Β. Βεκιαρέλλης - Η Κόρη του Εωσφόρου - μυθιστόρημα - 1926 - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ



Β.Ε.  Βεκιαρέλλης

«Η κόρη του Εωσφόρου»

(1926) μυθιστόρημα

 

 

1926(;): Β.Ε. Βεκιαρέλλης, «Η κόρη του Εωσφόρου: ελληνικόν ιστορικόν μυθιστόρημα της Παπικής Ρώμης», [αναδημοσίευσις από την «Νέαν Ημέραν»], Χαραυγή, Αθήναι, (σ. 144), (μυθιστόρημα)

< - a.) Τα κεφάλαια του μυθιστορήματος:

/ - Κεφ. Α’:   Καρναβάλια εις την Φλωρεντίαν.

/ - Κεφ. Β’:   Ο μέγας Παν δεν αποθνήσκει.

/ - Κεφ. Γ’:   Meretrix Onesta -  Η Τίμια Εταίρα.

/ - Κεφ. Δ’:   Ο «Προφήτης» και ο «Μάγος».

/ - Κεφ. Ε’:   Η Βενετσιανίνα.

/ - Κεφ. ΣΤ’: Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο…

/ - Κεφ. Ζ’:   Η «παιδούλα» και η «Εταίρα».

/ - Κεφ. Η’:  Στο παλάτι του Εωσφόρου. 

/ - Κεφ. Θ’:  Η «Σφήκα».

/ - Κεφ. Ι’:    Η κόρη του Εωσφόρου.

/ - Κεφ. ΙΑ’:  Ξύπνημα.                   

/ - Κεφ. ΙΒ’:  Ο Πάπας και η Πάπισσα.

/ - Κεφ. ΙΓ’:  Η Αφροδίτη στο μοναστήρι.

/ - Κεφ. ΙΔ’: Αναγέννησις.

/ - Κεφ. ΙΕ’: Τα μαλλιά της Λουκρητίας.

/ - Επίλογος.

 

 [ Ο Βασίλειος Βεκιαρέλλης (1877-1944), πεζογράφος, λιμπρεττίστας οπερεττών, στιχουργός, μεταφραστής.  Υπογράφει ως Β.Ε. Βεκιαρέλλης. ]

 

  / - b.) προσωπικό σχόλιον:

    Το συγκεκριμένο ιστορικό μυθιστόρημα εκτείνεται από το 1496, στο 1497, στο 1502, στο 1515, στο 1519. Η βάση του είναι η Λουκρητία Βοργία. (Αυτό καταδεικνύεται άλλωστε και στο σύντομο επίλογο του μυθιστορήματος).

    Με ένα τόσο «εμπορικό» μυθιστόρημα, με ελληνικό στοιχείο να παρεμβαίνει στη δράση του, με τόσα πρόσωπα να παρελαύνουν, με τόσες ιταλικές πόλεις να παρουσιάζονται και να εναλλάσσονται, αναρωτιέται κανείς πως δεν έγινε εμπορική επιτυχία, δεν επανεκδόθηκε, δεν διασκευάστηκε, μεταγράφηκε σε σήριαλ ή ταινία, έστω δεν αποτέλεσε βάση σεναρίου, είτε στην Ελλάδα είτε στην Ιταλία. Πώς, εν τέλει, αποσιωπήθηκε.

 

Απόσπασμα από την εκκίνηση του Κεφαλαίου Δ’:

             Ο «Προφήτης» και ο «Μάγος»

 

« Εζούσε ακόμη την εποχήν εκείνην ένας αγαθός άνθρωπος, ο οποίος, εις την Ενετίαν εις την αρχήν, εις την Φλωρεντίαν και τα Μεδιόλανα κατόπιν, είχε θέση ως σκοπόν της ζωής του να τυπώση εις το «σταμπιλιμέντο» του, το τυπογραφικόν του δηλαδή κατάστημα που μετέφερεν από πόλεως εις πόλιν αναλόγως των αναγκών που παρουσιάζοντο και των διωγμών που υφίστατο όσα χειρόγραφα υπήρχαν εις την ελληνικήν, λατινικήν, εβραϊκήν και χαλδαϊκήν γλώσσαν.

     Υπήρχαν όμως τόσα πολλά εις την ελληνικήν ώστε κατήντησε να ασχολήται σχεδόν αποκλειστικά με την εκτύπωσιν ελληνικών κειμένων. Ωνομάζετο Alde Manuce και δεν ήτο διόλου πλούσιος, διότι όσα εκέρδιζε τα εξώδευε δια να πλουτίζη το τυπογραφείον του, που ήθελε να το καταστήση εφάμιλλον με τα καλλίτερα της Νυρεμβέργης. Υπεβάλλετο εις στερήσεις δια να ειμπορή να τυπώνη ελληνικά βιβλία και ήτο υπερήφανος δι’ αυτάς τας στερήσεις του. Ενώ ετύπωνεν, επροσπαθούσε συνάμα να διδάσκεται. – Εις την εποχήν μας – συνείθιζε να λέγη – βλέπει κανείς πολλούς Κάτωνας, δηλαδή γέροντας που μαθαίνουν ελληνικά.

     Συνεπλήρωνεν, έτσι, ο τυπογράφος αυτός την σκέψιν του Κόδρου Ουρκαίου που είχεν είπη ότι αν δεν υπήρχαν τα ελληνικά γράμματα, οι Λατίνοι δεν θα είχαν καμμίαν μόρφωσιν.

     Κατά το 1496 ο Μανούτσε είχεν εγκαθιδρύση το «σταμπιλιμέντο» του  εις την Φλωρεντίαν και κατεγίνετο φαινομενικώς μεν εις την εκτύπωσιν λατινικών συναξαρίων, πραγματικώς όμως εις την εκτύπωσιν των έργων του Λουκιανού «Ενύπνιον» και «Θεών Διάλογοι».

      Την επίβλεψιν της τυπογραφικής αυτής εργασίας ανέθεσεν ο Μανούτσε εις τον Νικηφόρον Χρυσολωράν, που του ήτο συστημένος από την Ρώμην.

      Μίαν ημέραν ο Άλδος έκαμε λόγον εις τον Νικηφόρον δια τα ελληνικά χειρόγραφα που εκαίοντο από τα παιδιά. – Μέσα – είπεν – εις τα χειρόγραφα αυτά θα υπάρχουν ωρισμένως κώδικες άγνωστοι τους οποίους θα ειμπορούσαμε να τυπώσωμεν.

      Και του ώρισε σημαντικήν αμοιβήν δια κάθε ελληνικόν χειρόγραφον, οπωσδήποτε άξιον λόγου, που θα κατώρθωνε να περισώση και να του παραδώση.

      Ο Νικηφόρος έκαμε μίαν σκέψιν πολύ απλήν, την πρώτην σκέψιν που ήτο φυσικόν να κάμη κάθε λογικός και τίμιος άνθρωπος. Απεφάσισε να επικοινωνήση απ’ ευθείας με τον Σαβοναρόλαν και να του προτείνη να αγοράζη όσα ελληνικά χειρόγραφα επιτροπή διοριζομένη από τον ηγούμενον του Αγίου Μάρκου και προεδρευομένη, αν ήθελε, από τον ίδιον, έκρινεν ότι δεν ήσαν ανήθικα. Όταν όμως ανεκοίνωσε την απόφασίν του αυτήν εις τον φίλον του Τζιοβάννι Μπελτράφιο, αντελήφθη πόση μεγάλη απόστασις υπάρχει συχνά μεταξύ του να σκεφθή κανείς κάτι απλούν και λογικόν και του να το πραγματοποιήση.

       - Να δης τον Σαβοναρόλα – του είπεν ο Τζιοβάννι – είναι σχετικώς εύκολον. Αναλαμβάνω εγώ να σε εισαγάγω και να σε παρουσιάσω. Μη φαντάζεσαι όμως ποτέ ότι θα σου επιτρέψη να σώσης από την καταστροφήν τα ελληνικά κείμενα. Δεν θα θελήση ούτε να σε ακούση.

       - Εν τούτοις – επέμεινεν ο Νικηφόρος – οι Έλληνες φιλόσοφοι ήσαν, ειμπορεί να πη κανείς, οι πρόδρομοι της χριστιανικής διδασκαλίας.

       - Ήσαν ειδωλολάτραι – απήντησεν ο Μπελτράφιο – και αυτό αρκεί δια να τους καταδικάση ο Φρα Τζιρόλομο.

       - Δεν ξεύρω – παρετήρησεν ο Χρυσολωράς – ποίοι είνε περισσότερον ειδωλολάτραι. Οι αρχαίοι Έλληνες ή οι σημερινοί Φλωρεντινοί.

      Ο νεαρός ρασοφόρος δεν απήντησε, προφανώς διότι εύρισκε ορθήν την παρατήρησιν. Ώρισε όμως ημέραν και ώραν συναντήσεως εις τον Βυζαντινόν φίλον του δια να τον παρουσιάση εις τον ηγούμενον της μονής του Αγίου Μάρκου και δικτάτορα της Φλωρεντίας.

     Εις όλην την πόλιν και εις τα περίχωρα ωμιλούσαν την εποχήν εκείνην δια το «όραμα» που είχεν ιδή ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλας. Του εφάνη ότι κάποια υπερτέρα δύναμις τον είχε μεταφέρη από την Φλωρεντία στην Ρώμη. Έστρεψε τα βλέμματα υψηλά δια να ευχαριστήση τον Θεόν και τότε, εις τον ουρανό της αιωνίας πόλεως, είδε δύο υπερμεγέθεις σταυρούς, ένα μαύρον και ένα γαλάζιον.

     Συνάμα ήκουσε μίαν φωνήν ηχηράν σαν βροντή να λέγη: - Ο μαύρος είναι ο σταυρός της οργής του Θεού. Ο γαλάζιος είναι ο σταυρός της θείας ευσπλαγχνίας.

     Όταν το όραμα παρήλθεν ο ηγούμενος ευρέθη πλέον εις το κελλί του, εμπρός εις τον Εσταυρωμένον και τα λατινικά βιβλία που ήσαν επάνω εις το τραπέζι του.

     Ο Νικηφόρος, με τον θετικόν του νουν, εξηγούσε το «όραμα» κατά τρόπον αρκετά απλούν. Προφανώς ο Σαβοναρόλα απεκοιμήθη ενώ εδιάβαζε την «Αποκάλυψιν» της οποίας τα κεφάλαια περιέχουν τόσον ζωηράς και τόσον αριστοτεχνικάς περιγραφάς αναλόγων οραμάτων. Η Ρώμη του πάπα Βοργία δεν ήτο τάχα η «Βαβυλών η Μεγάλη» του συγγραφέως του προφητικού βιβλίου; Ο Έλλην δεν είχεν άδικον όταν εφαντάζετο τον ασκητικόν ηγούμενον επηρεασμένον από την ανάγνωσιν της «Αποκαλύψεως». Απόδειξις ότι όταν ο Τζοβάννι Μπελτράφιο, ένα μυρωμένο ανοιξιάτικο πρωϊ, τον εισήγαγεν εις το κελλί του ηγουμένου, που παρ’ όλην την γυμνότητα είχεν όψιν εορταστικήν διότι εφωτίζετο θριαμβευτικά από τον ήλιον, ο Σαβοναρόλας τους υπεδέχθη όρθιος εμπρός εις εν αναλόγιον επάνω εις το οποίον ήτο ανοικτή η λατινική μετάφρασις της «Αποκαλύψεως». Δια πρώτην φοράν τας ημέρας εκείνας είχε κυκλοφορήση, τυπωμένη εις το «σταμπιλιμέντο» του Άλδου Μανουκίου – όπως μετέγραφεν ο ίδιος ο τυπογράφος ελληνικά το όνομά του.

      Ο Τζοβάννι εγονάτισεν, ο Νικηφόρος τον εμιμήθη. Ο ηγούμενος τους έδωκε ν’ ασπασθούν το ισχνόν χέρι του ή μάλλον το δακτυλίδι του, ένα δακτυλίδι πολύ απλούν, με μεγάλην όμως ωραίαν πέτραν.

      - Μπενεντίτσε πάτερ σάνκτε  (ευλόγησον άγιε πάτερ) – εψιθύρισεν ο Ιωάννης.

      Με την βαθειάν υποβλητικήν του φωνήν ο Σαβοναρόλας απήγγειλεν.

      - Έγκο ιμπλόρο σούπερ βός μπενεντιξιόνεμ Ντέϊ Πάτρις (επικαλούμαι εφ’ υμάς την ευλογίαν του Θεού Πατρός).

      Αμέσως έπειτα ένευσε εις τους δύο νέους να εγερθούν. Επηκολούθησαν μερικαί στιγμαί σιγής. Ο Νικηφόρος, υψηλότερος από τον Σαβοναρόλαν, ειμπορούσε – όπως εστέκετο απέναντί του – να παρακολουθή όλας τας εναλλαγάς της εκφράσεώς του. Νέος ακόμη (την εποχήν εκείνην ήτο σαράντα τεσσάρων χρόνων) με το ταπεινόν ράσον του Δομινικανού μοναχού, με το ισχνόν σώμα και το ρικνόν [:ρυτιδωμένον] πρόσωπον, ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλας, είχε στιγμάς που εγίνετο τρομερός διότι τα μάτια του επετούσαν, ενόμιζε κανείς, φωτιές. Αι φλόγες των ματιών του μαζή με την βροντήν της φωνής του έκαμναν τους Φλωρεντινούς να τρέμουν όταν ο αρχηγός των εκήρυσσεν εις τον Άγιον Μάρκον ή εις την Σάντα Μαρία ντέλ Φιόρε και ωμιλούσε δια τας φλόγας της γεέννης, δια τον βρυγμόν και τον τριγμόν των οδόντων, δια το πυρ της Κολάσεως που θα εξεχύνετο εις απεράντους ποταμούς δια να κατακαύση τους αμαρτωλούς.

      Μία συλλογική παράκρουσις εκυρίευε τότε τα ευλαβή πλήθη, οι αγαθοί Φλωρεντινοί ενόμιζαν ότι έβλεπαν εμπρός των τα τρομερά βασανιστήρια που εζωγράφιζε τόσον παραστατικά με την παλλομένην φωνήν του ο Σαβοναρόλας, πολλοί, εξεσπούσαν εις λυγμούς, άλλοι άφιναν ωρυγάς τρόμου, μερικοί εγονάτιζαν και ήνωναν ικετευτικά τα χέρια κραυγάζοντες: Μιζερικόρντια ! (‘Ελεος). Εζητούσαν τάχα να τους λυπηθή ο Θεός και να τους σώση από τα μαρτύρια της κολάσεως ή να τους λυπηθή ο ρασοφόρος και να διακόψη το κήρυγμά του; αν τους ερωτούσε κανείς δεν θα ήξευραν ούτε οι ίδιοι τί ν’ απαντήσουν.

      Ο Ιερώνυμος Σαβοναρόλας ήτο, τας στιγμάς του κηρύγματος, ο Προφήτης. Μέσα εις το κελλί του όμως, την ώραν εκείνην, ο ηγούμενος, δεν είχεν επάνω του τίποτε το άγριον, δεν είχεν επίσης τίποτε το επιβλητικόν, τίποτε τέλος το προφητικόν.»       

      

 









     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com