Βελισσάριος Φρέρης "Στο τρίτο πάτωμα" - διήγημα, 1927 - σειρά: "Προλεταριακές Τραγωδίες"

 




Βελισσάριος Φρέρης

« Στο τρίτο  πάτωμα »

διήγημα

σειρά: Προλεταριακές Τραγωδίες

δημοσίευση 1927, περ. «Νεοελληνικά Γράμματα»

 

 

 

 

 

                    « Στο τρίτο πάτωμα »

 

   Σαν πήγε η Άννα το πρωϊ στο ξενοδοχείο για να πιάσει δουλειά είταν δασκαλεμένη, γιατί μια μέρα πριν της μίλησε ο ξενοδόχος για τα καθήκοντά της.

 – Μόλις έρχεσαι θα γιομίζεις τα κιούπια του τρίτου πατώματος, ύστερα θα σφουγγαρίζεις το διάδρομο και τη σκάλα και σα φύγουν οι πελάτες θα πιάνεις τα δωμάτια. Όπως σου ’πα, θα φροντίζεις μονάχα για το τρίτο πάτωμα κι όταν γλυτώνεις θα βοηθάς την άλλη καμαριέρα. Κατάλαβες, βέβαια… Είναι ανάγκη να τα ξαναπούμε; ρώτησε ο ξενοδόχος και βάλθηκε να ξεφυλλίζει ένα μάτσο λογαριασμούς.

   Η Άννα έγνεψε πως κατάλαβε κ’ έκανε να φύγει.

 

 

   Της χρειάστηκε μισή ώρα για να γεμίσει τα πιθάρια. Ύστερα βάλθηκε να σφουγγαρίζει και σαν τέλειωσε κάθισε στην ταράτσα να στεγνώσει. Από κει έβλεπε το στενόμακρο διάδρομο του τρίτου πατώματος με τα έξη δωμάτια. Οι πόρτες είταν κλειστές, γιατί οι πελάτες δεν είχαν φύγει ακόμη. Μέσα στο πρώτο δωμάτιο άκουγε κάποιο να σφυρίζει, έπειτα να σταματά το σφύριγμα και ν’ αρχίζει το τραγούδι. Κ’ η Άννα συλλογιζόταν τί είδους φάτσα μπορούσε νά ’χει αυτός ο πελάτης και τί φυσικά. Τόνε φανταζόταν ψηλό, με ξυρισμένο μουστάκι και με μαύρα ρούχα. Και πίστεψε πως θα ’χε καλή καρδιά. Ένας άνθρωπος που πιάνει το σφύριγμα και το τραγούδι μόλις ξυπνήσει δέ μπορεί να ’ναι διαστρεμένος.  

   Κοντά στον πελάτη που σφύριζε σκέφθηκε και τους άλλους. Ονομάτισε με το νου της τον καθένα, φαντάστηκε τα χαρακτηριστικά του, το μπόϊ του κι ακόμη την καρδιά του. Κι αν δεν τους νόμισε όλους νέους κι όμορφους, θάρεψε και τους έξη καλούς.

   Έπειτα βάλθηκε να σκεδιάζει τί θάλεγε στον καθένα σαν τόνε πρωταντίκρυζε. Βέβαια πρώτα απ’ όλα θα τον καλημέριζε, ύστερα θα τόνε ρωτούσε αν θέλει τίποτα κ’ ύστερα… Εδώ τ’άμπλεξε. Μά βρήκε ευτύς τη λύση. Θα ’ταν η σειρά του πελάτη να μιλήσει.

   Πάνω σ’ αυτές τις σκέψεις άκουσε την πόρτα της πρώτης κάμαρας ν’ ανοίγει με θόρυβο. Η Άννα τινάχτηκε, τίτωσε την ποδιά της, που είχε μισοστεγνώσει και μπήκε στο διάδρομο.

 – Καλή μέρα σας… Θέλετε τίποτα; ρώτησε τον πελάτη.  

  Εκείνος την κοίταξε καλά και με περίεργα μάτια, Κ’ είπε:

 – Ναι… Ήθελα λίγο νερό.

 – Αμέσως… αμέσως, απάντησε η Άννα κ’ έκανε να βγει στην ταράτσα που είταν τα πιθάρια.   

 – Μα έλα να πάρεις πρώτα την καράφα, της είπε ο πελάτης και μπήκε στο δωμάτιο.

   Η Άννα γύρισε στο διάδρομο και πήγε να σταθεί μπροστά στη μισόγυρτη πόρτα της κάμαρας. Έβλεπε τον πελάτη να’ ναι ορθός πλάι στο παράθυρο, και να σφυρίζει ένα γρήγορο βαλς. Κ’ η Άννα είχε πως είχε γελαστεί στις προβλέψεις της. Ο πελάτης είταν κοντός, μα πολύ κοντός, είχε μουστάκι και μάλιστα χρυσαφί και φορούσε σταχτιά ριγέ ρούχα.

 – Έμπα, έμπα κορίτσι μου να πάρεις την καράφα, της είπε ο πελάτης.

  Η Άννα μπήκε δειλά, προχώρησε ως το βάθος της κάμαρας, ζύγωσε το λαβομάνο, πήρε την καράφα και βγήκε βιαστική σα να την κυνήγησε κανείς.

  Σε λίγο ξαναγύρισε με γεμάτη την καράφα. Την έβαλε στη θέση της κ’ έκανε να βγει, μά κοντοστάθηκε γιατί της μίλησε ο πελάτης.

 – Πώς σε λένε;  τη ρώτησε.

 – Άννα, είπε βλέποντας το πάτωμα.

 – Θα μας περιποιείσαι, τώρα, σύ ;

 – Μάλιστα…

 – Χμ! Τί ωραία ! ψιθύρισε ο πελάτης και κοίταξε την Άννα με μια ύποπτη τρυφερότητα.

   Την έβρισκε ασύγκριτα καλήτερη από την άλλη, την προηγούμενη, που αν κ’ είχε ανάστημα και αρκετά νόστιμο πρόσωπο, είταν ψυχρή κ’ είχε το κακό ελάττωμα να τσεβδίζει.

 – Κι από πού κατάγεσαι ; ρώτησε ο πελάτης με πολύ ενδιαφέρο.

   Η Άννα δεν κατάλαβε.

 – Από πού είσαι;

 – Α! Μικρασιάτισσα… Απ’ τον Τσεσμέ, είπε τώρα η Άννα ταραγμένη.

   Η περιέργεια τούτη της φαινότανε παράξενη. Ποτέ δέ θα τόβαζε στο μυαλό της ότι από την πρώτη στιγμή θα της πιάνανε ψιλή κουβέντα.

   Ο πελάτης τη ζύγωσε με θάρρος. Η Άννα έκανε δυο βήματα πίσω, μα στο μεταξύ ο κύριος είχε κιόλας απλώσει το χέρι του στο μπράτσο της. Τα μάγουλα της Άννας κοκκίνησαν κ’ η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Πήγε κάτι να πει. Τη σταμάτησαν, όμως, δυνατά παλαμάκια που χτυπούσαν όξω στο διάδρομο. Βγαίνοντας από την κάμαρα άκουσε τον πελάτη να της λέει σιγά:

 – Άννα, σαν τελειώσεις να ξανάρθεις… Θέλω κάτι να σου πω…

 

 

 

  Η Άννα βρέθηκε καθισμένη στην ίδια θέση που είχε καθίσει λίγο πριν για να στεγνώσει. Θυμήθηκε ότι έμεναν ακόμη τρεις πελάτες που δεν τους είχε αντικρύσει. Είταν όλοι τους έξη. Έξη θεριά ! Συλλογίστηκε, για μια στιγμή να σηκωθεί να φύγει. Μά ύστερα; Η μάννα της είταν άρρωστη κι ο αδερφός της έφυγε, λίγες μέρες πριν, φαντάρος. Θυμήθηκε το τί τράβηξε για να βρει δουλιά. Όπου πήγαινε της λέγανε πως δεν είχαν ανάγκη. Θά’μενε. Δέ μπορούσε παρά να μείνει.

 

 

 

(Προλεταριακές Τραγωδίες)

 

                                                       Βελισσάριος Φρέρης

 

 

[ το διήγημα του Βελισσάριου Φρέρη «Στο τρίτο πάτωμα», προερχόμενο από τη σειρά διηγημάτων του «Προλεταριακές Τραγωδίες», δημοσιεύθηκε στο περ. «Νεοελληνικά Γράμματα», Ηράκλειο Κρήτης, δντής: Γιάννης Μουρέλλος, (τεύχος 9ο), Βιβλίο Έννατο, Ιούνιος 1927, σ. 403-413. ]

 

 

( εδώ το διήγημα δεν είναι πλήρες )

( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

  

 

 


 

 

 


 

  

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com

[ ανάρτηση 18 Μαρτίου 2023 :

Βελισσάριος Φρέρης,
«Στο τρίτο πάτωμα»,

διήγημα, 1927

σειρά «Προλεταριακές Τραγωδίες» ]