Πλούταρχος "Γυναικών αρεταί: Η Κάμμα" αρετολογία Αρχαιογνωσία ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 


Πλούταρχος

«Γυναικών αρεταί: Η Κάμμα»

αρετολογία

Αρχαιογνωσία

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

 

 

 

 


 

 

Πλούταρχος,

Ἠθικά – Γυναικῶν ἀρεταί

(Moralia – De mulierum virtutibus)

 

  

 

Δομή του έργου «Γυναικῶν ἀρεταί»

   Το έργο δεν χωρίζεται σε βιβλία ή βίους, αλλά σε αυτοτελείς σύντομες ιστορίες, καθεμία αφιερωμένη σε μία γυναίκα ή ομάδα γυναικών.

Η γενική δομή είναι:

Σύντομη εισαγωγή

– Ο Πλούταρχος δηλώνει ότι η αρετή είναι ίδια σε άνδρες και γυναίκες.

Ακολουθούν διαδοχικά παραδείγματα (διηγήματα)
– Ελληνίδες

– Βαρβαρικές γυναίκες

– Ιστορικές και μυθικές μορφές

 

Η ιστορία της Κάμμης

Moralia 257E – 258C

Σύνοψη της υπόθεσης:

Ο Σινόριξ σκοτώνει τον Σινάτο, επειδή επιθυμεί την Κάμμα, την σύζυγο του Σινάτου.

   Η Κάμμα αρνείται να τον παντρευτεί και καταφεύγει ως ιέρεια στο ιερό της Αρτέμιδος.

   Μετά από καιρό, ο Σινόριξ πείθει τους συγγενείς και την ίδια να δεχθεί γάμο.

Κατά την τελετή στο ιερό:

Η Κάμμα αναμειγνύει δηλητήριο στο κοινό ποτό

Πίνει και η ίδια

Πεθαίνουν και οι δύο

Πριν πεθάνει, δηλώνει ότι:

εκδικήθηκε δίκαια τον άνδρα της

παρέμεινε πιστή μέχρι τέλους

 

Οι αρετές που αναδεικνύονται:

συζυγική πίστη

σωφροσύνη

ανδρεία

αυτοκυριαρχία

εκδίκηση ως ηθική δικαιοσύνη (όχι πάθος)

   Ο Πλούταρχος παρουσιάζει την Κάμμα ισάξια με ανδρικούς ηρωικούς χαρακτήρες.

 

 

 

Νεοελληνική απόδοση του αποσπάσματος:

   Η Κάμμα ήταν σύζυγος του Σινάτου και ξεχώριζε όχι μόνο για την ομορφιά της αλλά και για τη σωφροσύνη και την αρετή της. Ήταν ιέρεια της Αρτέμιδος και τιμούσε με ευλάβεια τη θεά.

   Ο Σινόριξ, ισχυρός άνδρας ανάμεσα στους Γαλάτες, ερωτεύτηκε την Κάμμα και, επειδή δεν μπορούσε να την αποκτήσει, σκότωσε τον Σινάτο, τον σύζυγό της. Εκείνη, μετά τον θάνατο του άνδρα της, παρέμεινε πιστή στη μνήμη του και ζούσε αφιερωμένη στη λατρεία της θεάς.

   Ύστερα από καιρό, οι συγγενείς και οι άρχοντες πίεσαν την Κάμμα να δεχθεί τον Σινόριξ ως σύζυγο, και εκείνη προσποιήθηκε πως υποχωρεί. Ο γάμος τελέστηκε στο ιερό της Αρτέμιδος, όπως η ίδια είχε ζητήσει.

   Κατά την τελετή, η Κάμμα εκπλήρωσε την απόφασή της: με πράξη που είχε προμελετήσει, τιμώρησε τον φονιά του άνδρα της και έμεινε πιστή ως το τέλος στον Σινάτο. Πριν φύγει από τη ζωή, δήλωσε πως η δικαιοσύνη αποδόθηκε και πως τίποτε δεν την λύγισε από την αρετή της.

 

 

Σύγκριση της Κάμμης με άλλες γυναίκες στο έργο του Πλουτάρχου, Γυναικῶν ἀρεταί.

   Στην πραγματεία Γυναικῶν ἀρεταί ο Πλούταρχος συγκροτεί ένα ετερόκλητο, αλλά συνειδητά οργανωμένο σύνολο παραδειγμάτων γυναικείας αρετής, αντλημένων από διαφορετικούς λαούς και ιστορικά συμφραζόμενα. Ελληνίδες, Ρωμαίες και «βάρβαρες» γυναίκες παρουσιάζονται ισότιμα, προκειμένου να καταδειχθεί ότι η ἀρετή δεν εξαρτάται ούτε από το φύλο ούτε από την εθνική καταγωγή, αλλά από τον χαρακτήρα και την ηθική στάση του προσώπου.

   Στο πλαίσιο αυτό, η Κάμμα ἡ Γαλάτισσα (της Μικράς Ασίας) κατέχει κεντρική θέση, καθώς συνδυάζει στοιχεία συζυγικής πίστης, θρησκευτικής ευσέβειας και συνειδητής ηθικής εκδίκησης.

    Η Κάμμα, Γαλάτισσα τὸ γένος και ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος, παρουσιάζεται ως μορφή βαθιά δεσμευμένη στον θεσμό του γάμου και στη θρησκευτική τάξη. Η πράξη της στρέφεται κατά τοῦ Σινόριγος, ο οποίος διέπραξε φόνο και ὕβριν, και τελείται εντός ιερού χώρου, με τελετουργικό χαρακτήρα. Η αρετή της δεν εκδηλώνεται με σωματική βία ή πολιτική δράση, αλλά με μακρόχρονη αυτοκυριαρχία και πλήρη συνείδηση του δικαίου. Ο θάνατός της αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πράξης, γεγονός που της προσδίδει τραγική και σχεδόν ηρωική διάσταση.

 

 

 

 

Κάμμα και Πορκία (Ρωμαία)

   Η Κάμμα και η Πορκία αποτελούν δύο μορφές αρετής που κινούνται στο ίδιο ηθικό επίπεδο, αλλά εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο. Η Πορκία, κόρη του Κάτωνα και σύζυγος του Βρούτου, εκπροσωπεί τη ρωμαϊκή στωική αρετή: αυτοκυριαρχία, αντοχή στον πόνο και σιωπηλή συμμετοχή στην πολιτική μοίρα του άνδρα της. Η πράξη της δεν αποσκοπεί σε εκδίκηση, αλλά στην απόδειξη ότι είναι άξια εμπιστοσύνης. Αντίθετα, η Κάμμα δρα με πλήρη συνείδηση ηθικής δικαιοσύνης· η πράξη της είναι εκδικητική, αλλά όχι παρορμητική. Ο Πλούταρχος παρουσιάζει την Πορκία ως υπόδειγμα εσωτερικής δύναμης, ενώ την Κάμμα ως παράδειγμα ηθικής συνέπειας που φτάνει μέχρι την αυτοθυσία.

    Στον ρωμαϊκό κόσμο, η Πορκία, θυγάτηρ του Κάτωνος και σύζυγος του Βρούτου, αποτελεί πρότυπο στωικής αρετής. Ρωμαία τὸ γένος, δεν προβαίνει σε πράξη εκδίκησης ούτε σε δημόσια παρέμβαση, αλλά αποδεικνύει την ικανότητά της να συμμετέχει στην πολιτική μοίρα του ανδρός της μέσω σιωπής και αντοχής στον πόνο.

    Σε σύγκριση με την Κάμμα, η Πορκία κινείται στο εσωτερικό επίπεδο της ηθικής δοκιμασίας, χωρίς τελετουργία ή δραματική κορύφωση. Και οι δύο, ωστόσο, συγκλίνουν στην απόλυτη προσήλωση στην αξία της συζυγικής πίστης.

 

 

 

 

 

Κάμμα και Κλοιλία (Ρωμαία)

    Η Κλοιλία, μία από τις πιο γνωστές Ρωμαίες του έργου, διακρίνεται για τη γενναιότητα και την πολιτική της σημασία. Δραπετεύει από την αιχμαλωσία, σώζει και άλλες γυναίκες και αναγνωρίζεται ακόμη και από τον εχθρό. Η αρετή της είναι δημόσια, πολιτική και συνδέεται με τη σωτηρία της κοινότητας.

   Η Κάμμα, αντίθετα, δρα αποκλειστικά στο ιδιωτικό και ηθικό επίπεδο: δεν σώζει πόλη ούτε επηρεάζει πολιτικές εξελίξεις.

    Ο Πλούταρχος, με αυτή τη σύγκριση, δείχνει ότι η αρετή δεν μετριέται από το εύρος των συνεπειών της, αλλά από την καθαρότητα του κινήτρου. Η Κλοιλία είναι ηρωίδα της ιστορίας, η Κάμμα ηρωίδα της ηθικής.

    Η αρετή της Κλοιλίας, της Ρωμαίας παρθένου, είναι κατεξοχήν πολιτική. Η δράση της αφορά τη σωτηρία και την τιμή της κοινότητας και αναγνωρίζεται ακόμη και από τον εχθρό.

    Σε αντίθεση με την Κάμμα, η οποία δρα εντός του οἴκου και του ἱεροῦ, η Κλοιλία ανήκει στον δημόσιο χώρο. Παρά τη διαφορά αυτή, και οι δύο μορφές παρουσιάζονται από τον Πλούταρχο ως εξίσου άξιες, διότι καθοδηγούνται από σταθερό ηθικό κριτήριο και όχι από πάθος.

 

 

Κάμμα και Τιμόκλεια, η Θηβαία:  

   (Γυναικών αρεταί  259e-260d)

 

πρωτότυπο κείμενο:

« [259Ε]… ἔτυχε τῆς Τιμοκλείας τὴν οἰκίαν καταλαβὼν ἄνθρωπος οὐκ ἐπιεικὴς οὐδ’ ἥμερος ἀλλ’ ὑβριστὴς καὶ ἀνόητος· ἦρχε δὲ Θρᾳκίου τινὸς ἴλης καὶ ὁμώνυμος ἦν τοῦ βασιλέως οὐδὲν δ’ ὅμοιος. 

[259F] οὔτε γὰρ τὸ γένος οὔτε τὸν βίον αἰδεσθεὶς τῆς γυναικός, ὡς ἐνέπλησεν ἑαυτὸν οἴνου, μετὰ δεῖπνον ἐκάλει συναναπαυσομένην. καὶ τοῦτο πέρας οὐκ ἦν· ἀλλὰ καὶ χρυσὸν ἐζήτει καὶ ἄργυρον, εἴ τις εἴη κεκρυμμένος ὑπ’ αὐτῆς, τὰ μὲν [ὡς] ἀπειλῶν τὰ δ’ ὡς ἕξων διὰ παντὸς ἐν τάξει γυναικός. ἡ δὲ δεξαμένη λαβὴν αὐτοῦ διδόντος «ὤφελον μέν» εἶπε «τεθνάναι πρὸ ταύτης ἐγὼ τῆς νυκτὸς ἢ ζῆν, <ὥστε> τὸ γοῦν σῶμα πάντων ἀπολλυμένων ἀπείρατον ὕβρεως διαφυλάξαι· 

[260A] πεπραγμένων δ’ οὕτως, εἴ σε κηδεμόνα καὶ δεσπότην καὶ ἄνδρα δεῖ νομίζειν, τοῦ δαίμονος διδόντος, οὐκ ἀποστερήσω σε τῶν σῶν· ἐμαυτὴν γάρ, ὅ τι βούλῃ σύ, ὁρῶ γεγενημένην.

   ἐμοὶ περὶ σῶμα κόσμος ἦν καὶ ἄργυρος ἐν ἐκπώμασιν, ἦν τι καὶ χρυσοῦ καὶ νομίσματος. ὡς δ’ ἡ πόλις ἡλίσκετο, πάντα συλλαβεῖν κελεύσασα τὰς θεραπαινίδας ἔρριψα, μᾶλλον δὲ κατεθέμην εἰς φρέαρ ὕδωρ οὐκ ἔχον· οὐδ’ ἴσασιν αὐτὸ πολλοί· πῶμα γὰρ ἔπεστι καὶ κύκλῳ περιπέφυκεν ὕλη σύσκιος. 

 

(μετάφραση:

    Έτυχε ο άνθρωπος που κατέλαβε το σπίτι της Τιμοκλείας να ήταν ένας άνδρας όχι μόνο αγενής αλλά και θρασύς και ανόητος· διοικούσε μία ίλη από μια θρακική φυλή και είχε το ίδιο όνομα με τον βασιλιά, αλλά δεν είχε τίποτα κοινό μαζί του.

    Ούτε το γένος, ούτε τη ζωή της γυναίκας σεβόταν, και καθώς γέμισε το σώμα του από κρασί, μετά το δείπνο την καλούσε για να κοιμηθούν μαζί. Δεν σταμάτησε εκεί, αλλά ζητούσε και χρυσό και άργυρο, αν υπήρχε κάτι κρυμμένο από αυτήν. Τα ζητούσε, μάλιστα, είτε με απειλές είτε με την πρόφαση ότι είναι άνδρας και πρέπει να έχει πάντα τη θέση του πάνω από τη γυναίκα.

    Η Τιμόκλεια, αφού πήρε το ποτήρι που της έδινε, του είπε: «Ω, να μπορούσα να είχα πεθάνει πριν από αυτήν τη νύχτα ή να ζούσα, ώστε να μπορούσα να προστατέψω το σώμα μου από την αχρειότητα που προανήγγειλες. Εάν, λοιπόν, νομίζεις ότι εγώ πρέπει να σε θεωρώ κηδεμόνα, δεσπότη και σύζυγο, και εάν ο θεός (δαίμονας) μου το επιτρέπει, δεν θα σε στερήσω από τα δικά σου. Εγώ, πάντως, είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι θέλεις με το σώμα μου, εφόσον το επιθυμείς.

    Για μένα, πάντως, το σώμα ήταν κόσμημα και το ασημένιο ήταν για ποτά, το χρυσό και τα νομίσματα ήταν κάτι το διακριτό. Όταν όμως η πόλη αλώθηκε, διέταξα να συγκεντρωθούν όλες οι υπηρέτριες και πέταξα τα πάντα σε ένα πηγάδι που δεν είχε νερό. Και πολλοί δεν το έμαθαν αυτό, γιατι υπάρχει από πάνω σκέπασμα και γύρω-γύρω έχει φυτρώσει πυκνή, σκιερή βλάστηση.

 

 

 

[260B] ταῦτα σὺ μὲν εὐτυχοίης λαβών, ἐμοὶ δ’ ἔσται πρός σε μαρτύρια καὶ γνωρίσματα τῆς περὶ τὸν οἶκον εὐτυχίας καὶ λαμπρότητος.» ἀκούσας οὖν ὁ Μακεδὼν οὐ περιέμεινε τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ εὐθὺς ἐβάδιζεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἡγουμένης τῆς Τιμοκλείας· καὶ τὸν κῆπον ἀποκλεῖσαι κελεύσας, ὅπως αἴσθοιτο μηδείς, κατέβαινεν ἐν τῷ χιτῶνι. στυγερὰ δ’ ἡγεῖτο Κλωθὼ τιμωρὸς ὑπὲρ τῆς Τιμοκλείας ἐφεστώσης ἄνωθεν. 

[260C] ὡς δ’ ᾔσθετο τῇ φωνῇ κάτω γεγονότος, πολλοὺς μὲν αὐτὴ τῶν λίθων ἐπέφερε πολλοὺς δὲ καὶ μεγάλους αἱ θεραπαινίδες ἐπεκυλίνδουν, ἄχρι οὗ κατέκοψαν αὐτὸν καὶ κατέχωσαν.

 

(μετάφραση):

    «Αυτά εσύ, αν τα πάρεις, να τα χαρείς με καλή τύχη· για μένα όμως θα αποτελούν αποδείξεις και σημάδια της παλιάς ευτυχίας και της λαμπρότητας του σπιτιού μου».

    Όταν τα άκουσε αυτά ο Μακεδόνας, δεν περίμενε να ξημερώσει, αλλά αμέσως κατευθύνθηκε προς το μέρος εκείνο, με οδηγό την Τιμόκλεια. Και αφού πρόσταξε να κλειστεί ο κήπος, για να μην αντιληφθεί κανείς τίποτε, κατέβηκε μέσα στο πηγάδι φορώντας μόνο τον χιτώνα του. Και πάνω από την Τιμόκλεια στεκόταν, όπως νόμιζε, η μισητή Κλωθώ, τιμωρός της, έτοιμη να επέμβει.

    Όταν εκείνη κατάλαβε από τη φωνή του ότι είχε φτάσει στον πάτο, η ίδια του έριχνε πολλές πέτρες, ενώ και οι υπηρέτριες κυλούσαν πολλές και μεγάλες, ώσπου τον κατακερμάτισαν και τον έθαψαν εκεί.

 

 

   ὡς δ’ ἔγνωσαν οἱ Μακεδόνες καὶ τὸν νεκρὸν ἀνείλοντο κηρύγματος ἤδη γεγονότος μηδένα κτείνειν Θηβαίων, ἦγον αὐτὴν συλλαβόντες ἐπὶ τὸν βασιλέα καὶ προσήγγειλαν τὸ τετολμημένον. ὁ δὲ καὶ τῇ καταστάσει τοῦ προσώπου καὶ τῷ σχολαίῳ τοῦ βαδίσματος ἀξιωματικόν τι καὶ γενναῖον ἐνιδὼν πρῶτον ἀνέκρινεν αὐτὴν τίς εἴη γυναικῶν. ἡ δ’ ἀνεκπλήκτως πάνυ καὶ τεθαρρηκότως εἶπεν «ἐμοὶ Θεαγένης ἦν ἀδελφός, ὃς ἐν Χαιρωνείᾳ στρατηγῶν καὶ μαχόμενος πρὸς ὑμᾶς ὑπὲρ τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας ἔπεσεν, ὅπως ἡμεῖς μηδὲν τοιοῦτον πάθωμεν· 

[260D] ἐπεὶ δὲ πεπόνθαμεν ἀνάξια τοῦ γένους, ἀποθανεῖν οὐ φεύγομεν· οὐδὲ γὰρ ἄμεινον ἴσως ζῶσαν ἑτέρας πειρᾶσθαι νυκτός, εἰ σὺ τοῦτο μὴ κωλύσεις.»

   οἱ μὲν οὖν ἐπιεικέστατοι τῶν παρόντων ἐδάκρυσαν, Ἀλεξάνδρῳ δ’ οἰκτείρειν μὲν οὐκ ἐπῄει τὴν ἄνθρωπον ὡς μείζονα συγγνώμης πράξασαν, θαυμάσας δὲ τὴν ἀρετὴν καὶ τὸν λόγον εὖ μάλα καθαψάμενον αὐτοῦ, τοῖς μὲν ἡγεμόσι παρήγγειλε προσέχειν καὶ φυλάττειν, μὴ πάλιν ὕβρισμα τοιοῦτον εἰς οἰκίαν ἔνδοξον γένηται, τὴν δὲ Τιμόκλειαν ἀφῆκεν αὐτήν τε καὶ πάντας, ὅσοι κατὰ γένος αὐτῇ προσήκοντες εὑρέθησαν.»

 

(μετάφραση):

   Όταν το έμαθαν οι Μακεδόνες και ανέσυραν τον νεκρό — αφού είχε ήδη εκδοθεί διαταγή να μη θανατωθεί κανένας Θηβαίος — τη συνέλαβαν και την οδήγησαν στον βασιλιά, αναγγέλλοντάς του την πράξη που είχε τολμήσει. Εκείνος, βλέποντας από τη στάση του προσώπου της και από τον ήρεμο, σταθερό τρόπο με τον οποίο βάδιζε κάτι το επιβλητικό και το γενναίο, πρώτα τη ρώτησε ποια από τις γυναίκες ήταν.

    Κι εκείνη, εντελώς ατάραχη και με θάρρος, είπε: «Αδελφός μου ήταν ο Θεαγένης, ο οποίος στη Χαιρώνεια, ως στρατηγός, πολεμώντας εναντίον σας για την ελευθερία των Ελλήνων, σκοτώθηκε, για να μη πάθουμε εμείς τίποτε τέτοιο. Και αφού πάθαμε πράγματα ανάξια της καταγωγής μας, δεν αποφεύγουμε τον θάνατο· γιατί ίσως δεν είναι καλύτερο να ζει κανείς και να δοκιμάζει μια άλλη τέτοια νύχτα, αν εσύ δεν το εμποδίσεις».

    Τότε οι πιο επιεικείς από τους παρόντες ξέσπασαν σε δάκρυα. Ο Αλέξανδρος όμως δεν ένιωσε οίκτο για τη γυναίκα, θεωρώντας ότι είχε διαπράξει πράξη που ξεπερνούσε τη συγχώρεση· θαύμασε όμως την αρετή της και τον λόγο της, που τον άγγιξε βαθιά. Έδωσε εντολή στους αξιωματικούς να προσέχουν και να φρουρούν, ώστε να μη συμβεί ξανά τέτοια ύβρις σε ένδοξο σπίτι, και άφησε ελεύθερη την Τιμόκλεια, καθώς και όλους όσοι βρέθηκαν να είναι συγγενείς της.

 

 

  

    Από τις Ελληνίδες, η Τιμόκλεια ἡ Θηβαία προσφέρει ένα ακόμη σημείο σύγκρισης. Η αντίδρασή της στην προσβολή είναι άμεση και βίαιη, ενώ η στάση της ενώπιον τοῦ Ἀλεξάνδρου αποκαλύπτει αταραξία και θάρρος.

    Σε σχέση με την Κάμμα, η Τιμόκλεια, η Θηβαία, αντιπροσωπεύει την ενεργητική και σχεδόν πολεμική αρετή, ενώ η Κάμμα την υπομονετική και τελετουργικά ενταγμένη δικαιοσύνη.

   Αν και η Τιμόκλεια είναι Ελληνίδα, Θηβαία, η σύγκρισή της με την Κάμμα λειτουργεί ως αντίστιξη χαρακτήρων. Η Τιμόκλεια αντιδρά άμεσα και βίαια στην προσβολή της τιμής της, σκοτώνοντας τον δράστη και αντιμετωπίζοντας θαρραλέα τον Αλέξανδρο. Η αρετή της είναι εκρηκτική και ανδρική.

   Η Κάμμα, αντίθετα, περιμένει, σχεδιάζει και ενσωματώνει την πράξη της σε ιερό πλαίσιο.

   Ο Πλούταρχος παρουσιάζει έτσι δύο εξίσου άξιες μορφές αρετής: την ενεργητική και την υπομονετική, χωρίς να προκρίνει απόλυτα τη μία έναντι της άλλης.

 

  

 

 

Κάμμα και Χιομάρα (Γαλάτισσα)

    Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η σύγκριση της Κάμμης με τη Χιομάρα, επίσης Γαλάτισσα της Μικράς Ασίας, γεγονός που δείχνει ότι ο Πλούταρχος δεν περιορίζει την αρετή σε ελληνικά πρότυπα. Η Χιομάρα, αφού υφίσταται βίαιη προσβολή από Ρωμαίο αξιωματικό, οργανώνει την εκδίκησή της με ωμή αποφασιστικότητα και χωρίς θρησκευτικό ή τελετουργικό πλαίσιο. Η πράξη της είναι άμεση, σκληρή και πολεμική.

    Η Κάμμα, αντίθετα, εντάσσει την εκδίκησή της στον ιερό χώρο και στον θεσμό του γάμου. Έτσι, ενώ και οι δύο γυναίκες τιμωρούν την ύβρη, η Χιομάρα εκπροσωπεί την αρετή της ανδρείας, ενώ η Κάμμα την αρετή της σωφροσύνης και της νομιμότητας.

 

 

 

το πρωτότυπο κείμενο:

« Χιομάραν δὲ συνέβη τὴν Ὀρτιάγοντος αἰχμάλωτον γενέσθαι μετὰ τῶν ἄλλων γυναικῶν, [258E] ὅτε Ῥωμαῖοι καὶ Γναῖος ἐνίκησαν μάχῃ τοὺς ἐν Ἀσίᾳ Γαλάτας. ὁ δὲ λαβὼν αὐτὴν ταξίαρχος ἐχρήσατο τῇ τύχῃ στρατιωτικῶς καὶ κατῄσχυνεν. ἦν δ’ ἄρα καὶ πρὸς ἡδονὴν καὶ ἀργύριον ἐμπαθὴς καὶ ἀκρατὴς ἄνθρωπος, ἡττήθη δ’ ὅμως ὑπὸ τῆς φιλαργυρίας, καὶ χρυσίου συχνοῦ διομολογηθέντος ὑπὲρ τῆς γυναικὸς ἦγεν αὐτὴν ἀπολυτρώσων, ποταμοῦ τινος ἐν μέσῳ διείργοντος. ὡς δὲ διαβάντες οἱ Γαλάται τὸ χρυσίον ἔδωκαν αὐτῷ καὶ παρελάμβανον τὴν Χιομάραν, [258F] ἡ μὲν ἀπὸ νεύματος προσέταξεν ἑνὶ παῖσαι τὸν Ῥωμαῖον ἀσπαζόμενον αὐτὴν καὶ φιλοφρονούμενον· ἐκείνου δὲ πεισθέντος καὶ τὴν κεφαλὴν ἀποκόψαντος, ἀραμένη καὶ περιστείλασα τοῖς κόλποις ἀπήλαυνεν. ὡς δ’ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῷ προύβαλεν, ἐκείνου θαυμάσαντος καὶ εἰπόντος «ὦ γύναι, καλὸν ἡ πίστις», «ναί» εἶπεν «ἀλλὰ κάλλιον ἕνα μόνον ζῆν ἐμοὶ συγγεγενημένον.» ταύτῃ μὲν ὁ Πολύβιός φησι διὰ λόγων ἐν Σάρδεσι γενόμενος θαυμάσαι τό τε φρόνημα καὶ τὴν σύνεσιν.»

 

(μετάφραση):

    Η Χιομάρα έτυχε να αιχμαλωτιστεί μαζί με τις άλλες γυναίκες, καθώς ήταν σύζυγος του Ορτιάγοντα, όταν οι Ρωμαίοι με αρχηγό τον Γναίο νίκησαν σε μάχη τους Γαλάτες της Ασίας.

    Ο ταξίαρχος που την πήρε αιχμάλωτη φέρθηκε απέναντί της σαν στρατιώτης που εκμεταλλεύεται την τύχη του και την εξευτέλισε. Ήταν άνθρωπος επιρρεπής στις ηδονές και στο χρήμα, άπληστος και χωρίς εγκράτεια· τελικά όμως νικήθηκε από τη φιλαργυρία του. Αφού συμφωνήθηκε να δοθεί μεγάλο ποσό χρυσού ως λύτρα για τη γυναίκα, την οδηγούσε για να την ελευθερώσει, με κάποιο ποτάμι να τους χωρίζει ανάμεσα.

   Όταν οι Γαλάτες πέρασαν το ποτάμι, του έδωσαν τον χρυσό και παραλάμβαναν τη Χιομάρα, εκείνη με ένα νεύμα πρόσταξε έναν από τους δικούς της να χτυπήσει τον Ρωμαίο την ώρα που την αγκάλιαζε και της φερόταν με οικειότητα. Εκείνος υπάκουσε, τον αποκεφάλισε, και η Χιομάρα, σηκώνοντας το κεφάλι και τυλίγοντάς το στα πτυχώματα του ρούχου της, έφυγε.

    Όταν έφτασε στον άνδρα της και του έριξε μπροστά του το κεφάλι, εκείνος θαύμασε και είπε: «Γυναίκα, η πίστη είναι καλό πράγμα». Κι εκείνη απάντησε: «Ναι, αλλά καλύτερο είναι για μένα να έχει υπάρξει μόνο ένας άνδρας στη ζωή μου».

   Έτσι, λέει ο Πολύβιος, όταν βρέθηκε στις Σάρδεις και άκουσε την ιστορία από την ίδια, θαύμασε και το θάρρος της και τη σύνεσή της.

 

 

 

   Η Χιομάρα ενσαρκώνει διαφορετικό τύπο αρετής: μετά τη βίαιη προσβολή της από Ρωμαίο, οργανώνει άμεση και ωμή εκδίκηση, χωρίς θρησκευτικό ή τελετουργικό πλαίσιο. Η πράξη της είναι πολεμική, σχεδόν ανδρική, και στηρίζεται στην έννοια της τιμής. Ενώ η Κάμμα αντιπροσωπεύει τη σωφροσύνη και τη νομιμότητα, η Χιομάρα εκφράζει κυρίως την ἀνδρεία.

 

 

 

 

   

 

 

   Συνολικά, οι γυναίκες που παρελαύνουν στο Γυναικῶν ἀρεταί —Ελληνίδες (Τιμόκλεια, Σπαρτιάτισσαι, Χίαι), Ρωμαίες (Πορκία, Κλοηλία) και μη Ελληνίδες ή «βάρβαρες» (Κάμμα, Χιομάρα)— συγκροτούν ένα ηθικό φάσμα στο οποίο η αρετή εμφανίζεται πολυμορφική αλλά ουσιαστικά ενιαία. Η Κάμμα ξεχωρίζει όχι λόγω υπεροχής έναντι των άλλων, αλλά επειδή ενσαρκώνει με ιδιαίτερη καθαρότητα τη σύζευξη σωφροσύνης, πίστης και δικαιοσύνης, επιβεβαιώνοντας με τον πιο αυστηρό τρόπο την πλατωνίζουσα ηθική αντίληψη του Πλουτάρχου.

    Μέσα από αυτές τις συγκρίσεις, η Κάμμα αναδεικνύεται ως μία από τις πιο «ηθικά ολοκληρωμένες» μορφές του έργου. Δεν υπερέχει σε πολιτική δράση ούτε σε σωματική ανδρεία, αλλά στην απόλυτη συνέπεια ανάμεσα σε αξίες, πρόθεση και πράξη. Ο Πλούταρχος, συγκρίνοντάς την με Ελληνίδες και μη Ελληνίδες γυναίκες, επιβεβαιώνει τον βασικό του στόχο: η αρετή δεν είναι ζήτημα φύλου, έθνους ή ισχύος, αλλά χαρακτήρα.

 

 

 

 

Σύγκριση της Κάμμας με άλλα γυναικεία συλλογικά υποκείμενο στο έργο:

 

    Στο Γυναικῶν ἀρεταί ο Πλούταρχος δεν περιορίζεται στην παρουσίαση μεμονωμένων γυναικείων μορφών, αλλά εντάσσει συστηματικά και συλλογικά γυναικεία υποκείμενα, τα οποία λειτουργούν ως φορείς πολιτικής και κοινωνικής αρετής. Η αντιπαραβολή αυτών των συλλογικών παραδειγμάτων με την ατομική περίπτωση της Κάμμης τῆς Γαλάτιδος αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας διαφοροποιεί τα επίπεδα εκδήλωσης της ἀρετῆς, χωρίς να μεταβάλλει την ουσία της.

    Η Κάμμα αποτελεί αυστηρά ατομικό ηθικό υποκείμενο. Η πράξη της θεμελιώνεται στον θεσμό του γάμου, στην προσωπική πίστη προς τον σύζυγόν της, τον Σινάτον και στη θρησκευτική της ιδιότητα ως ἱερείας τῆς Ἀρτέμιδος. Η δράση της, μολονότι έχει δημόσια έκβαση, δεν απευθύνεται στην πόλη ούτε αποσκοπεί στη συλλογική σωτηρία· αποκαθιστά μια διασαλευμένη ηθική τάξη σε προσωπικό επίπεδο. Η αρετή της είναι εσωτερική, προμελετημένη και τελετουργικά ολοκληρωμένη, και κορυφώνεται με την εκούσια αποδοχή του θανάτου.

    Αντιθέτως, τα συλλογικά γυναικεία υποκείμενα του έργου — όπως αἱ γυναῖκες τῆς Χίου, αἱ γυναῖκες τῶν Φωκέων, αἱ Σπαρτιάτιδες και αἱ Μιλήσιαι — δρουν ως σώμα και όχι ως άθροισμα ατομικοτήτων. Η αρετή τους εκδηλώνεται σε στιγμές κρίσης της πόλεως και συνδέεται άμεσα με την πολιτική επιβίωση της κοινότητας. Η δράση τους δεν χαρακτηρίζεται από μυστικότητα ή τελετουργικότητα, αλλά από αμεσότητα, συλλογική βούληση και δημόσια έκθεση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο Πλούταρχος μετατοπίζει την έμφαση από την ηθική καθαρότητα του κινήτρου στην αποτελεσματικότητα της πράξης υπέρ του κοινού καλού.

    Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι τα συλλογικά αυτά υποκείμενα δεν εμφανίζονται ως παθητικά ή αμυντικά. Οι γυναῖκες τῶν Φωκέων, λόγου χάριν, προετοιμάζονται συνειδητά για ακραίες πράξεις προκειμένου να διαφυλάξουν την ελευθερία τους, ενώ οι Σπαρτιάτιδες ενσαρκώνουν μια θεσμικά εσωτερικευμένη ανδρεία, συμβατή με το πολιτειακό ήθος της Σπάρτης. Η αρετή τους δεν πηγάζει από προσωπική αδικία, όπως στην περίπτωση της Κάμμης, αλλά από την υπαγωγή του ατόμου στο σύνολο.

    Ως προς τις ομοιότητες, τόσο η Κάμμα όσο και τα συλλογικά γυναικεία υποκείμενα χαρακτηρίζονται από απόλυτη σταθερότητα χαρακτήρα και από προθυμία για αυτοθυσία. Ο φόβος του θανάτου δεν λειτουργεί ανασταλτικά σε καμία περίπτωση, ενώ η πράξη τους παρουσιάζεται ως συνειδητή επιλογή και όχι ως αποτέλεσμα συναισθηματικής παρόρμησης. Ο Πλούταρχος αποφεύγει να αποδώσει στις γυναίκες αυτές χαρακτηριστικά «παθητικά» ή «θηλυκά» με τη στενή έννοια, και τις εντάσσει στο ίδιο ηθικό πλαίσιο με τους άνδρες.

    Οι διαφορές, ωστόσο, είναι ουσιώδεις. Η Κάμμα κινείται στο πεδίο της προσωπικής δικαιοσύνης και της ηθικής ανταπόδοσης, ενώ τα συλλογικά υποκείμενα στο πεδίο της πολιτικής ανάγκης και της κοινής σωτηρίας. Η πρώτη δρα εντός θεσμών (γάμος, ἱερόν), ενώ οι δεύτερες υπερβαίνουν ή ακόμη και αναστέλλουν τους θεσμούς υπό το βάρος της ιστορικής συγκυρίας. Επιπλέον, η Κάμμα παρουσιάζεται ως μεμονωμένο πρόσωπο με ψυχολογικό βάθος, ενώ τα συλλογικά υποκείμενα λειτουργούν περισσότερο ως φορείς παραδειγματικής στάσης παρά ως αφηγηματικά εξατομικευμένοι χαρακτήρες.

    Συνολικά, η σύγκριση της Κάμμης με τα γυναικεία συλλογικά υποκείμενα του Γυναικῶν ἀρεταί αναδεικνύει τη βασική πλουτάρχεια θέση ότι η ἀρετή είναι ενιαία ως ποιότητα, αλλά ποικίλλει ως προς τη μορφή και το πεδίο εκδήλωσής της. Η Κάμμα εκπροσωπεί την αρετή του προσώπου, τα συλλογικά υποκείμενα την αρετή της πόλεως· και οι δύο, όμως, κρίνονται ισοδύναμες στο ηθικό σύστημα του Πλουτάρχου.

 

 

 

Σύγκριση και διαφορές της Κάμας με τις γυναίκες της Χίου:

    Στο Γυναικῶν ἀρεταί ο Πλούταρχος αντιπαραβάλλει συνειδητά ατομικές και συλλογικές μορφές γυναικείας αρετής, προκειμένου να καταδείξει το εύρος και την ευελιξία της ηθικής αρετής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιπαραβολής αποτελεί η σύγκριση της Κάμμης τῆς Γαλάτιδος (στη Μικρά Ασία) με τις γυναῖκες τῆς Χίου, οι οποίες εκπροσωπούν έναν διαφορετικό τύπο αρετής, άρρηκτα δεμένο με το κοινό καλό και την πολιτική κοινότητα.

    Η Κάμμα παρουσιάζεται ως ατομικό ηθικό υποκείμενο. Η δράση της εκκινεί από τον οἶκο και τον θεσμό του γάμου και ολοκληρώνεται εντός του ἱεροῦ, σε χώρο ιεροπρεπή και τελετουργικά φορτισμένο. Η αρετή της εκδηλώνεται μέσω μακρόχρονης αυτοκυριαρχίας, σιωπής και προμελέτης. Η πράξη της, αν και βίαιη ως προς το αποτέλεσμά της, δεν έχει χαρακτήρα πολιτικό ούτε αποσκοπεί στη σωτηρία της κοινότητας· αποβλέπει αποκλειστικά στην αποκατάσταση της δικαιοσύνης που παραβιάστηκε με τον φόνο τοῦ Σινάτου, του συζύγου της, και με την ὕβριν τοῦ Σινόριγος. Η Κάμμα ενσαρκώνει έτσι την αρετή της σωφροσύνης και της συζυγικής πίστεως, νοούμενη ως απόλυτη συνέπεια μέχρι θανάτου.

    Αντιθέτως, οι γυναῖκες τῆς Χίου λειτουργούν ως συλλογικό υποκείμενο. Η δράση τους εντάσσεται στον δημόσιο χώρο και συνδέεται άμεσα με τη σωτηρία της πόλεως. Δεν πρόκειται για μεμονωμένη ηθική απόφαση, αλλά για κοινή στάση που απορρέει από το αίσθημα πολιτικής ευθύνης. Η αρετή τους δεν εκδηλώνεται με υπομονή ή σιωπή, αλλά με ενεργή συμμετοχή στην άμυνα και με προθυμία να υποκαταστήσουν, όταν χρειαστεί, τους άνδρες. Στο παράδειγμά τους, ο Πλούταρχος αναδεικνύει την πολιτική διάσταση της γυναικείας αρετής και τη δυνατότητά της να συμβάλει άμεσα στη διατήρηση της πόλεως.

    Ως προς τις ομοιότητες, τόσο η Κάμμα όσο και οι γυναῖκες τῆς Χίου καθοδηγούνται από αίσθημα καθήκοντος και όχι από ιδιοτελές πάθος. Και στις δύο περιπτώσεις η αρετή παρουσιάζεται ως σταθερή ηθική στάση, που υπερβαίνει τον φόβο του θανάτου. Ο Πλούταρχος αποδίδει και στις δύο μορφές αξιοπρέπεια και ηθική σοβαρότητα, αποφεύγοντας κάθε συναισθηματική υπερβολή.

   Οι διαφορές, ωστόσο, είναι καθοριστικές. Η Κάμμα κινείται στο πεδίο της προσωπικής δικαιοσύνης και της θρησκευτικά θεμελιωμένης νομιμότητας, ενώ οι γυναῖκες τῆς Χίου στο πεδίο της πολιτικής αναγκαιότητας. Η πρώτη ανήκει στον κόσμο της τραγικής ηθικής, όπου η πράξη ολοκληρώνεται με την αυτοθυσία· οι δεύτερες στον κόσμο της ιστορικής πράξης, όπου η επιβίωση της κοινότητας υπερέχει του ατομικού δράματος. Επιπλέον, η Κάμμα είναι «βάρβαρος» τὸ γένος, ενώ οι Χίαι είναι Ελληνίδες, γεγονός που ενισχύει τη βασική θέση του Πλουτάρχου ότι η αρετή δεν γνωρίζει εθνικά όρια, αλλά εκδηλώνεται ανάλογα με το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο.

  Η αντιπαραβολή της Κάμμης με τις γυναῖκες τῆς Χίου αποκαλύπτει δύο συμπληρωματικές όψεις της γυναικείας αρετής: την ατομική, εσωτερικά θεμελιωμένη και τελετουργικά ολοκληρωμένη, και τη συλλογική, δημόσια και πολιτικά ενεργή. Και οι δύο μορφές κρίνονται από τον Πλούταρχο ισοδύναμες ως προς την ηθική τους αξία, επιβεβαιώνοντας την κεντρική του θέση περί ενότητας της ἀρετῆς.

 

 

 

   Αι Μιλήσιαι γυναίκαι, η υπόθεση, η δράση τους και τα ηθικά τους προτερήματα στο έργο:

   Στο έργο Γυναικῶν ἀρεταί του Πλουτάρχου, οι Μιλήσιαι γυναῖκες (γυναίκες της Μιλήτου) αναφέρονται ως παράδειγμα γυναικείας αρετής σε συλλογικό επίπεδο, με έμφαση στην αυτοθυσία και την υπεράσπιση της πόλης τους.

 

Υπόθεση:

   Οι Μιλήσιαι γυναῖκες αναφέρονται σε περιόδους πολέμου κατά των Περσών. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Μιλήτου, οι άνδρες της πόλης βρίσκονται σε αδυναμία ή απουσία λόγω στρατιωτικών επιχειρήσεων. Οι γυναίκες, μπροστά στον κίνδυνο υποδούλωσης ή καταστροφής, αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο για την υπεράσπιση της πόλης και των οικογενειών τους. Η ιστορία τους παρουσιάζεται ως παράδειγμα συλλογικής ευθύνης και αρετής, χωρίς να δίνεται έμφαση σε μεμονωμένα πρόσωπα, αλλά στο σώμα τους ως κοινότητα.

Δράση τους:

   Οι Μιλήσιαι γυναῖκες οργανώνουν την άμυνα της πόλης σε κρίσιμες στιγμές, χρησιμοποιώντας διαθέσιμους πόρους και όπλα. Δεν παραμένουν παθητικές ή περιορισμένες στον οίκο τους· συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της ασφάλειας της Μιλήτου, ακόμη και σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου.

   Η δράση τους περιλαμβάνει:

Συλλογική λήψη αποφάσεων για την προστασία της πόλης.

Προετοιμασία και εκτέλεση μέτρων άμυνας, όταν οι άνδρες είναι απόντες ή ανίσχυροι.

Θάρρος και αποφασιστικότητα μπροστά στον κίνδυνο προσωπικής καταστροφής.

Η στρατηγική τους είναι συνειδητή και προμελετημένη· δεν πρόκειται για παρορμητική αντίδραση, αλλά για ηθικά καθοδηγούμενη πράξη.

 

Ηθικά προτερήματα

Ο Πλούταρχος τονίζει διάφορες πτυχές της αρετής τους:

Θάρρος (ἀνδρεία):

 Αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα.

Συλλογικό πνεύμα:

 Δρουν ως σώμα, βάζοντας το κοινό καλό πάνω από το ατομικό συμφέρον.

Αίσθημα καθήκοντος και αυτοθυσία:

 Δεν δρουν για προσωπική δόξα ή εκδίκηση, αλλά για την προστασία της πόλης και των οικογενειών τους.

Σοφία και πρακτική σύνεση (φρόνησις):

  Η δράση τους δεν είναι παρορμητική, αλλά μελετημένη και συντονισμένη.

Αρετή σε δημόσιο πλαίσιο:

  Η ηθική τους αξία δεν περιορίζεται στον οίκο ή στην οικογένεια, αλλά εκδηλώνεται στο επίπεδο της κοινότητας.

 

   Οι Μιλήσιαι γυναῖκες στο Γυναικῶν ἀρεταί λειτουργούν ως συλλογικό πρότυπο γυναικείας αρετής, η οποία υπερβαίνει το ατομικό επίπεδο και εντάσσεται στον δημόσιο και πολιτικό χώρο. Η αρετή τους είναι δημόσια, συλλογική, ηθικά υπεύθυνη και συνειδητή, και προσφέρει ένα ισχυρό αντίστιγμα σε ατομικές μορφές όπως η Κάμμα ή η Χιομάρα, επισημαίνοντας την πολυμορφία της γυναικείας αρετής στο έργο του Πλουτάρχου.

 

 

 

 

 

Η  δομή του Γυναικών αρεταί:

 

Εισαγωγή

[242E] Περὶ ἀρετῆς, ὦ Κλέα, γυναικῶν οὐ τὴν αὐτὴν τῷ Θουκυδίδῃ γνώμην ἔχομεν. ὁ μὲν γάρ, ἧς ἂν ἐλάχιστος ᾖ παρὰ τοῖς ἐκτὸς ψόγου πέρι ἢ ἐπαίνου λόγος, ἀρίστην ἀποφαίνεται, καθάπερ τὸ σῶμα καὶ τοὔνομα τῆς ἀγαθῆς γυναικὸς οἰόμενος δεῖν κατάκλειστον εἶναι καὶ ἀνέξοδον. 

[242F] ἡμῖν δὲ κομψότερος μὲν ὁ Γοργίας φαίνεται, κελεύων μὴ τὸ εἶδος ἀλλὰ τὴν δόξαν εἶναι πολλοῖς γνώριμον τῆς γυναικός· ἄριστα δ’ ὁ Ῥωμαίων δοκεῖ νόμος ἔχειν, ὥσπερ ἀνδράσι καὶ γυναιξὶ δημοσίᾳ μετὰ τὴν τελευτὴν τοὺς προσήκοντας ἀποδιδοὺς ἐπαίνους. 

 

(μετάφραση):

   Για την αρετή των γυναικών, Κλέα, δεν έχουμε την ίδια άποψη με τον Θουκυδίδη. Εκείνος θεωρεί άριστη τη γυναίκα για την οποία γίνεται ο λιγότερος λόγος ανάμεσα στους έξω, είτε για ψόγο είτε για έπαινο, πιστεύοντας ότι, όπως το σώμα έτσι και το όνομα της καλής γυναίκας πρέπει να μένει κλεισμένο και μακριά από τη δημοσιότητα (βλ. Επιτάφιος).

   Σε εμάς όμως φαίνεται πιο εκλεπτυσμένος ο Γοργίας, που προτρέπει να μην είναι γνωστή σε πολλούς η εμφάνιση της γυναίκας, αλλά η φήμη της. Και καλύτερα απ’ όλους φαίνεται να το ρυθμίζει ο νόμος των Ρωμαίων, ο οποίος, όπως και στους άνδρες, έτσι και στις γυναίκες αποδίδει δημόσια, μετά τον θάνατό τους, τους επαίνους που τους αρμόζουν.

 

 

 

 

Τρωϊάδες

Φωκίδες

Χίαι

Αργείαι

Περσίδες

Κελταί

Μηλίαι

Τυρρηνίδες

Λυκίαι

Σαλματίδες

Μιλήσιαι

Κίαι

Φωκίδες

Ουαλερία

Κλοιλία

Μίκκα

Μεγιστώ (η Τιμολέοντος γυνή)

Πιερία (θυγάτηρ του Πύθη και της Ιαπυγίας)

Πολυκρίτη

Λαμψάκη

Αρετοφίλα η Κυρηναία

Κάμμα (εν Ασία Γαλάτις)

Στρατονίκη

Χιομάρα (εν Ασία Γαλάτις)

Γύναιον Περγαμηνόν

Τιμόκλεια η Θηβαία (αδελφή Θεαγένους)

Ερυξώ

Ξενοκρίτη η Κυμαία

η γυνή του Πύθεω

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com

[ ανάρτηση 21 Δεκεμβρίου 2025 :

Πλούταρχος

« Γυναικών αρεταί: Η Κάμμα »

αρετολογία

Αρχαιογνωσία

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ]