης)]

 

  Αι δε κωμωδίαι είναι:

/ - 1)  «Χρυσωμένος βόρβρος»,

/ - 2)  «Οι Μαλλιαροί»,

/ - 3)  «Το υπερχειλίζον ποτήριον»,

/ - 4)  «Οι Έλληνες της Ρωσσίας»,

/ - 5)  «Θέλω να γείνω δούκισσα»,

/ - 6)  «Έργον ουδέν όνειδος»,

/ - 7)  «Ο παράς»,

/ - 8)  «Το πεδίον της τιμής»,

/ - 9)  «Ο τελειόφοιτος Στεφίκος»,

/ -10) «Ο τύπος»,   [: Τάκης Κανδηλώρος],

/ -11) «Κουλουβάχατα», [: (Πολ. Δημητρακόπουλος – Γ. Πώπ)]

/ -12) «Καρηκομόωντες»,   [: (Νίκος Σκλιάς) ]

 

 

 

 

   Πάντα τα δράματα ήτο αδύνατον να αναλύσωμεν, οσηνδήποτε μακροθυμίαν και αν είχομεν, αλλά ποιούμεν την ανάλυσιν όσον οίον τε πλειόνων.

 

 

 

 

Ανάλυση των δραμάτων

 

Α. Κωμωδίαι:

 

 

«Το πεδίον της τιμής» (κωμωδία):

   Ο Παύλος Καρτέσης έχει σύζυγον καλήν, μεθ’ ής ο Ρουκέτας επιθυμεί να συνάψη σχέσεις. Επί τούτω κατά συμβουλήν του Ζοζού προκαλεί τον σύζυγον εις μονομαχίαν. Αλλ΄ αφ’ ού παρετήρησεν ότι ο Παύλος γενναίος ών συντάσσει δια των μαρτύρων αυτού πρωτόκολλον, ίνα η μονομαχία κρίνηται δια πιστολίου εξ αποστάσεως δέκα βημάτων, πειράται, όπως αποφύγη ταύτην, μέχρις ότου εκ φόβου εξήλθεν αίμα εκ της ρινός και η μονομαχία επερατώθη.

   Ο ποιητής το έργον αυτού ονομάζει κωμωδίαν, αλλά είναι μίμος, διότι στερείται πλοκής του μύθου. Γιγνώσκει όμως ακριβώς τον βίον και τους τρόπους των εκφύλων νεανίσκων, οίτινες συρρέουσιν εις τας αιθούσας των χορών, όπως δημιουργώσι κοινωνικά σκάνδαλα. Τοιούτοι είναι ο Ζαν Ρουκέτας και ο Ζοζός, ούς τεχνηέντως ηθοποιεί.

   Ει και την υπόθεσιν ταύτην επραγματεύθησαν και άλλοι κωμικοί, όμως ο ποιητής ενιαχού δεικνύει πρωτοτυπίαν.

 

 

«Ο τελειόφοιτος Στεφίκος» κωμωδία.  

   Ο Στεφίκος ήτο υιός του Μαστίχη και της Ευρυδίκης, γυναικός νευρικής και κούφης. Ανέθρεψε δε τον υιόν αυτής οκνηρόν και φίλον των διασκεδάσεων. Ήτο μεν φοιτητής, αλλά ουδέποτε εμελέτα, μέχρις ότου έμαθεν, ότι η κυρία Αργυρίου πρόκειται να μνηστεύση την θυγατέραν αυτής Ελπινίκην μετά το νέου ιατρού Αριστοτέλους άρτι επανελθόντος εκ Παρισίων. Επειδή δ’ ο οκνηρός φοιτητής ηγάπα την Ελπινίκην, υπισχνείται να δώση ταχέως εξετάσεις, αν προτιμηθή εν τη μνηστεία, όπερ και γίνεται. Κατά συμβουλήν δε του φίλου Μαστραπάκη φοιτά εις νομικόν φροντιστήριον, αλλ’ εκεί συνάπτει ερωτικάς σχέσεις μετά της φοιτητρίας Ιουλίας, ήτις πρότερον ήτο ράπτρια. Ταύτην δ’ υπισχνείται να λάβη σύζυγον. Κατά τινα όμως επίσκεψιν της πρώην ραπτρίας προς την Ελπινίκην ανακαλύπτεται, ότι ο Στεφίκος έδιδεν υποσχέσεις γάμου εκατέρα, όπερ διεγείρει την αγανάκτησιν αμφοτέρων.

   Εν τω μεταξύ ο επίδοξος γαμβρός εξετασθείς αποτυγχάνει, όπερ ρίπτει την Ευρυδίκην εις λύπην αμύθητον. Δεν αρκεί τούτο, αλλά γίνεται και γνωστόν, ότι η μεν Ελπινίκη εμνηστεύσατο τον Αριστοτέλη, η δε Ιουλία μαθούσα την προδοσίαν δεν στέργει να λάβη τον προδότην σύζυγον.

    Ο σκοπός του ποιητού είναι ηθικός, διότι τιμωρεί τον οκνηρόν και άσωτον φοιτητήν. Ευφυώς δ’ υποδεικνύει και την παιδαγώγησιν της μητρός, δι’ ήν εγένετο τοιούτος.

  Οφείλομεν δε να ομολογήσωμεν, ότι ο ποιητής και γνώστης της γλώσσης είναι και ευρυθμίαν εν τοις μέτροις έχει. Τινές των σκηνών αυτού έχουσιν ουχί ολίγον κωμικόν άλας, ως εκεί, ένθα ο Μαστραπάκης πειράται, όπως δικαιολογήση την αποτυχίαν του Στεφάνου.

 

 

«Παράς» κωμωδία εις πράξεις τρεις.

   Η χήρα Πολυξένη έπεισε την θυγατέρα αυτής Μαίρην, όπως λάβη σύζυγον τον χυδαίον μεν γέροντα Παπαχριστοδουλόπουλον, αλλά πλούσιον.

   Προς την ανάρμοστον αυτήν σύζευξιν ο θείος της Μαύρης Ευθύφρων εποίησε μακράς και συνετάς παρατηρήσεις και προς τον επίδοξον γαμβρόν και προς την νύμφην, αλλ‘ αντί ευγνωμοσύνης έλαβεν ύβρεις και εκτήσατο δυσμένειαν. Ο Ευθύφρων επεθύμει, ίνα η Μαίρη λάβη σύζυγον τον πένητα νέον Αριστείδην, αλλ’ η πρότασις αυτού απερρίφθη.

   Ούτω συνετελέσθη ο γάμος του γέροντος μετά της νέας και τούτου συντελεσθέντος ευρίσκομεν τους εγγάμους ερίζοντας. διότι ο μεν γέρων ήτο φιλάργυρος και ζηλότυπος, η δε νέα σύζυγος σπάταλος και φιλάρεσκος. Ταύτα διήγειρον την οργήν του γέροντος, όστις διεπληκτίσθη προς την πενθεράν και την νύμφην.

   Αι έριδες εγίνοντο γνωσταί δια της θεραπαινίδος Σοφίας εις την κοινωνίαν και ο γέρων κατέστη γελοίος. Ο φρεονολόγος ιατρός Κυθήριος απεφάνθη, ότι ο Παπαχριστοδουλόπουλος ήτο παράφρων, αφ’ ότου ενυμφεύθη.

   Εν τέλει ο γέρων αποφασίζει χάριν του διαζυγίου να προσενέγκη την προγαμιαίαν δωρεάν των διακοσίων χιλιάδων δραχμών τω Αριστείδη, όστις αγαπά την Μαίρην, και διαζευχθεύσαν επιθυμεί να λάβη σύζυγον, αλλά ο Αριστείδης δεν δέχεται την δωρεάν. Μετά την ομολογίαν ταύτην ο θείος Ευθύφρων προικίζει την Μαίρην δι’ ολοκλήρου της περιουσίας αυτού.

 

   Ο ποιητής καταδεικνύει τας ολεθρίας των αναρμόστων γάμων συνεπείας, οίτινες συνάπτονται εκ της δίψης προς πλούτον. Ο πλούτος όμως γίνεται όργανον πολυτελείας και διαφθοράς και είναι το έσχατον αγαθόν.

   Η πλοκή του μύθου δεν είναι μεν πολύ πεπλεγμένη, αλλ’ ουχί και κακή. Αλλ’ η υπόθεσις είναι τετριμμένη και δια τούτο δεν θέλει ποιήσει ζωηράν αίσθησιν εν τω θεάτρω. Εν τη κωμωδία υπάρχουσι μεν πολλαί ευφυολογίαι, αλλά το κωμικόν άλας μετά γλισχρότητος ερρίφθη.

 

 

 

«Ο Τύπος» κωμωδία σύγχρονος εις πράξεις τρεις. [:(Τάκης Κανδηλώρος)].

   Ο ομογενής Ελπίδης επί μακρόν χρόνον εις Αλεξάνδρειαν αποδημήσας και εκεί πλούσιος γενόμενος επανέρχεται εις Αθήνας μετά της θυγατρός αυτού Ξένης και επισκέπτεται τα δημοσιογραφικά γραφεία του παλαιού φίλου Μουρμούρη, ιδιοκτήτου της «Φήμης», ήν διευθύνει ο υιός Αλκιβιάδης.

   Εν τοις ειρημένοις γραφείοις εξελίσσονται πολλαί κωμικαί σκηναί είτε υπό των συντακτών, ως του ωραιογράφου Κυπαρίσσου, του ευθυμογράφου Φαίδρου, είτε υπό των πευθήνων [(:ρεπόρτερ)], Τρεχάλα, Λαγωνίκα, Σβουντούρη και Δρομήλου.

   Η δε γυνή του Μουρμούρη Ευλαλία συνέλαβε το σχέδιον, ίνα συζεύξη τον υιόν αυτής Αλκιβιάδην μετά της θυγατρός του Ελπίδου και επιρρώση τα οικονομικά της «Φήμης» δια των διακοσίων χιλιάδων δραχμων, δι’ ών ο ομογενής διενοείτο, όπως ιδρύση νέαν εφημερίδα. 

  Φοβούμενη όμως η Ευλαλία, μη η επί των γυναικείων θεμάτων Ανθή προδώση τας ερωτικάς αυτής σχέσης προς τον Αλκιβιάδην, συνεβούλευσε τούτω, ίνα προαγάγη τον πατέραν αυτής Τσαχπίνην.

   Ο Ελπίδης όμως μη επιδοκιμάζων τον νεώτερον τρόπον της δημοσιογραφίας, όν επιτηδεύεται ο αμαθής Αλκιβιάδης, αλλά τον αρχαιότερον του Δρόσου, όστις είναι λόγιος και χρηστός άνθρωπος και διαχειριστής της «Φήμης», αποφασίζει ίνα τούτω αναθέση την διεύθυνσιν της νέας εφημερίδος. Η δε θυγάτηρ τούτου Ξένη εκλέγει αυτόν ως μέλλοντα σύζυγον.

 

  Ο το έργον τούτο γράψας, όστις φαίνεται λόγιος και φιλόπατρις ανήρ, δεν σκοπεί, όπως εξονειδίση τον Ελληνικόν τύπον, αλλά μόνον, όπως βελτιώση αυτόν.

 

 

 

«Κουλουβάχατα» κωμωδία εις πράξεις τρεις (εν πεζώ λόγω). [:(Πολύβιος Δημητρακόπουλος – Γεώργιος Πωπ)].

    Ο τραπεζίτης Παύλος Ξεφτέρης είχεν εν Αλεξανδρεία ερωτικάς σχέσεις μετά της κυρίας Βαρελέκη, συζύγου του Χαλάρη. Αύτη ερίσασα προς τον άνδρα και εις Αθήνας ελθούσα ανεζήτησε τον εραστήν, όστις έπεμψεν αυτήν εις τα λουτρά της Κυλλήνης όπως εκεί πείση αυτήν, ίνα μη διεγείρη σκάνδαλον, διότι αυτός ήδη ενυμφεύθη λαβών σύζυγον την Μαρήν. Ταύτη όμως είπεν, ότι θέλει απέλθει εις το Λουτράκι προς θεραπείαν των νεφρών και προς εξαπάτησιν της συζύγου έδωκε τω συνεταίρω Μηνά επιστολάς, ίνα εκάστην τούτων πέμπη ταχυδρομικώς ανά δύο ημέρας.

   Ο Μηνάς όμως δίδει ταύτας τω φαύλω ιατρώ Μιχαλάκη, όστις θελήσας να συνάψη ερωτικάς σχέσεις μετά της Μαρής αποκαλύπτει την απάτην του ανδρός.

   Ταύτα μαθούσα η Μαρή απέρχεται εις την Κυλλήνην, ένθα είχεν αφιχθή και ο Χαλάρης αναζητών την γυναίκα του. Ενταύθα η υπόθεσις περιπλεχθείσα ελύθη δια των σχεδίων του πονηρού Μηνά, όστις έπεισε την Μαρήν, ότι αυτός και ουχί ο Παύλος είχε σχέσεις προς την κυρίαν Χαλάρη. Ούτως ένθεν μεν ο Χαλάρης και η σύζυγος αυτού συνεφιλιώθησαν, ένθεν δ’ ο Παύλος μετά της Μαρής.

 

   Το έργον δεν είναι μίμος, ως ίσως υπέλαβεν ο ποιητής, αλλά κωμωδία, διότι έχει πλοκήν μύθου λίαν τεχνικήν, ήτις αποκαλύπτεται εν ταις περιπετείαις και ταις αναγνωρίσεσι.

   Άξια επαίνου είναι και η ζωηρότης, ήτις διήκει εξ αρχής μέχρι τέλους της κωμωδίας. Κωμικόν δ’ άλας είναι επικεχυμένον ου μόνον εν τη κυρία υποθέσει, αλλά και εν τοις επεισοδίοις, άπερ είναι μεν πολλά, αλλά συνδέονται αρρήκτως μετά του πυρήνος του μύθου.

  Αν η κωμωδία διδαχθή εν τω θεάτρω, θέλει διεγείρει αδιάπτωτον την προσοχήν των θεατών.

  Ο έρως, δι’ όν το σκάνδαλον, είναι μεν ανόσιος, αλλ’ ο θεατής θέλει επαινέσει τον ηθικόν χαρακτήραν της Μαρής και θέλει εκτιμήσει την αγαθήν του ποιητού πρόθεσιν, όπως κολάση την κακοήθειαν.

   Η κωμωδία εγράφη εν πεζώ λόγω.

   Η κριτική επιτροπεία διστάζει να βραβεύση έργα άνευ μέτρου, διότι του φραγμού του μέτρου αιρομένου θέλουσι κατέλθει εις τον αγώνα πολλοί αυτοσχέδιοι ευφυολόγοι, οίτινες θέλουσιν εξαντλήσει την μακροθυμίαν των κριτών.

  Αλλ’ ει και ήδε η κωμωδία στερείται του μέτρου, όμως έχει πολλάς αρετάς αξίας επαίνου.

 

 

 

 

 

 

                 

 

 

 

 

«Καρηκομόωντες», κωμωδία. [:(Νίκος Σκλιάς)].

   Η σκηνή υπόκειται εν Μενιδίω, ένθε είχε διορισθή διδάσκαλος της κώμης ο αγράμματος ήρως της πλατείας των ηρώων Λυσσέας. Διότι ο Ψυχάρης, τμηματάρχης του υπουργείου της Παιδείας γενόμενος διώρισε τούτον διδάσκαλον, όστις κατά την μέθοδον αυτού διδάσκει τους παίδας των Αχαρνέων, εξ ών απαρτίζεται ο χορός.

   Κατά τας εξετάσεις έρχεται εις το σχολείον ο τμηματάρχης και επί τη ευκαιρία ταύτη ο διδάσκαλος Λυσσέας επιθυμεί να συζευχθή την θυγατέρα του Αχαρνέως Θύμιου, αλλ’ ο Ψυχάρης αποκρούει ταύτην, διότι διαλέγεται εν τη εθνική γλώσση [:(καθαρεύουσα)]. Εντεύθεν εγείρεται δεινή έρις του Ψυχάρη προς την Ελένην, ανθ’ ής προτιμά την Ζαφείρων.  

  Παρά ταύτης και παρά των άλλων Αχαρνέων ο τμηματάρχης λαμβάνει σημειώσεις βαρβαρικών λέξεων [:(λέξεις σε δημοτική)]. Οργίζεται δ’ ο Ψυχάρης ακούσας, ότι και η γραία Μαριωρή διαλέγεται εν τη εθνική γλώσση [:(καθαρεύουσα)].

   Μετά τας σκηνάς περί γάμου άρχονται αι εξετάσεις κατά την γλώσσαν του Ψυχάρη και του Λυσσέα.

   Μετά τας εξετάσεις ο Ψυχάρης επιθυμεί ν’ αγορεύση εν τη χυδαία γλώσση [:(δημοτική)], αλλ’ ο Αχαρνεύς Θύμιος ποιεί την παρατήρησιν, ότι η γλώσσα η Ελληνική δεν αρμόζει εις τον Ευρωπαϊκόν ιματισμόν. Ο Ψυχάρης μετά τινα δισταγμόν αποφασίζει, ίνα περιβληθή συγχόνως φουστανέλλαν και βράκαν.

  Εν τέλει ο Λοξιάδης ελέγχει αυστηρώς τον Ψυχάρην και τους οπαδούς αυτού.

 

 

   Η πλοκή του μύθου είναι  απλή, αλλά τούτο δεν καταλογίζωμεν ως σπουδαίον αμάρτημα, διότι και η Αριστοφάνειος κωμωδία κατά τούτο δεν διαπρέπει.

   Οι ποιηταί της Μέσης και της Νέας κωμωδίας έπλεκον τους μύθους στερεώς. Και ο ημέτερος ποιητής, όστις κατά πάντα μιμείται τον Αριστοφάνη, δεν έχει μεν πεπλεγμένον μύθον, αλλ’ αι σκηναί διηγείρουσι πολύν γέλωτα και η αντίθεσις των χαρακτήρων είναι λίαν τεχνική.

   Πλην της γλώσσης ο ποιητής της κωμωδίας έχει μεγίστην ευχέρειαν προς την στιχουργίαν, γνώσιν των χαρακτήρων, πείραν του κόσμου και την κρίσιν, όπως διακρίνη το ωφέλιμον από του βλαβερού.  

 

 

 

 

          

 

 

Β. Τραγωδίαι.

 

 

Η «Βασίλισσα Θεοδοσία» τραγωδία.

   Λέων ο Ε’ αυτοκράτωρ του Βυζαντίου συλλαβών τον στρατηγόν Μιχαήλ Τραυλόν ως συνωμότην καταδικάζει τούτον εις θάνατον. Αλλ’ η βασίλισσα Θεοδοσία πείθει αυτόν, ίνα αναβάλη την θανατικήν εκτέλεσιν, και κατά την νύκτα, ήτις ήτο η της του Χριστού γεννήσεως, εισέρχεται εις την ειρκτήν, διότι προ του γάμου αυτής είχε συμπάθειαν προς τον στρατηγόν. Εισελθούσα δ’ η βασίλισσα λέγει αυτώ, ότι ανέβαλε την θανατικήν εκτέλεσιν, και παρακαλεί τον δεσμώτην, όπως αιτήση συγγνώμην παρά του βασιλέως.

   Ο Μιχαήλ Τραυλός υποκρίνεται, ότι πείθεται, και δια ταύτης πέμπει επιστολήν τοις συνωμόταις, ούς παροτρύνει εις δολοφονίαν του βασιλέως, όν όντως φονεύουσιν εν τω ναώ μετημφιεσμένοι ως ιερείς.

   Τούτο μαθούσα η βασίλισσα και έχουσα συνείδησιν, ότι εγένετο αιτία του θανάτου του βασιλέως, δεν δέχεται να γείνη σύνθρονος του δολοφόνου. Η Θεοδοσία λαβούσα το ξίφος του παρόντος αξιωματικού αυτοκτονεί.

 

   Δεν κακίζομεν τον ποιητήν, ότι μετέβαλε την ιστορίαν, όπως η τραγωδία αυτού έχη κάθαρσιν. Εν τη ιστορία η Θεοδοσία γίνεται μοναχή.

   Η τραγωδία αύτη έχει και πλοκήν του μύθου στερεάν και ήθη κατά το πλείστον χρηστά πλην του Ευτυχίου, όστις θέλων να νυμφευθή την ανεψιάν της Θεοδοσίας Αγνήν και ευρίσκων αντίδρασιν παρά ταύτη εγένετο κατάσκοπος της βασιλίσσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

«Μαρία η Μελισσηνή», τραγωδία εις πράξεις τέσσαρας.

   Η ηρωϊς του δράματος, η χήρα Μαρία, το μεν γένος ήτο Μελισσηνή, σύζυγος δ’ Αντωνίου του πρώτου δουκός των Αθηνών. Επειδή δ’ αύτη είχε κεκρυμμένους πολλούς θησαυρούς, εβουλεύθησαν οι νέοι δούκες, ο Νέριος Β΄ και η σύζυγος αυτού Κιάρα, ίνα εξαπατήσωσιν αυτήν και λάβωσιν αυτούς επί υποσχέσει γάμου. 

    Η χήρα πεισθείσα παρέδωκε τους θησαυρούς τω Νερίω, όν ηγάπα, εν ώ ο πατήρ ταύτης Λέων Μελισσηνός απέτρεπεν αυτήν από του ανοσίου προς τον Νέριον έρωτος. Διότι ταύτην ήθελε να λάβη σύζυγον Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, ο βραδύτερον αυτοκράτωρ γενόμενος, και οι θησαυροί ήσαν αναγκαίοι προς τον μελετώμενον πόλεμον κατά των Τούρκων.

   Επειδή όμως η Μελισσηνή ενέμενε τω έρωτι, καταράται αυτή και ο πατήρ και ο Παλαιολόγος.

   Ο Νέριος το κατ’ αρχάς ήθελε να εξαπατήση την Μαρίαν, αλλ’ η μεγαλοφροσύνη ταύτης προσείλκυσε την αγάπην του δουκός, δι’ ό η Κιάρα μετά του φαύλου Ενετού Κονταρίνη επειράθη, όπως δηλητηριάση τον Νέριον.

   Αλλ’ ο Νέριος ανακαλύψας την απόπειραν εξαναγκάζη τη βδελυράν σύζυγόν του, ίνα αυτή πίη τον οίνον τον περιέχοντα το δηλητήριον.

   Εν τη κρισιμωτάτη όμως στιγμή εμφανίζονται ο πατήρ της Μαρίας της Μελισσηνής και ο Παλαιολόγος, οίτινες ελέγχουσι πικρώς την προδούσαν τους θησαυρούς και το Ελληνικόν γένος. διότι δια των θησαυρών των προδοθέντων τω Νερίω εματαιώθησαν τα σχέδια του Κωνσταντίνου και ηττήθη εν Βάρνη ο Ουνιάδης. Ένεκα των φοβερών ελέγχων η Μελισσηνή λαβούσα εκ της χειρός της Κιάρας το δηλητήριον θνήσκει.

 

 

   Ηρωϊς του δράματος είναι η Μαρία Μελισσηνή, ήτις δια τον έρωτα αυτής προς τον Νέριον και δια την προδοσίαν του γένους τιμωρείται. Δια δε της τιμωρίας επέρχεται και η κάθαρσις. Ως θυγάτηρ του Λέοντος δεν στερείται αγάπης προς την πατρίδα, αλλ’ απέβαλε το θάρρος και εγένετο άπελπις.

   Άριστα εποίησεν ο ημέτερος τραγικός καταδείξας, ότι ο απελπισμός άγει εις προδοσίαν και εις τον θάνατον.

   Η Μελισσηνή λοιπόν τιμωρείται δικαίως, αλλ’ η βδελυρά Κιάρα και ο μοχθηρός Κονταρίνης μένουσιν ατιμώρητοι.

   Ο χαρακτήρ του Νερίου είναι ανώμαλος, διότι ούτος το πρώτον ενεργεί, όπως εξαπατήση την Μαρίαν, αλλ’ υπό της μεγαλοφροσύνης αυτής ένθους γενόμενος αγαπά αυτήν και βδελύσσεται την γυναίκα του Κιάραν. Τούτο δεν θεωρούμεν αμάρτημα, διότι δύναται να υπάρξη και ανώμαλον ήθος. Είναι όμως αμάρτημα, ότι η Μελισσηνή θνήσκει, αλλ’ ουδενός την συμπάθειαν δύναται ν’ ελκύση ουδ’ αυτού του πατρός διότι προύδωκε την εαυτής πατρίδα. Ότι δ’ η Κιάρα εμπορεύεται τον εαυτής σύζυγον, είναι βδελυρόν.

 

 

 

«Πατρίς, θρησκεία, τιμή» τραγωδία εις πράξεις τρεις.  

   Ο Θύμιος ήτο κλέφτης και αδελφοποιτός του Κωνσταντή έχοντος καλήν σύζυγον την Φροσύνην. Επειδή δ’ ο Κωνσταντής εξηφανίσθη, ο Θύμιος εκ παντός τρόπου επειράτο, όπως λάβη σύζυγον την χήραν. Αύτη όμως πάντοτε ελπίζουσα να επανίδη τον άνδρα της, έχουσα τέκνα και μη θέλουσα να παραβή τους όρκους, δι’ ών οι δύο κλέφται εγένοντο αδελφοποιτοί, εκ παντοίους τρόπους απέκρουε τας προτάσεις του υπό μανιώδους έρωτος κατεχομένου κλέφτου Θύμιου.

   Αφ’ ού δ’ ο Θύμιος εξήντλησε πάντα τρόπον, όπως πεισθή η ωραία χήρα Φροσύνη, και απέτυχεν, εγένετο προδότης του υιού αυτής Φώτου τοις Τούρκοις, οίτινες κατά τας ημέρας ταύτας εποίουν παιδομάζωμα.

   Οι Τούρκοι όμως μετά του Θύμιου συλλαμβάνονται υπό των κλεφτών και ο προδότης πρόκειται να φονευθή υπό του αρχηγού, αλλ’ ούτος αυτοκτονεί.

 

   Η μικρά αύτη τραγωδία έχει πολλάς αρετάς, διότι ο ποιητής γιγνώσκει καλώς τον αγροτικόν βίον και τα των κλεφτών και εμπνέεται υπό ευγενών αισθημάτων προς την πατρίδα, την θρησκείαν και την τιμήν.

   Τα πρόσωπα αυτού είναι αφελή μεν, αλλά κατεχόμενα υπό ηθικών ιδεών.

   Ο ποιητής ηδύνατο να επεκτείνη τον μύθον, διότι ήτο εύκολον να προσθέση και αναγνώρισιν της Φροσύνης και του Κωνσταντή, όπερ ήθελε βραβεύσει την χρηστότητα της χήρας.

   Η γλώσσα είναι σχεδόν άμεμπτος και ο ρυθμός ρέει ευκόλως.

 

 

 

«Η Πίστις», τραγωδία εις πράξεις πέντε.

   Κατά τας παραμονάς της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο αρχηγός των κλεφτών Αχιλλεύς είχεν ελευθερώσει την Ασπασίαν, την θυγατέρα του πλουσίου Γεωργίου, ήν βραδύτερον ιδών εν τινι μονή, εν ή εφοίτων οι κλέφται, ηγάπησε περιπαθώς. Ταύτη ο Αχιλλεύς έδωκεν δακτύλιον, όπερ ως σύμβολον της μνηστείας η Ασπασία διεφύλαττεν.

   Αλλ’ ο πλούσιος ξένος Ρογέρος αγαπήσας την Ασπασίαν έπεισε δι’ αργυρίου τον σκληρόν και φιλοχρήματον Οθωμανόν Αζίζ, ίνα φυλακίση τον πατέρα της Ασπασίας Γεώργιον και φονεύση αυτόν, αν μη συγκατανεύση η θυγάτηρ, ίνα συζευχθή τω Ρογέρω.

   Η Ασπασία αγαπώσα τον πατέρα συγκατένευσε μεν και έπεμψε τω μνηστήρι τον δακτύλιον, αλλά μετανοήσασα εγένετο άπελπις και μελαγχολική. Η Ασπασία εν τω απελπισμώ αποφασίζει ίνα αυτοκτονήση και όντως επιχέει εις ύδωρ δηλητήριον, όπερ λαμβάνει κατά την ημέραν του γάμου. Τούτο εννοήσας ο Ρογέρος και απεριφράστως ομολογήσας την βδελυράν αυτού δολοπλοκίαν λαμβάνει το υπόλοιπον του δηλητηρίου.

   Αλλ’ ο Αχιλλεύς λαβών το δακτύλιον  και οργισθείς κατά της μνηστής έρχεται κατά την στιγμήν του θανάτου αυτής και μαθών την αγνότητα και παρ’ αυτής και παρά του Ρογέρου περιπτύσσεται την Ασπασίαν, τιμά την πίστιν και ολοφύρεται δια τον θάνατον αυτής. Προβαίνει δ’ η λύπη αυτού επί τοσούτον, ώστε βουλεύεται, ίνα αυτοκτονήση, αλλ’ ο μοναχός Σωτήριος αποτρέπει αυτόν, διότι προετοιμάζει αυτώ τάφον ένδοξον εν τω αγώνι της ανεξαρτησίας της Ελλάδος.

 

   Αν ο μύθος είχεν, ως περιελάβομεν αυτόν, ήθελεν είναι κάλλιστον προϊόν του ημετέρου αγώνος. Αλλ’ ο ποιητής παρενέβαλε και αλλοτρίαν της υποθέσεως ύλην, ήτις δεν ωφελεί, αλλά βλάπτει την τραγωδίαν, ως η αιχμαλωσία του Αζίζ υπό του Αχιλλέως και η απελευθέρωσις της Ελένης. Τοιαύται σκηναί υπάρχουσι και άλλαι, αίτινες ως παρέλκουσαι ηδύναντο να λείπωσι, αλλ’ η απόσβεσις αυτών δεν είναι δύσκολος.

   Ο πυρήν όμως της υποθέσεως είναι καλώς πεπλεγμένος, και η πλοκή αλλαχού διεγείρει την συγκίνησιν του θεατού, ως εκεί, ένθα η Ασπασία τίθεται εν τω διλήμματι να απορρίψη τον μετά του Ρογέρου γάμον και ανεχθή τον φόνον του πατρός ή να παραβή τον προς τον Αχιλλέα όρκον και πνίξη τον πόθον της καρδίας.

   Η δηλητηρίασις όμως της ηρωίδος δεν ήτο αναγκαία, διότι ήρκει η τιμωρία του αθλίου Ρογέρου. Παρέβη μεν αύτη την προς τον Αχιλλέα υπόσχεσιν, αλλά χάριν υψηλοτέρου σκοπού. Δεν επαινούμεν την αυτοκτονίαν της χρηστής Ασπασίας, διότι η ποίησις δεν πρέπει να ενθαρρύνη τους αυτοκτόνους, οίτινες υβρίζουσιν αυτόν τον δημιουργόν, όστις κατά τον θείον Πλάτωνα έθηκεν την ψυχήν εν τω σώματι ως εν φυλακή.

   Τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι ευγενή πλην του Αζίζ και του Ρογέρου. Ο Ρογέρος προς πολλοίς άλλοις λέγει:

« Εγώ ουδέν πιστεύω, υποκρίνομαι,

   πατρίδα δεν γνωρίζω ουδ’ ηγάπησα,

   αλλ’ ότ’ οι οφθαλμοί μου απεθαύμασαν

   την νέαν ταύτην, ώ σφοδρά συγκίνησις !

   συνεταράχθην, είπον της καρδίας μου

   η δέσποινα ιδού, έκτοτε σύρομαι

   περίξ αυτής και σαίνω. Είμ’ εγώ μηδέν,

   όταν δεν είμαι πάθος … »

 

   Ο Αχιλλεύς όμως πράττει έργα δυσκολώτατα, διότι εισέρχεται εις την οικίαν του Αζίζ και εις τα τείχη της Τριπόλεως, εν ώ ο ποιητής δεν εφρόντισεν, ίνα υποδείξη τοις θεαταίς τους τρόπους, δι’ ών υπερενίκησε τους κινδύνους.

   Ο ποιητής έχει μεγάλην δύναμιν εν τη γλώσση, ει και ενιαχού αμαρτάνει. Η δε παρασκευαζομένη επανάστασις ομοιάζει προς την ροδοδάκτυλον Ηώ, ήτις υπαυγάζει και φροντίζει τα δρώντα πρόσωπα.

 

 

 

«Αντωνίνα», τραγωδία εις πράξεις τρεις. [:(Πολύβιος Δημητρακόπουλος)]

   Ο Υπάτιος έχων ερωτικάς σχέσεις μετά Αντωνίνας της συζύγου του μεγαλωνύμου στρατηγού Βελισσαρίου εσυκοφάντησεν τον Βελισσάριον ως συνωμότην κατά του βασιλέως Ιουστινιανού. Τούτον κατεδίκασαν τέσσαρες συγκλητικοί, αλλά κατά την δίκην απρόσκλητος εμφανισθείσα η Αντωνίνα φονεύει τον εραστήν και συκοφάντην, όστις κατά την  τελευταίαν στιγμήν ωμολόγησε την συκοφαντίαν.

   Εν τη τρίτη σκηνή ευρίσκομεν τον γενναίον στρατηγόν Βελισσάριον τυλφόν και επαιτούντα, ότε έρχεται ο Ιουστινιανός βαρείαν την τύψιν της συνειδήσεως αισθανόμενος. Προς ανακούφισιν της συνειδήσεως ο Ιουστινιανός ως άγνωστος προσφέρει τω τυφλώ στρατηγώ σακκίδιον χρυσών νομισμάτων, αλλ’ ο Βελισσάριος δια της νεάνιδος οδηγού επιστρέφει αυτώ επιλέγων:

 « Δος εις τον άνδρα τον χρυσόν εκ νέου και προχώρει.

    Ίσως τον έκρινα κακώς. πλην όταν κρίνεταί τις  

    κακώς, αν ο κριτής αυτού ήναι τυφλός επαίτης,

    η κρίσις είν’ ασήμαντος και γέλως της προσήκει,

    αλλ’ όταν ο κριτής αυτού εν επισήμω δίκη

    τυφλός τυγχάνη βασιλεύς, το πράγμα διαφέρει.

    Και όμως, άνθρωπε, φοβού πλειότερον τον νόμον,

    οπόταν εξασκή αυτόν ο δικαστής των δρόμων,

    διότι ούτος κάποτε με τας ιδίας χείρας,

    κ’ εδίκασε κ’ εξέσχισε βασιλικάς πορφύρας ! »     

   Εν τέλει εμφανίζεται η Αντωνίνα, ήτις φυγούσα εκ της ειρκτής περιθάλπει τον επαίτην Βελισσάριον.         

 

 

  Επαινούμεν τον ποιητήν δια την εκλογήν της υποθέσεως, διότι όντως η καταδίκη του μεγαλωνύμου στρατηγού Βελισσαρίου είναι δραματική.

   Η Αντωνίνα επιδεικνύει ηρωϊκόν θάρρος φονεύουσα τον συκοφάντην Υπάτιον, αλλά δεν δύναται να διεγείρη και συμπάθειαν άτε προδούσα τον σύζυγον. Άριστα δ’ εποίησεν ο ημέτερος τραγικός, ότι δεν παρενέβαλε τα αίσχη ταύτης, όσα περιγράφονται εν τοις Ανεκδότοις,  άπερ καθ’ ημάς κακώς αποδίδονται τω μεγάλω ιστορικώ Προκοπίω. διότι είναι έργον αντιζήλου του ιστορικού.

 

   Η μεγάλη υπόθεσις απήτει μεγαλοπρεπεστέρας σκηνάς και μείζονα επεξεργασίαν.

   Πλην της εξάρσεως ο ποιητής του Βελισσαρίου έχει ουχί ευκαταφρόνητον γνωμολογίαν, ικανήν πείραν του κόσμου και των θεατρικών και ευχέρειαν περί το στιχουργείν.

 

 

 

«Αθηναϊς», τραγωδία εις πράξεις τέσσαρας.

   Ταύτην οι κριταί αναγνόντες εύρον εν αυτή αρετάς, αλλά δεν δύνανται να λάβωσιν υπ’ όψει. διότι η τραγωδία εδιδάχθη εν τω θεάτρω και άρα εδημοσιεύθη το όνομα του ποιητού, εν ώ η επιτροπεία κρίνει δράματα, ων τους ποιητάς αγνοεί. Ει μη τούτο συνέβαινεν, ο δαφνοστεφής ποιητής κ. Ιωάννης Καλοστύπης ηδύνατο να αμφισβητήση τον άθλον.

         

 

[ σημείωση:

Μετά την ανάγνωσιν της εκθέσεως εγγράφη, ότι ποιητής δεν είναι εκείνος, όν είκασεν η αγωνόδικος επιτροπεία.

   Η τραγωδία δια τινας αρετάς όντως ηδύνατο να διαμφισβητήση τον άθλον, τούτο όμως δεν δηλοί, ότι πάντως έπρεπε να βραβευθή. η δραματική γλώσσα αυτής ενιαχού καταπίπτει εις επικήν, το λεκτικόν είναι ανώμαλον, η λύσις ημαρτημένη και η κάθαρσις κακή. διότι αφ’ ού ο ποιητής έλυσε τον μύθον κακώς δια της εξορίας της αθώας Αθηναϊδος και του θριάμβου της φαύλης Πουλχερίας, κατά το τέλος άρχεται δευτέρα πλοκή του μύθου και λύεται δια του καλουμένου από μηχανής θεού, δηλαδή η Αθηναϊς αποβαλούσα το μέλαν της μοναχής περιβάλαιον (:περιβάλλον) εμφανίζεται ως βασίλισσα (!) και θνήσκει. Αλλ’ η Αθηναϊς δεν ήτο έτι βασίλισσα και δεν ηδύνατο να αναστείλη την παράδοσιν της θυγατρός αυτής, ήν εξήτει ο ο αυτοκράτωρ, όπως μη περιέλθη εις πόλεμον προς τον βασιλέα των Βανδάλων.

   Άλλως και μετά την εμφάνισιν του νέου ποιητού η αγωνόδικος επιτροπεία δεν επλανήθη, διότι εξακολουθεί να ήναι ποιητής ο κ. Καλοστύπης, όστις διέπλασε τον μύθον, τους χαρακτήρας και τα σπουδαιότερα του δράματος μέρη.

   Πολύ πιθανόν, ότι εν τισι μέρεσι υπάρχει διαφορά, αλλά τούτο είναι διασκευή της τραγωδίας του κ. Καλοστύπη. Τας μικράς διαφοράς η αγωνόδικος επιτροπεία δεν ηδύνατο να κρίνη. διότι η δημοσίευσις της Αθηναϊδος του κ. Καλοστύπη δεν εγένετο δια του τύπου, αλλά δια του θεάτρου, όπερ σημαίνει, ότι δεν είχεν υπ’ όψει κείμενον.  

   Επί πάσι τούτοις είναι λίαν παράδοξον, ότι η υποβληθείσα τραγωδία έχει πάσας τας αρετάς και τας ελλείψεις, όσας άλλοτε εύρομεν εν ταις τραγωδίαις του ειρημένου ποιητού και έτι μάλλον παράδοξον, ότι το χειρόγραφον είναι πολύ παλαιόν και το όνομα του ποιητού κεκομμένον, όπερ υποδεικνύει μάλλον έργον αρχαίον ή νεώτερον.

   Οπωσδήποτε ο ως ποιητής εμφανιζόμενος είναι διασκευαστής και η τραγωδία κατά το κύριον αυτής μέρος διαμένει ως έργον εκείνου [:(του Ιωάννη Καλοστύπη)], όν είκασεν η επιτροπεία.  ]   

 

 

 

«Η Σκλήραινα», τραγωδία εις πράξεις τρεις. [:(Τιμολέων Αμπελάς)].

   Ο αυτοκράτωρ του Βυζαντίου Κωνσταντίνος ο Μονομάχος έχων παρήλικα γυναίκα την προρφυρογέννητον Ζωήν έτρεφεν έρωτα προς την Σκλήραιναν, την έλκουσαν το γένος εκ του επιφανούς οίκου των Σκληρών. Ο δ’ έρως ανέφλεγε την ζηλοτυπίαν της βασιλίσσης, ήτις ερραδιούργει και εν τοις ανακτόροις και εν τω Ιπποδρομίω. Δια τούτο το κράτος εκινδύνευε και δια τας εσωτερικάς στάσεις, άς η Ζωή ανέφλεγε δια του Μιχαήλ Αλυάττου, και δια τας επιδρομάς των πολεμίων.

    Την δεινήν του κράτους θέσιν κατανοεί ο παραδυναστεύων, ήτοι ο πρωθυπουργός Λειχούδης, αλλά γίνεται ύποπτος τω βασιλεί και αποβάλλει το αξίωμα αυτού. Ο Λειχούδης εσκόπει, όπως απομακρύνη των ανακτόρων αμφοτέρας, αλλ’ ο σκοπός αυτού απέτυχεν.

   Επειδή ο Μονομάχος ηγάπα περιπαθώς την Σκλήραιναν, απεφάσισε να διαζευχθή την Ζωήν και ανακηρύξη διάδοχον του θρόνου την ερωμένην και τον μνηστήρα ταύτης Νικηφόρον, όστις ήτο ανήρ αγαθός και γενναίος, ως τούτο κατέδειξεν εν τοις αγώσι του Ιπποδρομίου και εν τη περιστολή της στάσεως.

   Φοβουμένη όμως η Σκλήραινα, μη φονευθή υπό της κακούργου βασιλίσσης Ζωής, απεφάσισεν, ίνα ζήση εν μονή της Πριγκήπου έχουσα παρ’ εαυτή τον μνηστήρα Νικηφόρον. Αλλ’ η βασίλισσα Ζωή προλαβούσα εδηλητηρίασεν αυτήν δια του φαύλου αρχικλειδούχου Ουρβικίου.

   Εν τέλει της τραγωδίας θνήσκει η Σκλήραινα υπό τους θρήνους του Νικηφόρου, του αυτοκράτορος και των αυλικών, εν ώ η κακούργος Ζωή μετ’ οργής αιτεί την βοήθειαν των αυλικών κατά του βασιλέως, ότε ούτος ανεκήρυξε τον Νικηφόρον Καίσαρα και διάδοχον του θρόνου. Αλλ’ ουδείς υπακούει, διότι ο μεν Ουρβίκιος είχεν ήδη καταδικασθή εις θάνατον, ο δ’ Αλυάττης ήτο νεκρός.

  Ο Μονομάχος δεν επιθυμεί να φονεύση την δολοφόνον, αλλά να εγκλείση εν μονή, όπως ελέγχηται υπό της συνειδήσεως. Εν ώ δε πίπτει η αυλαία ο Λειχούδης επιφωνεί:

     « Δυστυχές το κράτος το τοιούτους έχον βασιλείς

 

 

  Την υπόθεσιν ο ποιητής έλαβεν εκ του Ζωναρά, του Κεδρινού και του Ψελλού και μετεποίησεν αυτήν κατά τας αξιώσεις της δραματικής τέχνης.

   Η πλοκή του μύθου είναι καλή, ει και έχει τινά τα παρέλκοντα. Δικαίως τιμωρείται ο κακούργος Ουρβίκιος, όστις είχε πνίξει εν τοις λουτροίς τον Ρωμανόν και εδηλητηρίασε την Σκλήραιναν. Κείται νεκρός ο οχλαγωγός Αλυάττης, όστις τυφλόν όργανον της βασιλίσσης γενόμενος ήγειρε στάσεις εν τω Ιπποδρόμω διασαλευούσας τα θεμέλια του κράτους. Και η κακούργος Ζωή η δύο συζύγους αποστείλασα εις τον Άδην και απειλούσα, ίνα αποστείλη και τον τρίτον, τιμωρείται, αλλ’ ηπίως.

   Η καλή και αγαθή Σκλήραινα θνήσκει μεν, αλλ’ ο μνηστήρ αυτής Νικηφόρος ανακηρύσσεται διάδοχος του Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου. Δια ταύτα δυνάμεθα να είπωμεν, ότι η κάθαρσις, εξ ού εξαρτάται η ηθική του δράματος ποιότης, έχει καλώς.

   Τα πρόσωπα πάντα δεν είναι σαφώς κεχαραγμένα και η ηρωϊς του δράματος, η Σκλήραινα, επισκιάζεται υπό του Νικηφόρου, όστις είναι ο ευγενέστατος της τραγωδίας χαρακτήρ.

   Επαινούμεν την ορθοέπειαν του ποιητού, το μέτρον και τον ρυθμόν και την στιχομυθίαν, ήτις περιέχει αδρά νοήματα και ευφυολογίας αξίας μεγάλου ποιητού.

 

 

 

[ άνευ τίτλου ], τραγωδία εις μέρη τέσσαρα. [ Ευστ. Μάνεσης]

[ Σκεύω: από το όνομα της ηρωϊδος της τραγωδίας ]

    Το δράμα τόδε ημείς [(η αγωνόδικος επιτροπεία)] ωνομάσαμεν «Σκεύω»  εκ της ηρωϊδος της τραγωδίας, διότι ο ποιητής αφήκε το έργον αυτού ανώνυμον.

   Κατά την εισβολήν του Δράμαλη εις την Πελοπόννησον ο Γιάννης, όστις είχε μνηστευθή την Σκεύων, στρατεύεται κατά του εισβαλόντος πολεμίου, ο δε πλούσιος Μήτρος υποκρινόμενος, ότι νοσεί, μένει εν τω χωρίω αυτού κειμένω εν τη Αργολίδι. Ο Μήτρος μένει δ’ ού μόνον εκ δειλίας, αλλά και εκ κακής προθέσεως, ίνα αυτός λάβη σύζυγον την μνηστήν του στρατευσαμένου Γιάννη, δηλαδή την Σκεύων, ει και είχε μνηστευθή την Φίλιων.

  Οι εισβαλόντες Τούρκοι επειράθησαν, όπως απαγάγωσι τρεις νεάνιδας του χωρίου, εν αίς και την Σκεύων, αλλ’ εσώθησαν υπό του Χάτζη Αχμέτ, όστις δεν εγίγνωσκε τους γονείς αυτού. Ούτος προσήλθε και εις τον οίκον της Σκεύως, εγένετο Χριστιανός μετονομασθείς Θεοφάνης και εθεώρει ταύτην ως αδελφήν.

   Αλλ’ ο φαύλος Μήτρος τα πάντα επενόησεν, όπως πείση την ηρωϊδα του δράματος, όπως μνηστευθή αρνουμένη τον μνηστήρα, όστις εθεωρείτο ως φονευθείς, εν τω αγώνι προς τους εισβαλόντας πολεμίους. Αφ’ ού δ’ απέτυχε, ο Μήτρος απάγει την Σκεύων τη βοηθεία του Βουλγάρου ποιμένος Αρκούδα. Αλλά καταδιώκεται υπό του νεοφωτίστου Θεοφάνους και άλλων νέων.

  Ούτως η Σκεύω εις τον πατρικόν οίκον επανελθούσα ευρίσκει τον μνηστήρα, όστις τρωθείς εν τη μάχη και ιαθείς επανήλθε.

  Γίνεται δε γνωστόν, ότι ο Χριστιανός γενόμενος Αχμέτ πρόκειται να λάβη εις γάμον την Φίλιων, ήν ατίμως κατέλιπεν ο Μήτρος. Ο Αχμέτ δεν ήτο Οθωμανός εκ γενετής, και εκ τυχαίας περιστάσεως αναγνωρίζεται ως αδελφός της Σκεύως [:(αναγνώρισις)].

   Εν τέλει άγεται νεκρός ο φαύλος Μήτρος, όστις κατά την απαγωγήν της Σκεύως εφονεύθη υπό του ίππου. διότι ο ίππος δια τους γενομένους πυροβολισμούς αφηνιάσας κατέρριψε και εφόνευσε τον αναβάτην.

 

   Ήδε η τραγωδία έχει του μύθου πλοκήν και κάθαρσιν υπαγορευθείσαν υπό της ηθικής και του δικαίου. Ο δ’ αναγνωρισμός του Χότζα ως εξισλαμισθέντος Ελληνόπαιδος παρέχει κατάπληξιν και ηδονήν. Δεν δικαιολογείται όμως ικανώς, πόθεν ούτος ορμώμενος έσωσε τας νεάνιδας και προσήλθεν εις τον οίκον της Σκεύως.

   Η γλώσσα του ποιητού είναι αγροτική, ήν γιγνώσκει καλώς.

   Ο ποιητής της κρινομένης τραγωδίας πλην των άλλων αρετών έχει και τινα άσματα κατά την εποπτείαν των δημοτών.

  « Εδώ σ’ αυτή τη γειτονιά δεν πρέπει νάν’ φεγγάρι,

     Μόν’ πρέπει νάναι συννεφιά, νάναι βαθύ σκοτάδι,

     Γιατ’ έχω μιά ’γαπητικιά κ’ εκείν’ είναι φεγγάρι,

     Π’ όντας προβάλλει να την ’διώ, σκορπιέται το σκοτάδι. »

 

 

 

 

 

 

 

   Η επιτροπεία απονέμει το μεν άθλον της κωμωδίας τω ποιήσαντι τους «Καρηκομόωντας», το δε της τραγωδίας διανέμει εις δύο, εξ ών το μεν ήμισυ θέλει λάβει ο ποιήσας την «Αντωνίναν», το δ’ έτερον την «Σκλήραιναν».

   Και εκ μεν των κωμικών επαινεί τους ποιήσαντας τα «Κουλουβάχατα» και τον «Τύπον», εκ δε των τραγικών τους ποιητάς της «Σκεύως» και της «Πίστεως».

 

 

  

  Εν Αθήναις τη 12 Μαϊου 1904

 

 

Η Επιτροπεία:

/ - Νεοκλής Καζάζης (Πρόεδρος)

/ - Μαργαρίτης Ευαγγελίδης

/ - Γεώργιος Μιστριώτης (Εισηγητής)

 

 

 

 

  Μετά την ανάγνωσιν της κρίσεως ο αντιπρύτανις κ. Νεοκλής Καζάζης ανοίξας τα ενσφράγιστα δελτία ανεφώνησεν, ότι τους μεν Καρηκομόωντας εποίησεν ο κ. Νικόλαος Σκλιάς, την δε Αντωνίναν ο κ. Πολύβιος Δημητρακόπουλος και την Σκλήραιναν ο κ. Τιμολέων Αμπελάς.

  Προς δε τα Κουλουβάχατα εποίησαν ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος και ο Γεώργιος Πωπ, τον δε Τύπον ο Τάκης Κανδηλώρος, την Πίστιν ο κ. Ιωάννης Βαρδύνης και την Σκεύων ο κ. Ευστ. Μάνεσης.

 

 

 

 

 

 

         

                  

 

 

 

πηγή: Γεώργιος Μιστριώτης, «Κρίσις του Λασσανείου Δραματικού Αγώνος (1904) αναγνωσθείσα εν τη μεγάλη αιθούση του Εθνικού Πανεπιστημίου τη 16 Μαϊου 1904», τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις, (σ.  44).

 

 

 

 

 

Ηλεκτρονική δνση (για το πλήρες κείμενο):

 

Κάτοχος πρωτότυπου (έντυπου) τεκμήριου:

Κεντρική Βιβλιοθήκη Α.Π.Θ. - Συλλογή Φυλλαδίων

 

Κρίσις του Λασσανείου δραματικού αγώνος

 

 

AUTH Archive Collections > Leaflets Collection

 

  PDF File

 

   PDF File

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com