Γεώργιος Σκλάβος - "Ποίησις και Μουσική" - άρθρο, 1909 - περ. "Καλλιτεχνική Επιθεώρησις"

 


Γεώργιος Σκλάβος


« Ποίησις και Μουσική »


άρθρον, 1909

δημοσίευση περ. « Καλλιτεχνική Επιθεώρησις »

 

 

 

 

                     « ΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ »

 

 

 

    Σήμερον ότε τόσω μεγάλην σπουδαιότητα έλαβεν η ποίησις εν τη μουσική, οπότε αύτη διερμηνεύεται πολύ διαφοροτρόπως και ψυχολογικώτερον ή εν τω παρελθόντι, εκρίνομεν εύλογον να γράψωμεν ολίγα τινα επί του ζητήματος τούτου.

   Και εν αρχή: τί είναι λέξις ;  Λέξις είναι σύμβολον προς καθορισμόν συγκεκριμένου τινος πράγματος ή αφηρημένης τινος ιδέας. Φυσικώς, οι συγκεκριμένοι τύποι εισί πολύ αρχαιώτεροι των αφηρημένων ιδεών. Ευρίσκομεν την αρχήν αυτών εν τη απομιμήσει φαινομένων τινων της φύσεως, τοιαύτας δε ονοματοποιητικάς λέξεις έχει ουκ ολίγας η ελληνική γλώσσα καθώς και πολλαί άλλαι γλώσσαι του κόσμου. Αλλ’ ώσπερ επετεύχθη η δια της γλώσσης έκφρασις και παραγωγή τοιούτων λέξεων ουχί ολιγώτερον επετεύχθη και η ερμήνευσίς των δια της μουσικής, αφού από της αρχαιότητος εγένετο κατά το μάλλον ή ήττον επιτυχώς η δια της φωνής ή των οργάνων απομίμησις των φαινομένων αυτών. Αλλά και πολλά επιφωνήματα χαράς, φόβου, οργής ή πόθου ευρίσκομεν στενώς συνδεδεμένα μετά της μουσικής ής, ή ουδόλως απέχουσιν ή ελάχιστα διαφέρουσιν. Εξ όλων τούτων συνάγεται ότι κοινή είναι η καταγωγή της λέξεως και της μουσικής ήτις δεν είναι άλλο τι ή γλώσσα ως πάσα άλλη, με την διαφοράν ότι δεν έχομεν ανάγκην να σπουδάσωμεν προηγουμένως την γραμματικήν της και τας λέξεις της ίνα την εννοήσωμεν.

   Τούτου δοθέντος αναγνωρίζεται ευκόλως ότι ο επιτυχής συνδυασμός των δύο τούτων γλωσσών, της ποιήσεως δηλαδή και της μουσικής θα παρήγε το τέλειον, προς ό τείνουσιν άπασαι αι προσπάθειαι της νεωτέρας σχολής, της προγραμματικής, ήτις παρά του Μπερλώζ θεσπισθείσα και τελειοποιηθείσα εις το έπακρον παρά του Βάγνερ τείνει οσημέραι να φθάση εις ύψιστον σημείον δια του Ριχάρδου Στράους, όστις έγνω να συνεχίση και τελειοποιήση επιτυχώς το έργον του μεγάλου διδασκάλου του Bayreuth.

   Η δυσκολία έγκειται εν τω επιτυχεί τούτω συνδυασμώ, όστις απαιτεί μεγάλην ψυχολογίαν της ποιήσεως και ακριβή απόδοσιν των φράσεων. Διότι εάν ο μουσικός δεν είναι ταυτοχρόνως και ποιητής ως ο Βάγνερ, ο οποίος, καθώς αυτός ούτος λέγει, εις εκάστην ποιητικήν φράσιν ήν έγραφεν, εφαντάζετο και την αντίστοιχον μουσικήν τοιαύτην, η δημιουργηθησομένη μουσική θέλει είσθαι υποκειμενική. διότι ο συνθέτης δεν δύναται να εργασθή ελευθέρως την φαντασίαν του, αλλ’ είναι στενώς συνδεδεμένος εν τη μουσική διερμηνεύσει του ανά χείρας κειμένου. δύναται να απαιτηθή επί του χαρακτήρος του συνόλου, να ψυχολογήση ανεπαρκώς κύριά τινα σημεία της ποιήσεως, ή να έλθη εις άλλα, τόσω εις αντίθεσιν μεταξύ μουσικής εκφράσεως και εννοίας των λέξεων, ώστε να καταστή γελοίος, εάν επιτρέπηται η φράσις. Ανεκτώτερον θα ήτο το να συγκαλύπτηται φράσις της μουσικής δια της εκφράσεως των λέξεων, ως τούτο συνέβαινε εις τα λογαοιδικά (recitatifs) των παλαιών μελοδραμάτων εις τα οποία το μουσικό ενδιαφέρον ήτο μηδαμινόν, εκαλύπτετο όμως δια της δραματικής εκφράσεως του κειμένου και δια της επακολουθήσεως ωραίων μουσικών μερών. Το νέον μελόδραμα απαγορεύει το είδος τούτο της απαγγελίας, παραδεχόμενον το συνοδευόμενον λογαοιδικόν, καθ’ ό η φωνή ομιλεί μάλλον ή άδει, αφίνουσα εν τούτοις εις την ορχήστραν την συγκράτησιν του μουσικού ενδιαφέροντος, ως συμβαίνει παρά Βάγνερ.

   Το έργον της ορχήστρας δύναται να ήναι ποικίλλον. Εάν η ανάπτυξις του θέματος ευρίσκεται εν τω άσματι η ορχήστρα περιορίζεται εις την εναρμόνισιν, ενισχύουσα από καιρού εις καιρόν την μουσικήν ενέργειαν. δύναται επίσης να λάβη ζωηρόν μέρος εις αυτήν μετέχουσα εις το άσμα και τέλος να περιγράψη αυτή αύτη την έννοιαν του κειμένου. Εν τοιαύτη περιπτώσει η σπουδαιότης της ποιήσεως μένει εν ήσσονι μοίρα μή επεμβαίνουσα ή εις ωρισμένας στιγμάς αμφιταλαντεύσεως της μουσικής ερμηνείας.

    Εις τους μεγάλους τύπους της φωνητικής μουσικής (τα μελοδράματα δηλαδή) και το εκκλησιαστικόν μελόδραμα (oratorio) συμβαίνει πολλάκις η ορχήστρα να εξακολουθή την περαιτέρω ανάπτυξιν ουχί εν αρμονία μετά της εννοίας των λέξεων, αλλά περιγράφουσα έτερά τινα αισθήματα ή γεγονότα, ως τούτο συμβαίνει εις τους maitre chantair του Βάγνερ, εν τη πρώτη σκηνή των οποίων (εν τη εκκλησία) κατά τον ιερόν ψαλμόν τα πρώτα όργανα της ορχήστρας εκφράζουσι δια βωβών λέξεων το ερωτικόν αίσθημα του Βάλτερ και της Εύας. Παρεμφερές τι ευρίσκομεν εν τη νεωτέρα ιταλική σχολή, εις την δευτέραν πράξιν της «Τόσκας» του Puccini.

    Περαίνοντες δεν δυνάμεθα να είπωμεν εάν η φωνητική μουσική είναι το ύψιστον σημείον της θείας γλώσσης του Απόλλωνος, δυνάμεθα εν τούτοις να επαναλάβωμεν ό,τι και ο Riemann λέγει: «η φωνητική μουσική δεν είναι μουσική απλώς, αλλά συνδυασμός μάλλον της μουσικής μετά της ποιήσεως, εν τω μελοδράματι εξιχθείσα εις ύψιστον σημείον δια της συμμετοχής της μιμικής. Την παράστασιν του πραγματικού γεγονότος επιτυγχάνει τελείως η μίμησις. δια των λέξεων εκφράζουσι τα δρώντα πρόσωπα τας σκέψεις των και τους πόθους των, ενώ η μουσική συμπληρώνει τα τυχόν ελλείποντα. Αλλ’ όχι μόνον οι άνθρωποι ομιλούσιν εν τη θεία αυτής γλώσση, αλλά και η φύσις απευθύνεται αμέσως προς ημάς δια της φωνής της ορχήστρας».

 

 

                                                             Γεώργιος Σκλάβος

 

 

 

[ το άρθρο 

του Γεωργίου Σκλάβου 

« Ποίησις και Μουσική »

δημοσιεύθηκε στο περ.

« Καλλιτεχνική Επιθεώρησις »

  ( διευθυντής Χρ. Παπαδημητρίου )

Αθήνησι,

Έτος Α’,  τόμος Α’, τεύχος 1ον, Νοέμβριος 1909, σ. 10-11. ]

 

 

               ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )









     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com