Αργύρης Εφταλιώτης - πρόλογος σε εκδοθέν βιβλίο 1907 - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 

Αργύρης Εφταλιώτης 1907

 

[ αποσπάσματα (επιλεγέντα)

από τον επιστολικό πρόλογο του Αργύρη Εφταλιώτη

για την έκδοση της συλλογής διηγημάτων 

του Χρίστου Βαρλέντη «Δόξα και ζωή», Αθήνα, (1907).  

  Η ορθογραφία με βάση το πρωτότυπο.

  Έχει αλλάξει μόνο το τονικό σύστημα λόγω έλλειψης πολυτονικού. ] :

 

 

 « Κι’ έτσι ερχόμαστε στον ορθό, αν όχι και πλατωνικό ορισμό, πώς τίποτις πιο αληθινό από την ποίηση. Μ’ άλλους λόγους, ο εθνικός ο ιστορικός πιο πολύτιμους βοηθούς της επιστήμης του δεν μπoρούσε να φανταστή από τον εθνικό ποιητή κι από τον εθνικό διηγηματογράφο.

 

      Ας αφήσουμε τα παλιά, κι ας έρθουυμε στους δώδεκα αυτούς μήνες. Μέσα στους δώδεκα αυτούς μήνες έχουμε τρία τέσσερα, μας ας αναφέρουμε μονάχα δυό παραδείγματα τεχνητών που πήραν την εθνική ιστορία και μας σάλεψαν τα κατάβαθα της ψυχής μας με την τεχνικιά παράσταση του ατέλειωτου υλικού της.

 

      Το ένα, και θα συμφωνήσης βέβαια να το βάλουμε πρώτο πρώτο, είναι ο περίφημος ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου», έργο που μας ξανοίγει νέους ορίζοντες, καλειδοσκοπικό καθρέφτισμα της φυλής μας, άστρο του πρώτου μεγέθου που αφίνει εποχή στην ιστορία όχι μονάχα της ελληνικής, μα της ανθρώπινης φαντασίας.

 

….  Είταν ένας καιρός που μας έφερναν ξένα μυθιστορήματα, ξενικά μεταβρασμένα, με τις καϊκιές από την Ευρώπη. … Κάπου κάπου έβγαινε και κανένα πρωτότυπο. Πρωτότυπο δηλαδή, που δεν είταν η μορφή του απέξω δανεισμένη. Ειδεμή, το θέμα ξένο, τα αιστήματα ξένα, τέλος κ’ η γλώσσα ξένη, γιατί ξένη θα την πούμε και την καθαρεύουσα.  Τα διαβάζαμε κ’ εκείνα, έπειτα πηγαίναμε και λέγαμε στους φίλους μας, πρωτότυπο έγραψε ο Τάδες. Εκεί τέλειωνε ο σκοπός του.

 

       Το καθαυτό διήγημα, δηλαδή το εθνικό και τ’αληθινό, φύτρωσε στον τόπο μας από τη στιγμή που κατρακυλήστηκε από τα στήθια του η πέτρα που τον πλάκωνε. Βγήκε μονάχο του, ακαλλιέργητο, απότιστο, ασκάλιστο, σαν αγριοβότανο. Το είχε μέσα του το χώμα, δεν μπορούσε να μην το βγάλη. Τέτοια είταν τα πρώτα εκείνα τα δοκιμάσματα.

 

       Ως τόσο άξαφνα βγαίνει ένας Καρκαβίτσας, και μας ξαφνίζει με τέτοια δύναμη και τέχνη, που λες κ’ ηφαίστειο είταν το χώμα του, κι ανάγκη από πολύκαιρη προετοιμασία δεν είχε. Όμως ο Καρκαβίτσας είταν εξαίρεση.

 

      Κάμποσα άλλα αργότερα έργα μας τόδειξαν πως καθώς η ποίηση, έτσι και το διήγημα χρειάζεται σκάλισμα, κλάδεμα, πάστρεμα μ’ άλλους λόγους γερή δουλειά,

 

      Αυτό το μάθημα βάλθηκε να μας το διδάξη ο Ψυχάρης και μας το δίδαξε. Μας το δίδαξε χωρίς να το καλονοιώσουμε, που είναι κ’ η καλλίτερη διδαχή. Και το δίδαξε όχι μονάχα με τα γλωσσικά του έργα, μα και με σωστά καλλιτεχνικά του έργα, και ορίστε ο Ρομπινσώνας.   

 

      Η πρόοδο λοιπόν στο δούλεμα της μορφής και του λεχτικού τα λίγα αυτά χρόνια είναι πολύ σπουδαία, κ’ εδώ να μ’ επιτρέψης ν’αναφέρω και του Νιρβάνα τα ψιλοδούλευτα εκείνα τα πετράδια που ίδαμε τις προάλλες μες στο «Νουμά». Με χαρά μου μαθαίνω πως βγαίνουνε σε ξέχωρον τόμο κ’ εκείνα.

 

     Καθρέφτες, καθρέφτες όλ’ αυτά. Γυαλισμένοι, δουλεμένοι, κρούσταλλο καθαροί. Τέτοιους καθρέφτες μας χρειάζεται ο τόπος. Το έθνος άρχισε να σαλεύη, να νοιώθη τον εαυτό του. Λαχταράει λοιπό να κοιτάζη και στον καθρέφτη να βλέπη πως φαίνεται. Σαν είναι εθνική μια τέτοια λαχτάρα, δεν έρχεται από ματαιότητα. Ψεγάδι δεν είναι. Πολλά πράματα που φαίνονται ψεγάδια σ’ έναν άνθρωπο, γίνονται αρετές σ’ ένα έθνος.  Έθνος που δε λαχταράη να βλέπη το είναι του μέσα σε τέτοιους καθρέφτες δεν του αξίζει τόνομα. Του λείπει η εθνική η συνείδηση, η φιλοτιμία να νοιώση πόσους θησαυρούς μπόρεσε να σωρέψη  ως τα τώρα, και πόσοι του μνήσκουν ακόμα ανέγγιχτοι, αθώρητοι κι ανήκουστοι. Του λείπει το ιδανικό, το συναίστημα δηλαδή του τέλειου, που δίχως αυτό δεν μπορεί να δη και να μάθη καταπού πρέπει να ξεκινήση για ν’αγγίξη περσότερο στον προορισμό του.

 

     Καλότυχοι εσείς, που βρίσκεστε στην εποχή ίσα ίσα που άρχισε να γυρεύη τέτοια έργα το έθνος, και που έχετε μερικά προηγούμενα δοκιμάσματα για να βλέπετε σε τί απότυχαν εκείνα, ποιά τους βγήκανε θαμπά κι ανώμαλα, τί λογής λοιπό δουλειά, και πόση δουλειά χρειάζεται για να βγουν έργα σωστά, γερά κι αλάθευτα, που να τα μελετάη ο λαός και να σπαρταράνε τα σωθικά του από την αλήθεια τους.»

 

       Αγγλία, 26-7-1907                     Αργύρης Εφταλιώτης.