Κώστας Χατζόπουλος
«Το σπίτι του δασκάλου»
διήγημα 1916
Πεζογραφία
μερικά σχόλια
Κ. Χατζόπουλος
"Το σπίτι του δασκάλου"
Διήγημα (1916)
«Να μην
είσαι για τίποτε! να μην είσαι για τίποτε» γκρίνιαζε ο παππούς κάθε φορά που ο
πατέρας γύριζε το μεσημέρι σπίτι δίχως να μπορέσει να εκτελέσει μιαν απόφαση,
να εισπράξει ένα χρέος που είχε βγει πρωί επίτηδες για να το εισπράξει.
Ο πατέρας έσκυβε
το κεφάλι και δε μιλούσε. Έσκυβε το κεφάλι τόσο που τα μουστάκια του 'γγίζανε
το πιάτο εκεί που έτρωγε.
Ο παππούς δεν
έπαυε να μουρμουρίζει, κι η μητέρα κοίταζε πότε τον πατέρα λυπημένα, πότε τον
παππού παρακαλεστικά. Μα ο παππούς δεν έπαυε, κι ο πατέρας έσκυβε και δε
μιλούσε.
Το πράμα
κατάντησε τόσο συχνό, έγινε ταχτικό, σχεδόν καθημερινό στο σπίτι. Το στόμα του
παππού συνήθισε να μουρμουρίζει, οι ώμοι του πατέρα μαζέψαν από το σκύψιμο, το
πρόσωπό του πήρε όψη περσότερο κουτή παρά θλιμμένη.
Κι όμως τόσο
κουτός δεν ήταν ο πατέρας. Μονάχα πως δεν ήταν καμωμένος για έμπορος,
όπως το θέλησε η περίσταση να γίνει, όταν κατέβηκε στην πόλη και παντρεύτηκε με
τη μητέρα. Πρωτύτερα ζούσε στο χωριό του απάνω στα βουνά, όπου οι άνθρωποι
περνούν τα χρόνια τους παίζοντας χαρτιά, μιλώντας για πολιτικά και κλέβοντας ο
ένας του άλλου την κατσίκα. Καμιά ανάγκη, φαίνεται, δε βιάζει εκεί κανέναν να
έχει μια ξεχωριστή δουλειά. Τα μόνα γνώριμα έργα είναι του καταμετρητή, του
εισπράκτορα, του πάρεδρου και του αστυνόμου. Απ' όλα αυτά είχε περάσει κι ο
πατέρας στο χωριό του, μα κάτω στην πόλη που κατέβηκε, δε βρέθηκε εύκαιρη καμιά
από αυτές τις θέσεις, κι ο πεθερός του ντρεπόταν από τον κόσμο να τον βλέπει να
κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κατιτί να κάνει. Κι ο πατέρας, το
προχειρότερο που βρήκε ήταν το εμπόριο. Το άρχισε στο πόδι και σα στα χωρατά.
Κι άξαφνα βρέθηκε χωμένος μέσα στα γεμάτα. Χωρίς να καταλάβει πώς, βρέθηκε μια
στιγμή να έχει στο χέρι του όλο σχεδόν το γύρο της επαρχίας. Τα κάρα που
δουλεύαν από το σκάλωμα ως την πόλη δεν του ήταν πια αρκετά, κι έφερε τα δικά
του κάρα, οι αποθήκες που ήταν για νοίκιασμα στην πόλη δεν του χωρούσανε το
πράμα, κι έχτισε δικές του, τ' αγώγια που πλήρωνε για να ταξιδεύει εδώ και κει
στοιχίζανε πολύ, ώστε αγόρασε δικό του αμάξι. Κάποιοι το βλέπαν πως
παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα, μα ο πατέρας είχε πάρει
φόρα πια κι ήταν αδύνατο να σταματήσει. Σταμάτησε μόνο όταν ήρθαν ξαφνικά δυο
δανειστές απ' το Τριέστι και κλείσαν τις αποθήκες με σφραγίδες, κατασχέσαν
κάρα κι άλογα και πούλησαν το αμάξι. Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την
προίκα της μητέρας, και του πατέρα για να έχει πάλι μια δουλειά τού αφήσανε να
εισπράξει ό,τι είχαν παραιτήσει ανείσπραχτο οι δανειστές απ' το Τριέστι.
Κι έτσι ο
πατέρας βρέθηκε πάλι με δουλειά. Έστησε το γραφείο του σε μια κάμαρα στο σπίτι,
έβαλε σε τάξη χαρτιά και συναλλάγματα κι άνοιξε πράξη με κλητήρες και με δικηγόρους. Για να
πληρώνει όμως αυτούς, έπρεπε η μητέρα να γυρίζει με παντούφλες τρύπιες, και στο
σπίτι να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι. Είναι αλήθεια πως ο πατέρας δεν αργούσε
πολύ να πάρει τελεσίδικες απόφασες, και τα εκτελεστά είχαν γεμίσει το συρτάρι. [Μα μέναν πάντα κλειδωμένα
στο συρτάρι]. Κι όσα βγαίναν, ξαναγύριζαν γλήγορα και κλειδωνόντανε. Θα νόμιζε
κανείς πως ο πατέρας λυπότανε να τα βγάλει απ' το συρτάρι, κι ο παππούς τον
περγελούσε πως του βάλθηκε να κάνει συλλογή από εκτελεστά. Η μητέρα όμως έριχνε
το σφάλμα στην καλοσύνη του, στην αγαθή ψυχή που είχε ο πατέρας. Και τότε
θύμωνε ο παππούς κι έμπηγε πάλι τη φωνή:
«Κουτός,
χαμένος, ανίκανος για καθετί».
Ο πατέρας
έσκυβε. Κι έπαιρνε κάθε πρωί κι ένα δικόγραφο στην τσέπη.
Μα το μεσημέρι γύριζε πίσω με το άλλο που είχε πάρει χτες μαζί. Το έφερνε πίσω,
έλεγε, γιατί του έλειπε μια υπογραφή. Και την άλλη μέρα ξαναέφερνε και το άλλο.
Αλλού βάζανε κάτι στο χέρι του κλητήρα, κι ο κλητήρας γύριζε πίσω το εκτελεστό,
αλλού τον φοβέριζαν, κι ο κλητήρας φοβόταν κι έφευγε.
Ο πατέρας
πήγαινε στον υπομοίραρχο για να ζητήσει χωροφύλακες να πάνε μαζί με τον
κλητήρα. Ο υπομοίραρχος τον δεχότανε φιλικά, έκανε τσιγάρο από την ταμπακέρα
που του άνοιγε ο πατέρας, δεν πρόσεχε ούτε το λαθραίο τσιγαρόχαρτο που είχε η
ταμπακέρα, μιλούσε μαζί του για τα νέα της αγοράς και τα πολιτικά, μα
χωροφύλακες δεν του περισσεύανε ποτέ.
Ο πατέρας
ένιωθε την αφορμή. Γύριζε σπίτι πότε σκυφτός και πότε πεισμωμένος. Κι όταν του
ξαναγκρίνιαζε ο παππούς, τολμούσε και ψιθύριζε καμιά φορά:
«Σαν κι έχω και το κόμμα να με υποστηρίξει».
Και τότε ήταν
που θύμωνε διπλά ο παππούς. Το έπαιρνε σαν πείραγμα δικό του, σαν υπαινιγμό για
τη συνήθεια που είχε να είναι πάντα με το κόμμα που δεν ήταν στην αρχή.
«Μας θέλει ν' αλλάξουμε κιόλα κορδέλα!» φώναζε. Και πετούσε την πετσέτα.
Η μητέρα
μαζευόταν φοβισμένη κι ο πατέρας δοκίμαζε κάτι να πει. Μα ένα νόημα της μητέρας
τον κρατούσε: Ο παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να
πάρει στο δικό της σπίτι τον παππού.
Πατέρας και
μητέρα σκύβαν τότε τα κεφάλια ως που ξεθύμωνε πάλι ο παππούς. Κι έτσι περνούσε
η ζωή στενόχωρη στο σπίτι. Η μητέρα δεν είχε πια να δίνει έξοδα για νέες δίκες,
και στο συρτάρι του πατέρα δε μαζευόντανε νέα χαρτιά.
Εκεί ήρθε
ξαφνικά, ο πατέρας χαρούμενος μια μέρα και ψιθύρισε κάτι της μητέρας: Η μητέρα μέσα
σε κείνα που της απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι, μια κάμαρα όλο όλο μ'
ένα κομμάτι αυλή. Από χρόνια το είχε νοικιασμένο ένας παπουτσής και κατοικούσε
με τη φαμελιά του. Είχε έρθει από τα νησιά δάσκαλος του χορού μαζί και
παπουτσής. Τα πρώτα χρόνια έμαθε κάποιους νέους χορό, έπειτα τον ξέχασε κι
ο ίδιος, και τώρα ζούσε μπαλώνοντας περσότερα παρά όσα έφτιανε παπούτσια. Όσο ο
πατέρας ήταν στα καλά του, δεν του ζητούσαμε νοίκι ποτέ· το έκλεινε η μητέρα
στα σιδερωτικά και στη μαστίχα το γλυκό που έστελνε και της έφτιανε η γυναίκα
του. Έπειτα που έπεσε ο πατέρας, δοκίμασε να το κλείσει
σε μπαλώματα και μετζοσόλες. Μα ο δάσκαλος δούλευε ψεύτικα όσο
δεν τον πλήρωναν μετρητά, κι η μητέρα άρχισε να στέλνει να ζητά το νοίκι της
δασκάλας, αφού απελπίστηκε πως ο πατέρας θα το έπαιρνε από το δάσκαλο. Η
δασκάλα έβγαινε στην πόρτα τριγυρισμένη από ένα πλήθος πόδια ξιπόλητα
και αχτένιστα κεφάλια και μας έλεγε πως θα το φέρει μόνη της μητέρας.
Έτσι είχαν μαζευτεί κάπου δυο χρόνων νοίκια και σημειωθήκανε και κείνα στα
βιβλία του πατέρα.
Γι' αυτό
λοιπόν το σπίτι του δασκάλου, όπως το λέγαμε, βρέθηκε αγοραστής
ανέλπιστα, κι ο πατέρας ήρθε στη μητέρα γελαστός εκείνη την ημέρα. Η μητέρα χρειαζόταν
χρήματα κι αυτή κι έμεινε αμέσως σύμφωνη να πουληθεί το σπίτι του δασκάλου. Μα
φαίνεται το άκουσε ο δάσκαλος, φοβέριξε πως δεν το αδειάζει, κι έτσι ο πατέρας
ξαναήρθε βαρύς και σκοτεινός την άλλη μέρα. Ο αγοραστής του είπε πως το παίρνει
μόνο αν του το δώσουν αδειανό. Και σα δεν ήταν ο παππούς μπροστά, φώναξε ο
πατέρας θυμωμένα:
«Θα του κάνω χαρτιά, να τον πετάξω έξω με το νόμο».
Κι ετοίμασε
την αγωγή. Μα η μητέρα λυπόταν τη δασκάλα και το πλήθος τα παιδιά της
και δεν ήθελε να υπογράψει. Μα πάλι στοχάστηκε ύστερα τα χρήματα που θα
μετρούσε ο αγοραστής —χίλιες δραχμές και παραπάνω— κι αναγκάστηκε να στέρξει. Υπόγραψε, κι ο πατέρας πήγε στον
πρόεδρο και πήρε την απόφαση. Την έφερε στο σπίτι σα νέο τρόπαιο, κι οι
πλάτες του πήγαιναν πέρα δώθε από τη βία, όταν ξανάφυγε με αυτή. Το απόγεμα
ξεκίνησε με τον κλητήρα. Χωροφύλακες δεν του χρειαζόταν να ζητήσει. Πήρε
μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι
ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε
κι οι τέσσερες μαζί. Μπρος ο πατέρας κι ο κλητήρας, πίσω εμείς τα δυο
παιδιά. Άμα φτάσαμε, ο κλητήρας έδεσε στο μπράτσο μια κορδέλα μπλάβα και
χτύπησε την πόρτα. Μα οι γειτόνοι, φαίνεται, μόλις μας είδαν το προφτάσαν της
δασκάλας, και κείνη κλείστηκε μέσα και σύρτωσε την πόρτα. Ο κλητήρας
ξαναχτύπησε. Στο τρίτο χτύπημα έπεσε η πόρτα σωριασμένη χάμω στο όνομα του
νόμου.
Η δασκάλα
παρουσιάστηκε στη μέση από το σωρό τ' αχτένιστα κεφάλια και μας κοίταζε
χλωμή κι ασάλευτη. Δεν έκαμε ούτε κίνημα ν' αντισταθεί. Βοήθησε μάλιστα και
κουβαλήσαμε έξω το ξύλινο κρεβάτι, όπου κοιμόταν με το δάσκαλο, ένα κουτσό
τραπέζι με μερικά σκαμνιά, και δύο τρία παλιά παπλώματα και στρώματα. Από τα
στρώματα χυνόταν τ' άχυρα καθώς τα φέρναμε έξω, και μέσα σε άλλα δυο τρία
ξακάρφωτα σεντούκια και καλάθια στοίβαξε η δασκάλα τα ρούχα των παιδιών μαζί με
πιάτα, μπρίκια, καυκιά κι ό,τι άλλο είχαν. Τα κουβαλήσαμε και τα σωριάσαμε
στο δρόμο. Απάνω στο σωρό καθίσαν τα ξιπόλητα παιδιά, άλλος σωρός αυτά, και
γύρω μαζευτήκαν οι γειτόνοι και κοιτάζαν.
Ο πατέρας
έκραξε αμέσως μαραγκό και ξαναέστησε την πόρτα. Την κλείδωσε έπειτα, και
φύγαμε.
Ο αγοραστής
περίμενε στο μαγαζί του άλλου δρόμου και πρόσταξε και φέρανε ρακιά, όταν ο
πατέρας τού έδωσε το κλειδί εμπρός στον κλητήρα.
Όπως γυρίζαμε
ύστερα στο σπίτι, οι ώμοι του πατέρα κουνιόνταν στον αέρα σα φτερά· και το
βράδυ στο τραπέζι τον είδαμε να κάθεται πρώτη φορά με σηκωμένο μέτωπο και να
τολμά να βλέπει τον παππού στα μάτια.
1916: Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, «Τάσσω στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα» (Διηγήματα)
a) Αυτή είναι η πρώτη συλλογή διηγημάτων
του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
b) Τα διηγήματα της συλλογής και ο χρόνος
πρώτης δημοσίευσής τους σε περιοδικά:
/ -
«Τάσω» (πρώτη δημοσίευση. περ. «Νουμάς»,
1910),
/ -
«Στο σκοτάδι» (πρώτη δημοσίευση περ. «Παναθήναια»,
1911),
/ -
«Ζωή» (πρώτη δημοσίευση περ. «Καλλιτέχνης»,
1911-12),
/ -
«Ο Πύργος του Αλιβέρη» (δημοσίευση Ημερολόγιο
Σκόκου, 1912),
/ -
«Το σπίτι του δασκάλου»,
/ -
«Η αδερφή» (πρώτη δημοσίευση περ. «Νέα
Ζωή», Αλεξάνδρεια, 1911),
/ -
«Ο Μπαρμπαντώνης»,
/ -
«Το όνειρο της Κλάρας» (πρώτη δημοσίευση
Ημερολόγιο Σκόκου, 1913).
Μερικά
σχόλια:
Κεντρικοί ήρωες στο διήγημα: "Το σπίτι του δασκάλου"
Στο διήγημα "Το σπίτι του
δασκάλου" του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, οι χαρακτήρες που κυριαρχούν είναι
ο πατέρας, ο παππούς και η μητέρα, καθένας από τους οποίους παίζει καθοριστικό
ρόλο στην οικογενειακή δυναμική και την κοινωνική κατάσταση της οικογένειας.
1. Ο Πατέρας:
Ο «πατέρας» είναι ένας άνθρωπος με καλή ψυχή,
αλλά αδύναμος και αναποφάσιστος, αδυνατεί να διαχειριστεί τις καταστάσεις της
ζωής του και να αναλάβει τις ευθύνες του με αποφασιστικότητα. Προσπαθεί να
ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικογένειας, αλλά δεν είναι ικανός να έχει
επιτυχία στη δουλειά του, κυρίως λόγω της έλλειψης της σωστής επαγγελματικής
προσαρμογής και της έλλειψης ικανότητας για το εμπόριο. Η φράση "να μην είσαι για τίποτε" του
παππού, που αναφέρεται στον πατέρα, τονίζει αυτή την αίσθηση αποτυχίας που τον
περιβάλλει. Παρά τις αποτυχίες του, έχει μία ροπή προς τη συνέχιση της
προσπάθειας, χωρίς όμως να καταφέρνει να ολοκληρώσει τις υποθέσεις του.
Εξελικτική πορεία: Ο πατέρας έχει ένα είδος
«καθημερινής αποτυχίας», αλλά στο τέλος του διηγήματος, μετά την επιτυχία που
έχει με την αγωγή για το σπίτι του δασκάλου (έξωση), φαίνεται να αποκτά για
πρώτη φορά μία αίσθηση επιτυχίας και αυτοεκτίμησης. Αυτό τον φέρνει σε μία
προσωρινή αποκατάσταση, ανακτώντας λίγο από την αξιοπρέπειά του, κυρίως στην
οικογενειακή του σχέση με τον παππού.
2. Ο Παππούς:
Ο «παππούς» είναι ο πιο αυστηρός και
επικριτικός χαρακτήρας του διηγήματος. Η στάση του απέναντι στον γιο του είναι
σκληρή και γεμάτη απογοήτευση. Συνεχώς τον επικρίνει για την αδυναμία του να
πετύχει και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ζωής. Η αυστηρότητά του δεν
έχει καμία ευαισθησία για τις προσπάθειες του γιου του, και οι συνεχείς
παρατηρήσεις του (όπως "κουτός,
χαμένος, ανίκανος για καθετί") τον καθιστούν τον απόλυτο αντίπαλο του
πατέρα στην οικογένεια. Ο παππούς πιστεύει στην αξία της σκληρής δουλειάς και
της ικανότητας, ενώ δεν δείχνει καμία κατανόηση για τα συναισθηματικά και
κοινωνικά εμπόδια που αντιμετωπίζει ο γιος του.
Σχέση με την οικογένεια: Παρά την
αυστηρότητά του, ο παππούς είναι μια σταθερή παρουσία στο σπίτι και, παρά τις
συνεχείς εντάσεις, φαίνεται να έχει μια κάποια προσφορά (όπως όταν σώζει
χρήματα από την προίκα της μητέρας ή τη στιγμή που αναγκάζεται να υποστηρίξει
τη δικαστική διαδικασία για το σπίτι του δασκάλου).
O "παππούς" στο διήγημα του Κ.
Χατζόπουλου "Το σπίτι του δασκάλου" είναι ο πατέρας του κεντρικού
ήρωα του διηγήματος ή είναι ο πατέρας της μητέρας; Δεν υπάρχει σίγουρη
διευκρίνηση ως προς αυτό στο διήγημα.
Στο διήγημα του Κ. Χατζόπουλου «Το σπίτι του
δασκάλου» δεν δίνεται ρητή, ξεκάθαρη πληροφορία για το αν ο «παππούς» είναι ο
πατέρας του πατέρα ή ο πατέρας της μητέρας.
Ωστόσο, το κείμενο προσφέρει έμμεσες ενδείξεις, και από αυτές μπορεί να
εξαχθεί η περισσότερο πιθανή εκδοχή.
Πιο πιθανό: ο “παππούς” είναι ο πατέρας της μητέρας.
Ο παππούς “ντρέπεται από τον κόσμο” να
βλέπει τον πατέρα να κάθεται άεργος: «…κι
ο πεθερός του ντρεπόταν από τον
κόσμο να τον βλέπει να κάθεται άεργος και τον βίαζε να πιάσει κάτι να κάνει.» Εδώ το κείμενο αναφέρει σαφώς ότι ο πατέρας
είχε έναν πεθερό, δηλαδή τον πατέρα της μητέρας, ο οποίος τον πίεζε να
δουλέψει.
Επειδή, μέσα στο διήγημα, ο μόνος
ηλικιωμένος άνδρας στο σπίτι —αυτός που γκρινιάζει, φωνάζει και έχει εξουσία—
είναι ο παππούς, είναι λογικό αυτός ο “πεθερός” να ταυτίζεται με τον “παππού”.
Μετά την οικονομική κατάρρευση του πατέρα,
το διήγημα σημειώνει:
«Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από την προίκα
της μητέρας»,
γεγονός που ταιριάζει απολύτως με τη θέση ενός πατέρα που προστατεύει την
περιουσία της κόρης του.
Ο παππούς μένει στο σπίτι του ζευγαριού και
επηρεάζει τη ζωή τους
Αυτό είναι πιο φυσικό να συμβεί όταν είναι ο πατέρας της μητέρας· η κόρη συχνά
φιλοξενεί τον χήρο ή ηλικιωμένο πατέρα της.
Ο φόβος της μητέρας μήπως ο παππούς πάει
να μείνει με την άλλη θυγατέρα: «Ο
παππούς είχε κι άλλη θυγατέρα παντρεμένη, που αφορμή ζητούσε να πάρει στο δικό
της σπίτι τον παππού.» Αυτό υπονοεί ότι οι θυγατέρες του παππού είναι η
μητέρα και η άλλη αδελφή. της. Άρα ο παππούς είναι πατέρας της μητέρας.
Πρόκεται εδώ για έναν ανταγωνισμό μεταξύ των δύο αδελφών μεταξύ τους; Πρόκειται
ίσως εκείνη που έχει τον «παπού» μαζί της να έχει κύρος μέσα στην οικογένεια
προέλευσης; Υπάρχει το μικρό ενδεχόμενο ο παπούς να είναι και έμμεσα ο
χρηματοδότης της οικογένειας της μητέρας (αν και αυτό δεν δηλώνεται ξεκάθαρα
πουθενά).
Οι ενδείξεις στο κείμενο δείχνουν με
συνέπεια πως ο “παππούς” είναι ο πατέρας της μητέρας, δηλαδή ο πεθερός του
πατέρα. Το γεγονός ότι στο διήγημα δεν υπάρχει ονοματική, ρητή διευκρίνιση
επιτρέπει να υπάρχει μια μικρή αμφιβολία, αλλά η αφήγηση οδηγεί πολύ καθαρά σε
αυτή την ερμηνεία.
Εφόσον ο παπούς είναι ο πεθερός είναι λογικό
να επικρίνει τον γαμβρό του, τον αποκαλούμενο στο διήγημα «πατέρα», αφού ο
γαμβρός δεν μπορεί να ανταποκριθεί (μετά την οκονομική πτώση του) στα καθήκοντα
του τροφοδότη της οικογένειας. Ταυτόχρονα εφόσον φαίνεται ότι η κόρη του, η
αποκαλούμενη διαρκώς «μητέρα» στο διήγημα, είχε προικισθεί είναι λογικό να έχει
απαιτήσεις από τον γαμβρό και να μην τον θεωρεί αντάξιο της κόρης του,
3. Η Μητέρα:
Η «μητέρα» είναι η πιο συναισθηματική και
ήπια φιγούρα του διηγήματος. Είναι διαρκώς ανάμεσα στους δύο άντρες της
οικογένειας (τον πατέρα και τον παππού), προσπαθώντας να διατηρήσει την ειρήνη.
Είναι η πιο πρακτική φιγούρα, με την ικανότητα να βλέπει και τις ανάγκες του
πατέρα και τις πιέσεις του παππού. Μάλιστα, πολλές φορές αναλαμβάνει ρόλο
μεσολαβητή και προσπαθεί να κατανοήσει τις ανάγκες και των δύο. Παράλληλα,
είναι υπεύθυνη για την οικογενειακή οικονομία και παίρνει δύσκολες αποφάσεις,
όπως τελικά την αποδοχή της πώλησης του προικώου τους, του σπιτιού που διέμενε
με παραχώρηση ο δάσκαλος και η οικογένειά του, παρά την προσωπική της συμπάθεια
για τη φτωχή σύζυγου του «δασκάλου», τη «δασκάλα».
Σχέση με τους άλλους: Η μητέρα αγαπά τον
άντρα της, παρά τις αδυναμίες του, και συχνά δικαιολογεί την ανικανότητά του με
την καλή του καρδιά, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να προστατέψει την οικογένεια από
τις πιέσεις του παππού. Η απόφασή της να υπογράψει την πώληση του σπιτιού, του
προικώου της, δείχνει τη συχνή ανάγκη της να συμβιβάσει τις οικονομικές ανάγκες
της οικογένειας με την ηθική της ευαισθησία.
Οι χαρακτήρες στο διήγημα είναι συνδεδεμένοι
μέσω των αντιφάσεων, των αναγκών και των επιθυμιών τους. Ο πατέρας είναι ένας
αδύναμος και αναποφάσιστος άνθρωπος, ο παππούς είναι αυστηρός και επικριτικός,
ενώ η μητέρα προσπαθεί να γεφυρώσει τις διαφορές τους με την καλοσύνη και την
πρακτική σκέψη της. Αυτοί οι χαρακτήρες δίνουν στο διήγημα μια έντονη αίσθηση
σύγκρουσης, αλλά και της προσπάθειας για επιβίωση και προσαρμογή στις δύσκολες
συνθήκες της ζωής.
Ο ρόλος της «μητέρας»:
Η μητέρα εμφανίζεται ως μια μορφή ήσυχη,
υποτακτική, αλλά καθοριστική μέσα στο σπίτι. Δεν υψώνει τη φωνή της, δεν
επιβάλλεται άμεσα, όμως λειτουργεί ως σταθερό κέντρο ισορροπίας ανάμεσα στον
πατέρα και στον παππού. Η παρουσία της, αν και διακριτική, είναι συνεχώς ενεργή
και καθορίζει πολλές εξελίξεις στο διήγημα.
/ - Η μητέρα ως
γυναίκα με προίκα — το οικονομικό της βάρος και η κοινωνική της θέση
Στο κείμενο υπάρχουν ξεκάθαρα σημεία που
δείχνουν ότι η μητέρα προερχόταν από οικογένεια με κάποια οικονομική επιφάνεια:
«Ο παππούς πρόλαβε κι έσωσε κάτι από
την προίκα της μητέρας.»
Η προίκα της ήταν σημαντική ως περιουσιακό
στοιχείο· ήταν αυτό που σώθηκε όταν ο πατέρας, ο σύζυγός της δηλαδή, χρεωκόπησε.
«Η μητέρα μέσα σε κείνα που της
απόμειναν είχε κι ένα μικρό σπιτάκι…»
Η γυναίκα αυτή διαθέτει ατομική
περιουσία, μικρή πλέον αλλά πολύτιμη, το μέγεθος της πραγματικής προίκας
της δεν δηλώνεται σαφώς «κάτι από την προίκα της μητέρας», και τη διαχειρίζεται
μετά τη χρεωκοπία του συζύγου της με σύνεση. Η προίκα της συμβολίζει: το
κοινωνικό κύρος της οικογένειάς της, τη συμβολή της στην ίδρυση και
διατήρηση του νέου σπιτιού, την ευθύνη της να προστατεύσει ό,τι απέμεινε
μετά την οικονομική κατάρρευση του πατέρα.
Αν και εξαρτημένη ως γυναίκα της εποχής, η
μητέρα αποτελεί την οικονομική ραχοκοκαλιά: χάρη στα δικά της
περιουσιακά στοιχεία η οικογένεια επιβιώνει μετά την οκονομική χρεωκοπία του
πατέρα. Η προίκα της, που κατά παράδοση αποτελεί “το μερίδιο” της γυναίκας μέσα
στο νέο νοικοκυριό, αποκτά τεράστια σημασία: είναι το μόνο πραγματικό κεφάλαιο
που απομένει στην οικογένεια.
/ - Η μητέρα ως
συναισθηματικός ρυθμιστής της οικογένειας
Η μητέρα λειτουργεί ως μεσολαβήτρια
ανάμεσα στον πατέρα και στον παππού:
Κοιτάζει τον πατέρα
«λυπημένα» και τον παππού «παρακαλεστικά».
Φοβάται μήπως ο
παππούς θυμώσει και πάει στην άλλη θυγατέρα.
Προσπαθεί να αποτρέψει
εντάσεις, χωρίς να μπορεί να τις σταματήσει.
Έτσι, παρότι σιωπηλή, έχει συνεχή
συναισθηματική παρουσία και κρατά τον πατέρα από το να συγκρουστεί ή να
εξεγερθεί απέναντι στον παππού.
/ - Η μητέρα ως
διορατική, έμμεσα παρεμβατική σύζυγος
Σε κρίσιμη στιγμή του διηγήματος, όταν ο
πατέρας επέκτεινε απερίσκεπτα την εμπορική του δραστηριότητα, η μητέρα είναι
από τους πρώτους που αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο. Το κείμενο σημειώνει:
«Κάποιοι το βλέπαν πως παραξανοίχτηκε, και ταχτικά του το ψιθύριζε η μητέρα…»
Αυτό δείχνει ότι: η μητέρα παρακολουθεί προσεκτικά
τις οικονομικές πράξεις του συζύγου της, έχει κρίση και σύνεση, προσπαθεί, όσο
της επιτρέπει η θέση της ως γυναίκα της εποχής, να τον προστατεύσει από
υπερβολικά ανοίγματα, αλλά το κάνει διακριτικά, με έναν τρόπο συμβατό με τους
κοινωνικούς ρόλους: τον συμβουλεύει χαμηλόφωνα, έμμεσα, χωρίς να τον εκθέτει ή
να τον φέρνει σε δύσκολη θέση μπροστά στον παππού.
Αυτό το σημείο είναι καίριο, γιατί
αποκαλύπτει πως η μητέρα λειτουργεί ως κρυφή φωνή λογικής, παρότι η
οικογενειακή δομή δεν της επιτρέπει να μιλήσει δυνατά.
/ - Ο έμμεσος παρεμβατικός ρόλος της – Μια
“αθόρυβη” δύναμη
Η μητέρα δεν παίρνει ανοιχτές αποφάσεις με
ισχυρό, ρητό λόγο.
Ωστόσο, πίσω από πολλές πράξεις του πατέρα υπάρχει η σιωπηρή επιρροή της, είτε
ως ηθική υποστήριξη είτε ως πίεση.
Παραδείγματα έμμεσης
παρέμβασης:
α) Στην καθημερινή
στάση του πατέρα
Με το βλέμμα, τις κινήσεις και το φόβο της
για τον παππού,
κρατά τον πατέρα υποταγμένο και συγκρατημένο, ώστε να μη γίνει αφορμή
σύγκρουσης.
β) Στη διαχείριση του
σπιτιού και των εξόδων
Παρότι δεν διαμαρτύρεται, η μητέρα είναι
αυτή που:
περπατά με «παντούφλες
τρύπιες», κόβει το κρέας από το καθημερινό τραπέζι, προσαρμόζοντας την
οικονομία του σπιτιού στις αποτυχίες και αδυναμίες του πατέρα.
Είναι η σιωπηλή
διαχειρίστρια της οικονομικής δυσχέρειας.
γ) Στην υπόθεση του
“σπιτιού του δασκάλου”
Η επίδρασή της είναι
καίρια:
Στην αρχή λυπάται τη δασκάλα και τα παιδιά
της και αρνείται να υπογράψει την αγωγή. Έπειτα όμως, σκέφτεται την
ανάγκη για χρήματα και υπογράφει τελικά.
Με αυτή την πράξη:
καθορίζει τη μοίρα της
οικογένειας του δασκάλου, παρά την ανοχή της τόσα χρόνια και την συμπόνιά της
προς την φτωχή οικογένεια του παπουτσή, επιτρέπει τώρα τον πλειστηριασμό, έτσι ενισχύει
έμμεσα τον “θρίαμβο” του πατέρα, και προκαλεί την κορύφωση της ιστορίας.
Εδώ φαίνεται ότι, παρότι ευγενική και
συμπονετική, η μητέρα μπορεί να γίνει αποφασιστική, αλλά με συνείδηση του
καθήκοντος προς τη δική της οικογένεια.
Η
μητέρα είναι: τρυφερή και συμπονετική (λυπάται τη «δασκάλα», τα παιδιά της, τον
πατέρα), ηθική (διστάζει να κάνει κακό), υποτακτική στην πατριαρχική δομή, αλλά
και πρακτική, αναγκασμένη να σκέφτεται την επιβίωση της δικής της
οικογένειας.
Το πιο ενδιαφέρον στη μορφή της: Δεν επιβάλλεται άμεσα, αλλά έχει πραγματική
επιρροή μέσω της σιωπής, της υπομονής και της διαχείρισης των πόρων.
Η μητέρα στο διήγημα είναι μια γυναίκα
ήσυχη αλλά καθοριστική.
Η προίκα της —«ό,τι απόμεινε από την
προίκα της μητέρας» και «το μικρό
σπιτάκι»— αποκαλύπτει την παλαιότερη ευμάρειά της και ταυτόχρονα τη
σημερινή της ευθύνη να συγκρατήσει οικονομικά την οικογένεια μετά την
κατάρρευση του πατέρα. Μπορεί να μοιάζει παθητική, αλλά δρα ως: ηθικό
στήριγμα, συναισθηματικός ρυθμιστής, σιωπηλή διαχειρίστρια της
κρίσης, έμμεση υπεύθυνη για καίριες αποφάσεις, όπως η εκδίωξη του
δασκάλου από το εναπομείναν προικώο της. Η μητέρα είναι ο αθόρυβος άξονας γύρω
από τον οποίο κινείται ολόκληρη η οικογένεια — μια μορφή λεπτή αλλά
αποφασιστικής σημασίας.
Η μεταστροφή των κεντρικών ηρώων
στο διήγημα «Το σπίτι του δασκάλου»
Να εξηγηθεί στο διήγημα η μεταστροφή του
κεντρικού ήρωα του πατέρα και της κεντρικής ηρωίδας της μητέρας από
φιλεύσπλαγχνοι και συμπονετικοί σε ανθρώπους που μεταλλάσσουν τα συναισθήματά
τους και τελικά οδηγούνται στην έξωση προκειμένου να ανακτήσουν το σπίτι τους,
που είναι προίκα της μητέρας.
Η μεταστροφή του κεντρικού ήρωα, του
πατέρα, και της κεντρικής ηρωίδας, της μητέρας, στο διήγημα «Το σπίτι του
δασκάλου» του Κ. Χατζόπουλου, είναι βαθιά και εντυπωσιακή, και αυτή η
αλλαγή επηρεάζει τη δυναμική της οικογένειας, καταδεικνύοντας την επίδραση της
οικονομικής πίεσης και της ανάγκης για επιβίωση στις ανθρώπινες σχέσεις και
αξίες.
Στην αρχή της ιστορίας, ο πατέρας
παρουσιάζεται ως ένας ευγενικός, φιλεύσπλαχνος άνθρωπος, που δεν έχει την
κατάλληλη επιχειρηματική νοοτροπία, και συχνά απογοητεύεται από την πίεση που
του ασκεί ο παππούς. Ο παππούς, με την αυστηρή και συχνά επικριτική στάση του,
θεωρεί τον πατέρα ανίκανο και αδύναμο να αντεπεξέλθει στις οικονομικές
απαιτήσεις της οικογένειας. Παρά την καλή του διάθεση, ο πατέρας αποτυγχάνει να
εκτελέσει τις επιχειρηματικές του υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα την απογοήτευση
και την οικονομική ανασφάλεια της οικογένειας. Το γεγονός ότι η μητέρα είναι σε
θέση να στηρίξει την οικογένεια μόνο με το να σφίγγει τα λουριά (π.χ. «η μητέρα να γυρίζει με τρύπιες παντούφλες
και να μην τρώμε κρέας κάθε μεσημέρι») ενισχύει αυτή την εικόνα του πατέρα
ως αδύναμου, ανεπαρκούς στο ρόλο του, «χαμένου», σύμφωνα με την αντίληψη του
παππού.
Ωστόσο, η μεγάλη αλλαγή συμβαίνει όταν ο
πατέρας, μετά την οικονομική κατάρρευση και την αποτυχία του εμπορίου του,
αναγκάζεται να στραφεί σε έναν πιο σκληρό και νομικό τρόπο για να ανακτήσει τη
θέση του στην κοινωνία. Η μεταστροφή του δεν είναι απλώς μια επαγγελματική
στροφή, αλλά μια αλλαγή χαρακτήρα: από τον άνθρωπο που έδειχνε συμπόνια και
φιλευσπλαχνία, περνάει στο ρόλο του αδιάλλακτου εισπράκτορα και νομικού, που
δεν διστάζει να οδηγήσει ακόμα και σε έξωση για να σώσει την οικονομική του
κατάσταση.
Αυτή η στροφή του πατέρα στην αναγκαία
σκληρότητα εντείνεται όταν, σε μια στιγμή αδυναμίας και συναισθηματικής πίεσης
και οικονομικής ανάγκης, αποφασίζει να εξώσει τον «δάσκαλο» και την οικογένειά
του από το σπίτι, στο οποίο έμενε για χρόνια χωρίς νοίκι, σπίτι που ήταν
ιδιοκτησία της συζύγου του κεντρικού ήρωα, της μητέρας (όπως αυτή διαρκώς
κατονομάζεται στο διήγημα χωρίς να αναφέρεται το όνομά της). Η μητέρα, αν και
αρχικά διστακτική και γεμάτη συμπόνια για τη «δασκάλα», δηλαδή τη φτωχή σύζυγο
του υποτιθέμενου ενοικιαστή, παπουτσή κατ’ ουσίαν στο επάγγελμα, αλλά αρχικώς
εμφανιζόμενου ως «δάσκαλου χορών», αναγκάζεται να συμφωνήσει με την απόφαση,
καθώς τα χρήματα που προσφέρει ο υποψήφιος αγοραστής για το σπίτι της, προίκα
της, της φαίνονται απαραίτητα για τη συνέχιση της επιβίωσης της οικογένειας. Η
ίδια η μητέρα, που είχε προσπαθήσει πάντα να διατηρήσει μια φιλεύσπλαχνη και
ηθική στάση, ενδίδει τελικά στο συμφέρον και την ανάγκη για χρήματα, και αυτή η
ενέργεια φαίνεται να της αλλάζει την αντίληψη για το τι είναι αποδεκτό στην
οικονομική και κοινωνική ζωή.
Η αλλαγή της μητέρας και του πατέρα
αποτυπώνει την κεντρική θεματική του διηγήματος: την ηθική διάσταση των
πράξεων όταν τα οικονομικά και τα προσωπικά συμφέροντα μπαίνουν μπροστά από τις
ανθρωπιστικές αξίες. Οι ήρωες μετατρέπονται από φιλεύσπλαχνοι και συμπονετικοί
σε ανθρώπους που μεταλλάσσουν τα συναισθήματά τους για να εξασφαλίσουν την
επιβίωσή τους και την οικονομική τους θέση, ακόμα και με τρόπο που παραβιάζει
την ανθρώπινη αξιοπρέπεια των άλλων, όσο και αν από νομική άποψη έχουν δίκιο.
Εν τέλει, η πράξη της έξωσης του «δασκάλου»
γίνεται για τον πατέρα μια νέα επιβεβαίωση της δύναμής του. Η τελική σκηνή του
τραπεζιού, όπου ο πατέρας κοιτάζει με ευθύτητα για πρώτη φορά τον παππού στα
μάτια και κάθεται με το μέτωπο σηκωμένο, ενώ μέχρι τότε ήταν διαρκώς σκυμμένο,
δείχνει πως η απόφαση αυτή τον έχει μεταμορφώσει σε ένα νέο άνθρωπο, έναν
άνθρωπο που πλέον δείχνει σκληρός και αδιάλλακτος, αλλά και πειθαρχημένος στους
κανόνες του συστήματος, που πλέον θεωρεί πως είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσει.
Η μετάλλαξη των χαρακτήρων στο διήγημα
«Σπίτι του Δασκάλου» είναι εντυπωσιακή και αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο
οι εξωτερικές συνθήκες και οι οικονομικές πιέσεις μπορούν να αλλοιώσουν τα
ανθρώπινα συναισθήματα και αξίες.
η εσωτερική
μετανάστευση:
Στο διήγημα του Κ. Χατζόπουλου "Το
σπίτι του δασκάλου" ένα από τα θιγόμενα θέματα είναι και το ζήτημα της
εσωτερικής μετανάστευσης (η περίπτωση του πατέρα, η περίπτωση του παπουτσή)
ΑΠΑΝΤΗΣΗ:
Στο διήγημα του Κ. Χατζόπουλου «Το σπίτι
του δασκάλου», το ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης αναλύεται μέσα από
δύο βασικούς χαρακτήρες: τον πατέρα και τον παπουτσή. Αυτές οι δύο περιπτώσεις
παρουσιάζουν διαφορετικές όψεις της κινητικότητας και των κοινωνικών και
οικονομικών πιέσεων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι σε μια κοινωνία που είναι σε
μετάβαση. Η έννοια της «εσωτερικής μετανάστευσης» συνδέεται τόσο με τη
μετακίνηση των ανθρώπων μέσα στη χώρα, όσο και με τις εσωτερικές, ψυχικές και
κοινωνικές προσαρμογές που χρειάζεται να κάνουν.
/
- 1. Η περίπτωση του πατέρα:
Ο πατέρας, που καταγόταν από ένα χωριό στα
βουνά, εγκαταλείπει την παραδοσιακή του ζωή και καταφεύγει στην πόλη για να
ζήσει. Η διαδικασία αυτής της «μετανάστευσης» είναι γεμάτη δυσκολίες και
παραδοξότητες. Στο χωριό του, η ζωή είναι απλή και χωρίς καμία πίεση να
επιτύχεις σε κάποιον συγκεκριμένο τομέα, αλλά και χωρίς τη δυνατότητα να
αποκτήσεις πλούτη. Όταν κατεβαίνει στην πόλη και παντρεύεται τη μητέρα, η
κοινωνία τον ωθεί να γίνει έμπορος, κάτι που φαίνεται να είναι εντελώς ξένο για
αυτόν. Παρά τη διάθεση του παππού να τον πιέζει να δουλέψει για να ανταπεξέλθει
στις απαιτήσεις της πόλης, ο πατέρας δείχνει να μην έχει τις ικανότητες για
αυτό το επαγγελματικό πεδίο, καθώς το εμπόριο και η πόλη γενικότερα είναι πολύ
διαφορετικά από την ήρεμη ζωή του χωριού του.
Η μετάβασή του σε έναν πιο επαγγελματικό
και πιεστικό τρόπο ζωής είναι γεμάτη αποτυχίες και διαρκείς προσπάθειες να
συμμορφωθεί με τον νέο του ρόλο, ενώ ταυτόχρονα αποτυγχάνει να προσαρμοστεί
πλήρως στην πραγματικότητα της πόλης. Αν και ο πατέρας φαίνεται να «ανεβαίνει»
οικονομικά στην αρχή, αυτή η επιτυχία είναι όμως πρόσκαιρα, καθώς τελικά χάνει
τα πάντα λόγω των οικονομικών προβλημάτων που δεν κατάφερε να διαχειριστεί.
Εδώ, ο Χατζόπουλος δείχνει την ένταση ανάμεσα στην επιθυμία του ατόμου να
επιτύχει και τις πραγματικές του δυνατότητες, που καταλήγουν να είναι πολύ
περιορισμένες για την επαγγελματική ζωή που έπρεπε να ακολουθήσει στην πόλη.
Η μετάβασή του από τον κόσμο του χωριού
στην πόλη, χωρίς να είναι «φτιαγμένος» για το εμπόριο, αναδεικνύει τη δύσκολη
προσαρμογή που απαιτεί η εσωτερική μετανάστευση. Η ζωή του πατέρα είναι γεμάτη
από αίσθηση απογοήτευσης και μάταιων προσπαθειών, κάτι που καταλήγει να τον
κάνει αντικείμενο κριτικής από τον παππού και ταυτόχρονα φέρνει τη στεναχώρια
στη μητέρα.
/
- 2. Η περίπτωση του παπουτσή:
Η περίπτωση του παπουτσή αναδεικνύει το
θέμα της κοινωνικής κινητικότητας και της αποτυχίας του να βρει μια σταθερή
θέση στην κοινωνία. Ο παπουτσής, προερχόμενος από νησί και όχι από την
ηπειρωτική Ελλάδα όπως ο πατέρας, αρχικά ήρθε στην πόλη ως δάσκαλος χορού και
εργάστηκε ως τέτοιος, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε την αρχική του δραστηριότητα,
αφού αυτή δεν του απέφερε τα αναμενόμενα έσοδα και επιτυχίες. Κατέληξε να
ασχολείται με το επάγγελμα του υποδηματοποιού, μια δραστηριότητα που επίσης δεν
του έδινε τη δυνατότητα να επιτύχει οικονομικά και να βελτιώσει τη ζωή του,
δεδομένου αντί για υποδηματοποιός κατέληξε επισκευαστής υποδημάτων.
Η απόφαση του παπουτσή να ζει στο σπίτι της
«μητέρας», το εναπομείναν προικώο της από τη σύνολη προίκα της, πληρώνοντας νοίκι μόνο όταν του ζητείται με
ένταση και ποτέ με συνέπεια, αποκαλύπτει την αδυναμία του να εξασφαλίσει την
οικονομική του ανεξαρτησία, ενώ η «μητέρα» (η μητέρα του αφηγητή) συνεχώς
δείχνει κατανόηση και προσπάθεια να βοηθήσει αυτόν και κυρίως τη φτωχή γυναίκα
του και τα παιδιά τους. Εδώ, η περίπτωση του παπουτσή εντάσσεται στο πλαίσιο
της εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς προσαρμόζεται σε μια κοινωνία που τον
απορρίπτει και καταλήγει να ζει σε συνθήκες φτώχειας, αν και είχε κάποιες
ευκαιρίες να εξελιχθεί στο επαγγελματικό πεδίο, το τελευταίο εξαρτάτο βέβαια
και από την ευρύτερη οικονομική ευρωστία των γύρω του.
Η ζωή του είναι μια παράσταση αποτυχίας,
όπου οι ελπίδες που είχε για μια καλύτερη ζωή μέσα στην πόλη τελικά καταρρέουν,
και ο ίδιος δεν μπορεί να ανακαλύψει έναν τρόπο να «σταθεί» στην κοινωνία.
Και οι δύο χαρακτήρες, ο πατέρας και ο
παπουτσής, αποτυγχάνουν να εδραιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και να
προσαρμοστούν πλήρως στο νέο τους περιβάλλον στην πόλη. Η εσωτερική
μετανάστευση, για αυτούς, δεν είναι μόνο μια μετακίνηση από το χωριό ή από το
νησί στην πόλη, αλλά και μια διαδικασία εσωτερικής μεταμόρφωσης που καταλήγει
να είναι γεμάτη με απογοητεύσεις και μάταιες προσπάθειες. Η κοινωνία της πόλης
απαιτεί άλλο είδος ικανοτήτων και προσαρμογής από αυτούς, και οι δύο χαρακτήρες
καταλήγουν να είναι αποξενωμένοι και αποτυχημένοι στις επαγγελματικές τους
προσπάθειες, παρά τις αρχικές ελπίδες για πρόοδο και ευημερία.
Η αλληγορία της εσωτερικής μετανάστευσης στο
διήγημα είναι έντονη, με τους χαρακτήρες να προσπαθούν να επιτύχουν μια θέση
στην κοινωνία, αλλά να συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος γύρω τους είναι πιο σκληρός
και απρόσωπος από ό,τι φαντάζονταν.
Το μοτίβο της απότομης οικονομικής ανόδου και οικονομικής
χρεωκοπίας στο
διήγημα.
Στο διήγημα του Κ. Χατζόπουλου διαγράφεται
ένα χαρακτηριστικό μοτίβο: η ξαφνική, σχεδόν τυχαία οικονομική άνοδος ενός
ανθρώπου που δεν είναι φτιαγμένος για τον κόσμο του εμπορίου, και στη
συνέχεια η αναπόφευκτη πτώση του, αποτέλεσμα της αφέλειας, της κακής
κρίσης και της απουσίας επαγγελματικής ταυτότητας. Το μοτίβο αυτό λειτουργεί ως
κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο οργανώνεται όλη η υπόθεση και η ψυχολογική
εξέλιξη των προσώπων.
/ - 1. Η άνοδος
– μια πορεία χωρίς συνειδητή ικανότητα:
Η οικονομική άνοδος του πατέρα δεν
παρουσιάζεται ως καρπός πραγματικής επιχειρηματικής ικανότητας. Αντίθετα: Είναι
ένας άνθρωπος ακατάλληλος για έμπορος, όπως τονίζει το κείμενο.
Προέρχεται από ένα ορεινό χωριό όπου οι άντρες “μιλούν για πολιτικά, παίζουν
χαρτιά και κλέβουν ο ένας του άλλου την κατσίκα”. Δεν έχει επαγγελματική
ταυτότητα ούτε οργανωτικότητα. Ωστόσο «παραξανοίχτηκε»·
μεγαλώνει την επιχείρησή του χωρίς μέτρο, χωρίς αξιολόγηση των κινδύνων:
αγοράζει κάρα, χτίζει αποθήκες, πληρώνει αγώγια, αποκτά μάλιστα και δικό του
αμάξι, είδος και σύμβολο υπερπολυτελούς
βίου για τα μέτρα της εποχής, και φυσικά νεοπλουτισμού.
Η ανοδική πορεία περιγράφεται σαν μια ολίσθηση
στην υπερβολή, μια φόρα που παίρνει ο πατέρας χωρίς να μπορεί να τη
σταματήσει, σαν να τον παρασύρει η ίδια η επιτυχία. Ακόμη και η μητέρα, που
βλέπει τον κίνδυνο, τον συμβουλεύει «ταχτικά», αλλά δεν εισακούεται. Η άνοδος
εδώ λειτουργεί ως καθρέφτης της αυταπάτης: ο πατέρας νομίζει πως μπορεί
να διαχειριστεί κάτι που τον ξεπερνά, και το διήγημα τον αφήνει να πλανηθεί,
πριν τον καταρρίψει.
/ - Η ξαφνική
κατάρρευση :
Η πτώση έρχεται απότομα, όπως ακριβώς και η
άνοδος: «Ήρθαν ξαφνικά δυο δανειστές απ’
το Τριέστι…» σφραγίζουν τις αποθήκες, κατάσχουν κάρα, άλογα, αμάξια. Η
καταστροφή παρουσιάζεται ως εξωτερικό γεγονός, όχι ως σταδιακή φθορά.
Αυτό ταιριάζει με την ψυχολογία του πατέρα: δεν είχε επίγνωση της
πραγματικότητας όσο μεγάλωνε η επιχείρηση, ούτε έχει επίγνωση τώρα που
καταρρέει.
Η χρεωκοπία δεν είναι απλώς οικονομική·
είναι ψυχική συντριβή, καθώς: οι ώμοι του πατέρα μαζεύουν από το
σκύψιμο, γίνεται αντικείμενο χλεύης από τον παππού, χάνει τον ανδρικό ρόλο του,
και καταλήγει να εισπράττει ξένα χρέη, μια δουλειά που δεν μπορεί να
επιτελέσει. Το μοτίβο της πτώσης υπηρετεί έτσι μια ευρύτερη θεματική:
την απογύμνωση του ανθρώπου από κάθε ψευδαίσθηση δύναμης.
/ - Οι συνέπειες της πτώσης – μια ζωή σε
διαρκή ταπείνωση:
Η οικονομική πτώση οδηγεί: σε καθημερινές
συγκρούσεις με τον παππού, στη φτώχεια του σπιτιού (παντούφλες τρύπιες, λιτό
φαγητό), στη συρρίκνωση της κοινωνικής θέσης της μητέρας, στη μετατροπή του
πατέρα σε συλλέκτη “εκτελεστών” που δεν μπορεί να εκτελέσει. Ο πατέρας μένει
φυλακισμένος στο γραφείο του, αδύναμος να προχωρήσει.
Η πτώση δεν είναι ένα περιστατικό· είναι μόνιμη κατάσταση.
/ - Το μοτίβο ως κοινωνικό
σχόλιο: Ο Κ. Χατζόπουλος δεν
περιγράφει απλώς μια οικογενειακή ιστορία. Το μοτίβο της ξαφνικής ανόδου και
της χρεωκοπίας λειτουργεί και ως: κριτική στις αφελείς αστικές φιλοδοξίες,
κριτική στον μικροαστικό νεοπλουτισμό, ανάδειξη της σύγχυσης ταυτότητας ενός
ανθρώπου που μεταφέρεται από το χωριό στην πόλη. Ο πατέρας είναι το θύμα της
κοινωνικής μετάβασης: ούτε χωρικός πια, ούτε πραγματικός αστός.
/ - Η τελική “νίκη” (η
έξωση) ως τραγική ειρωνεία:
Η μόνη στιγμή που ο πατέρας ξαναβρίσκει για
λίγο το χαμένο του κύρος είναι όταν αναλαμβάνει τη βίαιη έξωση του δασκάλου και
“νικά”. Αυτή η μικρή ανάκαμψη είναι ειρωνική:
γιατί στηρίζεται σε ένα ηθικά άδικο έργο, (όσο και αν από νομική
άποψη είναι νόμιμο), γιατί δεν αποκαθιστά πραγματική αξιοπρέπεια, γιατί
βασίζεται σε πράξη εξαναγκασμού.
Η άνοδος και η πτώση επανέρχονται εδώ ως παρωδία:
ο πατέρας ξανασηκώνει το κεφάλι όχι επειδή πέτυχε, αλλά επειδή κατάφερε να
επιβληθεί σε πιο αδύναμο άνθρωπο.
Το μοτίβο της απότομης οικονομικής ανόδου
και χρεωκοπίας στο διήγημα δεν είναι απλώς αφηγηματικός μηχανισμός. Αποτελεί
τον πυρήνα μιας κοινωνικοψυχολογικής κριτικής: δείχνει την αυταπάτη και την
απειρία του πατέρα, αποκαλύπτει την εύθραυστη μετάβαση από τον παραδοσιακό
κόσμο του χωριού στον κόσμο της πόλης, φωτίζει τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης
φιλοδοξίας, και θέτει στο κέντρο τον καθημερινό άνθρωπο που παρασύρεται από
ανώριμες ελπίδες. Η άνοδος είναι ξαφνική και επιπόλαιη. Η πτώση είναι
αναπόφευκτη και ολοκληρωτική. Το μοτίβο αυτό προσδίδει στο διήγημα την αίσθηση
μιας μικρής αστικής τραγωδίας.
η χρεωκοπία του πατέρα
και η έξωση του παπουτσή: η αναλογία
Στο διήγημα υπάρχει μία αναλογική κατάσταση
σε κλίμακα βέβαια. Η αρχική χρεωκοπία του πατέρα, από επιχειρηματία που διαρκώς
οικονομικώς επεκτείνεται και την έξωση από το ενοικιοστάσιο του φτωχού
παπουτσή.
Στο διήγημα υπάρχει μια αναλογική –
παράλληλη κατάσταση ανάμεσα στη χρεωκοπία του πατέρα και στην έξωση του
παπουτσή, αλλά σε διαφορετική κλίμακα. Ο Κ. Χατζόπουλος στήνει δύο όμοια
δραματικά επεισόδια, των οποίων οι δομές μοιάζουν, αλλά οι συνέπειες και η
κλίμακα διαφέρουν. Έτσι δημιουργείται μια ειρωνική και κοινωνικά κριτική
αντιπαράθεση.
/ - Η χρεωκοπία του
πατέρα — Η μεγάλη κλίμακα
Ο
πατέρας, αφού κατεβαίνει από το χωριό στην πόλη, ρίχνεται στο εμπόριο. Από μια
αρχική αδυναμία και απειρία στο χώρο, ξαφνικά βρίσκεται σε μια αλόγιστη
οικονομική επέκταση: αγοράζει κάρα, χτίζει αποθήκες, παίρνει δικό του άμαξι.
Η ανάπτυξη αυτή είναι υπερβολικά γρήγορη
και μη ελεγχόμενη. Το αποτέλεσμα είναι η καταστροφή του: οι
δανειστές από το Τριέστι κατάσχουν τα πάντα.
Ο πατέρας, από «μεγάλος έμπορος», επιστρέφει σε κατάσταση ένδειας, με μοναδική
«δουλειά» την είσπραξη χρεών που δεν μπορεί να επιβάλει.
Η
πρώτη πτώση στο κείμενο είναι κοινωνικά και οικονομικά «μεγάλη».
/ - Η έξωση του
παπουτσή — Η μικρή, άσημη κλίμακα
Ο παπουτσής επίσης έχει «μεταναστεύσει» από
τα νησιά στην πόλη, κυνηγώντας μια καλύτερη ζωή. Ξεκινά ως δάσκαλος χορού και
γίνεται πρόχειρος τεχνίτης, ζώντας οριακά. Δεν μπορεί να πληρώσει το νοίκι για
το σπιτάκι της μητέρας.
Όταν το σπίτι χρειάζεται να πουληθεί, αυτός
και η οικογένειά του υφίστανται μια δική τους μορφή χρεωκοπίας: την έξωση,
με όλο τους το βιος να πετιέται στον δρόμο.
Αυτή είναι η δεύτερη πτώση στο
κείμενο, μικρότερης κοινωνικής κλίμακας αλλά δραματικά εξίσου οδυνηρή.
Και οι δύο ιστορίες είναι ιστορίες
αποτυχίας εντός της πόλης. Τόσο ο πατέρας όσο και ο παπουτσής έρχονται από την
«περιφέρεια» (χωριό/νησί) στην πόλη, όπου δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν
οικονομικά:
ο
πατέρας σε επίπεδο εμπορικό – αστικό,
ο
παπουτσής σε επίπεδο λαϊκό – βιοποριστικό.
Η
πόλη λειτουργεί σαν μηχανή άγχους και αποτυχίας.
/
- Και οι δύο χάνουν το στήριγμά τους
Ο
πατέρας χάνει τις επιχειρήσεις του και την κοινωνική του θέση. Ο παπουτσής
χάνει το σπίτι του και το καταφύγιο για την οικογένειά του. Και οι δύο χάνουν την
ασφάλεια που νόμιζαν ότι είχαν.
/
- Και στις δύο περιπτώσεις, η φτώχεια εκδηλώνεται με απογυμνωτικό τρόπο
Ο
Κ. Χατζόπουλος τονίζει στην περιγραφή των δύο πτώσεων:
Στον πατέρα: η κατάσχεση, οι σφραγίδες, η
εξαφάνιση των κάρων και του αμαξιού.
Στον παπουτσή: η πόρτα που πέφτει, τα άχυρα
που χύνονται από τα στρώματα, τα παιδιά ξυπόλυτα πάνω στα ρούχα πεταμένα στον
δρόμο.
Η
εικόνα απογύμνωσης είναι κοινή.
/
- Η ειρωνεία της αναλογίας:
Ο
πατέρας, που έχει βιώσει τη χρεωκοπία, γίνεται ο ίδιος εκτελεστής της μικρής
χρεωκοπίας του παπουτσή.
Ο
πρώην χρεωκοπημένος γίνεται αυτός που πετάει στον δρόμο έναν ακόμα πιο αδύναμο
άνθρωπο.
Η
ειρωνεία είναι σκοτεινή: αυτός που υπέφερε, γίνεται θύτης.
/
- Η διαφορά της κλίμακας ως κοινωνική κριτική
Ο
πατέρας: είχε κεφάλαια, είχε οικογενειακή στήριξη (προίκα γυναίκας του, τον
πεθερό), είχε πρόσβαση σε δικηγόρους, υπομοίραρχο, κλητήρες.
Ο
παπουτσής: έχει μόνο τη φαμελιά του, ζει από μπαλώματα, δεν έχει κανένα να τον
υποστηρίξει.
Η
έξωση του παπουτσή είναι το «μικρό αντίγραφο» της πτώσης του πατέρα, αλλά χωρίς
δυνατότητα ανάκαμψης.
Η χρεωκοπία του πατέρα και η έξωση του
παπουτσή συνθέτουν μία διπλή τραγωδία, σε δύο επίπεδα:
Το
μακροσκοπικό: η αποτυχία του μικροαστού εμπόρου.
Το
μικροσκοπικό: η καταστροφή του φτωχού λαϊκού
τεχνίτη.
Ο Κ. Χατζόπουλος παρουσιάζει με αυτό τον
τρόπο μια κοινωνία όπου οι οικονομικές δυνάμεις συνθλίβουν όλους, αλλά πρώτα
και πιο βίαια όσους βρίσκονται χαμηλότερα, ενώ
οι ίδιοι οι μικροαστοί μιμούνται τις σκληρότητες του συστήματος όταν τους δοθεί
εξουσία.
Αυτή η αναλογία κάνει το διήγημα βαθύτατα
κοινωνικό και αποκαλυπτικό ως προς τις σχέσεις εξουσίας, φτώχειας και
μετανάστευσης.
Ο αφηγητής στο διήγημα:
Ενώ είναι ομοδιηγητικός (κάτι που φαίνεται
στο β μέρος του διηγήματος) παρ' όλα αυτά στο α΄ μέρος παρουσιάζεται ως
παντογνώστης.
Η αντίφαση που παρατηρείται στην αφήγηση του
διηγήματος "Το σπίτι του δασκάλου" του Κωνσταντίνου
Χατζόπουλου, όπου ο αφηγητής φαίνεται να είναι παντογνώστης στο πρώτο
μέρος και ομοδιηγητικός στο δεύτερο, είναι στην πραγματικότητα μια
αφηγηματική τεχνική που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να δημιουργήσει μια πιο
πολύπλοκη και δυναμική αφήγηση.
Αυτή η αλλαγή στον αφηγηματικό τρόπο
μπορεί να εξηγηθεί με τους εξής τρόπους:
1. Η μεταβατική φύση
της αφήγησης:
Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, η
αφήγηση έχει περισσότερο έναν παντογνωστικού τύπου χαρακτήρα, καθώς ο
αφηγητής αναφέρεται σε γεγονότα, σκέψεις και καταστάσεις που δεν θα μπορούσε να
γνωρίζει με την άμεση εμπειρία ενός ομοδιηγητικού αφηγητή. Για παράδειγμα, ο αφηγητής
περιγράφει την εσωτερική κατάσταση του πατέρα και τη ζωή του στο χωριό, χωρίς
να έχει άμεση πρόσβαση σε αυτές τις σκέψεις ή καταστάσεις ως χαρακτήρας.
Παράλληλα, η αναδρομή στη ζωή του πατέρα πριν κατέβει στην πόλη (το θέμα της
εσωτερικής μετανάστευσης) και η περιγραφή της οικογενειακής δυναμικής, όπως τα
προβλήματα με το εμπόριο, δείχνουν μια εξωτερική, πλήρη γνώση που δεν
περιορίζεται στην άμεση εμπειρία ενός από τους χαρακτήρες.
Στο δεύτερο μέρος, ωστόσο, η αφήγηση
γίνεται πιο προσωπική και συναισθηματική, καθώς ο αφηγητής αναλαμβάνει τον ρόλο
του γιου (μας αποκαλύπτει πως είναι ένας από τους δύο γιους της οικογένειας)
και παρακολουθεί τα γεγονότα από μια πιο περιορισμένη και υποκειμενική οπτική.
Ας προσεχθεί ιδιαίτερα η μετάβαση από παράγραφο
σε παράγραφο: « Πήρε μονάχα τα δυο αγόρια του μαζί και διάλεξε μιαν ώρα που έλειπε από το σπίτι ο δάσκαλος.
Προχωρήσαμε κι οι τέσσερες μαζί.»
Εδώ, η δράση και οι σκέψεις των χαρακτήρων
εκτίθενται μέσω της εμπειρίας του γιου, που παρακολουθεί τις οικογενειακές
συγκρούσεις και τη δραματική ένταση χωρίς πλήρη γνώση των σκέψεων ή κινήτρων
των άλλων.
2. Η λειτουργία της αφηγηματικής μετατόπισης:
Η μεταβολή από παντογνώστη αφηγητή σε
ομοδιηγητικό μπορεί να είναι μια τεχνική επιλογή του συγγραφέα για να
αναδείξει την ψυχολογική εξέλιξη των ηρώων (κυρίως του πατέρα και της
μητέρας). Στο πρώτο μέρος, ο αφηγητής προσφέρει μια πιο ευρεία και
αντικειμενική περιγραφή της οικογένειας και των δυσκολιών της, με σκοπό να
θέσει το πλαίσιο και να εισαγάγει τις κεντρικές συγκρούσεις. Στο δεύτερο μέρος,
όμως, η αφήγηση περιορίζεται στις άμεσες εμπειρίες του γιου, δημιουργώντας έτσι
μια πιο προσωπική και υποκειμενική αφήγηση.
Η μετάβαση αυτή μπορεί να σηματοδοτεί τη
μετάβαση από το παρελθόν στο το παρόν της ιστορίας. Στην αρχή, ο
αφηγητής παρέχει ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο για τα πρόσωπα και τα γεγονότα,
ενώ αργότερα επικεντρώνεται στο τι βιώνει ο γιος και πώς αντιλαμβάνεται την
κατάσταση της οικογένειας και τις συγκρούσεις που προκύπτουν.
3. Η χρήση της εσωτερικής
ψυχολογίας του αφηγητή:
Αν και στην αρχή φαίνεται να έχουμε έναν
παντογνώστη αφηγητή, η αναφορά στο προσωπικό βλέμμα του γιου, ακόμη και όταν η
αφήγηση δεν περιορίζεται αυστηρά στην ομοδιηγητική θέση, μπορεί να φανεί ως μείγμα
παντογνώστη και ομοδιηγητικού αφηγητή. Ο αφηγητής μπορεί να είναι παντογνώστης
στο πρώτο μέρος, γιατί καταγράφει σκέψεις και περιστατικά που ως γιος δεν θα
μπορούσε να γνωρίζει με βάση τη συμμετοχή του στην ιστορία, αλλά αυτή η
αποστασιοποίηση στη συνέχεια μειώνεται για να δώσει έναν πιο προσωπικό τόνο.
Ο συγγραφέας έτσι χρησιμοποιεί την προσωπική
συμμετοχή του αφηγητή (ως γιος) για να δημιουργήσει μία αίσθηση εσωτερικής
έντασης, ενδυναμώνοντας την ψυχολογική διάσταση του ήρωα και τη
συναισθηματική σύνδεση του αναγνώστη με τα πρόσωπα του έργου.
4. Η τεχνική του
'εικονιστικού αφηγητή':
Μια άλλη εξήγηση για τη μετάβαση από
παντογνώστη σε ομοδιηγητικό αφηγητή μπορεί να είναι η τεχνική του "εικονιστικού
αφηγητή", όπου η ιστορία παρουσιάζεται μέσα από την οπτική του ήρωα αλλά
με μια ελεύθερη αναδρομή. Αυτή η τεχνική επιτρέπει στον συγγραφέα να διατηρήσει
την ελευθερία να εισάγει γεγονότα και καταστάσεις που είναι σημαντικά για την
πλοκή, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στον αφηγητή (τον γιο) να έχει περιορισμένη
αλλά συναισθηματικά φορτισμένη συμμετοχή στην αφήγηση.
Η αντίφαση που παρατηρείται στην αλλαγή της
αφηγηματικής τεχνικής (από παντογνώστη σε ομοδιηγητικό) είναι ένα επιτηδευμένο
αφηγηματικό μέσο που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να δημιουργήσει μια
δυναμική αφήγηση και να ενισχύσει τη συναισθηματική ένταση της ιστορίας.
Στο πρώτο μέρος, ο αφηγητής προσφέρει
πληροφορίες και ιστορικό πλαίσιο για να καταστήσει σαφείς τις κοινωνικές και
οικογενειακές συνθήκες.
Στο δεύτερο μέρος, η αφήγηση επικεντρώνεται
στην προσωπική εμπειρία του γιου, και έτσι η ιστορία γίνεται πιο
υποκειμενική και ψυχολογικά φορτισμένη, προσφέροντας μία βαθύτερη σύνδεση με τα
συναισθήματα και τις αντιφάσεις του ήρωα.
Ο αφηγητής που τελικώς είναι γιος της
οικογένειας, και παρών στην σκηνή της έξωσης, παρουσιάζεται ουδέτερος απέναντι
σε αυτή την τραγική σκηνή της έξωσης μιας φτωχής οικογένειας από το
ενοικιαζόμενο σπίτι. Γιατί γίνεται αυτό;
Ο ουδέτερος τόνος του αφηγητή–παιδιού στη
σκηνή της έξωσης είναι από τα πιο σημαντικά και λεπτά τεχνικά στοιχεία του
διηγήματος. Η φαινομενική συναισθηματική του αποστασιοποίηση δεν σημαίνει
έλλειψη ευαισθησίας∙ αντιθέτως, λειτουργεί ως εργαλείο ρεαλισμού και κοινωνικής
κριτικής.
Κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους ο
αφηγητής εμφανίζεται ουδέτερος:
/
- 1. Είναι παιδί – βλέπει αλλά δεν κατανοεί πλήρως
Ο αφηγητής είναι μικρός σε ηλικία. Τα παιδιά
παρατηρούν χωρίς να έχουν ακόμη ανεπτυγμένο τον ηθικό μηχανισμό και τη
συναισθηματική ωριμότητα για να κρίνουν σύνθετες καταστάσεις όπως: κοινωνική
αδικία, φτώχεια, νομική επιταγή, ηθικό δίλημμα μεταξύ δίκαιου και συμφέροντος.
Γι’ αυτό περιγράφει τη σκηνή σαν κάτι που «συμβαίνει», χωρίς να τοποθετείται.
Δεν έχει ακόμη τη δυνατότητα να διαχωρίσει την οικογένειά του από μια άδικη
πράξη.
/
- 2. Η οικογένεια είναι η εξουσία του – δεν μπορεί να πάει απέναντι
Το
παιδί βρίσκεται υπό την απόλυτη εξουσία και συναισθηματική επιρροή του πατέρα
και του παππού. Αφού εκείνοι νομιμοποιούν την πράξη («είναι το σπίτι μας», «είναι
νόμιμο», «χρειάζονται τα χρήματα»), το παιδί αποδέχεται τη λογική τους χωρίς να
μπορεί να την αμφισβητήσει. Η ουδετερότητα είναι αποτέλεσμα υποταγής και όχι
αδιαφορίας.
/
- 3. Η παιδική ματιά δίνει ρεαλισμό – όχι συγκαλυμμένη ηθικολογία
Ο
Χατζόπουλος χρησιμοποιεί την οπτική γωνία του παιδιού ώστε:
να
μην «κηρύξει» ηθικά στους αναγνώστες (να μην προβεί σε κήρυγμα),
να
αφήσει τους αναγνώστες να δουν την αδικία από μόνοι τους,
να
ενισχύσει την τραγικότητα μέσω της απλότητας.
Η «αθωότητα» του αφηγητή αποδίδει ακόμη πιο
έντονα το δράμα της «δασκάλας»: αντί να περιγράφεται με συγκίνηση,
παρουσιάζεται λιτά και σχεδόν ψυχρά – κι έτσι η σκληρότητα της πράξης
αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο.
/
- 4. Είναι παρών αλλά συναισθηματικά αμήχανος
Το παιδί συνοδεύει τον πατέρα του στην έξωση
χωρίς να ξέρει πώς πρέπει να νιώσει. Το θέαμα της φτωχής οικογένειας που
στοιβάζει τα πράγματά της στο δρόμο είναι βαρύ, αλλά το παιδί δεν έχει ακόμη
κατακτήσει την ικανότητα της ηθικής αντίστασης. Δεν αντιδρά γιατί δεν ξέρει πώς
να αντιδράσει. Η ουδετερότητα είναι, στην πραγματικότητα, αμηχανία και αδυναμία
διαχείρισης του σοκ.
/
- 5. Η ουδετερότητα λειτουργεί υπαινικτικά – έχει μέσα της κριτική
Ενώ ο αφηγητής δεν δηλώνει ρητά την
αποδοκιμασία του, η ουδέτερη περιγραφή της δυστυχίας της δασκάλας και των
παιδιών της λειτουργεί ως σιωπηρή καταγγελία της πράξης του πατέρα. Αφήνει τον
αναγνώστη να βγάλει το συμπέρασμα:
η σκηνή είναι άδικη, σκληρή, απάνθρωπη. Η τεχνική αυτή είναι χαρακτηριστική του
ηθογραφικού ρεαλισμού του Χατζόπουλου.
Ο αφηγητής παρουσιάζεται ουδέτερος επειδή:
είναι
παιδί και δεν έχει ηθική ωριμότητα,
βρίσκεται
υπό την εξουσία της οικογένειας,
ο
Κ. Χατζόπουλος επιλέγει τη ματιά του παιδιού για να ενισχύσει τον ρεαλισμό,
η
ουδετερότητα λειτουργεί ως έμμεση κοινωνική κριτική.
Έτσι, η
τραγική σκηνή γίνεται ακόμη πιο δυνατή: ο αφηγητής δεν κλαίει — και γι’
αυτό συγκινείται ο αναγνώστης περισσότερο.
Η επιλογή του
Κ. Χατζόπουλου να κάνει αφηγητή ένα από τα δύο παιδιά που είναι παρόντα στη
σκηνή της έξωσης αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές και αποτελεσματικές
αφηγηματικές τεχνικές στο διήγημα. Με αυτή την επιλογή ο συγγραφέας επιτυγχάνει
πολλαπλά αποτελέσματα, τόσο αισθητικά όσο και ιδεολογικά.
/ -
1. Αμεσότητα και αυθεντικότητα της αφήγησης
Η παιδική ματιά
προσδίδει στην αφήγηση αθωότητα και φυσικότητα.
Το παιδί περιγράφει μόνο όσα βλέπει και ακούει, χωρίς περίπλοκες
αναλύσεις ή σχόλια. Αυτό κάνει το κείμενο πιο ζωντανό, πιο άμεσο, πιο
ειλικρινές. Το γεγονός ότι το παιδί ήταν εκεί στη σκηνή της έξωσης δίνει μια
αίσθηση μαρτυρίας, σχεδόν ντοκυμανταιρίστικης καταγραφής.
/ -
2. Έμμεση κοινωνική κριτική – χωρίς διδακτισμό
Με την
παιδική αφήγηση: δεν υπάρχουν λεκτικές καταγγελίες, δεν υπάρχουν ηθικολογίες,
δεν υπάρχει «κήρυγμα». Η ουδέτερη, αθώα περιγραφή αφήνει τον αναγνώστη να δει
καθαρά τη σκληρότητα της πράξης και να συγκλονιστεί μόνος του.
Έτσι η κριτική του συγγραφέα γίνεται πολύ πιο αποτελεσματική:
δεν λέγεται — αφήνει τον ίδιο τον αναγνώστη να την αισθανθεί.
/ -
3. Η τραγικότητα της σκηνής γίνεται εντονότερη
Η έξωση μιας
φτωχής οικογένειας είναι από μόνη της σκληρή. Όμως όταν αυτή παρουσιάζεται μέσα
από: τα μάτια ενός παιδιού, που δεν καταλαβαίνει πλήρως τι συμβαίνει, που
παρακολουθεί χωρίς να μπορεί να αντισταθεί, τότε η πράξη φαίνεται ακόμη πιο
απάνθρωπη. Το παιδί μετατρέπεται σε άθελο μάρτυρα μιας κοινωνικής
αδικίας. Το γεγονός ότι δεν αντιδρά, ακριβώς επειδή είναι παιδί, κάνει την
τραγωδία να φαίνεται μεγαλύτερη.
/ -
4. Ανάδειξη της ηθικής φθοράς των ενηλίκων
Μέσα από την
παιδική οπτική γωνία παρακολουθούμε: την απότομη μεταστροφή και σκληρότητα του
πατέρα, την μεταστροφή της μητέρας που αναγκασμένη ενδίδει στον υπολογισμό προς
χάριν της δικής της οικογένειας, την απάθεια του παππού. Η αντίθεση ανάμεσα
στην παιδική αθωότητα και την ενήλικη ωφελιμιστική στάση κάνει πιο έντονη την
ηθική αλλοίωση των μεγάλων. Το παιδί, χωρίς να το λέει, λειτουργεί σαν
καθρέφτης που αποτυπώνει την ηθική πτώση του κόσμου των ενηλίκων.
/ -
5. Ενίσχυση του ρεαλισμού και της ηθογραφίας
Η επιλογή
της παιδικής ματιάς είναι σύμφωνη με το ρεαλιστικό και ηθογραφικό ύφος του
Χατζόπουλου. Το παιδί παρατηρεί απλά πράγματα: τη γαλάζια (μπλαβιά) κορδέλα του
κλητήρα, τα άχυρα που χύνονται από τα στρώματα, τα ξιπόλητα παιδιά πάνω στο
σωρό. Αυτές οι μικρές, συγκεκριμένες λεπτομέρειες δημιουργούν μια αυθεντική
εικόνα καθημερινής ζωής, που αποτελεί χαρακτηριστικό του ηθογραφικού
ρεαλισμού.
/ -
6. Τονίζεται το τραύμα της παιδικής εμπειρίας
Η έξωση δεν
τραυματίζει μόνο τη «δασκάλα» και τα παιδιά της — αφήνει και ένα ψυχικό τραύμα
στο παιδί–αφηγητή. Αυτός ο υπαινιγμός κάνει το τέλος ακόμα πιο συγκλονιστικό:
το παιδί βλέπει τον πατέρα του να σηκώνει για πρώτη φορά το κεφάλι από
περηφάνια, όμως αυτή η περηφάνια έχει χτιστεί πάνω στη δυστυχία άλλων. Το παιδί
μάλλον δεν το καταλαβαίνει τότε∙ ο
ενήλικος εαυτός του, όμως, το
καταγράφει με μια σιωπηλή πίκρα.
Η επιλογή του
αφηγητή ως παιδιού επιτρέπει στον Κ. Χατζόπουλο να πετύχει:
/ -
ρεαλισμό
/ -
αμεσότητα
/ -
υποδόρια κοινωνική κριτική
/ -
βαθύτερη τραγικότητα
/ -
ανάδειξη της σκληρότητας των ενηλίκων
/ -
αυθεντικότητα και δύναμη στην αφήγηση
Η παιδική
ματιά κάνει το διήγημα όχι μόνο πιο συγκινητικό, αλλά και πιο αποτελεσματικό ως
σχόλιο πάνω στην κοινωνική αδικία και την ανθρώπινη ηθική.
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 6 Δεκεμβρίου 2025 :
Κώστας Χατζόπουλος
«Το σπίτι του δασκάλου»
διήγημα
1916
Πεζογραφία
μερικά σχόλια ]