Τρ. Ε. Ευαγγελίδης
Η μονομαχία παρά τοις
αρχαίοις
άρθρο, 1891
Η μονομαχία υπό τον τύπον υφ’ όν σήμερον
παρουσιάζεται εν ταις κοινωνίαις, τουτέστιν ως επανόρθωσις προσβληθείσης τιμής,
δεν ήτο γνωστή παρά τοις αρχαίοις λαοίς.
Εάν δε που και που κατά τους πρώτους της
ανθρωπότητος χρόνους αναγράφονται μονομαχίαι τινές, αύται ουδεμίαν σχέσιν
έχουσι προς τας γινομένας την σήμερον μονομαχίας. Διότι εκείναι σκοπόν είχον
την παύσιν μάχης τινός, την πρόληψιν μεγάλης ροής αίματος και την έκβασιν της
μάχης ταύτης δια της μονομαχίας των δύο στρατηγών των αντιζήλων στρατευμάτων
υπέρ του νικώντος τον αντίπαλον αυτού, κατά ρητάς ή εγγράφους συνθήκας, ως
αναφέρουσιν οι επισημότεροι των αρχαιολογούντων.
Κατά ταύτα λοιπόν έχομεν ν’ αναγράψωμεν
μονομαχίας γενομένας εν τη αρχαιότητι τας δε:
/ - Την μονομαχίαν του
εξαπήχεως Γολιάθ αντιπροσωπεύοντος τα Φιλισταιϊκά στρατεύματα και του νεαρού
Δαβίδ ενεργούντος από προσώπου των Ισραηλιτικών γενομένην κατά την Π.Δ. εν τη
κοιλάδι Ηλά.
/ - Ο Αχιλλεύς
μονομαχών προ των Σκαιών της Τροίας Πυλών φονεύει ως αναφέρει ο Όμηρος (Ιλιάς)
τον Έκτορα εκδικούμενος εν αυτώ τον τε φίλον Πάτροκλον.
/ - Διομήδης ο Τηδείδης
μονομαχεί προς τον Γλαύκον του Ιππολόχου.
/ - Αίας ο Τελαμώνιος
προς τον Πριαμίδην Έκτορα.
/ - Αλέξανδρος ο
Πριαμίδης προς Μενέλαον τον Ατρείδην.
/ - Νεοπτόλεμος ο υιός
του Αχιλλέως προς Μέμνονα τον υιόν της Ηούς.
Αι μονομαχίαι όμως αύται ήταν τρόπον τινα
τυπικαί, έστι δ’ ότε και πραγματικαί. διότι της μονομαχίας
καταπαυσάσης υπέρ του ενός ή του ετέρου των ενδιαφερομένων μερών, κατέπαυε
συγχρόνως και ο μεταξύ των αντιζήλων στρατιών πόλεμος, αλλ’ ως επί το πλείστον
όμως δεν εγίνετο τούτο και τα όπισθεν των μονομαχούντων πυρετωδώς την τύχην
αυτών καραδοκούντα στρατεύματα εξηκολούθουν την μάχην εις την έκβασιν της
οποίας την τύχην αυτών ανέθετον.
Τοιαύτην μονομαχίαν ετέλεσαν οι Ρωμαίοι
Οράτιοι και Κουράτιοι και κατά τον Α’ Γαλατικόν πόλεμον ο Τορκουάτος προς τον
Γαλάτην αξιωματικόν. Επίσης μονομαχία τις μεταξύ των στρατηγών των Παιόνων των
παρά τον Στρυμόνα οικούντων και των Περινθίων εν ή ενικήθησαν οι τελευταίοι, ως
αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Πιττακός vs Φρύνων
Αλλά η διασημοτέρα πασών των εις την
ελληνικήν αρχαιότητα αναγομένων μονομαχιών είναι αναμφιλέκτως η γενομένη τον
6ον π.Χ. αιώνα μεταξύ του σοφού της Μυτιλήνης γέροντος Πιττακού προς τον
σφριγώντα νεανίαν, Ολυμπιονίκην και στρατηγόν των Αθηναίων Φρύνωνα, όστις υπό
κατακτητικού πνεύματος ελαυνόμενος κατέλαβε το Σίγειον, πόλιν της Τρωϊκής
χώρας, υπαγόμενον τοις Μυτιληναίοις. Τοσαύτη δ’ ήν η εν τη νήσω (Λέσβω)
γενομένη του ακούσματος τούτου εντύπωσις, ώστε δημηγορήσαντος προς τον λαόν του
Πιττακού, οι πάντες μιά φωνή εκήρυξαν τον κατά των
Αθηναίων πόλεμον. Αλλ’ ο σοφός Πιττακός κηδόμενος της ζωής των συμπολιτών αυτού
απεφάσισε, κατά τα αρχαία ήθη, να μονομαχήση αυτός ως αρχηγός των Μυτιληναίων
προς τον Φρύνωνα στρατηγόν των Αθηναίων άτε πρεσβεύων ότι « τας νίκας άνευ αίματος δεί ποιείσθαι »
ως έπραξε και προς τον της Λυδίας βασιλέα τον Κροίσον, όν δια της
πειθούς απέτρεψε της κατά της Λέσβου στρατείας αυτού.
Οι Μυτιληναίοι επιβάντες των πλοίων υπό την
οδηγίαν του Πιττακού έρχονται εις Σίγειον ευρόντες δε τον εχθρικόν στρατόν
έτοιμον εις μάχην επιπίπτουσι μαχόμενοι δι’ όλης της ημέρας. Ο Πιττακός
διατάττει την παύσιν της μάχης. οι εχθροί ενόμισαν το τοιούτον ως
ήτταν των περί τον Πιττακόν, αλλ’ όμως εψεύσθησαν των ελπίδων. διότι
ο Πιττακός εζήτησε να λύσωσι τον πόλεμον δια της μονομαχίας.
Οι Μυτιληναίοι εφοβήθησαν διότι ο Πιττακός
ήν γέρων, και απέτρεπον αυτόν της μονομαχίας, αλλ’ εκείνος απήντησεν « ανάγκη ουδέ θεοί μάχονται » και τα στρατεύματα τόσον τα
εαυτού όσον και τα των Αθηναίων παρετάχθησαν εναντίον αλλήλων. Μόνοι δ’
εθεάθησαν εις το μεταίχμιον ο Φρύνων νέος ευσταλής και αλαζών επιδεικτιών την
πάγχρυσον αυτού πανοπλίαν και ο γέρων αλλά σοφός Πιττακός κρύπτων υπό την
ασπίδα δίκτυον δι’ ού θα συνελάμβανε τον εχθρόν ως έλεγεν αυτός ούτος
καυχώμενος εννοών τον Φρύνωνα.
Η μονομαχία ήρξατο εν προφανεί συγκινήσει
των ενδιαφερομένων μερίδων ότε ο γέρων Πιττακός ρίψας κατά κεφαλής του Αθηναίου
στρατηγού το αμφίβληστρον συλλαμβάνει και αποκεφαλίζει αυτόν δίδων λαμπράν
νίκην τοις συμπολίταις αυτού Μυτιληναίοις. Και ούτως εκέρδισαν οι Μυτιληναίοι
την νίκην και το Σίγειον !
Η τοιαύτη μονομαχία έσχεν εν τοις
μεταγενεστέροις χρόνοις πολλούς τους μιμητάς αλλ’ ουχί πλέον υπό πολεμικόν,
αλλ’ υπό πανηγυρικόν χαρακτήρα. Ο Αθήναιος εν τοις Δειπνοσοφισταίς αυτού
αναφέρει [Δειπνοσοφισταί, Βιβλ. IV, 155. 11] διασώσας μαρτυρίας αρχαιοτέρων
συγγραφέων ότι και ένδοξοι και ηγεμόνες εμονομάχουν και εκ προκλήσεως (ως την
σήμερον γίνεται παρ’ ημίν εν ταις μονομαχίαις).
Μονομαχίας γινομένας αναφέρει Δίυλλος ο
Αθηναίος εν τη 9η των Ιστοριών αυτού παρ’ Αθηναίω, « ως Κάσσανδρος εκ Βοιωτίας επανιών και θάψας
τον βασιλέα και την βασίλισσαν εν Αιγαίς και μετ’ αυτών την Κύνναν την
Ευρυδίκης μητέρα και τοις άλλοις τιμήσας οίς προσήκει και μονομαχίας αγώνα
έθηκεν εις όν και κατέβησαν τέτταρες των στρατιωτών. »
Άλλη μονομαχία μεταξύ βασιλέων αναφέρεται η
του Αντιγόνου του Γονατά επωνυμουμένου και του βασιλέως της Ηπείρου Πύρρου, εν
Άργει κατά το 272 π.Χ.
O Λουκιανός εν τοις Εταιρικοίς Διαλόγοις [ ΙΓ΄, 2 ] αναφέρει
ότι Έλλην τις χιλίαρχος Λεόντυχος καλούμενος εμονομάχησε προς τον υβρίσαντα τον
Ελληνικόν στρατόν σατράπην των Παφλαγόνων.
Ο Λουκιανός εν τω Πώς δεί συγγράφειν Ιστορίαν (παράγραφος 12) λήγει αναφέρων ότι ο Αριστόβουλος έγραψεν ιστορίαν μονομαχίας
τινός μεταξύ Μεγ. Αλεξάνδρου και Πώρου γενομένην, αλλ’ ότι τοιούτος υπερβολικώς
έγραψε τα κατ’ αυτήν υπέρ του πρώτου.
Μονομαχία προελθούσα εκ φυλετικής αντιζηλίας
εγένετο μεταξύ του Ολυμπιονίκου Διωξίππου Αθηναίου και του Μακεδόνος
στρατιωτικού Κορράγου ός και κατενικήθη οικτρότατα υπό του Αθηναίου αθλητού.
Ο Παυσανίας [Βιβλ. Ι, 44, 6-10] αναφέρει ότι ο Ύλλος ο Ηρακλέους εμονομάχησε
παρά τα όρια Μεγαρέων και Κορινθίων προς τινα Αρκάδα καλούμενον Έχαμον.
Ο δε Αθηναίος Απολλόδωρος [Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, Βιβλ. Β΄, 22.3, έκδ.
Βιέννης 1811, σ. 71] διέσωσεν ημίν την μεταξύ Ηρακλέους και Κύκνου υιού του
Άρεως και της Πυρήνης γενομένην μονομαχίαν, ήτις απεσοβήθη πεσόντος μεταξύ των
αντιζήλων κεραυνού.
Επίσης προς τον Ηρακλή εμονομάχησεν ο
Λεπρός, ο Γλαύκωνος και Αστυδαμείας, και νικάται υπ’ αυτού ως αναφέρει ο
Αιλιανός εν Βιβλ. Ι, κεφ. 24.
Το βέβαιον είναι ότι μετά τους Αλεξανδρινούς
χρόνους, επελθούσης της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, οι Έλληνες έμαθον λαβόντες παρά
των Ρωμαίων τας εν θεάτροις μονομαχίας.
Εν τη απανταχού Ελλάδι ιδρύθησαν αμφιθέατρα
κατά τον ρωμαϊκόν τρόπον εν οίς ου μόνον μονομαχίαι δαπανηρότατοι εγίνοντο,
αλλά και ταυρομαχίαι και αλεκτρυονομαχίαι και άλλα είδη διασκεδάσεων,
ιπποδρόμια εν τοις ιπποδρομείοις (circum)
άπερ τα μέγιστα ηγάπα ο ρωμαϊκός λαός.
Οι Ρωμαίοι μονομάχοι (gladiatores)
εφημίζοντο ως επιτηδειότατοι εις το να καταβάλλωσι πάντα ξένον. Εστοίχιζον δε
λίαν ακριβά τα μονομαχεία από 10.000 – 180.000 δραχμών.
Ο Λουκιανός εν τω Τοξάριδι ή Περί φιλίας αναφέρει ότι εν Αμάστριδι τη Ποντική
εστρατολογούντο νεανίσκοι καλοί τε και γενναίοι ίνα επί μισθώ διαγωνισθώσιν εν
μονομαχία. Ο κήρυξ εν τω θεάτρω παρουσίασε νεανίσκον ευμεγέθη επειπών « όστις αν εθέλοι τούτω μονομαχήσαι ήκειν εις το
μέσον δραχμάς ληψόμενον μυρίας, μισθόν της μάχης », επιπροσθέτει δε ο Λουκιανός ότι
εμονομάχησε προς τον ευμεγέθη εκείνον νεανίαν ο Σισίνης, ο φίλος του Τοξάριδος,
και καταβαλών αυτόν έλαβε τας 10.000 δραχμών, άς έδωκε τω Τοξάριδι.
Ο Πολύβιος [Βιβλ. 12, 14, 5] αναφέρει μονομαχίαν τινα γενομένην υπό Φαβίου
Σκιπίωνος εν ή κατηναλώθησαν 30 τάλαντα (180.000 δραχμών).
Ο Πολύβιος [Βιβλ. 31, 4] περιγράφει θέαμα μονομαχίας, ήν ετέλεσεν εν Δάφνη ο
Αντίοχος.
Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ετέλουν συχνοτάτας
μονομαχίας καταναλίσκοντες μεγάλα ποσά.
Ο Ηρωδιανός [Ιστορίαι, Ι, 15, έκδ. Λειψίας, 1829, σ. 32-35] αναγράφει ότι ο
αυτοκράτωρ Κόμμοδος (180-192 μ.Χ.),
ούτινος το τέλος υπήρξε τραγικώτατον, ότι χιλίους ενίκησε μονομάχους. Τοσούτον
δε επί τω τίτλω μονομάχος ενησμενίζετο
[:ευαρεστείτο,
ηδονιζόταν],
ώστε ούτε εις τα αυτοκρατορικά ανάκτορα κατώκει, αλλά διέμενεν εν τοις καταγωγίοις των μονομάχων.
επί δε της βάσεως κολοσσαίου αγάλματος παριστώντος τον Ήλιον, όπερ λίαν
εσέβοντο οι Ρωμαίοι, αποκόψας την κεφαλήν και το εαυτού θείς ομοίωμα επέγραψεν:
«Κόμμοδος ο μονομάχος χιλίους νικήσας», αντί να λάβη τους τιμητικούς
τίτλους Γερμανικού, Γαλατικού, Ασιατικού κτλ. ούς απέδιδον εαυτοίς οι Ρωμαίοι
αυτοκράτορες.
Τοιουτοτρόπως εξηκολούθουν τα θεάματα των
μονομαχιών εν Ρώμη μέχρι της εποχής καθ’ ήν πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού κράτους
εγένετο το Βυζάντιον. ότε δε
ο χριστιανισμός εγένετο κυρία θρησκεία του Κράτους, τότε πλέον έπαυσαν και
ταύτα απαγορευθέντα υπό των Συνόδων.
Εν τούτοις έχομεν Κωνσταντίνον τον Θ΄, τον
επικληθέντα κατόπιν Μονομάχον (1041-1051), όστις ών περίφημος μονομάχος, προς πολλούς
συγχρόνους αυτώ εκ των ευγενών και λοιπών μονομαχήσας εξήλθε νικητής, και
Γεώργιον τον Μονομαχάτον Δούκα παντός Ιλλυρικού. (Άννα Κομνηνή, «Αλεξιάς» Ι,
16, 8).
[
απόσπασμα από άρθρο του Τρ. Ε. Ευαγγελίδη δημοσιευμένο σε συνέχειες στο περ. «Ο
Κόσμος», Εν Αθήναις, Έτος Β΄, αριθ. φύλλου 28, 21 Ιουλίου 1891, αριθ. φύλλου
29, 28 Ιουλίου 1891, αριθ. φύλλου 30, 4 Αυγούστου 1891. ]
(
το πλήρες άρθρο εκτείνεται μέχρι της εποχής του γράφοντος )
Ο
τίτλος του άρθρου:
«Η
μονομαχία (παρά τοις αρχαίοις μέχρι των καθ’ ημάς ημερών)»
(
εδώ μόνον το τμήμα του άρθρου που αφορά την αρχαιότητα )
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό ).
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 2 Απριλίου 2023 :
Τρ.
Ε. Ευαγγελίδης,
«Η μονομαχία παρά τοις αρχαίοις»,
άρθρο, 1891
περ. «Ο Κόσμος» ]