Οι γέρανοι του Ιβύκου
[
επιλεγέντα αποσπάσματα από τη μελέτη του Σταμάτιου Βάλβη (1890). Η ορθογραφία η
ίδια με το πρωτότυπο κείμενο. Μεταλλαγή όμως σε μονοτονικό λόγω έλλεψης
πολυτονικής γραμματοσειράς. ]
- “Το αρχαίον περί του Ιβύκου διήγημα“
(από Σταμάτιο Βάλβη)
«Εκ των ωραίων και διδακτικών παραδόσεων των αρχαίων Ελλήνων είνε και το διήγημα περί του θανάτου και της δια γεράνων εκδικήσεως του Ρηγίνου ποιητού Ιβύκου.
Αλλά το διήγημα τούτο, διαλαμβάνον περί γεγονότος τελεσθέντος κατά τον έκτον προ Χριστού αιώνα, τοσούτον εν τοις καθ’ έκαστα ημαυρώθη και μετεβλήθη υπό του χρόνου, ώστε ασαφές και ποικίλον εγένετο.
Ποιούμεθα τας εξής εικασίας:
/ - Α’
– ότι ο Ίβυκος απέθανε ριφθείς υπό ναυτών εις την θάλασσαν. Τούτο δε
βεβαίως συνέβη κατά τον πλουν του ποιητού από Σάμου εις Ρήγιον.
/ - Β’ – ότι η πράξις των ναυτών
ανεκαλύφθη εν Κρότωνι, διότι μόνον εν τη πατρίδι αυτών εδύναντο εκείνοι
γελώντες να είπωσι την εσχάτην ρήσιν του δυστυχούς ποιητού «υμείς δε, ω γέρανοι, έστε οι μάρτυρές μου».
Η δε ρήσις αύτη εγένετο αιτία της ανευρέσεως των αυτουργών, διότι
ηκούσθη υπό τινος πεπειραμένου Πυθαγορείου, υπονοήσαντος το γενόμενον και
αγαγόντος αμφοτέρους εκείνους εις το Αρχείον των Χιλίων. Ούτοι δε ήσαν χίλιοι
άνδρες, δοικηταί της πολιτείας των Κροτωνιατών, και αιρετοί από τιμημάτων.
Και κατ’ αρχάς μεν ηρνούντο οι ένοχοι την πράξιν, είτα δ’ όμως,
προσαχθέντων των παίδων, τουτ’ έστι των υπηρετών του πλοίου, εξηλέγχθη το
έργον, και δίκας έδωκαν οι αυτουργοί.
Ταύτα δυνάμεθα μετά πιθανότητος να εικάσωμεν εκ των αρχαίων πηγών. Του
Ιαμβλίχου η διήγησις, πολλάς έχουσα τας λεπτομερείας, δύναται ευλόγως να
θεωρηθή ως πλησιέστερον κειμένη προς την αλήθειαν ή πάσα άλλη γενική και
αόριστος. Δια τούτο ενομίσαμεν ότι αι εξ αυτής εικασίαι είνε πιθανώτεραι και
βεβαιότεραι των άλλων.
Αφηγούμεθα ως εξής το περί
των γεράνων του
Ιβύκου διήγημα.
Ο Ίβυκος, επιφανής λυρικός ποιητής εκ Ρηγίου της Μεγάλης Ελλάδος,
καταγόμενος και ακμάσας το 540 π.Χ.. ήλθε ποτε εις τον τύραννον της Σάμου
Πολυκράτην, φημιζόμενον δια τον παροιμιώδη αυτού θησαυρόν και δια την ένθερμον
προς τας Μούσας φιλίαν.
Διατρίψας δε ο ποιητής εν τη Σάμω εφ’ ικανόν χρόνον και παντοίων αγαθών
πλησθείς, απεφάσισε να επανέλθη εις την φίλην αυτού πατρίδα, το Ρήγιον.
Επιβάς δε πλοίου Κροτωνιατικού, επανέκαμπτεν εις την εαυτού, ότ’ εν μέσω
του πλού, ανακαλύψαντες οι ναύται ότι είχε χρήματα πολλά, εξέρριψαν αυτόν εις
την θάλασσαν, ίνα σφετερισθώσι τον θησαυρόν.
Ο δυστυχής ποιητής, περιελθών εις την εσχάτην στιγμήν και ουδένα έχων
βοηθόν ή μάρτυρα, είδεν εξαίφνης περί αυτόν πετομένας γεράνους, και εν τη
ελλείψει πάσης ελπίδος, αποταθείς προς εκείνας είπεν «υμείς, ω γέρανοι, έστε
οι μάρτυρές μου».
Και αυτός μεν κατεποντίσθη, το δε πλοίον κατέπλευσεν εις τον Κρότωνα.
Ημέραν δε τινά, τελουμένου θεάτρου και κατά τύχην διερχομένων γεράνων, ειπέ τις των ναυτών εις τον παρακαθήμενον
εταίρον αυτού: «Βλέπεις τους μάρτυρας;».
Η φράσις αύτη μεγάλην εποίησεν εντύπωσιν εις τινα οξύνουν Πυθαγόρειον, όστις, υπονοήσας τα γενόμενα,
ήγαγεν αυτούς εις το Αρχείον των Χιλίων. Και κατ’ αρχάς μεν απηρνούντο την
πράξιν, είτα δ’ όμως, προσαχθέντων των παίδων του πλοίου, εξηλέγχθη το έργον,
και δίκας έδωκαν οι αυτουργοί.
Το γεγονός τούτο διεβοήθη καθ’ άπασαν την Ελλάδα και παροιμία δε
προέκυψεν «αι Ιβύκου γέρανοι»,
ισοδύναμος ούσα τω καθομιληθέντι ρητώ του Μενάνδρου «έστι δίκης οφθαλμός ος τα πάνθ’ ορά».
/ - πηγή: Σταμάτιος Δ. Βάλβης,
«Φιλολογικά μελετήματα», Εν Αθήναις,
1890.
Ο
Σταμάτιος Δ. Βάλβης (1850-1916).
Λόγος Έμφρων