ΛΥΣΙΑΣ - Απολογία υπέρ του φόνου μοιχού - Γεώργιος Αποστολίδης 1924 - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 


ΛΥΣΙΑΣ, «Απολογία υπέρ του φόνου μοιχού»

 

 

 

/ - Η υπόθεσις του δικανικού (απολογητικού) λόγου του Λυσία 

«Απολογία υπέρ του φόνου μοιχού»:

 

« Ευφίλητος τις, Αθηναίος αστός, … έσχε το ατύχημα μετά παρέλευσιν ολίγου χρόνου από του γάμου του και της αποκτήσεως τέκνου, να μάθη ότι η σύζυγός του εμοιχεύετο υπό τινος νεανίου κομψού, Ερατοσθένους καλουμένου, τον οποίον αυτός [ο Ευφίλητος] ούτε γνώριζεν ούτε είχεν ιδεί ποτέ.

        Ο Ευφίλητος αποφασίζει να συλλάβη τους ενόχους επ’ αυτοφώρω, και το κατορθώνει τη συνεργία, της υπηρετρίας, πρώτης συνεργού της τελουμένης εν τω οίκω του μοιχείας. 

     Ο Ευφίλητος άγων τους μάρτυράς του εισέρχεται νύκτωρ εις τον συζυγικόν κοιτώνα, πληγώνει αμέσως τον επί της κλίνης γυμνόν Ερατοσθένην, τον ρίπτει κάτω, τον φονεύει, και δίδει τέρμα αιματηρόν εις την ευτυχίαν του μοιχού εκδικούμενος την ιδικήν του ατυχίαν.

     Ο αττικός νόμος ρητώς δίδει το δικαίωμα εις τον σύζυγον να φονεύση τον μοιχόν, εάν τον συλλάβη, επ’ αυτοφώρω.  

     Αλλ’ οι συγγενείς του Ερατοσθένους διατεινόμενοι ότι δι’ ενέδρας αρπασθείς την νύκτα εκ της οδού ο Ερατοσθένης και βία εις την οικίαν εισαχθείς και καταφυγών εις την εστίαν εδολοφονήθη παρανόμως και ασεβώς, εισήγαγον κατηγορίαν κατά του Ευφιλήτου.

     Η δίκη αύτη διεξάγεται ενώπιον του επί Δελφινίω δικαστηρίου αρμοδίου δια τας περί φόνου δίκας  όταν ο κατηγορούμενος ωμολόγει μεν την πράξιν  αλλ’ ηξίου ότι κατά τους νόμους εφόνευσεν, ως λέγει ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία, παρ. 57): «οίον μοιχόν λαβών, ή εν πολέμω αγνοήσας, ή εν άθλω αγωνιζόμενος

     Την προανάκρισιν εξετέλει ο δεύτερος άρχων, ο λεγόμενος «βασιλεύς». Προς αυτόν εισήγοντο αι κατηγορίαι («γραφαί») και παρ’ αυτού παρεπέμποντο κατά τας περιστάσεις.

     Οι άλλοι εκ προνοίας (: μελέτης) φόνοι, οι διά δηλητηριάσεως φόνοι και ο εμπρησμός παρεπέμποντο και ενεγράφοντο εις την βουλήν του Αρείου Πάγου.

    Οι δε ακούσιοι φόνοι και αι γραφαί βουλεύσεως  εισήγοντο εις το επί Παλλαδίω δικαστήριον.

    Ο Ευφίλητος λοιπόν κατηγορούμενος επί παρανόμω φόνω και κινδυνεύων περί της ζωής, αν απεδεικνύετο ο ισχυρισμός των κατηγόρων, προσέφυγεν εις τον δεξιώτατον λογογράφον της εποχής του [τον Λυσίαν], και λαβών τον γραπτόν αυτόν λόγον του Λυσίου απαγγέλει ο ίδιος την υπεράσπισίν του.

 

  Τμήμα της διήγησης του Ευφίλητου (προς το δικαστήριον) σε μετάφραση από τον λόγο του Λυσία:

 

  « … Πρώτον επιθυμώ να σας διηγηθώ τα γενόμενα κατά την τελευταίαν ημέραν.

       Ο Ερατοσθένης, κύριοι δικασταί, εισέρχεται [εις την οικίαν μου] και ευθύς η δούλα μ’ εξυπνά και με λέγει ότι είναι μέσα. Και εγώ αφού της είπα να προσέχη την θύραν, κατέβην σιγαλά. Εξέρχομαι και πηγαίνω εις του δείνος και δείνος και άλλους μεν εύρον, άλλους δε δεν εύρον ως αποδημούντας.

       Παραλαβών δε όσο το δυνατόν περισσοτέρους εκ των ευρεθέντων εβάδιζα. Και λαβόντες δάδας εκ του πλησίον παντοπωλείου εισερχόμεθα, διότι η θύρα του κάτω οικίσκου ήτο ανοικτή και προετοιμασμένη από την υπηρέτριαν.

      Σπρώξαντες τότε την θύραν του κοιτώνος, οι μεν πρώτοι εισελθόντες είδομεν αυτόν [: τον Ερατασθένην] πλαγιασμένον δίπλα εις την γυναίκα, οι δε κατόπιν όρθιον και γυμνόν επί της κλίνης.

      Εγώ, κύριοι δικασταί, πληγώσας τον ρίπτω κάτω και στρέψας τας δύο του χείρας προς τα οπίσω και δέσας, τον ηρώτων διατί ατιμάζει τον οίκον μου.

      Και εκείνος ωμολόγει ότι αδικεί, αλλά παρεκάλει και ικέτευε να μην τον φονεύσω αλλά να λάβω χρήματα.

      Του απάντησα: “Δεν είμαι εγώ ο φονεύων σε, αλλ’ ο της πόλεως νόμος. Εσύ παραβαίνων αυτόν εθεώρησες τας ηδονάς σου ανωτέρας του νόμου και επροτίμησες να γίνης εγκληματίας, ν’ ατιμάσης την γυναίκα και τα τέκνα μου, παρά να πείθεσαι εις τους νόμους και να είσαι κόσμιος.”

      Έτσι, κύριοι δικασταί, εκείνος έπαθεν ο,τι διατάσσουν οι νόμοι δια τους τοιαύτα πράττοντας.»    

 

/ - πηγή: 1924: Γεώργιος Αποστολίδης (δικηγόρος), «Λυσίου: Απολογία υπέρ του φόνου μοιχού. (Μελέτη Αστικού Δικαίου)», Εν Αθήναις, (σ. 79), (μελέτη)