Αθανάσιος Μάνος - "Το άνευ γυναικών κράτος" - [άλλη μία Ουτοπία που αυτοκαταλύθηκε] - Διήγημα - 1896 - ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

Αθανάσιος Μάνος 

«Το άνευ γυναικών κράτος»

- 1896 - διήγημα -

 

[ παρατίθενται κατωτέρω αποσπάσματα από το διήγημα 

του Αθανασίου Ι. Μάνου 

«Το άνευ γυναικών κράτος» (1896).

   Η ορθογραφία του κειμένου με βάση το πρωτότυπον, αλλά χωρίς πολυτονικό λόγω έλλειψης πολυτονικής γραμματοσειράς.

   Η ιδιότυπη «Ουτοπία» του Αθανάσιου Μάνου, μία «ουτοπία» ασύμβατη με τη φύση, τελειώνει με αίσιον τέλος, αφού η λύση που τελικώς προκρίθηκε ήταν η έκπαγλος καλλονή Λεηλά να ενδυθεί ως ιατρός και να μεταβεί στη νήσον άνευ γυναικών για να θεραπεύσει τον ασθενή νεαρό βασιλέα, τον εμπνευστή και εισηγητή αυτής της ιδιότυπης «ουτοπίας». Τελικώς η Λεηλά μετά από δισταγμούς εγωϊστικής φύσεως θα έρθει σε επιμειξία με τον νεαρό βασιλέα της νήσου και του ιδιότυπου αυτού κράτους στο οποίο δεν επιτρεπόταν η παρουσία γυναικών και θα τον θεραπεύσει.

    Στην πράξη όμως ο νόμος είχε ήδη καταλυθεί, όπως συχνά συμβαίνει ιστορικά με πολλές και διάφορες απαγορεύσεις, αφού μετά την πρώτη άδεια επίσκεψής τους στο κανονικό κράτος που αρχικώς ζούσαν, κατά την επιστροφή τους στο στρατόπεδο του άνευ γυναικών κράτους, οι κάτοικοι-άποικοι αυτής της «ουτοπίας» είχαν μεταφέρει μαζί τους ενδεδυμένες ως άνδρες, τις γυναίκες από το κανονικό κρατίδιο στο οποίο διαβιούσαν πριν επιλεγούν υποχρεωτικώς ως κάτοικοι αυτής της «ουτοπίας».

    Στο τέλος λοιπόν καταργείται ο αρχικός νόμος που απαγόρευε την παρουσία γυναικών στη νήσο επί ποινή θανάτου, και επιτρέπεται η παρουσία τους, αρκεί μόνον να μην είναι ενδεδυμένες με γυναικεία ρούχα.

    Ο νόμος αυτός απλώς κατήργησε την υποκρισία, αφού είχε ήδη στην πράξη καταργηθεί και η νήσος του νεαρού μισογύνη βασιλέα ήταν γεμάτη με γυναίκες, οι οποίες όμως φορούσαν ανδρικά ρούχα. ]

 

 

 

« Εν τη νήσω Α**** προ αμνημονεύτων χρόνων εβασίλευε βασιλεύς τις, απολαμβάνων της απεριορίστου και γενικής αγάπης και εμπιστοσύνης πάντων των υπηκόων αυτού, ένεκα της μεγίστης αγαθότητος και γενναιοδωρίας αυτού. Έν μόνον κατέθλιβε τον ευτυχή βασιλέα: ότι ο μονογενής αυτού υιός και διάδοχος του θρόνου ησθάνετο αποστροφήν τινα ανέκφραστον προς το γυναικείον φύλον, ως μή ειλικρινές και άμωμον, δι’ όπερ και κατ’ ουδένα τρόπον συγκατένευε, μεθ’ όλας τας παρακλήσεις του γέροντος, ίνα έλθη εις κοινωνίαν γάμου.

    Εκτός τούτου ο γέρων πατήρ εφοβείτο μήπως, ένεκα τούτου η δια τοσούτων μόχθων και κόπων στεροποιηθείσα και ακμάζουσα αυτού ήδη βασιλεία, περιέλθη εις χείρας άλλων. Άλλως τε όμως εγνώριζε και την δολοπλοκίαν των γυναικών, ως και το μίσος του υιού προς αυτάς. Πολλαί νεάνιδες απεπειράθησαν, ίνα δοκιμάσωσιν αυτόν δια της ελκυστικότητος και προκλητικών τρόπων και καταπείσωσιν αυτόν, όπως, επί τέλει, παραδοθή εις την καλλονήν μιάς αυτών.

    Αλλ’ ο νέος πανταχού εύρισκε την υποκρισίαν και οπισθοβουλίαν. Άγαν ιδανιστής, ηγάπα μόνον το αφελές και το υψηλόν το άνευ πρακτικού αποτελέσματος και σκοπού. Ευχαριστείτο μόνον να βλέπη το ωραίον, να συνδιαλέγητε μετά νεανίδων ανθηρών, αλλά παρευθύς ως η ιδέα της οπισθοβουλίας ή σκοπού τινος διήρχετο του νου αυτού, αυθωρεί απέπεμπεν αυτήν εκείθεν, ίνα αναζητήση αλλαχού την ευτυχίαν. Τα νήπια δι’ αυτόν ήσαν τα μόνα αθώα και ειλικρινή όντα, διό και του πλείστου του χρόνου διήρχετο μετ’ αυτών. Επί αρκετά έτη ζητήσας, όπως εύρη το ιδανικόν αυτού μεταξύ των γυναικών, αλλά πανταχού διϊδών την τε οπισθοβουλίαν και δολοπλοκίαν και εις το ελάχιστον αυτών κίνημα, επί τέλει, τοσούτον κατήντησε μισογύνης, ώστε ουχί μόνον σταθερώς απεφάσισεν, όπως μή έλθη ποτέ εις επικοινωνίαν μετά των γυναικών, αλλά παρεκάλει και τον πατέρα αυτού επιμόνως, όπως εξολοθρεύση απάσας τας γυναίκας του κράτους αυτού, θεωρών αυτάς ως τας μόνας αιτίας των ανθρωπίνων δυστυχιών!

 

    Ούτος όμως ακλόνητος εις τας αρχάς αυτού, επεθύμει, όπως, εάν μη εξολοθρευθώσι παντελώς αι γυναίκες, τουλάχιστον να χωρισθώσι παντελώς εκ των ανδρών και διαβιώσι μόναι. Μόνον δε άπαξ ή δίς του ενιαυτού και εις ωρισμένας εποχάς οι άνδρες να συνέρχωνται εις επιμιξίαν μετ’ αυτών, είτα δε πάλιν να εγκαταλείψωσιν αυτάς επανερχόμενοι εις την ιδιαιτέραν αυτών πόλιν – πόλιν μόνον ανδρών ένθα να ασχολώνται αποκλειστικώς εις την εργασίαν αυτών εν τη ανδροπόλει αυτών.

    Κατ’ αυτόν τον τρόπον, έλεγεν, άπασαι αι κακίαι, δολιότητες, δυστυχίαι, προσποιήσεις κτλ. κτλ. θα εξέλιπον και ο άνθρωπος θα ήτο ευτυχής.

 

    Ο πατήρ όμως αυτού, φυσικώ τω λόγω, δεν ηδύνατο να συμμερισθή της γνώμης του υιού αυτού. Βλέπων  δε, ότι ο υιός αυτού από ημέρας εις ημέραν καθίστατο σκεπτικός και περίλυπος, απεφάσισε ν’ αποστείλη αυτόν μακράν της πρωτευούσης αυτού εις τινα νήσον μετά μεγάλης ακολουθίας ανδρών της εμπιστοσύνης, όπως σχηματίση εν τη νήσω ταύτη κράτος κατά την θέλησιν αυτού, αποτελούμενον αποκλειστικώς μόνον υπ’ ανδρών, οίτινες καθ’ ωρισμένας εποχάς θα επέστρεφον εις την πρωτεύουσαν, ένθα θα συνηπαντώντο μετά των  συζύγων και τέκνων αυτών. Τα άρρενα παιδία άμα τη συμπληρώσει του δεκάτου έτους της ηλικίας αυτών, θα συμπεριλαμβάνοντο μετ’ αυτών εις το νέον τούτον κράτος.

 

    Ούτω λοιπόν απεφασίσθη, όπως αποχωρήση μετά της συνοδίας αυτού, αποχαιρετήσας μετά κλαυθμών τον γέροντα αυτού πατέρα, τον βασιλέα του κράτους, του οποίου αι συμβουλαί δεν ίσχυσαν να επιφέρωσιν αποτέλεσμά τι. Πρίν ή αναχωρήση όμως ο γέρων αυτού πατήρ ηθέλησεν, όπως δια τελευταίαν φοράν δοκιμάση αυτόν. Εκάλεσε λοιπόν τους συμβούλους αυτού, μεθ’ ών συνδιεσκέφθη και συνεζήτησε τα μέσα, δι’ ων θα κατώρθου να μεταπείση τον υιόν αυτού από της αλόγου ταύτης αποφάσεως της αναχωρήσεως. Εν τη συνεδριάσει απεφασίσθη, όπως σταλή τω υιώ αυτού η πλέον θελκτική και αξιέραστος νεάνις, ήτις να εφελκύση την προσοχήν αυτού.

 

     Έν τινι πόλει δε του κράτους αυτού έζη νεάνις τις ωραία, ανθηρά Λεηλά τούνομα, της οποίας το βλέμμα ήτο οξύτερον και του βέλους και την θέλησιν της οποίας δεν είχεν ανευρεθή ουδείς θνητός ν’ αντιστή. Η όψις της κόρης ταύτης, η απλή και μόνη κίνησις καθίστα αιχμάλωτον πάντα άνθρωπον, ως εκ τούτου δε και όλοι απέφευγον αυτήν, φοβούμενοι τον κίνδυνον, όστις ανέμενεν αυτούς, εάν κατά τύχην προσέβλεπον την μάγον αυτής μορφήν. Μόλις ηκούετο ερχομένη και έκαστος ετρέπετο εις φυγήν εκ φόβου μη τρωθή, εκ της ωραιότητος αυτής, τούθ’ όπερ δυσκόλως θα εθεραπεύετο.

    Αυτήν ταύτην λοιπόν απεφάσισαν ν’ αποστείλωσι τω βασιλόπαιδι, ποσώς μη αμφιβάλλοντες ότι θα παρεδίδετο αυτή και επί τέλει, παραιτών και απορρίπτων την προτέραν αυτού απόφασιν, θα συγκατένευε να συζήση, ως πάντες οι λοιποί άνδρες μετά της Λεηλάς, καίπερ μή ούσης εκ βασιλικού γένους, αλλά καταγομένης μόνο εξ ευγενούς τινος οίκου. Άμ έπος, άμ’ έργον.  Απεστάλησαν επί τούτω απεσταλμένοι όπως οδηγήσωσιν εις την πρωτεύουσαν την ωραίαν Λεηλάν, ληφθέντων όμως προηγουμένως πάντων των προφυλακτικών μέσων προς αποσόβησιν παντός κινδύνου δι’ αυτούς.

     Μετ’ ολίγας ημέρας τω όντι αύτη ήτο ήδη εις τα περικαλή ανάκτορα του βασιλέως. Η μαγευτική αυτής και περιπαθής μορφή έτρωσαν και την ήδη πεπωρωμένην καρδίαν του γέροντος βασιλέως!  Πλήν η γεροντική αυτού φρόνησις και όντως πατρική φιλοστοργία υπερίσχυσαν ουχί δι’ ολίγων μόχθων και κινδύνων. Ο γέρων επί αρκετάς ημέρας ως ενεός εθεώρει την ωραίαν Λεηλάν, αποφεύγως όμως πάντοτε την μετ’ αυτής συνάντησιν και μη δυνάμενος ν’ αποδιώξη εκ της φαντασίας αυτού το ραδινόν ανάστημα και την καθόλου αυτής θελκτικότητα. Μη αμβιβάλων δε πλέον ουδαμώς, ότι θα κατακτήση τον υιόν αυτού δι’ αυτής, ηυχαρίστησεν ουχί άπαξ τον Θεόν δια την αφειδή δαψίλευσιν των χαρίτων Αυτού, δια των οποίων θα εξήγαγεν αυτόν επαχθούς και διηνεκούς ανησυχίας δια τον υιόν.

 

     Η είδησις περί της αφίξεως της ωραίας Λεηλάς έφθασε και εις τας ακοάς του νέου βασιλόπαιδος, αλλά δεν εγνώριζε την αιτίαν. Ευχαρίστως λοιπόν συγκατένευσεν, όπως δεχθή αυτήν εις ακρόασιν δια πρώτην και τελευταίαν φοράν προ της αναχωρήσεως αυτού ουδόλως αμφιβάλλων,  ότι η παράκλησις αυτής θα συνίστατο εις το να μη αδικήση το γυναικείον φύλον, εκ μέρους του οποίου βεβαίως απεστέλλετο.

     Η ωραία Λεηλά ήτο νεάνις εικοσαέτις. Αύτη, ουδέποτε είχεν αισθανθή την ευχαρίστησιν του να έλθη εις  συνδιάλεξιν ή συναναστροφήν μετά των ανδρών, διότι οποιοσδήποτε και αν επλησίαζεν αυτήν, εγένετο δούλος της μαγευτικής αυτής καλλονής.  Αύτη είχε μεγάλην  αφέλειαν. Ουδεμίαν προσποίησιν ουδεμίαν κίνησιν εκ προθέσεως παρετήρει τις εις αυτήν. Και αυταί δε αι γυναίκες συνησθάνοντο την υπεροχήν και το ελκυστικόν αυτής, μεθ’ όλην την κενοδοξίαν αυτών. Αύτη ενεδύετο πάντοτε λίαν ατημελώς και άνευ πολλών περιποιήσεων, άφινεν ελευθέρως την κόμην αυτής να πίπτη επί των αλαβαστρίνων ώμων και ωμοπλάτης αυτής. Τα απλά αυτής ενδύματα έκαμναν καταφανή το τορνευτόν, στρογγύλον και κανονικόν των μελών αυτής, πρότυπον δια μεγαλοφυά καλλιτέχνην, το δε χάριεν βάδισμα, ως και οι μεγαλώτατοι, πλήρεις λάμψεως οφθαλμοί, καθίστον αυτήν τοσούτον ελκυστικήν, τόσον περιπόθητον και περιπαθή ώστε έπρεπέ τις να είνε ποιητής δια να ψάλλη την καλλονήν αυτής ή ζωγράφος, ίνα ζωγραφίση αυτήν. Και η ελαχίστη επ’ αυτής επαφή μετέδιδε τω λαχόντι ηλεκτρισμόν αφάτου συγκινήσεως.

 

     Ούτω λοιπόν αύτη παρουσιάσθη προ του σκληρού τούτου νεανίου, ούσα υπερβεβαία περί της επιτυχίας αυτής. Ο νεανίας επί τη όψει αυτής, κατ’ αρχάς έμεινεν έκθαμβός. Είτα προσεκάλεσεν αυτήν, ίνα καθήση επί των μαλακών ανακλίντρων, όπως ανετώτερον συνομιλήση μετ’ αυτής.  Αύτη εκάθησεν εις το υποδειχθέν μέρος μετά μεγαλοπρεπείας, λαβούσα τοιαύτην στάσιν, ώστε άπασαι αι κανονικαί γραμμαί των μελών αυτής και άπαν το στρογγυλόν αρμονικόν και δροσερόν πάχος προκλητικώς να φαίνωνται. Δι’ ενός δε μικρού κινήματος του σώματος αυτής, ως και δι’ ερωτικού τινος πυρίνου βλέμματος ένευσε τω νεανία, ίνα καθήση παρ’ αυτή. Ο νέος δεν ηρνήθη.

      - Λοιπόν λέγει, δια λιγηράς φωνής στρεφούσα την λαμπράν αυτής κεφαλήν προς αυτόν και επιθέτουσα επί του ώμου την χείρα αυτής, τόσον περιφρονείς το γυναικείον ημών φύλον, ώστε δια παντός να στερήσης αυτό των ανδρών;

      - Βεβαιότατα, απαντά ζωηρώς ο νέος βασιλόπαις.   

    Ά! φίλε μου, λέγει, ακουμβήσασα το γόνυ αυτής επί του γόνατος του νεανίου, ούτως ώστε, τεντοθέντων των ενδυμάτων αυτής, εφάνησαν οι κανονικοί και παχουλοί αυτής μηροί, ερεθίζοντες πάσαν φαντασίαν και εμπνέοντες αίσθημα πάντη ανέκφραστον. Συγχρόνως δε έδειξε και μέρος τι εκ των μικύλων αυτής ποδιών. Ο νεανίας ασυνειδήτως εμειδίασε.

    ….                                                

     Έφυγε δρομαίως [(ο βασιλόπαις)] εκ των θερμών αγκαλών της φίλης αυτού, τρέχων ως μαινόμενος προς την παραλίαν, ένθα τα πάντα ήσαν έτοιμα προς αναώρησιν, μόνον δε η παρουσία αυτού ανεμένετο. Εκεί, χωρίς να γνωρίζη τι πράττει, τι ομιλεί, ανήλθεν επί του πλοίου ένθα κατεκλίθη επί της κλίνης αυτού χλωμός και τεθορηβημένος. Εν τω άμα δε τα πλοία τα αναπετάσσαντα τα υστία αυτών, απέπλευσαν του λιμένος, του νέου μη δυνηθέντος να ίδη δια τελευταίαν φοράν τον πατέρα αυτού. Έκαστος διαφοροτρόπως εξήγει την τοιαύτην του κατάστασιν, υπερισχυσάσης της ένεκα του αποχωρισμού από των γονέων και συγγενών ιδέας του νεαρού βασιλόπαιδος.

 

      Μετά παρέλευσιν ημερών τινων τα πλοία προσωρμίσθησαν εις τον προς ον όρον. Εκεί το πλήρωμα αυτού ήρξατο αναγείρον την νέαν πόλιν, ήν απεκάλεσεν Ανδρούπολιν, εις την οποίαν επί ποινή θανάτου απηγορεύθη η είσοδος γυναικός. Ο νέος βασιλεύς του πρωτοτύπου, άνευ γυναικών βασιλείου, ησχολείτο ενθέρμως νυχθημερών προς διοργάνωσιν και τακτοποίησιν του κράτους αυτού. Ούτε στιγμήν έμενεν άεργος. Πανταχού αυτός έτρεχεν, οτέ μεν έφιππος, οτέ δε πεζή, ίνα επιτηρή ιδίοις όμμασι τας εργασίας, προς ταχυτέραν και αποτελεσματικωτέραν αυτών εκτέλεσιν.

     Εκτίσθησαν λοιπόν μεγάλα κτίρια, διωργανώθησαν και συνετάχθησαν νέοι νόμοι, νέαι διατάξεις περί του τρόπου του ζην άνευ γυναικών. Συνεστήθησαν σχολεία, δημόσιαι διαλέξεις εγένοντο ανά τας πλατείας, ναούς και πανταχού. Ετιμωρείτο δε ήδη η ιδιοτέλεια αυστηρώς και τούτο, όπως συνενωθώσιν άπαντες οι κάτοικοι εις εν φρόνημα, ίνα πάσα εργασία και πάσα επιχείρησις τείνη προς την κοινήν ωφέλειαν, όχι δε προς ατομικήν.  Διωργάνωσε θιάσους δραματικούς, ορχήτραν, αίτινες εις μεγαλοπρεπή κτίρια έδιδον τας παραστάσεις ή συναυλίας αυτών, εν ενί λόγω, πάντες επεδίωκον την έμπνευσιν του ωραίου, του καλλιτεχνικού και του δικαίου.

      Κήποι, δάση, άλση και τα λοιπά ό,τι δύναται να ευφραίνη το ανθρώπινον όμμα, ήσαν εις τον ύπατον βαθμόν διωργανωμένα. Η νήσος ήτο πλήρης διαφόρων αρωματικών ανθέων, πτηνών καλλικελάδων, ρυακίων, ποταμών, ποιητικών τοποθεσιών, ώστε άπαντα ταύτα εφαίνοντο, ότι καθ’ ολοκληρίαν θα ανταπεκρίνοντο εις τον σκοπόν του κράτους αυτού, όπερ θα ήτο κράτος ευτυχίας,χαράς και ειλικρινείας.  Και τω όντι, έβλεπε τις εκεί σπουδαίαν τινά κίνησιν, ζωηρότητα, χαράν, ευθυμίαν, και θα ωμολόγει ότι τη αληθεία επετεύχθη η εδραίωσις ταύτης της βασιλείας, αλλά οξυδερκής τις οφθαλμός θα διέβλεπεν, ότι ουδέν των εν τη πόλει ταύτη ήτο αμέτοχον πικριών, προσποιήσεως, δυσανασχετήσεως.

 

     Πρώτος αυτός ο νέος βασιλεύς ο και αίτιος του κράτους τούτου μεθ’ όλας τας προσπαθείας αυτού, ίνα λησμονήση δια παντός το γυναικείον φύλον, ίνα αι διάφοραι αύται φυσικαί καλλοναί, απασχολήσεις, διασκεδάσεις, θέατρα κυνήγια κτλ. μη αφήσωσιν ούτε στιγμήν να αναμνησθή της προτέρας αυτού ζωής, δεν εφαίνετο ευχαριστημένος. Εφαίνετο, ότι άπασα η χαρά και ευχαρίστησις της επιτυχίας των μόχθων αυτού ήσαν φαινομενικαί και προσποιηταί. Όσον και αν επέπληττεν αυτός εαυτόν, όμως το ίνδαλμα της ωραίας Λεηλάς, πανταχού ηκολούθει αυτόν και εν τω μέσω πάντων τούτων των ιδανικοτήτων, εμελαγχόλει συχνά βλέπων προ αυτού την ωραίαν Λεηλάν και μη δυνάμενος να λησμονήση την τελευταίαν σκηνήν μετ’ αυτής. Τούτο παρετήρησαν και πάντες οι περί αυτόν, αλλ’ ουδέν ετόλμων ν’ αναφέρωσιν αυτώ.

      Αλλά και αυτοί οι υπήκοοι αυτού δεν ήσαν ολιγώτερον δυστυχείς εν τω μέσω του παραδείσου τούτου. Δεν είχον παρέλθη πολλαί ημέραι και η αθυμία ήτο γενική εν τούτω τω τόπω τω προσομοίω τοις Ηλυσίοις πεδίοις. Άπαντα ήσαν έξοχα, ωραία,  αλλ’ άνευ ζωής, άνευ θελκτικότητος. Τα άνθη – άνευ ευωδίας, τα πτηνά – άνευ τερπνού κελαδήματος και, εν  ενί λόγω, το παν ήτο σκοτεινόν και προξενούν μάλλον λύπην ή ευθυμίαν.

 

     Έκαστος ενόει την αιτίαν της αθυμίας, έκαστος ενόει τί έλειπεν εκ των ιδανικών τούτων μερών, τί ήτο εκείνο όπερ προυξένει την μή ύπαρξιν ζωής εις τα μέρη ταύτα, άνευ της οποίας άπασα η καλλονή της φύσεως όσον μεγάλη και αν ήτο, ενέπνεε μελαγχολίαν. Αλλά τί το ποιητέον, ουδείς ετόλμα να είπη τι, φοβούμενος την αυστηρότητα του νόμου.

      Αι δραπετεύσεις ήσαν ουχί ολίγαι, αλλά προς τούτο είχον ληφθή αυστηρότατα μέτρα. Ο νέος συνησθάνετο τα πάντα, αλλ’ επέμενεν εις την ιδέαν αυτού, νομίζων, ότι ημέραν τινα ήθελε κατορθώσει, ίνα επιφέρη την λήθην των παρελθόντων και τότε η χαρά θα ήτο γενική και γνησία. Ούτω παρήρχοντο αι ημέραι εν πλήρει αθυμία, ήτις ηύξανεν από ημέρας εις ημέραν. Το παν είχε όψιν νεκρικήν, το παν ην μελαγχολικόν και πένθιμον.

      Εν τω μεταξύ ήρχισαν αι κακουργίαι. Αι τέχναι παρημελήθησαν, το ενδιαφέρον εξέλιπεν, η αγριότης γοργώ τω βήματι εισήλαυνεν εις την χώραν, αι δολοφονίαι και αυτοκτονίαι ηυξήθησαν, πολλοί δε και τας φρένας αυτών απώλεσαν. 

 

      Ο βασιλεύς βλέπων ότι κατέρρεεν η βασιλεία αυτού, ότι οι κόποι αυτού ήσαν  μάταιοι και φρούδοι, ότι και αυτός ο ίδιος κατετρύχετο  νυχθήμερον υπό άκρας δυσθυμίας επί τη αναμνήσει της ωραίας Λεηλάς, απεφάσισεν, όπως αποστείλη πλέον κατά σειράν τους υπηκόους αυτού, ίνα επανίδωσι τους γονείς, συζύγους και τέκνα αυτών, τούτο όμως υπό αυστηράν  επιτήρησιν, ίνα μη μείνη τις εκεί. Και τω όντι, μετ’ ολίγον η χαρά και ευθυμία πάλιν εφαίνοντο επανελθούσαι εν τω κράτει αυτού, τούθ’ όπερ ηυχαρίστησεν εις άκρον τον βασιλέα. Είτα τα πλοία και πάλιν μετέφερον αλληλοδιαδόχως τους υπηκόους αυτού εις το κράτος αυτού το νεοσύστατον εισέτι.

      Παρετήρησε προς τούτοις ούτος ότι η τε ζωή και η κίνησις εδιπλασιάσθησαν εν τη χώρα αυτού, διπλασιασθέντος και του συνοικισμού αυτής. Τούτο εκίνησε την περιέργειαν του βασιλέως, βλέποντος την τοσαύτην ζωήν, ευθυμίαν, γέλοτα, βλέποντος επαναλαμβανομένας και πάλιν τας διασκεδάσεις, ευωχίας και χορούς, εκλείπουσαν δε ολοτελώς την αθυμίαν. Ουδείς πλέον επεθύμει την επιστροφήν, αλλ’ άπαντες πλέον ήσαν καθόλου ευχαριστημένοι. Τούτο απεδείκνυε την πλήρη επιτυχίαν των σχεδίων του νέου βασιλέως, διότι πανταχού υπήρχεν η ευτυχία. Μόνον όμως αυτός έφερε πανταχού την λύπην εν τη καρδία, πανταχού κατεδίωκεν αυτόν το ίνδαλμα της Λεηλάς. Αλλά τί πρακτέον;  προυτίμα ν’ αποθάνη ή να υποχωρήση.

 

      Ούτως εν τω μέσω της γενικής ευδαιμονίας και ευτυχίας και όλων των αγαθών, ων απελάμβανον οι υπήκοοι αυτού, ούτος έπεσεν ασθενής. Η φήμη περί της ασθενείας αυτού αυθωρεί διεδόθη πανταχού επί πτερύγων ανέμου, φθάσασα μέχρι της ακοής και των γονέων αυτού, οίτινες ελυπήθησαν πολύ ένεκεν τούτου. Έσπευσαν λοιπόν ν’ αποστείλωσι τους μάλλον διασήμους ιατρούς του κράτους, πλήν,  κακή τύχη, ουδείς ηδυνήθη να εύρη ιατρείαν δια την ασθένειαν αυτού. Ο δε νεανίας από ημέρας εις ημέραν επί μάλλον και μάλλον ετήκετο και εμαραίνετο. Ο θάνατος ήτο βέβαιος, η αιτία δε της ασθενείας κατά την διάγνωσιν των ιατρών ήτο μεν απλουστάτη και γνωστή, πλήν απηγορευμένος αυστηρώς ο τρόπος της θεραπείας αυτής εν τη χώρα.»          

 

                                                          

/ - πηγή: Αθανάσιος Ι. Μάνος, « Ώραι Σχόλης. Πρωτότυπα Διηγήματα, Ειδύλλια, Ρεμβασμοί», τυπογραφείον Λ. Νίτσε, Βάρνα, 1896.  (Διηγήματα) 









     Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com