Δημοσθένης Βουτυράς
« Παραρλάμα »
διήγημα
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
μερικά σχόλια
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΒΟΥΤΥΡΑΣ
«ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ»
Κάποτε του Φάρμα του ερχόντανε και
αναμνήσεις. Και θυμόταν ότι είχε πατέρα, που φορούσε φέσι και κόκκινο ζωνάρι,
και μάνα της οποίας είχε ξεχάσει και αυτής τη μορφή, που φορούσε τσεμπέρι. Άλλο
τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας και έπειτα το κρασί, που
έπινε για ξεκούρασμα. Αλλά, τι ήθελε να θυμάται;
Τη γυναίκα την είχε λησμονήσει και κανείς
Δαίμονας δεν καταδεχόταν να του τη φέρει στο νου για να τον πειράξει. Όταν κάποτε έβλεπε καμιά να έρχεται
μέσα στο κατάστημα, την κοίταζε χάσκοντας, σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά
το έβλεπε.
Οι τεχνίτες τον περίπαιζαν. Αυτός δεν
απαντούσε ποτέ. Σχεδόν είχε χάσει τη λαλιά του. Μόνο αισθανόταν μίσος, το μόνο
ανθρώπινο που του έμενε. Δε γελούσε ποτέ, είχε απομάθει να γελά και κανείς ποτέ
δεν τον είδε έστω και να χαμογελά.
Το μόνο, μέσα στο
σβησμένο και έρημο από άλλα αισθήματα σώμα του, που έμενε, ήταν το μίσος, όπως
μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.
Όταν εσχόλαζε έπινε όσο που μεθούσε, και
έτσι παραμιλώντας, χωρίς να εννοεί κανείς τι έλεγε, σα να μιλούσε τη γλώσσα της
ρόδας, επήγαινε να κοιμηθεί.
Είχε και παρέα στο κρασοπουλειό που πήγαινε,
αλλ' ήταν σ' αυτή σα βουβό της πρόσωπο. Φαινότανε μόνο να προσέχει σε ό,τι
λέγανε. Δύσκολα όμως να του μείνει τίποτα στο νου απ' ό,τι άκουγε, όλα
περνούσανε δίχως ν' αφήσουν ίχνος. Μια βραδιά άκουσε κάποιον πολύξερο της
παρέας να διηγείται κάτι της Γραφής. Έλεγε για το χέρι κείνο, που είχε γράψει
στο συμπόσιο του Βαλτάσαρ τις λέξεις: Μενέ, Μενέ
θεκέλ, ου φαρσίν. Και ότι οι λέξεις είχαν φέρει τον
τρόμο στο Βασιλέα και σε όλους τους άλλους του συμποσίου και κανείς δε
βρισκότανε να τις εξηγήσει τι εννοούσαν.
Αυτά τα άκουσε με προσοχή μεγάλη ανοίγοντας
και τα μάτια του τρομαχτικά. Ήταν το μόνο, που μπόρεσε να χαραχθεί στο νου του
μαζί με τους κρότους της ρόδας.
Την άλλη βραδιά, άμα εσχόλασε, αντί να πάει
στο κρασοπουλειό, διευθύνθηκε στο δωμάτιό του. Είχε συγκάτοικο έναν πατριώτη
του, ο οποίος πήγαινε πολύ ενωρίς και κοιμότανε. Την πόρτα ποτέ δεν την
έκλειναν και μπήκε ο Φάρμας μέσα χωρίς να μεταχειρισθεί κλειδί ή να χτυπήσει. Ο
συγκάτοικος ήταν εκεί και κοιμότανε.
Ένα λυχναράκι έκαιε πάνω στο τραπέζι και
φώτιζε ένα ξερό κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες, βαλμένες αντί σε πιάτο σ'
ένα χαρτί κίτρινο. Μια μύγα, άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθότανε πάνω στο
ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη.
Ο Φάρμας έμεινε αρκετή ώρα συλλογισμένος
και αυτός, έπειτα έφυγε γρήγορα και πήρε το δρόμο του καταστήματος που δούλευε,
κοιτάζοντας κάποτε, καθώς πήγαινε, την ημισέληνο, που του φαινότανε σα χρυσό
λαμπερό ψάρι φτερωτό.
Το κατάστημα είχε και αυλή πίσω και απ'
εκεί πήγε. Ανέβηκε σε μια ελιά, μια ψωριασμένη ελιά, που ήταν απ' έξω, και απ'
εκεί ο άνθρωπος της ρόδας και του κρασιού, ελαφρός πήδησε στην αυλή. Φύλακας
δεν έμενε στο κατάστημα άλλος από ένα σκυλί, αλλ' αυτό πήγε κοντά του, μετά από
ένα μικρό γάβγισμα, και του έγλειψε τα χέρια.
Μπήκε μέσα από ένα φεγγίτη πόρτας, όπου
στήριξε μια μισοσπασμένη σκάλα.
Στάθηκε στην κάτω αίθουσα, όπου ήτανε
μεγάλα εργαλεία και τα γραφεία του καταστηματάρχη. Εκεί άναψε ένα σπίρτο και
αφού κοίταξε σαν να ζητούσε κάτι στον τοίχο, ανέβηκε σ' ένα εργαλείο και άρχισε
να γράφει ψηλά στον τοίχο με κάρβουνο μία λέξη:
— Παραρλάμα.
Ήταν φανταστική η λέξη· του την είχε βγάλει
το κρανίο του, αλλά του φαινότανε να λέει κάτι κακό.
Έφυγε όπως είχε πάει.
Το πρωί, όταν πήγε στην εργασία, επρόσεχε να
δει τι θα γίνει για τη λέξη. Και δεν πέρασε πολύ και άκουσε τη φωνή του
καταστηματάρχη να φωνάζει:
— Τι είναι αυτό εκεί!
Ποιος το 'γραψε αυτό;
Η φωνή του καταστηματάρχη ήταν σα
φοβισμένη.
Όλοι άφησαν τις δουλειές τους και
τρέξανε να δουν.
— Παραρλάμα!
Η λέξη, που έβγαλε το κρανίο του, βρισκότανε
στα χείλη όλων.
Μα ποιος την έγραψε;
Επρόβαλε και αυτός το πρόσωπό του από πάνω
από τη σκάλα και κοίταξε.
Κανείς δεν ημπορούσε να υποπτευθεί αυτόν, και
ούτε ακόμα παρατήρησαν ότι δεν έτρεξε και αυτός να δει.
Ο αρχιτεχνίτης αυτόν έβαλε να τη σβήσει.
Και την έσβησε λέγοντας σιγά σιγά τη λέξη.
Τη νύχτα έκανε πάλι το ίδιο. Αλλά τη λέξη
δεν την έγραψε τώρα με κάρβουνο, αλλά με χρώμα κόκκινο.
— Παραρλάμα.
Το πρωί άλλος θόρυβος. Ο καταστηματάρχης
κιτρίνισε πολύ. Ζητούσε τον άνθρωπο, αλλ' έξαφνα φοβήθηκε μη δεν ήταν άνθρωπος.
Και όμως είπε δυνατά:
— Πρέπει να βρεθεί!
Η ιδέα πάλι μην κάποιος ήθελε να παίξει, να
τον γελωτοποιήσει, τον έκανε έξω φρενών και φώναζε ότι θα τους διώξει όλους.
Ο Φάρμας άκουσε τους τεχνίτες να λένε μεταξύ
τους, μη φροντίζοντας γι' αυτόν όπως και για το σκύλο, το φύλακα, ότι φάντασμα
θα βγαίνει στο κατάστημα και αυτό θα το έγραφε! Και οι τεχνίτες έμειναν
πεισμένοι ότι φάντασμα, δίχως άλλο, βγαίνει τη νύχτα και γράφει αυτή την
παράξενη λέξη, που κάτι θα σήμαινε στη δική του γλώσσα!
Τη νύχτα ο κύριος του καταστήματος έβαλε
φύλακες. Το πρωί δεν υπήρχε η λέξη. Αλλά σε λίγο, καθώς ο καταστηματάρχης
έμπαινε, η λέξη ήτανε πάλι στον τοίχο γραμμένη με τα κόκκινα γράμματά της.
Ο Φάρμας είχε βρει ευκαιρία και την είχε
γράψει.
Όλοι στο πόδι. Ο καταστηματάρχης ταραγμένος,
κίτρινος, ο αρχιτεχνίτης, οι τεχνίτες, όλοι στεκόντανε μαρμαρωμένοι εμπρός στα
κόκκινα γράμματα, που κάτι θα σήμαιναν κακό μεγάλο.
— Παραρλάμα!
Οι τεχνίτες άρχισαν να ορκίζονται τους
μεγαλύτερούς τους όρκους, πολλοί έκλαιγαν, ότι δε γνωρίζουν τίποτα, δεν ξέρουν
ποιος τα γράφει, αλλά κάποιος, κάποιο...
Ήθελαν να πουν φάντασμα, αλλά δεν
τολμούσαν...
Ο Φάρμας φάνηκε από ψηλά να κοιτάζει, έπειτα
τραβήχτηκε γρήγορα και πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί, κρατώντας το χερούλι της
γέλασε, ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο!...
Λεξιλόγιο:
/ - Παραρλάμα:
λέξη που πλάθει ο συγγραφέας. Η λέξη «Παραρλάμα» είναι φανταστική, πιθανόν μια
λέξη που δημιουργήθηκε από τον ήρωα μέσα από την παράνοιά του. Δεν φαίνεται να
έχει σαφή σημασία και προκαλεί μεγάλη απορία στους άλλους χαρακτήρες του
διηγήματος. Αν και ο συγγραφέας δεν εξηγεί τη λέξη, η αντίδραση των άλλων
(φόβος, πανικός) δείχνει ότι αυτή έχει μια υποτιθέμενη απειλητική σημασία.
/ - Βαλτάσαρ:
βασιλιάς της
Βαβυλώνας, γιος του Ναβουχοδονόσορα. Εκθρονίστηκε από τον Κύρο. Ο Βαλτάσαρ είναι ένα πρόσωπο που αναφέρεται
στην ιστορία της Βίβλου, στο βιβλίο Δανιήλ, και είναι ο βασιλιάς που έδωσε το
μεγάλο συμποσιακό δείπνο στο οποίο εμφανίστηκε το μυστηριώδες γράψιμο στον
τοίχο («Μενέ, Μενέ, θεκέλ, ου φαρσίν»). Η φράση αυτή ερμηνεύτηκε ως
προειδοποίηση για την πτώση του βασιλείου του.
Η Βίβλος (Δανιήλ Ε') διηγείται ότι ένα βράδυ
ο Βαλτάσαρ είχε πλούσιο συμπόσιο και διέταξε να φέρουν τα ιερά σκεύη που ο
Ναβουχοδονόσορας είχε αρπάξει από την Ιερουσαλήμ. Ο ιερόσυλος είδε τότε να
παρουσιάζεται ένα χέρι που χάραζε στον τοίχο μυστηριώδεις χαρακτήρες. Κάλεσαν
τον προφήτη Δανιήλ που διάβασε τις λέξεις μανή, θεκέλ, φάρες και τις ερμήνευσε
ως εξής: «εμέτρησε ο θεός τη βασιλεία σου και όρισε το τέλος της· την έβαλε στο
ζυγό και βρέθηκε ότι υστερεί· διαιρέθηκε η βασιλεία σου και δόθηκε στους Μήδους
και στους Πέρσες». Την ίδια νύχτα ο Κύρος έμπαινε στη Βαβυλώνα.
/ - Μενέ, Μενέ, θεκέλ, ου φαρσίν
Αυτές οι λέξεις προέρχονται από τη Βίβλο
και είναι το μυστήριο γράψιμο που εμφανίστηκε στον τοίχο κατά τη διάρκεια του
συμποσίου του Βαλτάσαρ (Δανιήλ 5:25). Αντιστοιχούν σε μια προφητεία της πτώσης
του βασιλείου του και σημαίνουν: «Μέτρησε, μέτρησε, ζύγισε, διαίρεσε».
/ - Γύρισμα της
ρόδας
Η "ρόδα" αναφέρεται πιθανώς σε μια
παρομοίωση για τη μοίρα ή τις συγκυρίες της ζωής που "γυρίζουν" και
επηρεάζουν την πορεία των γεγονότων. Μπορεί να υποδηλώνει τη συνέπεια του
πεπρωμένου, τη συμπεριφορά της τύχης, ή τις αλλαγές στην κατάσταση του
ανθρώπου.
/ -
Γλώσσα της ρόδας
Η "γλώσσα της ρόδας" είναι μια
μεταφορά για τις ακατανόητες λέξεις ή σκέψεις που εκφράζονται από τον ήρωα λόγω
της μέθης και του πνευματικού αδιεξόδου του. Το "γύρισμα της ρόδας"
είναι ήδη μια συμβολική φράση για την αλλαγή και τη μοίρα.
/ - Ημισέληνος ως "χρυσό λαμπερό ψάρι φτερωτό"
Η εικόνα της ημισελήνου (μισοφέγγαρου),
συγκριμένη με ένα φτερωτό χρυσό ψάρι, δημιουργεί μια ονειρική και συμβολική
εικόνα, προσδίδοντας στον κόσμο του ήρωα μια αίσθηση μυστικισμού και
παραίσθησης.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ
Υπόθεση
του διηγήματος "Παραρλάμα" του Δημοσθένη Βουτυρά:
Το διήγημα "Παραρλάμα"
παρακολουθεί τον Φάρμα, έναν άνθρωπο που ζει σε μια κατάσταση απομόνωσης
και παρακμής, τόσο ψυχικής όσο και κοινωνικής. Η ιστορία εξετάζει την πνευματική
αποσύνθεση και τις συνέπειες της αποξένωσης, τη διάλυση του παρελθόντος και
της προσωπικότητας του ήρωα, καθώς και το μυστηριώδες φαινόμενο με τη λέξη
"Παραρλάμα".
Κύριοι Άξονες της Υπόθεσης:
/ - Ο Φάρμας και η
καθημερινότητά του:
Ο Φάρμας είναι ένας άνθρωπος που φαίνεται
να έχει ξεχάσει τα περισσότερα από τα προηγούμενα χρόνια της ζωής του. Θυμάται
μόνο κάποιες θολές εικόνες από το παρελθόν του, όπως τον πατέρα του με το φέσι
και το κόκκινο ζωνάρι και τη μάνα του με το τσεμπέρι. Η μορφή της γυναίκας του
έχει εξαφανιστεί από τη μνήμη του.
Η ζωή του έχει καταρρεύσει κάτω από τη
βαριά επίδραση της μέθης και της παράνοιας.
Ο Φάρμας καταναλώνει αλκοόλ για να ξεχάσει,
και η μοναδική του συναισθηματική αντίδραση είναι το μίσος, που
παραμένει μέσα του σαν το μόνο ανθρώπινο συναίσθημα.
Η αποξένωση από
τους άλλους:
Ο Φάρμας εργάζεται σε ένα κατάστημα, αλλά
είναι αποξενωμένος από τους άλλους εργαζόμενους. Οι τεχνίτες τον περιγελούν,
αλλά εκείνος δεν απαντά ποτέ. Έχει χάσει την ικανότητα να γελάσει ή να
χαμογελάσει, και η καθημερινότητά του είναι γεμάτη με βραδιές στο κρασοπουλειό,
όπου κάθε επικοινωνία με τους άλλους είναι ασαφής και ασύνδετη.
Η μυστηριώδης φράση
"Παραρλάμα":
Μετά από μια συζήτηση σε μια ταβέρνα, στην
οποία ακούει για το μυστηριώδες γράψιμο στην ιστορία του Βαλτάσαρ (που
περιλαμβάνει την προφητική φράση "Μενέ, Μενέ, θεκέλ, ου φαρσίν"), ο
Φάρμας φαίνεται να υφίσταται μια ψυχική αφύπνιση ή παραίσθηση. Το επόμενο
βράδυ, εν μέσω μέθης και παράνοιας, γράφει τη λέξη "Παραρλάμα"
με κάρβουνο στον τοίχο του καταστήματος.
Η λέξη προκαλεί
φόβο:
Η λέξη "Παραρλάμα" προκαλεί τρόμο
στους υπόλοιπους εργαζόμενους στο κατάστημα-εργαστήριο, οι οποίοι δεν μπορούν
να καταλάβουν την σημασία της. Όλοι πιστεύουν ότι είναι ένα φαινόμενο
υπερφυσικό και ότι κάποιος ή κάτι — ίσως φάντασμα — γράφει τη λέξη αυτή τη
νύχτα.
Ο Φάρμας συνεχίζει να γράφει τη λέξη, και
την επόμενη μέρα τη γράφει με κόκκινο χρώμα στον τοίχο του καταστήματος,
προκαλώντας ακόμα μεγαλύτερη αναστάτωση και φόβο.
/ - Η αντίδραση των
άλλων:
Ο καταστηματάρχης και οι τεχνίτες
πανικοβάλλονται και προσπαθούν να βρουν τον υπεύθυνο, αλλά κανείς δεν
υποψιάζεται τον ίδιο τον Φάρμα. Η ατμόσφαιρα γίνεται ολοένα και πιο τεταμένη,
καθώς όλοι πιστεύουν ότι η λέξη "Παραρλάμα" σημαίνει κάτι κακό ή
επικίνδυνο, αλλά δεν ξέρουν τι ακριβώς.
Παρά τις προφυλάξεις (όπως η τοποθέτηση
φύλακα στο κατάστημα), η λέξη "Παραρλάμα" συνεχίζει να εμφανίζεται τη
νύχτα, σαν να είναι έργο κάποιας υπερφυσικής οντότητας.
Η ψυχική κατάσταση
του Φάρμα:
Στο τέλος του διηγήματος, παρά την
αναστάτωση που προκαλεί η λέξη, ο Φάρμας φαίνεται αδιάφορος για τις συνέπειες.
Αντί να ανησυχεί, το γεγονός ότι προκαλεί τρόμο και απορία στους άλλους,
απεναντίας αυτό τον ικανοποιεί ψυχικά.
Ο Φάρμας τραβάει τη δική του πορεία, γελώντας
σιωπηλά, με ένα σιωπηλό γέλιο, το οποίο υποδηλώνει την ψυχική του
αποσύνθεση και την πλήρη αποξένωσή του από τον κόσμο γύρω του.
Το διήγημα "Παραρλάμα"
είναι μια μελέτη της ψυχικής απομόνωσης και της πνευματικής παρακμής.
Ο Φάρμας, ζώντας στην αποξένωση και τη μέθη, δημιουργεί μια μυστηριώδη φράση
που προκαλεί φόβο στους άλλους, χωρίς να έχει καμία ιδιαίτερη σημασία για τον
ίδιο.
Η λέξη "Παραρλάμα" λειτουργεί ως
σύμβολο του ψυχικού του χάους και της αδυναμίας του να συνδεθεί με την
πραγματικότητα. Παρά το φόβο και την αναστάτωση που προκαλεί, ο ήρωας δεν
φαίνεται να έχει καμία συναισθηματική αντίδραση εκτός από την ικανοποίηση που
του προσφέρει η αδυναμία των άλλων να καταλάβουν ή να ερμηνεύσουν τις πράξεις
του.
Η κοινωνικοοικονομική θέση του
Φάρμα:
Ο Φάρμας, κεντρικός ήρωας του διηγήματος
«Παραρλάμα», αποτελεί χαρακτηριστική μορφή κοινωνικής περιθωριοποίησης
και οικονομικής εξαθλίωσης, όπως τις αποτυπώνει με ωμή νατουραλιστική δύναμη ο
Δημοσθένης Βουτυράς. Ζει σε μια πραγματικότητα όπου η φτώχεια, η σκληρή
εργασία, η μέθη και η συναισθηματική εγκατάλειψη έχουν συνθλίψει κάθε ανθρώπινη
πτυχή του χαρακτήρα του.
Κοινωνικά, ο Φάρμας βρίσκεται στο
περιθώριο. Δεν διαθέτει ουσιαστική επαφή με τους άλλους ανθρώπους και δεν
συμμετέχει στην κοινωνική ζωή. Στο κατάστημα όπου εργάζεται οι τεχνίτες τον
περιγελούν, αλλά εκείνος δεν αντιδρά, έχοντας σχεδόν χάσει τη λαλιά του. Η
παρουσία του είναι τόσο ανεπαίσθητη που κανείς δεν τον υποψιάζεται ούτε όταν
γράφει τη μυστηριώδη λέξη «Παραρλάμα» στους τοίχους. Το μόνο συναίσθημα που
φαίνεται να του έχει απομείνει είναι το μίσος – μια θλιβερή απόδειξη της
εσωτερικής του αποξένωσης, κάτι που επαναλαμβάνεται και τονίζεται ρητά δύο
φορές από τον συγγραφέα-αφηγητή.
Η κοινωνική του απομόνωση συνδέεται
άρρηκτα με την οικονομική του εξαθλίωση. Ο Φάρμας ζει σε ένα μικρό, άθλιο
δωμάτιο το οποίο μοιράζεται με έναν συγκάτοικο, («πατριώτη») ένδειξη ότι δεν
έχει ούτε τα μέσα ούτε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει στοιχειώδη ιδιωτικότητα. Είναι
και οι δύο εσωτερικοί μετανάστες και το μόνο που τους ενώνει είναι η προέλευση
από το ίδιο χωριό ή την ίδια επαρχία.
Το δωμάτιο φωτίζεται από ένα αδύναμο
λυχναράκι, και το μοναδικό φαγητό πάνω στο τραπέζι είναι ένα ξεροκόμματο ψωμί
και τρεις σάπιες ελιές, τοποθετημένες πάνω σε ένα κίτρινο χαρτί αντί για πιάτο.
Η εικόνα αυτή, νατουραλιστική και ανελέητη, αποκαλύπτει τη μιζέρια και το βάρος
της καθημερινότητάς του.
Η εργασία του στο κατάστημα δεν του
εξασφαλίζει καμία προοπτική βελτίωσης. Είναι απλώς ένα μέσο στοιχειώδους
επιβίωσης, χωρίς συναίσθημα, χωρίς ελπίδα, χωρίς την παραμικρή φιλοδοξία. Η
μέρα του καταλήγει σχεδόν πάντα στο κρασοπουλειό, όπου πίνει μέχρι να παραμιλά.
Το κρασί γίνεται για τον Φάρμα καταφύγιο και ταυτόχρονα φυλακή: τον απαλλάσσει
από τη σκέψη, αλλά τον βυθίζει ακόμη περισσότερο στη λήθη και στην πνευματική
διάλυση.
Η προσωπική του ζωή, επίσης, αποτελεί
τραγική αντανάκλαση της κοινωνικής και οικονομικής του κατάστασης. Η σχέση του
με τη γυναίκα του έχει διαλυθεί σε σημείο απόλυτης λησμονιάς· δεν θυμάται καν
τη μορφή της. Η εικόνα της δεν ξαναζωντανεύει στη μνήμη του ούτε σαν πληγή ούτε
σαν νοσταλγία. Όταν βλέπει γυναίκες στο κατάστημα, τις κοιτάζει σαν «παράξενα
πράγματα», σαν να είναι κάτι ξένο και πρωτοφανές για εκείνον. Αυτή η παθητική,
σχεδόν αποσβολωμένη αντίδραση δείχνει το βαθμό της ψυχικής του αποσύνθεσης: ο
Φάρμας έχει χάσει ακόμη και την ικανότητα να αναγνωρίζει το άλλο φύλο ως
ανθρώπινη παρουσία.
Όλες αυτές οι πτυχές αποδίδονται μέσα από τη
νατουραλιστική γραφή του Βουτυρά, που παρουσιάζει τον άνθρωπο ως προϊόν των
δυσμενών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στις οποίες ζει. Ο Φάρμας δεν
είναι απλώς ένας φτωχός εργάτης· είναι η ενσάρκωση της φθοράς, της από-ανθρωποποίησης και της μοιραίας
συντριβής του ατόμου κάτω από το βάρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Το
περιβάλλον του, το δωμάτιο, το κατάστημα, το κρασοπουλειό, όλα λειτουργούν σαν
καθρέφτες της ψυχικής του παρακμής.
Η λέξη «Παραρλάμα»
που γράφει στους τοίχους είναι η μόνη πράξη που τον κάνει να αισθάνεται ότι
υπάρχει. Είναι η δική του σκοτεινή «φωνή» μέσα στη σιωπή της κοινωνικής του
ανυπαρξίας. Αποτελεί έκφραση μιας τελευταίας, απελπισμένης ανάγκης να αφήσει
σημάδι στον κόσμο γύρω του, έστω και αν αυτό το σημάδι γεννά φόβο.
Συνολικά, η κοινωνικοοικονομική θέση του
Φάρμα συνδυάζει την υλική φτώχεια, την συναισθηματική αναισθησία και την
πνευματική κατάρρευση. Ο ήρωας εμφανίζεται πλήρως παραδομένος στην εξαθλίωση,
στη μοναξιά και στο σκοτάδι της ύπαρξής του. Μέσα από αυτόν, ο Βουτυράς
δημιουργεί μια βαθιά ανθρώπινη, αλλά και σκληρή εικόνα του ανθρώπου που έχει
συνθλιβεί από τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό και η μόνη του αντίδραση (ως
είδος χαιρέκακης εκδίκησης για τις ατυχίες της ζωής του) είναι το να προκαλέσει
τρόμο στο εργασιακό περιβάλλον του (που ουσιαστικά είναι το μόνο περιβάλλον στο
οποίο υπάρχει) μαζί φυσικά και με αυτό του φτωχικού καπηλειού.
ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΠΑΡΑΡΛΑΜΑ
Το διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά
"Παραρλάμα" χαρακτηρίζεται από έντονα συναισθηματικά και ψυχολογικά
χαρακτηριστικά του κεντρικού ήρωα, του Φάρμα, καθώς και από τον συμβολικό
χαρακτήρα της λέξης "Παραρλάμα"
(παραλήρημα;), η οποία αναπαριστά την ψυχική του κατάσταση και την
αγωνία του για την ύπαρξή του. Μέσα στο διήγημα, ο συγγραφέας Δημοσθένης
Βουτυράς χρησιμοποιεί παρομοιώσεις, εικόνες και προσωποποιήσεις για να
ενισχύσει την εικόνα του αποξενωμένου και απογοητευμένου ανθρώπου που
καταδιώκεται από τις συνέπειες του παρελθόντος του και της καθημερινότητάς
του.
Μερικοί από τους κειμενικούς δείκτες:
/ - "Όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο,
φίδι":
Αυτή η παρομοίωση αναφέρεται στο
μίσος που έχει απομείνει στον Φάρμα. Το μίσος, όπως το φίδι, παραμένει και σαπίζει
το εσωτερικό του, όπως ένα ερειπωμένο σπίτι ή πύργος που είναι πια αδιάφορος
και εγκαταλελειμμένος. Εδώ, το φίδι είναι σύμβολο μιας σιωπηλής, επικίνδυνης
παρουσίας που αργά αλλά σταθερά κατατρώει τον εσωτερικό κόσμο του Φάρμα.
/ - "Σα να
μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας":
Ο Φάρμας, έχοντας ενσωματώσει πλήρως την
καθημερινότητά του με την εργασία του (που περιλαμβάνει την περιστροφή της
ρόδας), η ομιλία του και οι σκέψεις του αποκτούν μια ξενόφερτη, ακατανόητη
διάσταση, όπως η "γλώσσα της ρόδας". Πρόκειται για μια παρομοίωση
που αποκαλύπτει την απώλεια της επικοινωνίας και της συνείδησης με τον έξω
κόσμο.
/ - "Σαν παράξενο πράγμα, που πρώτη φορά
το έβλεπε":
Όταν ο Φάρμας βλέπει γυναίκες, τις παρατηρεί
με αμηχανία και αποξένωση, σαν κάτι που δεν του είναι οικείο ή κατανοητό πια.
Αυτή η παρομοίωση υπογραμμίζει την πλήρη απομάκρυνση του ήρωα από τις
ανθρώπινες σχέσεις και τη ζωή, καθώς βλέπει την ανθρώπινη παρουσία ιδίως των
γυναικών σαν κάτι παράξενο, σχεδόν μυστηριώδες και αποξενωμένο.
/ - "Σα βουβό
της πρόσωπο":
Η εικόνα της παρέας του Φάρμα στο
κρασοπουλειό αποδίδεται μέσω της παρομοίωσης του προσώπου του ως
"βουβού". Ο Φάρμα δεν έχει πια κανένα λόγο να συμμετέχει ενεργά ή να
εκφραστεί σε κοινωνικές περιστάσεις. Η εικόνα του "βουβού" προσώπου
αναφέρεται στη σιωπή και την απομόνωση του ήρωα, ο οποίος δεν είναι πια μέρος
της ζωντανής ανθρώπινης επικοινωνίας.
/ - " Η
ημισέληνος σαν φτερωτό χρυσό ψάρι":
Η ημισέληνος που βλέπει ο Φάρμας του
φαίνεται να είναι "σαν φτερωτό χρυσό ψάρι". Η παρομοίωση αυτή,
άκρως παράδοξη, φέρνει μια έντονα ποιητική διάσταση, συνδέοντας τη φύση με την
έννοια της αιθέριας και άπιαστης ομορφιάς. Είναι σαν το ψάρι που πετά, κάτι
εξαιρετικά σπάνιο και παράδοξο. Μπορεί να υποδηλώνει την επιθυμία του Φάρμα για
κάτι όμορφο και ελεύθερο, αλλά ταυτόχρονα και την αίσθηση της απομάκρυνσης από
αυτό. Ταυτόχρονα υποδηλώνει και την ψιχική μετάβαση του κεντρικού ήρωα, του
Φάρμα, σε ανορθόλογα πλαίσια.
/ - "Μια μύγα,
άγνωστο γιατί, ξενυχτούσε, καθόταν πάνω στο ξεροκόμματο του ψωμιού, συλλογισμένη":
Προσωποποίηση: Εδώ, η μύγα γίνεται σύμβολο της
ασημαντότητας και της αδιέξοδης καθημερινότητας του Φάρμα. Η μύγα είναι ένα ζώο
που συνδέεται με την παρακμή και τη φθορά. Το γεγονός ότι είναι
"συλλογισμένη" προσδίδει στην εικόνα μια σκοτεινή, υπαρξιακή
διάσταση, που παραλληλίζεται με την κατάσταση του Φάρμα.
/ - "Ένα ξερό
κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες":
Η εικόνα αυτή είναι γεμάτη με την
έννοια της εγκατάλειψης και της φθοράς. Το ξερό ψωμί και οι σάπιες ελιές
παραπέμπουν σε μια ζωή χωρίς θρεπτική αξία, χωρίς καμία προοπτική ανανέωσης ή
ανάπτυξης, κάτι που αντανακλά την ψυχολογική κατάσταση του Φάρμα.
Αυτοί οι κειμενικοί δείκτεςς δημιουργούν
μια πλούσια εικόνα του εσωτερικού κόσμου του ήρωα, όπου η αποξένωση, η παρακμή
και το μίσος είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα. Η χρήση της παρομοίωσης ενισχύει
την ατμόσφαιρα του έργου, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις βαθύτερες ψυχολογικές
διεργασίες του Φάρμα.
Η μέθη ως έναυσμα και άλλοθι για την αντικοινωνική συμπεριφορά
του Φάρμα:
Η σχέση ανάμεσα στη
μέθη και την αντικοινωνική συμπεριφορά του Φάρμα
Η μέθη στο διήγημα δεν είναι απλώς μια κακή
συνήθεια, αλλά καθοριστικός παράγοντας της ψυχικής, κοινωνικής και υπαρξιακής
κατάστασης του ήρωα. Λειτουργεί ταυτόχρονα ως σύμπτωμα και ως αιτία της
κοινωνικής του αποξένωσης.
Οι βασικές πτυχές της σχέσης μέθης –
αντικοινωνικότητας.
/ - Η μέθη ως φυγή από την πραγματικότητα
Ο Φάρμας πίνει «όσο που μεθούσε» κάθε
βράδυ. Το ποτό λειτουργεί ως καταφύγιο από τη μονοτονία, τη φτώχεια, την
καταπίεση της δουλειάς και το παρελθόν που δεν επιθυμεί να θυμάται:
«Και θυμόταν… Άλλο τίποτα! Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της ρόδας
και έπειτα το κρασί.» Η μέθη
γίνεται εργαλείο λήθης· σβήνει σχέσεις (τη γυναίκα του), αναμνήσεις, ακόμη και
τη δυνατότητα ομιλίας. Η φυγή από την πραγματικότητα οδηγεί στη βαθύτερη απώλεια
κοινωνικών δεσμών.
/ - Η μέθη οδηγεί στη σταδιακή απώλεια της λαλιάς και της
κοινωνικότητας
Ο ήρωας εμφανίζεται σχεδόν βουβός: «Σχεδόν
είχε χάσει τη λαλιά του.» / «Ήταν σ’ αυτή [την παρέα] σα βουβό της πρόσωπο.»
Η μέθη δεν τον απελευθερώνει ― τον
ακινητοποιεί.
Ενώ πολλοί μεθυσμένοι γίνονται ομιλητικοί,
ο Φάρμας βυθίζεται σε ακόμα μεγαλύτερη σιωπή. Η μέθη ενισχύει την έλλειψη
επικοινωνίας: Δεν μιλά. Δεν συμμετέχει. Δεν εντάσσεται στην ομάδα της ταβέρνας.
Το ποτό δεν τον φέρνει κοντά στους άλλους·
τον κάνει ακόμα πιο απομονωμένο.
/ - Η μέθη καλλιεργεί εσωτερική βία – το μοναδικό συναίσθημα που του
απομένει
Το μόνο που μένει ζωντανό μέσα του είναι το μίσος: «Το μόνο […] που έμενε ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή
πύργο, φίδι.»
Η μέθη δεν εκτονώνει
το μίσος· αντίθετα, το θρέφει.
Ο Φάρμας δεν εκφράζει αυτό το μίσος με άμεση
βία προς άλλους, αλλά με: / - παραβίαση κανόνων (εισβολή στο κατάστημα τη
νύχτα), / - καταστροφή/παρέμβαση (γράφει τη λέξη στους τοίχους), / - εκφοβισμό
του περιβάλλοντος μέσω της «απειλητικής» λέξης.
Η μέθη συνδέεται με μια παθητική, υπόγεια,
έμμεση αντικοινωνικότητα, όχι εκρηκτική.
/ - Η μέθη διαστρεβλώνει την αντίληψη της πραγματικότητας
Χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Την ημισέληνο… του φαινότανε σα χρυσό
λαμπερό ψάρι φτερωτό.» Η μέθη
προκαλεί ψευδαισθησιακές
(ψευδαισθητηριακές) εικόνες και
απομάκρυνση από την πραγματικότητα. Αυτό εξηγεί γιατί δημιουργεί τη λέξη «Παραρλάμα» ― μια λέξη χωρίς νόημα αλλά
φορτισμένη, απειλητική.
Η στρεβλή αντίληψη της πραγματικότητας τον
οδηγεί σε πράξεις που οι άλλοι θεωρούν υπερφυσικές ή τρομακτικές. Η μέθη τον
ωθεί σε συμπεριφορά που μοιάζει ανεξήγητη, παράλογη, άρα αντικοινωνική.
/ - Η μέθη ως καταλύτης της πράξης στο διήγημα
Η πράξη της γραφής της λέξης «Παραρλάμα» γίνεται υπό την επήρεια της
μέθης:
Η λέξη «του
την είχε βγάλει το κρανίο του»· προκύπτει από μια θολή συνείδηση που έχει
εντυπωθεί από τη Βιβλική ιστορία (Μενέ, Μενέ, θεκέλ...).
Η μέθη: Θολώνει τη σκέψη. Μετατρέπει την ιδέα σε
εμμονή. Αφαιρεί τον φόβο των συνεπειών. Οδηγεί στη διάρρηξη της τάξης του
καταστήματος.
Η πράξη του Φάρμα είναι ουσιαστικά έκφραση
αντικοινωνικής συμπεριφοράς που γεννά η μέθη και η διάλυση της προσωπικότητάς
του.
/ - Το αποτέλεσμα: ο φόβος που σπέρνει – η κορύφωση της αντικοινωνικότητας
Η ακατανόητη λέξη «Παραρλάμα» που γράφει ως σύνθημα προκαλεί: - τρόμο, - πανικό, - υποψίες για φάντασμα, -
παράλυση των εργατών, - σχεδόν κατάρρευση του καταστηματάρχη.
Ο Φάρμας ουσιαστικά διαλύει την
κοινωνική συνοχή του εργασιακού χώρου χωρίς κανείς να μπορεί να τον υποψιαστεί.
Η πράξη του είναι η εκδίκηση ενός άνθρωπου πλήρως αποκομμένου από τον
κοινωνικό ιστό.
Στο διήγημα «Παραρλάμα», η μέθη αποτελεί
κεντρικό στοιχείο που διαμορφώνει την αντικοινωνική συμπεριφορά κεντρικού ήρωα,
του Φάρμα.
Η μέθη:
/ - λειτουργεί ως καταφυγή από τον πόνο, / - οδηγεί σε σιωπή, απομόνωση,
απώλεια ταυτότητας, / - στρεβλώνει την αντίληψη, / - ενισχύει το μίσος, / - τον
ωθεί σε παράνομες, υπόγειες, αποδιοργανωτικές πράξεις.
Η αντικοινωνικότητά του δεν εκδηλώνεται ως
άμεση βία, αλλά ως διαβρωτική, σιωπηρή υπονόμευση — μια πράξη εκδίκησης και
αυτοεπιβεβαίωσης που κορυφώνεται στο παράξενο, απειλητικό γέλιο του στο τέλος.
Σύμβολα της φθοράς, της σήψης και της αποδιοργάνωσης στο
διήγημα:
Το διήγημα είναι διαποτισμένο από εικόνες
που αναδεικνύουν έναν κόσμο παρακμής, εσωτερικής διάλυσης και υπόγειας
αποσύνθεσης, τόσο στο περιβάλλον όσο και στον εσωτερικό κόσμο του ήρωα. Τα
σύμβολα αυτά σχηματίζουν ένα ενιαίο πλέγμα: ο κόσμος γύρω του Φάρμα αντανακλά
την ψυχική του αποσύνθεση.
1. Η ρόδα – σύμβολο μηχανικής φθοράς και αποπροσωποποίησης
«Το γύρισμα της ρόδας τα είχε φάει όλα…»
«Εκεί, κρατώντας το
χερούλι της γέλασε…»
Η ρόδα: καταβροχθίζει τις αναμνήσεις του,
συνθλίβει την ανθρώπινη υπόσταση, τον μετατρέπει σε εξάρτημα μιας αέναης,
απάνθρωπης μηχανής. Είναι το σύμβολο της βιομηχανικής φθοράς και της διάλυσης
της ανθρώπινης ταυτότητας.
2. Το μίσος ως φίδι – σύμβολο σήψης της ψυχής
«Το
μόνο… ήταν το μίσος, όπως μένει σε ερειπωμένο σπίτι ή πύργο, φίδι.» Η εικόνα του φιδιού σε ερείπια: συνδέει
την εσωτερική του κατάσταση με εγκατάλειψη και αποσύνθεση, υποδηλώνει τη
μυστική, ύπουλη, υπόγεια διαβρωτική δύναμη μέσα του, προβάλλει τον Φάρμα ως
άνθρωπο-ερείπιο. Εσωτερική σήψη και
ψυχική ερείπωση.
3. Το ερειπωμένο σπίτι/πύργος – σύμβολο εγκατάλειψης
Στην ίδια φράση, ο συγγραφέας παρομοιάζει
το σώμα και την ψυχή του Φάρμα με ερείπια. Η σύγκριση του ανθρώπου με ένα
εγκαταλελειμμένο κτίσμα δείχνει: την απώλεια ζεστασιάς, την κατάρρευση των
ανθρώπινων δεσμών, την αδυναμία ανανέωσης. Ο Φάρμας παρομοιάζεται ως «ερείπιο»
που έχει χάσει κάθε οργανωμένη δομή, αποκομμένος από τους κοινωνικούς δεσμούς.
4. Οι σάπιες ελιές και το ξεροκόμματο – σύμβολα υλικής και
ηθικής σήψης
«Ξέρο κομμάτι ψωμί και τρεις ελιές σάπιες…» Η εικόνα αυτή είναι
έντονα συμβολική: δηλώνει φτώχεια, στέρηση, παρακμή και εγκατάλειψη των βασικών
στοιχείων της ζωής, υπενθυμίζει ότι ο κόσμος του Φάρμα δεν προσφέρει ούτε τα
στοιχειώδη. Η σήψη της τροφής λειτουργεί
ως αντανάκλαση της σήψης της ζωής του.
5. Η μύγα που "ξενυχτούσε" – σύμβολο παρακμής και
θανάτου
«Μια
μύγα… καθότανε πάνω στο ξεροκόμματο, συλλογισμένη.» Η μύγα είναι κλασικό
σύμβολο: φθοράς, αποσύνθεσης, παρασιτικής ύπαρξης. Η παρουσία της μύγας τη νύχτα,
πάνω σε άθλιο φαγητό, δίνει σχεδόν θανάσιμη εικόνα. Δείχνει ότι ο κόσμος του
Φάρμα προσελκύει τη σήψη όπως η μύγα προσελκύεται από νεκρά ή αποσαθρωμένα
πράγματα.
6. Η ψωριασμένη ελιά – σύμβολο ασθένειας
«Μια
ψωριασμένη ελιά…» Η ελιά, σύμβολο ζωής και ειρήνης στην ελληνική παράδοση,
εμφανίζεται άρρωστη, ψωριασμένη: δείχνει αντιστροφή της ζωής σε παρακμή,
διαλύει την αναμενόμενη αρμονία της φύσης, αντανακλά την εσωτερική ασθένεια του
ήρωα και του περιβάλλοντός του.
7. Η λέξη “Παραρλάμα” – σύμβολο αποδιοργάνωσης της σκέψης και
της λογικής
Η ίδια η παράλογη λέξη, χωρίς νόημα αλλά
φορτισμένη με απειλή, λειτουργεί ως σύμβολο: της διάλυσης της γλώσσας, της
αποσύνθεσης της λογικής σκέψης, της ψυχικής σχάσης και της εσωτερικής
αναταραχής του ήρωα. Η λέξη είναι το απόσταγμα της αποδιοργάνωσης που βιώνει·
μια φωνή της παράνοιας.
8. Η εγκατάλειψη της οικογένειας και των αναμνήσεων – σύμβολα
εσωτερικής φθοράς
Ο Φάρμας: έχει ξεχάσει τη γυναίκα του, έχει
ξεχάσει τη μάνα του, κρατά μόνο σκιώδεις εικόνες. Η λήθη εδώ λειτουργεί ως σύμβολο:
ψυχικής αποσύνθεσης, απώλειας της ταυτότητας, καταστροφής των σχέσεων.
9. Η ομαδική παράλυση των εργατών – σύμβολο κοινωνικής
αποδιοργάνωσης
Όταν βλέπουν τη λέξη οι εργάτες: «στεκόντανε μαρμαρωμένοι», κυριαρχεί
πανικός και παράνοια, διαλύεται η κανονικότητα της εργασίας.
Η πράξη του Φάρμα παγώνει ολόκληρη την
κοινωνική δομή του καταστήματος-εργαστηρίου. Η ατομική φθορά γίνεται συλλογική αποδιοργάνωση.
Το διήγημα χτίζει έναν κόσμο όπου κάθε τι
―η τροφή, τα εργαλεία, τα σώματα, οι αναμνήσεις, το φυσικό περιβάλλον― φέρει τα
σημάδια της: φθοράς, σήψης, αποδιοργάνωσης, εγκατάλειψης, ψυχικής κατάρρευσης.
Ο Φάρμας δεν κινείται απλώς μέσα σε έναν
παρακμασμένο κόσμο· είναι ο ίδιος μέρος της σήψης, και τελικά γίνεται ο φορέας
που τη διαχέει (μέσω της λέξης Παραρλάμα)
για να διαλύσει την τάξη γύρω του.
Ο διάλογος στο
διήγημα «Παραρλάμα»
Ο διάλογος ως μορφή κραυγής, διαμαρτυρίας.
Οι διάλογοι είναι κατ' ουσίαν είτε μονολεκτικοί, είτε μικρών προτάσεων. Οι
διάλογοι δεν απαντώνται δεν βρίσκουν δηλαδή συνέχεια από κάποιον συνομιλητή ή
αντομιλητή.
Η λειτουργία
του διαλόγου στο διήγημα «Παραρλάμα» του Δημοσθένη Βουτυρά είναι πολύπλοκη και
συμβάλλει στη δημιουργία ενός ατμοσφαιρικού, απόκοσμου και καταθλιπτικού
κλίματος, το οποίο συνάδει με την αποξένωση και την εσωτερική απομόνωση του
πρωταγωνιστή, του Φάρμα. Στο διήγημα, ο διάλογος σπάνια αναπτύσσεται κανονικά,
ενώ συχνά παρατηρούμε μονολεκτικές ή αποσπασματικές φράσεις, που ενισχύουν την
αίσθηση της αποκοπής από την κοινωνία και την ανθρώπινη επικοινωνία.
Ο Διάλογος (μονόλογος) ως Κραυγή και
Διαμαρτυρία
Ο διάλογος
στο «Παραρλάμα» λειτουργεί κυρίως ως «κραυγή» και διαμαρτυρία με τρόπο έμμεσο
και αδιόρατο. Ο Φάρμας, καθώς είναι εξαιρετικά απομονωμένος από την κοινωνία,
δεν έχει κανέναν πραγματικό συνομιλητή. Η αδυναμία του να επικοινωνήσει με τους
άλλους, και η απομάκρυνση του από τα ανθρώπινα συναισθήματα, αποτυπώνεται στον
τρόπο που μιλάει ή δεν μιλάει. Όταν μιλάει, οι φράσεις του είναι είτε
μονολεκτικές είτε απλώς παραληρηματικές, χωρίς καμία ουσιαστική απάντηση από το
περιβάλλον του. Αυτή η διακοπή της επικοινωνίας φαίνεται να αποτελεί μια
διαμαρτυρία απέναντι στη σιωπή και την αποξένωση στην οποία έχει περιέλθει.
Διάλογοι με Ελάχιστη Συνέχεια
Ένα
χαρακτηριστικό του διηγήματος είναι ότι οι διάλογοι σπάνια βρίσκουν συνέχεια.
Είτε οι άλλοι χαρακτήρες δεν απαντούν, είτε δεν ενδιαφέρονται να απαντήσουν,
δείχνοντας έτσι την αδιαφορία τους για τον Φάρμα και την αδυναμία της
επικοινωνίας. Οι τεχνίτες, για παράδειγμα, τον περιγελούν, αλλά ποτέ δεν
λαμβάνουν απάντηση από αυτόν. Αυτή η αδυναμία του Φάρμα να συμμετάσχει σε
ουσιαστικούς διαλόγους ενισχύει την ιδέα της αποξένωσης και της αποδοχής της
μοναξιάς του.
Γιατί οι Διάλογοι
είναι Μονολεκτικοί ή Αποσπασματικοί;
Η χρήση
μονολεκτικών ή αποσπασματικών φράσεων στο διήγημα δεν είναι τυχαία. Αντίθετα,
υπογραμμίζει την αδυναμία του Φάρμα να βρει ένα νόημα στον κόσμο γύρω του. Ο
διάλογος του Φάρμα είναι συνήθως χωρίς πραγματική συναισθηματική φόρτιση και
χωρίς συνέχεια, υπογραμμίζοντας την υπαρξιακή του κρίση και την αποσύνθεση της
ανθρώπινης επικοινωνίας στην προσωπική του ζωή. Η γλώσσα του είναι
κατακερματισμένη, ακριβώς όπως και ο ίδιος έχει κατακερματιστεί σε ένα σώμα που
δεν γελά, δεν κλαίει, δεν επικοινωνεί ουσιαστικά με άλλους ανθρώπους.
Οι Διάλογοι και η
Σιωπή
Οι διάλογοι
στο διήγημα δεν είναι απλώς αναποτελεσματικοί· η σιωπή των άλλων προσώπων
ενισχύει την ιδέα του εγκλωβισμού του Φάρμα. Οι τεχνίτες τον περιγελούν χωρίς
να περιμένουν να ακούσουν την αντίδραση του, ενώ ο καταστηματάρχης και οι
συνάδελφοι του Φάρμα δεν κατανοούν την έννοια της λέξης «Παραρλάμα», αλλά ούτε
και το γεγονός ότι ο Φάρμας είναι εκείνος που τη γράφει. Ο διάλογος, επομένως,
γίνεται μια μορφή εσωτερικής διαμαρτυρίας, όπου η γλώσσα δεν μπορεί να
εξωτερικεύσει την εσωτερική του σύγκρουση και την αποσύνθεση του ψυχισμού του.
Ο διάλογος
στο διήγημα «Παραρλάμα» δεν είναι ένα μέσο επικοινωνίας. Αντίθετα,
γίνεται ένα εργαλείο για να αποκαλύψει την απομάκρυνση του Φάρμα από τον
κόσμο των άλλων, τη διάλυση της εσωτερικής του έντασης και τη σιωπή του,
που δεν μπορεί πια να εκφραστεί με λόγια. Η μονολεκτικότητα και η αποσπασματικότητα
των διαλόγων δείχνουν τη σύγκρουση μεταξύ του ανθρώπινου ψυχισμού και της
αδυναμίας επικοινωνίας, επισημαίνοντας τη διαμαρτυρία του Φάρμα προς έναν κόσμο
που τον έχει απορρίψει και τον έχει αφήσει να υποφέρει μέσα στην απομόνωση.
Μέρος Β΄:
Οι
διάλογοι του εργοδότη του καταστήματος στο οποίο εργαζόταν ο Φάρμας απέναντι
στους υπαλληλους του.
Διάλογοι του Εργοδότη και της Εξουσίας
Ο εργοδότης
του καταστήματος, όταν ανακαλύπτει τη λέξη «Παραρλάμα» γραμμένη στον τοίχο,
αντανακλά την αίσθηση του φόβου και της απογοήτευσης που προκαλεί η ανακάλυψη
του ακατανόητου. Οι μονομερείς διάλογοι (εν είδει εντολών-διαταγών ή ακόμα και
απειλών) του καταστηματάρχη δεν είναι απλώς φωνακτοί ή αυστηροί, αλλά υπογραμμίζουν
την ένταση και την αδυναμία του να ερμηνεύσει την παράξενη αυτή κατάσταση. Το
γεγονός ότι δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει η λέξη και ότι τη θεωρεί «κακό» ή
συνδεδεμένη με κάποιο «μεγάλο κακό», αποδεικνύει τη σύγκρουση που υπάρχει
μεταξύ του «παραδοσιακού» κόσμου της λογικής και της σύγχυσης που δημιουργεί το
παράξενο και το ανεξήγητο. Οι λέξεις του καταστηματάρχη («Πρέπει να βρεθεί!», «Ποιος το
'γραψε αυτό;») είναι εκφράσεις τρόμου και καταναγκαστικής ανάγκης για
κατανόηση.
Ο Διάλογος ως Μέσο Έκφρασης Φόβου και
Εξουσίας
Ο
καταστηματάρχης είναι το πρόσωπο της εξουσίας στο κατάστημα. Η σχέση του με
τους υπαλλήλους του είναι κάθετη και μονομερής. Ωστόσο, η στάση του απέναντι
στην «παράξενη» λέξη «Παραρλάμα» και ταυτόχρονα η αδυναμία του να την εξηγήσει
ή να τη διαχειριστεί, αποκαλύπτουν την αίσθηση του φόβου και της ανικανότητας
του να επιβληθεί σε κάτι που ξεφεύγει από τη λογική του. Αυτή η αδυναμία
επικοινωνίας ενισχύει την αίσθηση της αβεβαιότητας και του φόβου, και
αποτυπώνει μια αντίφαση: παρόλο που ο καταστηματάρχης διατηρεί την εξουσία
στους υπαλλήλους του, η εξουσία αυτή είναι κενή και αβέβαιη όταν βρίσκεται
αντιμέτωπη με κάτι που δεν μπορεί να κατανοήσει.
Ο διάλογος
του καταστηματάρχη με τους υπαλλήλους είναι κυρίως επικριτικός και απαιτητικός-επιτακτικός.
Εδώ δεν υπάρχει πραγματική αλληλεπίδραση ή συνεργασία, αλλά μια προσπάθεια
επιβολής από την πλευρά του εργοδότη, που προσπαθεί να αποδώσει ευθύνες για την
παράξενη γραφή. Η φράση του «Πρέπει να βρεθεί!» φανερώνει έναν
τύπο εξουσίας που είναι επιτακτικός και φοβισμένος ταυτόχρονα, ενώ οι υπάλληλοι
δείχνουν να είναι σε μια κατάσταση αμηχανίας και άγνοιας, με πολλούς από αυτούς
να προσπαθούν να αποποιηθούν την ευθύνη («Δεν
ξέρουμε ποιος το 'γραψε!»).
Ο ρόλος του διαλόγου ως καταγραφής της
κοινωνικής δυναμικής
Η αδυναμία
του καταστηματάρχη να κατανοήσει και να επιλύσει την κατάσταση αναδεικνύει το
χάσμα μεταξύ του κόσμου της εξουσίας και του κόσμου των «υπαλλήλων». Οι
διάλογοι του εργοδότη είναι φορτισμένοι με τη σύγκρουση μεταξύ του φόβου του
και της ανάγκης του να ελέγξει την κατάσταση. Παρόλο που η αλήθεια για το ποιος
είναι ο πραγματικός δράστης παραμένει ασαφής, η επιβολή της εξουσίας του
καταστηματάρχη μέσα από την υπερβολική ανησυχία και την αποδοχή της ύπαρξης
ενός φαντάσματος («φάντασμα θα βγαίνει
στο κατάστημα») παραπέμπει στη φαινομενική ανικανότητά του να αντιμετωπίσει
το ανεξήγητο.
Το γεγονός
ότι η λέξη «Παραρλάμα» επανέρχεται στο κατάστημα κάθε φορά, και παρά την
απόφαση να την σβήσουν, ενισχύει την αίσθηση ότι η εξουσία του καταστηματάρχη
είναι αδύναμη να εξαλείψει το παράξενο, το αφύσικο, ή το απρόβλεπτο. Οι διάλογοι του εργοδότη στο «Παραρλάμα»
αντανακλούν την αδυναμία του να κατανοήσει και να αντιμετωπίσει μια κατάσταση
που προκαλεί φόβο και αβεβαιότητα. Η επιτακτική φράση «Πρέπει να βρεθεί!»
δείχνει την προσπάθειά του να αποδώσει ευθύνες και να επιβληθεί στους
υπαλλήλους του, ενώ παράλληλα φανερώνει τη βαθιά του ανασφάλεια. Αυτή η
κατάσταση δημιουργεί μια διάσταση εξουσίας που, αν και εμφανίζεται
αυστηρή, είναι στην πραγματικότητα ανίσχυρη όταν έρχεται αντιμέτωπη με κάτι που
ξεπερνά την ανθρώπινη λογική και κατανόηση.
Το λάϊτ-μοτίφ στο διήγημα:
Εκτός από τη λέξη "Παραρλάμα", το
διήγημα περιέχει αρκετά άλλα στοιχεία και θέματα που λειτουργούν ως λάϊτ-μοτίφ
και ενισχύουν την ατμόσφαιρα της αποξένωσης, της λήθης και του εσωτερικού αγώνα
του ήρωα. Ορισμένα από αυτά τα λάϊτ-μοτίφ είναι:
Η ρόδα:
Η εικόνα της ρόδας, που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές στο διήγημα, συμβολίζει
τη συνεχόμενη επανάληψη και τη μοίρα του ήρωα. Το γύρισμα της ρόδας είναι μια
παραπομπή στη δίνη της ζωής και του χρόνου, που είναι αμείλικτη και καταπίνει
τα πάντα, συμπεριλαμβανομένων της οικογένειας και των ανθρώπινων σχέσεων του
Φάρμα. Επίσης, η ρόδα συνδέεται με την έννοια της ακινησίας και του κενού που
βιώνει ο ήρωας.
Επίσης η ρόδα είναι το βασικό εργαλείο που
χειρίζεται ο κεντρικός ήρωας, ο Φάρμας στον εργασιακό του χώρο. Όλη του η ζωή,
ως εργαζόμενος είναι γύρω από γύρισμα της ρόδας. Αυτό καταδηλώνεται στο τέλος.
Οι αναφορές στη ρόδα. Πριν από κάθε αναφορά
τι προηγείται και τί έπεται.
/ - Η πρώτη αναφορά
στη ρόδα
Απόσπασμα: «…Όλα τα άλλα τα είχε φάει το γύρισμα της
ρόδας και έπειτα το κρασί…»
Τι προηγείται
Ο αφηγητής εξηγεί ότι
ο Φάρμας είχε κάποτε αναμνήσεις από τον πατέρα και τη μάνα του, αλλά όλα τα
άλλα τα έχει ξεχάσει.
Τι έπεται
Η φράση «και έπειτα το
κρασί, που έπινε για ξεκούρασμα».
Δηλαδή η ρόδα και το κρασί είναι οι δύο δυνάμεις που έχουν σβήσει κάθε μνήμη
από μέσα του.
/ - Η δεύτερη αναφορά
στη ρόδα
Απόσπασμα: «…σα να μιλούσε τη γλώσσα της ρόδας,
επήγαινε να κοιμηθεί.»
Τι προηγείται
Περιγράφεται ότι ο
Φάρμας, όταν σχολούσε, έπινε μέχρι να μεθύσει και παραμιλούσε χωρίς κανείς να
καταλαβαίνει τι λέει.
Τι έπεται
Η αναφορά ότι είχε
παρέα στο κρασοπουλειό, αλλά ήταν βουβός και πως δύσκολα συγκρατούσε οτιδήποτε
στο μυαλό του.
/ - Η τρίτη αναφορά
στη ρόδα (τέλος διηγήματος)
Απόσπασμα: «…πήγε κοντά στη ρόδα, κι εκεί,
κρατώντας το χερούλι της, γέλασε…»
Τι προηγείται
Ο Φάρμας έχει γράψει
για τρίτη φορά τη λέξη «Παραρλάμα» με κόκκινα γράμματα. Όλοι είναι τρομαγμένοι
και ψάχνουν τι συμβαίνει.
Τι έπεται
Η τελική στιγμή του
διηγήματος:
Ο Φάρμας, κρατώντας τη
ρόδα, «γέλασε ύστερα από τόσα χρόνια, ένα σιωπηλό γέλιο».
Στην πρώτη αναφορά στη ρόδα: η ρόδα είναι η
δύναμη που του κατέστρεψε μνήμη και ταυτότητα.
Στη δεύτερη αναφορά στη ρόδα: η ρόδα γίνεται σχεδόν γλώσσα – μιλά το
παράλογο και τη σύγχυσή του.
Στην τρίτη αναφορά στη ρόδα: η ρόδα είναι το
σημείο όπου ξυπνά μέσα του ένα διαστρεβλωμένο, δαιμονικό γέλιο – η κορύφωση της
πτώσης του.
Το κρασί:
Το κρασί, το οποίο ο Φάρμας πίνει συχνά για "ξεκούραση", είναι ένα
άλλο λάϊτ-μοτίφ που συνδέεται με την απόδραση από την πραγματικότητα και τη
λήθη. Το κρασί τον βοηθά να διατηρείται σε κατάσταση αδράνειας και να αποφεύγει
τη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, ενώ ταυτόχρονα τον απομακρύνει από την
ανθρώπινη επικοινωνία και τον οδηγεί σε απομόνωση.
Ο Φάρμας ως αθέατος
και απαρατήρητος προβοκάτορας. Γιατί δεν τον υποψιάζεται κανείς;
Ο Φάρμας είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας,
που φαίνεται να κρύβει την πραγματική του φύση πίσω από την αδιαφορία του και
την αποξένωσή του από τον κόσμο γύρω του. Η απουσία του από τον κοινωνικό ιστό
και η αδιαφορία του για τις σχέσεις, τον καθιστούν σχεδόν "αόρατο"
στους άλλους χαρακτήρες. Αλλά είναι ακριβώς αυτή η αποστασιοποίηση που του
επιτρέπει να λειτουργεί ως αθέατος προβοκάτορας, επηρεάζοντας την κατάσταση
γύρω του χωρίς να τον υποψιάζεται κανείς.
Γιατί δεν τον
υποψιάζεται κανείς:
Η συναισθηματική αποστασιοποίηση: Ο Φάρμας έχει απωλέσει κάθε σύνδεση
με το παρελθόν του, ακόμα και με τη μνήμη της γυναίκας του, και αυτό τον
καθιστά ανίκανο να συνδεθεί συναισθηματικά με τους άλλους. Οι άλλοι τον βλέπουν
ως ένα "βουβό" πρόσωπο, χωρίς πρόθεση ή σημασία, με την αποστροφή του
και την "αποδοχή" της κοινωνίας να τον αφήνει περιθωριακό. Όσο πιο
αδιάφορος φαίνεται, τόσο πιο δύσκολο είναι να τον υποπτευθούν. Ακόμη ούτε και ο
ίδιος ο αρχιτεχνίτης «Ο αρχιτεχνίτης
αυτόν έβαλε να τη σβήσει» ή κάποιος άλλος από τους συναδέλφους του τη
στιγμή που όλοι οι εργαζόμενοι στο εργαστήριο-κατάστημα βρίσκονταν σε κατάσταση
συνολικής και αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ τους.
Η εξωτερική
αδράνεια: Η
ανικανότητά του να αντιδράσει και η σιωπηλή του παρουσία καθιστούν την
"αδυναμία" του ένα είδος ασπίδας. Ενσαρκώνει το πρότυπο του «ανθρώπου
που δεν κάνει τίποτα» — ένας τύπος που κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να
υποπτευθεί ότι διαπράττει μια ενέργεια ή πρόκειται να αναστατώσει το σύστημα.
Η μυστικότητα και η
αίσθηση του τρόμου:
Ο Φάρμας δεν ενεργεί με βία ή με εμφανή τρόπο. Αντίθετα, χρησιμοποιεί την
ψυχολογική διάσταση του τρόμου για να δημιουργήσει αβεβαιότητα στους άλλους. Η
λέξη που γράφει — "Παραρλάμα" — είναι μυστηριώδης και ασαφής, και
προκαλεί μια αίσθηση φόβου στους τεχνίτες, οι οποίοι αποδίδουν την αιτία σε
κάτι υπερφυσικό, μια παρουσία που δεν έχουν κατανοήσει. Ο φόβος για το άγνωστο,
για κάτι που φαίνεται να μην έχει καμία λογική εξήγηση, δημιουργεί το έδαφος
για τη συλλογική αντίληψη ότι "κάτι" ή "κάποιος" άλλος
(π.χ., φάντασμα) είναι υπεύθυνος για την αναστάτωση.
Η ανατρεπτική γραφή
της λέξης: Το
γεγονός ότι ο Φάρμας χρησιμοποιεί τη λέξη "Παραρλάμα" — μια λέξη που
είναι εντελώς ακατανόητη — δημιουργεί μια αίσθηση ασάφειας και παράδοξου, η
οποία ενισχύει τη φήμη του φαντάσματος. Κανείς δεν μπορεί να βρει λογική
εξήγηση για αυτή την πράξη, και γι' αυτό καταλήγουν να πιστεύουν ότι αυτός που
γράφει είναι κάτι πέρα από το φυσιολογικό. Έτσι, η αντίδραση τους δεν είναι
υποψία προς τον Φάρμα, αλλά φόβος και απόγνωση.
Η "αθώα"
και ανώδυνη παρουσία του: Ο Φάρμας δεν αναδεικνύει ποτέ ανοιχτά τις προθέσεις του. Έχει σχεδόν απωλέσει
την ικανότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας και συναισθηματικής έκφρασης. Αυτή η
πλήρης αποστασιοποίηση από τον κόσμο, συνδυασμένη με την απουσία ανοιχτής
σύγκρουσης ή επιβολής, τον καθιστά ένα από τα πιο επικίνδυνα "όπλα"
στη μικρή κοινωνία του. Πιο επικίνδυνος είναι κάποιος που δεν έχει τίποτα να
χάσει και τίποτα να κερδίσει παρά κάποιος που ενεργεί ανοιχτά με κακόβουλες
προθέσεις.
Η ικανότητά του να ενοχλεί και να προκαλεί
φόβο χωρίς να αποκαλύπτει ποτέ τη δική του ταυτότητα είναι το απόλυτο
χαρακτηριστικό του ως προβοκάτορα. Με τη σιωπηλή του παρουσία και την απόλυτη
αδιαφορία για τα γύρω του, είναι ακριβώς εκείνος ο αθέατος, απαρατήρητος
χαρακτήρας που περνάει απαρατήρητος μέχρι τη στιγμή που το κακό είναι ήδη
γεγονός και έχει επηρεάσει τον κόσμο γύρω του με τρόμο και αβεβαιότητα.
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 6 Δεκεμβρίου 2025 :
Δημοσθένης Βουτυράς
«Παραρλάμα»
διήγημα
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
μερικά σχόλια ]