Κώστας Προυσής
« Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης »
(αποσπάσματα από τη μελέτη)
(η πρωτότυπη μελέτη στα 1961)
δημοσίευση «Φιλολογική Κύπρος» 1970
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης:
Ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων
Το έργο:
Τα μυθιστορήματα:
Στά 1879 γράφει τό πρώτο του μυθιστόρημα πού ξέρουμε, τή «Μετανάστίδα», πού δημοσιεύεται σ' επιφυλλίδες στό «Νεολόγο» τής Πόλης. Κ' έπειτα, το ένα μετά τό άλλο τά μυθιστορήματα «Οι 'Έμποροι τών 'Εθνών» τό 1882 στό «Μη χάνεσαι» (μέ περιοδικό ψευδώνυμο Μποέμ), τή «Γυφτοπούλα» τό 1884 στήν «'Ακρόπολη», καί τό «Χρήστο Μηλιόνη» τό 1885 στό».
Οι μεταφράσεις:
Στο μεταξύ προσλαμβάνεται τό 1882 στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά ως ταχτικός μεταφραστής, — κι αυτό πιά γίνεται το κύριο του προσοδοφόρου επαγγέλματος: να μεταφράζει, στην «Εφημερίδα» πρώτα, στην «'Ακρόπολη» του Γαβριηλίδη από το 1893, αλλά και σε άλλες εφημερίδες.
Γιά 25 περίπου χρόνια άπειρες λογοτεχνικές μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη άπό τά γαλλικά καί τ' αγγλικά δημοσιεύτηκαν στον ελληνικό τύπο, μεγάλα έργα και μικρά, μυθιστορήματα, διηγήματα, μελέτες, άρθρα, κ.λπ.
Ο τελευταίος εκδότης και βιογράφος του Γιώργου Βαλέτα καταγράφει 154 μεταφράσεις του Παπαδιαμάντη πιστοποιημένα, εκατοντάδες όμως ξεχάστηκαν γιατί δεν αναγράφουν όνομα μεταφραστή. Κ' η ειρωνεία είναι πως ο πιο πρωτότυπος Νεοέλληνας συγγραφέας αποζούσε κυρίως από τις δημοσιογραφικές αυτές μεταφράσεις· η πρωτότυπη του εργασία πολύ λίγα του έδινε. Κι ακόμη, ενώ βγήκε από τις μεταφράσεις του και σε βιβλία (από τα οποία τί αυτός δεν πήρε), ο Παπαμάντης όσο ζούσε δεν μπόρεσε να τυπώσει ούτε ένα από τα πρωτότυπα έργα του, μολονότι δυό φορές δοκίμασε. Η μοίρα η εκδοτική στάθηκε πολύ σκληρή για τον Παπαδιαμάντη.
Τα διηγήματα:
Στις 26 Δεκέμβρη 1887 δημοσιεύτηκε στην «'Εφημερίδα» «Τό Χριστόψωμο», το πρώτο του διήγημα, — και μ' αυτό γίνεται ο εισηγητής της εορταστικής λογοτεχνίας στήν Ελλάδα.
Από τότε, σ' όλες τις μεγάλες γιορτές της 'Ορθοδοξίας, τά Χριστούγεννα, τήν Πρωτοχρονιά, τό Πάσχα, καί σ' άλλες γιορτές, ταχτικά δημοσιεύονται, σ' εφημερίδες καί περιοδικά, διηγήματα του Παπαδιαμάντη σχετικά μέ τίς γιορτές αυτές.
'Έτσι δ Παπαδιαμάντης έγινε ο κατ' εξοχήν πανηγυριστής της Ελληνικής 'Ορθοδοξίας, ο ραψωδός της. Γιατί, αν και τό παράδειγμά του τό ακολούθησαν πολλοί, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ιδιαίτερα, κανενός τά έργα δέν συγκρίνονται σ' απλότητα κι αυθορμησία, σέ ειλικρίνεια καί λυρισμό, σέ χριστιανική διάθεση κι αξία, μέ τά εορταστικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη.
Ξαναπλάθει μέσα σ' αυτά τό αγαπημένο του νησί (την Σκιάθο) μέ τά γραφικά ξωκλήσια του καί τόν απλοϊκό του κόσμο, τούς ξωμάχους καί τούς ναυτικούς καί τούς παπάδες, τίς βασανισμένες γυναίκες καί τά ξέγνοιαστα παιδιά. Καί σιγά-σιγά απλώνει τα θέματα του από τη Σκιάθο στην Αθήνα, κι ακόμη: απλώνει τα θέματα του από απλά εορταστικά σε ποικίλα θέματα, κοινωνικά, πολιτικά, ψυχολογικά και άλλα.
Το διήγημά του αγκαλιάζει πιά όλη την Ελλάδα, κύριο θέμα του όμως μένει πάντα η αγαπημένη του Σκιάθο.
Ζει, όπως πάντα, σε φτωχογειτονιές, σ' ένα μικρό καμαράκι, απεριποίητος, ατιμέλητος, ανίκανος να βάλει τη ζωή του σε μια τάξη ευπρέπειας και άνεσης. Σπάνια κάνει παρέα με τους λογίους της εποχής, τουλάχιστο δύσκολα πιάνει φιλίες και πιο δύσκολα ξανοίγεται. Τους αποφεύγει. Μόνο με τον απλό λαό κάνει συντροφιά, με το απλοϊκό εκκλησίασμα του Αγίου 'Ελισσαίου, με τους δαρμένους απ' τή ζωή που συχνάζουν, όπως κι αυτός, σε φτωχοταβέρνες. Οι ταχτικοί του σύντροφοι στην ταβέρνα του Καχριμάνη και σ' άλλα φτωχομάγαζα είναι ταπεινοί άνθρωποι του λαού, ρημάδια κι αυτοί της ζωής, αγνές όμως ψυχές με πολλές χαρές.
Μαζί τους πίνει καϊ κουβεντιάζει καϊ σιγοψέλνει. Τούς παρακολουθεί από κοντά, μέ συμπόνια, μέ κατανόηση, μέ χριστιανική συγκατάβαση, καί τούς κάνει κατόπι ήρωες στα διηγήματά του, τύπους ζωντανούς και σπαρταριστούς, συμπαθητικούς και βαθιά ανθρώπινους, με τις μικρές κακίες και τις απλές αρετές των, με τη θυμοσοφία και το λαϊκό τους χαρακτήρα.
Καί γράφει, γράφει συνεχώς, — στις εφηρημερίδες μεταφραστής, στο καμαράκι και στην ταβέρνα τα διηγήματά του. Δουλεύει εξαντλητικά, και παλεύει με τη φτώχια, με τη μιζέρια, κι αγωνίζεται ν' ανταποκρίνεται και στις ανάγκες του σπιτιού του.
Τό ένα διήγημα μετά το άλλο έρχονται σά φυσικοί καρποί, πονεμένο ξεχείλισμα της καρδιάς του, λύτρωση της βασανισμένης του ψυχής, μόνη χαρά στήν άχαρη ζωή του. Η φτώχια, όμως, η κακοπέραση, το κρασί που από καιρό άρχισε να επηρεάζει καταστρεπτικά την υγεία του, η ξεθεωτική εργασία, τον εξαντλούν, τον εξουθενώνουν, κ' έτσι το 1902 με την οικονομική βοήθεια του Βλαχογιάννη αποτραβιέται στην πατρίδα του. Γρήγορα εκεί αναλαμβάνει τη στοργική περιποίηση των αδελφών του, αλλά κυρίως από την αίσθηση πώς βρίσκεται στην αγαπημένη του Σκιάθο. Καί ξαναπιάνει τό γράψιμο, μεταφράσεις καί διηγήματα. Τότε είναι που γράφει το αριστούργημά του, τη «Φόνισσα», που δημοσιεύεται το 1903 στά «Παναθήναια».
Δυό χρόνια έμεινε στη Σκιάθο, δύο χρόνια παραγωγικά και σχετικά ήρεμα — μολονότι δεν λείπουν και τώρα οι τραγωδίες. Τρελαίνεται ο αδελφός του, κ' έτσι ο Παπαδιαμάντης εχτός από τις αδελφές του έχει να συντηρήσει και την οικογένεια του αδελφού του, γυναίκα και παιδιά και τον ίδιο βέβαια τον άρωστο.
Γι αυτό κατά το φθινόπωρο του 1904 γυρίζει στην Αθήνα, όπου νομίζει πώς μπορεί να βρει περισσότερη και ταχτική μεταφραστική εργασία στις εφημερίδες κ' έτσι νά κερδίζει περισσότερα για τη συντήρηση των δικών του. Αλίμονο όμως! 'Όχι μόνο δέ βρίσκει μεταφραστική εργασία (γιατί και οι μεταφραστές πλήθυναν καί άλλαξε ο χαραχτήρας των Αθηναϊκών εφημερίδων που ενδιαφέρονταν γιά τήν πολιτική ειδησεογραφία περισσότερο παρά γιά λογοτεχνικές μεταφράσεις), αλλά καί η μοίρα χτύπησε βαριά τον Παπαδιαμάντη. 'Έπαθε ισχυρό ρευματισμό των χεριών καί μέ πολλή δυσκολία πιά μπορεί νά γράψει. Καί η φυσική του δειλία, η κοσμοφοβία του, η υπερηφάνεια και η μυζέρια του, δεν ήταν, βέβαια, προσόντα για την τραγική του κατάστασή του. Είναι ή θλιβερώτερη περίοδος της ζωής του.
Αποσύρεται σ' ένα ελεινό δωμάτιο στή Δεξαμενή και περνάει τις μέρες του σ' ένα καφενείο εκεί, παρέα πάλι με απλοϊκούς ανθρώπους, συντρόφους του στην κακομοιριά και στο κρασί. Από τον Άγιο 'Ελισσαίο δέ λείπει. Μολαταύτα γράφει όποτε και όσο μπορεί. Γράφει διηγήματα. Τότε έγραψε μερικά από τα καλύτερά του: τό «Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου», «'Άνθος του γιαλού», «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια», «Το μυρολόγι της φώκιας», κι άλλα. Το τελευταίο ο Ζαν Μορέας τό χαρακτήρισε «τό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Όμως, με τά διηγήματα μόνο, με την πρωτότυπη δημιουργία μόνο, δέν μπορούσε βέβαια νά κερδίσει αρκετά γιά νά ζεί κι αυτός κι οχτώ-δέκα άλλα πρόσωπα πού περίμεναν απ' αυτόν.
Στις 13 Μάρτη 1908, μ' επικεφαλής τήν πριγκήπισσα Μαρία, διοργανώνεται στον «Παρνασσό» μια μεγάλη γιορτή για τα 25χρονα του Παπαδιαμάντη, όπου παραβρέθηκε όλη η πνευματική Αθήνα και όλη η Αθήνα «του καλού κόσμου», κ' έπλεξαν εγκώμια στο μεγάλο συγγραφέα. Ο μόνος πού δέν ήταν παρών ήταν ο ίδιος ο τιμώμενος, ο Παπαδιαμάντης! Είχε κρυφτεί στο σπίτι του καλού του φίλου, του Νίκου Μπούκη του μανάβη, και δεν μπόρεσαν, όσο κι αν έψαξαν, να τον βρουν οι διοργανωτές του πανηγυρισμού και οι φίλοι του.
Μέ τά χρήματα πού μαζεύτηκαν από τόν πανηγυρισμό, φεύγει σέ λίγες μέρες στή Σκιάθο, γιά νά μή ξαναγυρίσει πιά στήν Αθήνα. Είναι πιά ολότελα γερασμένος, σαραβαλιασμένος, καί τό κρασί δέν τό αφήνει. Κι όμως γυρίζει πάλι, μέ τά πόδια, όλα τ' αγαπημένα μέρη του νησιού του, πάει στ' απόμακρα ξωκλήσια για νυχτερινές λειτουργίες, καί γράφει πάντα, γράφει τά «'Όψιμα», σειρά διηγημάτων που λογάριαζε νά τά εκδώσει σέ δυό τόμους. Αλλά περί τό τέλος του Νοέμβρη 1910 πήρε ένα δυνατό κρυολόγημα που τον έριξε στο κρεβάτι. Τη Δευτέρα, 3 Γενάρη 1911, στις 2 το πρωϊ παρέδωσε την αγγελική ψυχή του στα χέρια του Πλάστη.
Οι εφημερίδες και τα περιοδικά σ' όλο τον Ελληνισμό γιά βδομάδες και μήνες έγραφαν εγκωμιάδες για τον Παπαδιαμάντη και χτυπούσαν την αστροργία της ελληνικής κοινωνίας όσο καιρό ζούσε ο μεγάλος συγγραφέας.
'Ίσως αποτέλεσμα αυτής της κατακραυγής ήταν η αίσθηση της ανάγκης νά μαζευτεί πιά τό σκορπισμένο του έργο καί νά εκδοθεί επιτέλους σέ βιβλία. 'Έτσι, στά 1912—1914 έντεκα τόμους Παπαδιαμάντη εξέδωκεν ο Φέξης καί τρεις ο Δικαίος, καί υστερώτερα έξι τόμους ο Ελευθερουδάκης κι άλλοι λιγώτερους.
Τό Σεπτέμβρη του 1925 έγιναν τ' αποκαλυπτήρια της προτομής του στη Σκιάθο. 'Αντί γι' άλλο επίγραμμα, σκάλισαν από κάτω στην προτομή τους επόμενους στίχους του Παπαδιαμάντη: «Σά νάχαν ποτέ τελειωμό / τά πάθη κι οι καημοί του κόσμου.»
Τό 1934 ο Κατσίμπαλης εξέδωκε την πρώτη και σοβαρότερη βιβλιογραφία γιά τον Παπαδιαμάντη, κι ο Οκτάβιος Μερλιέ τύπωσε τα «Γράμματά» του κ' ένα σπουδαίο έργο γαλλικά γιά τον Παπαδιαμάντη και τη Σκιάθο.
Το 1940 ο Γιώργος Βαλέτας εξέδωκε τη μεγάλη και λεπτομερή βιογραφία του Παπαδιαμάντη με ιστορική και κριτική ανάλυση του έργου του. Και στα 1954—5 ο Βαλέτας πάλι επιστάτησε στη μεγάλη, οριστική και μνημειώδη έκδοση όλων των έργων του Παπαδιαμάντη σε πέντε μεγάλους τόμους, έξι με την επανέκδοση της βιογραφίας του.
'Έτσι, φέτο (1961) που συμπληρώθηκαν 110 χρόνια από τη γέννηση του Παπαδιαμάντη, και πενήντα από το θάνατό του, το έτος Παπαδιαμάντη, μπορούμε να ανατρέξουμε σ' ολόκληρο το έργο του συγκεντρωμένου σε τόμους, να το μελετήσουμε και να το χαρούμε στην ολότητά του.
[ Για τον κόσμο των Ελληνικών Γραμμάτων το 1961 ήταν το «έτος Παπαδιαμάντη», 110 χρόνια από τη γέννησή του και 50 από το θάνατό του. Γιά τούτο γράφτηκε τότε η μελέτη αυτή, που δόθηκε ως διάλεξη στις 5 του Μάη 1961 στην Ελληνική Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή «Ο Τίμιος Σταυρός», (Brookline, Massachusetts).
Δημοσιεύεται εδώ χωρίς αλλαγές. ]
( εδώ αποσπάσματα από την εκτενή μελέτη του Κώστα Μ. Προυσή για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάτη «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: ο Άγιος των Ελληνικών Γραμμάτων».
Η μελέτη είχε συντεθεί στα 1961 (έτος Παπαδιαμάντη).
Δημοσιεύθηκε στο ετήσιο περ. «Φιλολογική Κύπρος» 1970, σ. 15-36. ]
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 23 Φεβρουαρίου 2025 :
Κώστας Προυσής
« Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης »
(αποσπάσματα από τη μελέτη)
(η πρωτότυπη μελέτη στα 1961)
δημοσίευση περ. «Φιλολογική Κύπρος» 1970
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΡΙΤΙΚΗ ]