Άγγελος Σημηριώτης
« Ο Κυνηγός »
διήγημα, 1909
δημοσίευση περ. «Νέον Πνεύμα»
« Ο
Κυνηγός »
– Να
ζης, αφέντη, μια χάρι !
Η παράκλησις αυτή μου ερρίφθη από μίαν
υπόγειον ειρκτήν του φρουρίου της Μ. εν απόγευμα του Απριλίου προ πέντε ετών,
καθ’ ήν στιγμήν χωρίς να προσέξω εστάθην έξωθεν αυτής δια να παρατηρήσω υψηλά,
επί ενός ανθισμένου κλάδου πορτοκαλλιάς, το φίλημα δύο υπολαίδων. Όταν, όχι
χωρίς κάποιον αιφνίδιον τρόμον στραφείς ανεκάλυψα πόθεν εξήλθεν η φωνή, εξήγησα
διατί την ησθάνθην μεταξύ των ποδών μου. Επί του αυτού επιπέδου του εδάφους εν
μικρόν σιδηρόφρακτον παράθυρον ηνοίγετο και εφώτιζεν είδος κευθμώνος, εντός του
οποίου με το πρόσωπον κολλημένον εις τας κιγκλίδας είρπεν εν ανθρώπινον
φάντασμα.
– Να ζης, αφέντη, μία χάρι ! Επανέλαβεν η φωνή.
– Λέγε, τί θές ; του είπα και ητοιμάσθην να
δώσω εις τον έγκλειστον εν νόμισμα.
– Παράδες ; Τί να τους κάνω εδώ μέσα ; υπέλαβεν εκείνον. Κάτι άλλο θέλω να σε
παρακαλέσω. Μα κύτταξέ με καλλύτερα, δεν με γνωρίζεις ;
Ο ήλιος, όσον δύο γρόνθοι υπεράνω του
ορίζοντος, εφώτιζε το πρόσωπον του εγκλείστου. Ήτο νέος μόλις εικοσιπενταετής,
εις εκ των ωραιοτέρων, που έβλεπα εις την ζωήν μου. Αι παρειαί του είχον το
ερύθημα κόρης. η κατατομή του
προσώπου του, πλαστικώς τελεία, είχε την κόψιν των αγαλμάτων και υπό εν
μαρμάρινον μέτωπον, κάτωθεν του διπλού τόξου των οφρύων του ελαφρώς εξέχοντος,
δύο μεγάλοι σχιστοί οφθαλμοί ηνοίγοντο ως δύο άνθη.
– Όχι, απεκρίθην, δεν σε γνωρίζω, έκπληκτος
διότι η ειρκτή δεν είχε κατισχύσει της καλλονής του εγκλείστου.
– Έχεις δίκηο, μου είπε, έχεις τόσα χρόνια,
που δέ με είδες. Είμαι ο γυιός του Μαστρ-Αθανάση του μαραγκού. Ήλθα πολλές φορές
στο σπίτι σας για δουλειά, όταν ήμουν μικρός και βοηθούσα τον πατέρα μου. Και
να ! θυμούμαι μάλιστα και μια μέρα που η
μητέρα σου σου είχε χαρίσει ένα σιδηρόδρομο, που τον εκούρδιζες κ’ έτρεχεν
απάνω στα μάρμαρα της αυλής μονάχος του. Σου λέγω αυτό για να με θυμηθείς. Με
λένε Σταύρο.
Ενθυμούμην πολύ καλά τον σιδηρόδρομον αλλά
καθόλου τον Μάστρ-Αθανάση τον μαραγκόν και τον υιόν του. Η μακρά από την
πατρίδα απουσία μου χωρίς άλλο τους είχεν εξαλείψη όλως διόλου από την μνήμην
μου. Εν τούτοις ήρχισα να αισθάνωμαι ενδιαφέρον προς τον συνομιλητήν μου και
του είπα.
– Μου γύρεψες κάτι, μιά χάρι, τί μπορώ να σου
κάνω ;
– Ήθελα αν είναι στο χέρι σου να παρακαλέσης
να με στείλουν έξω απ’ εδώ σε καμμιά φυλακή, που να μην είμαι μ’ άλλους.
– Μα κι’ αυτού θαρρώ πως είσαι χωρίς
συντροφιά, παρετήρησα.
– Είναι τρεις μέρες τώρα που μ’ έχωσαν εδώ
μέσα. Έως προχθές με είχαν επάνω με τους
άλλους φυλακισμένους. Μά πιάστηκα μ’ έναν απ’ αυτούς κι’ αν δεν με πρόφταιναν
θα τον είχα τελειωμένο. Γιατι πρέπει να σου πω πως εγώ σαν πιαστώ με κανένα
βλέπω αίμα. Θολώνουν τα μάτια μου και χτυπώ, χτυπώ ως που να σκοτώσω κι’ αφού
σκοτώσω ακόμα χτυπώ μια ώρα ύστερα. Έτσι και τώρα όταν με βγάλουν, γιατι δεν μ’
έκλεισαν ’στο βουδρούμι για πάντα, και μου δώση κανείς αφορμή μπορώ να κάνω
πάλι κανένα φόνο όλως διόλου άδικα.
Εγνώριζα τον διοικητήν, όστις ήτο στενός
φίλος του πατρός μου και υπεσχέθην να μεσολαβήσω.
– Θα σου είμαι υπόχρεως, μου είπε.
– Μα ποιά ήταν η πρώτη αφορμή που σε
καταδίκασαν, τον ηρώτησα, κλεψιά ή φόνος ;
– Να κλέψω ;
δεν το καταδέχομαι μου απεκρίθη. εγώ σκότωσα. Μόνο σκότωνα,
επρόσθεσε, μα δεν τα ξέρουν όλα. με καταδίκασαν για τον τελευταίο
γιατι μ’ έπιασαν, μά τους άλλους δεν τους ανεκάλυψαν ποτέ.
– Και είναι πολλοί; ηρώτησα με δειλίαν
ανάμικτον με φρίκην.
– Εφτά ύστερ’ από τον πρώτο.
– Είχες πιαστή και με τους οχτώ ;
– Εγώ ;
μήτε τους γνώριζα, απήντησε. Τους σκότωσα στο κυνήγι.
– Κατά λάθος τότε διέκοψα, προσπαθών να
μετριάσω την φρίκην, που μου ενέπνεεν η εξομολόγησις του ανθρώπου.
– Καθόλου. το ήθελα και θα σκότωνα
και άλλους αν δεν μ’ έπιαναν, είπε. Το είχα πάρη συνήθεια. εσκότωνα κάθε
Κυριακή, που θα πούμε κάθε φορά, που έβγαινα στο κυνήγι. Δεν πήγαινα εγώ για
λαγούς και μπεκάτσες. Από την πρώτη φορά που ένοιωσα τον εαυτό μου δεν πήγαινα.
Και τον εαυτό μου τον ένοιωσα μιά μέρα που είδα κάποιον να περνά απ’ το δάσος,
που κυνηγούσα. Εσήκωσα κατεπάνω του το τουφέκι γεμάτο μολύβια, γιατι είχα πάγει
με τα σκυλιά μου για λάφια ή για κανένα αγριογούρουνο και του φώναξα: – Στάσου
ρε! έτσι για να χορατέψω. Μά ο άνθρωπος φαίνεται πως φοβήθηκε και τώβαλε στα
πόδια. Τότε δεν ξέρω πως εχύθηκα κ’ εγώ και τα σκυλιά μου ξοπίσω του.
κ’ έτσι εκείνος εμπρός κ’ εγώ το κατόπι του πηδούσα μαζύ του ό,τι τύχαινε,
βάτους, κλαδιά, χανδάκια, βράχους, μεθυσμένος απ’ το κυνήγημα εκείνο του
ανθρώπου, που δεν μπορούσε να μου ξεφύγη, γιατι τον έννοιωθα δικό μου, τον
κρατούσα στην μπούκα του τουφεκιού μου.
Έτσι την ώρα που ο άνθρωπος έφθασε στην άκρη
του δάσους για να σωθή στο μεγάλο δρόμο, του σκόρπισα τα μυαλά στον αέρα μ’ ένα
μπουμ !
Αι τρίχες της κεφαλής μου είχον ορθωθή εις
την διήγησίν του κ’ ενώ προσεπάθουν έντρομος να εμβαθύνω εις το μυστήριον της απαισίας
εκείνης ψυχής, ήτις είχεν εκλέξει δια να ενσαρκωθή την ωραιοτέραν μορφήν, ο
έγκλειστος εξηκολούθησε, με τα βλέμματα μακράν βυθισμένα εις εν ακατανόμαστον
θέαμα.
– Τα σκυλιά έτρεξαν κ’ έγλυψαν γύρω τα αίματα,
γιατι φαίνεται πως διψούσαν πολύ. Εγώ κύτταξα το σώμα που σπαρταρούσε.
σπαρτάρησε δύο τρεις φορές κ’ έπειτα πειά τίποτε. Το έσυρα από τα πόδια σαν
έπαψε κι’ ο τελευταίος σπασμός και τώρριξα μέσα σ’ ένα χανδάκι. Δεν μπόρεσα να
γνωρίσω ποιός ήταν, γιατι τα μολύβια σπάνοντάς του το κεφάλι από πίσω, είχαν
τινάξει μαζύ στα κλαδιά και το μισό πρόσωπο του ανθρώπου.
Έκαμα εν ακούσιον κίνημα δια να του κλείσω το
στόμα, γονυπετής προ του μικρού σιδηροφράκτου παραθύρου, από το οποίον εδεχόμην
την εξομολόγησίν του.
– Είναι φοβερά όσα σου λέγω. Ξέρω πως είμαι ένας
μεγάλος κακούργος, άξιος για κρέμασμα. Μά είναι τόσο εύμορφο να κυνηγά κανείς
ανθρώπους αντίς λάφια… Έπειτα έτσι μου άρεζε και δεν έχω να δώσω λόγο,
επρόσθεσεν, ενώ οι οφθαλμοί του απήστραψαν από μίαν αιφνιδίαν αγριότητα… Το
ίδιο έκανα και με τους άλλους κάθε Κυριακή ως που μ’ έπιασαν. Μα τώρα πειά δεν
θέλω να σκοτώσω, αφού δεν είναι για κυνήγι. Όλα για να γίνουν θέλουν τον τόπο τους
και για να τρέξη κανείς η φυλακή είναι πολύ στενή. Εγώ επλάσθηκα κυνηγός
ανθρώπων…
Ανίκανος ν’ ακούσω περισσότερα ηγέρθην αποτόμως
και απεμακρύνθην σπεύδων της ειρκτής, αφ’ ου αφήκα επί του παραθύρου εν νόμισμα, ενώ με παρηκολούθει
η φωνή του απαισίου εκείνου όντος ως εάν μου εθρυμμάτιζε την κεφαλήν εκ των
όπισθεν, ομοία προς ένα εκ του συστάδην πυροβολισμόν :
– Τη χάρι που σου γύρεψα, αφέντη, να μην την
ξεχάσης ! Θα σου είμαι υπόχρεως !
Άγγελος Σημηριώτης
[
το διήγημα του Άγγελου Σημηριώτη «Ο Κυνηγός» δημοσιεύθηκε στο περ. «Νέον Πνεύμα»,
Εν Κωνσταντινουπόλει, Έτος Α΄, φυλλάδιον 14, Κυριακή 25 Ιανουαρίου 1909, σ.
229-230. ]
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
[
Είναι ένα από τα πρώτα ελληνικά διηγήματα που θίγουν το θέμα: “serial Killer”. ]
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 9 Μαρτίου 2023 :
Άγγελος Σημηριώτης,
«Ο Κυνηγός»,
διήγημα, 1909 ]