Μιά «Βαγιανοπαρασκευή» του 1974
από το « Πνευματικό Χρονό-μετρο »
Ωωωωω, εσείς
είσθε ο κύριος Ανδρέου! Κι εγώ όποτε λάβαινα την εφημερίδα σας και τη διάβαζα νόμιζα
πως είσαστε ένας σοβαρός άνθρωπος!
Πάγωσα. Ήταν ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.
-Με συγχωρείτε,
πού ξέρετε ότι δεν είμαι «ένας σοβαρός άνθρωπος» ;
Δεν άκουσε, αλλά βγήκε από το δωμάτιο, στο χώρο του
διαδρόμου όπου ήταν μαζεμένοι τέσσερις-πέντε λογοτέχνες.
-Ελάτε, ελάτε
μέσα να σας γνωρίσω τον κύριο Ανδρέου, που εκδίδει μιά εξαιρετική εφημερίδα. Να
πάρετε και τη διεύθυνσή του, να του στέλνετε τα βιβλία σας να τα δημοσιεύει.
Και άρχισε ο Μάριος
Βαϊάνος – ήταν η πρώτη φορά που με γνώρισε από κοντά - να μου συνιστά έναν-έναν
τους συγγραφείς. Ο αιγυπτιώτης αιγυπτιολόγος Τρύφων Μαραγκός, ο ψυχίατρος
λογοτέχνης Θωμάς Λαλαπάνος, ο κριτικός και πεζογράφος Δημοσθένης Ζαδές, ο
πολυσχιδής γραμματάνθρωπος Πάνος Παναγιωτούνης, ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος...
Είχαν πιάσει μιά συζήτηση με θέμα το Γιάννη Σκαρίμπα. Άλλοι τον είχαν ήξεραν
προσωπικά κι άλλοι μέσω αλληλογραφίας.
Ο Ζαδές
πρωταγωνιστούσε στις αφηγήσεις. Έγραψε
μιά μονογραφία για το Σκαρίμπα και κατόπιν, στα 1958, ήταν κεντρικός
ομιλητής στο αφιέρωμα του «αιρετικού» συγγραφέα, που είχε διοργανώσει ο Δήμος
Χαλκίδας στο ξενοδοχείο «Λούσυ». Έλεγε περιστατικά από την παρέα του με το
Σκαρίμπα και γελούσαν όλο θαυμασμό για τις παραδοξολογίες και το «σπίρτο» του
σκαρίμπικου πνεύματος.
Άκουγα καταμεσίς
της ομήγυρης κι εγώ σιωπηλά – νέος φέρελπις διάκονος του Λογίου Ερμή - που μ’
έβλεπαν σαν φίλο. Αυτό με κολάκευε. Και ανέβαζε το σεβασμό μου στο πρόσωπό
τους. Ζήτησαν τη διεύθυνση του σπιτιού μου στην Παιανία. Είχα στήσει εκεί το
πρώτο δημοσιογραφικό μου γραφείο όπου μαστόρευα το μηνιαίο φυλλάδιο της
«Ενημερωτικής του Πολιτισμού».
Είχε πέσει πιά το
σούρουπο. Ένα βραδάκι παγερό, Δεκέμβριος του 1974, μέσα στο ζεστό ενδιαίτημα
του Μάριου Βαϊάνου, το περίφημο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας. Είχαν
συγκεντρωθεί κάμποσοι ακόμα επισκέπτες. Ήταν Παρασκευή. Μέρα ορισμένη για την συνάθροιση των λογοτεχνών.
Οι Τετάρτες, ήταν των καλλιτεχνών. Εμφανίσθηκε στην είσοδο ο παπα-Γιώργης
Πυρουνάκης, πιό πίσω ο λαογράφος ο Δημητρης Σέττας μαζί με την όλο μπρίο και
κοσμικό αέρα Αλίκη Νικολαΐδου,την αιγυπτιώτισα γλαφυρή αφηγήτρια της τότε
ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Με καθυστέρηση - όπως πάντα! - έφτασε και ο πρόσχαρος
ποιητής Παναγής Λευκαδίτης, κοντά και ο τεχνοκρίτης Βάσος Κουντουρίδης.
Σε λίγο, με αργά βήματα ξεπρόβαλε από το γραφείο του ο Βαϊάνος:
-Ετοιμασθείτε
σιγά-σιγά να πάμε στην ταβέρνα προς τιμήν του κυρίου Ανδρέου, διότι οι αρχές
και οι σκοποί της εφημερίδας του εγκρίνονται από τον πνευματικό μας κόσμο και
νομίζουμε πως πρέπει να τη συνεχίσει όσο μπορεί πιό αυστηρά...
Εμένα καταπλάκωσε
η συστολή, αλλά και μ’ έβαλε σε σύγχυση αυτή η παροιμιώδης μεγαλοστομία του
Βαϊάνου. Είπα μέσα μου, θέλει να διορθώσει
τη γκάφα «νόμιζα πως είσαστε ένας σοβαρός άνθρωπος». Ας
είναι...
Κατέβηκαν όλοι τα
σκαλοπάτια. Πίσω ξέμεινε ο Βαϊάνος για να κλειδώσει τις πόρτες. Κατηφορίζαμε
κουβεντιάζοντας προς την ταβέρνα. Τη λέγανε «Τρίπολη», στον όροφο ενός
νεόχτιστου κτιρίου, λίγο πιό κάτω από την Ομόνοια. Θυμάμαι το εξαιρετικό κρασί
της. Μεσογείτικη ρετσίνα από τα μέρη μου. Δεν βρίσκονταν άλλες παρέες. Το όλον
μιά τραπεζαρία για τη συνεστίασή μας. Θα ‘μαστε γύρω στους δεκαπέντε. Στους
συμποσιαστές ήταν επίσης ο Γιάννης Μαγκλής με δυό κρατικά βραβεία λογοτεχνίας
στις αποσκευές του, ο χιλιοτραγουδισμένος Πωλ Μενεστρέλ, ο ποιητής και
πρωτοπόρος κινηματογραφιστής Ορέστης Λάσκος, ο σεμνός ποιητής Κώστας
Πηγαδιώτης...
Πλάι μου κάθησε ο
Ζήσης Αφερίμ, καλλιτέχνης καραμιστής, μα πάνω απ’ όλα γλύπτης φτασμένος,
μαθητής του Τόμπρου και του Φαληρέα. Του άρεσε τελευταία να σκαρώνει τεχνοκριτικά και οδοιπορικά γραψίματα, καλά
ήταν, και κάποιες λαϊκότροπες παρλάτες.
Παρατήρησε τη φειδωλή διάθεσή μου.
-Τί έχεις ;
-Τί νά’χω... Ξέρετε πώς με υποδέχθηκε ο Βαϊάνος ; «Νόμιζα
πως είσαστε ένας σοβαρός άνθρωπος»...
Ο Ζήσης βάζει τα γέλια.
-Να ξέρεις πως όταν λέει ο Βαϊάνος τη λέξη «σοβαρός» εννοεί
μεγάλος στην ηλικία ! Την έχουν «πατήσει» κι άλλοι !
Άρχισα να βάζω τη
σύγχυσή μου σε τάξη. Στα χρόνια αυτά πράγματι κυριαρχούσε η παραδοσιακή
αρτηριοσκληρωτική αντίληψη των ηλικιωμένων ανθρώπων απέναντι στα νιάτα.
Ιδιαίτερα στην περιοχή των γραμμάτων δύσκολα οι παλαιότεροι δέχονταν τους νέους
σαν ισότιμους συναδέλφους. Τους αντιμετώπιζαν συμβουλευτικά, περίπου
προστατευτικά και στις αφηγήσεις τους συμπλήρωναν σχεδόν πάντα εκείνο το
αφόρητο «εσύ δεν είχες γεννηθεί τότε». Παράξενοι καιροί... Άλλες
συνήθειες...
Ο Βαϊάνος «διέταξε»
να κλείσει η μουσική και κατά τα κόσμια ειωθότα παρουσίασε έναν-έναν τους
συνδαιτυμόνες καταλήγοντας:
-Στο τέλος του
δείπνου θα παρακαλέσουμε να μας απαγγείλει όποιος θέλει πρόσφατο ποίημά του
ανέκδοτο, διότι τα δημοσιευμένα τα ξέρουμε!
Και απευθυνόμενος στην παρακαθήμενη Ιφιάνασσα
Χατζηδημητρίου, με τον άκακο σκωπτικό του τρόπο:
-Εσείς θα μας
πείτε Καβάφη, αλλά να φροντίσετε να μη ακούγεσθε πέρα από τον εαυτόν σας !
Ο παπα-Πυρουνάκης
σηκώθηκε να πεί δυό λόγια και μιάν ευχή, να ευλογήσει το τραπέζι. Στο φαγοπότι
τα ευτράπελα και τα ευφυή χωρατά «έδιναν κι έπερναν» και οι διηγήσεις θαρρείς
πως έβγαιναν από τις σελίδες μιάς άγνωστης ιστορίας της νεοελληνικής
γραμματολογίας. Έθελγαν οι χαρακτήρες και τα καμώματα των παλαιών λογοτεχνών
μέσα από τις αναμνήσεις των συμποσιαστών. Οι εκφράσεις εκπήγαζαν από το
γλωσσικό ήθος, που δάμαζε την αυθάδεια και την επιδεικτική φλυαρία. Όλα
κυλούσαν στο μέτρο της συμπεριφοράς καθώς ταίριαζε σε πραγματικούς πνευματικούς
ανθρώπους μιάς ακμαίας ακόμα δημιουργικής εποχής. Εποχής ανεπίστροφης.
Τα ποιήματα που
ακούσθηκαν τά’φερναν ποιητές από διαφορετικές «τάσεις». Ελευθερόστιχα και
παραδοσιακά. Τα διέκρινε η γνωστή ποιότητα της γραφής των δημιουργών τους.
Ο Λάσκος και ο
Μενεστρέλ που δεν έφεραν κάτι έτοιμο μαζί τους γιά να απαγγείλουν, το σκάρωσαν
εκεί, πάνω στο δείπνο. Είχαν μιά διαβολεμένη στιχουργική γρηγοράδα.
-Σ’ άρεσε Μάριε
; Και ο ετοιμόλογος Βαϊάνος:
-Το γοργόν και
χάριν έχει!
Μ’ αυτά και με
΄κείνα, ολοκληρώθηκε ο κύκλος των απαγγελιών και κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ο
δείπνος τέλειωσε. Ο Βαϊάνος, με τη χαρακτηριστική του επίδοση στις προφορικές...«ρεκλάμες»,
έκλεισε τη συνεστίαση με την αναγγελία
της επόμενης.
-Την άλλη
Παρασκευή θα έχομε την τιμή της αφίξεως δυό σημαντικών μας φίλων, που θα μας
επισκεφθούν στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας. Θα έρθει ο Κώστας Μόντης, ο
μεγαλύτερος σήμερα ποιητής της Κύπρου και ο Λευτέρης Γιάλλουρος που διευθύνει
το λαμπρό περιοδικό «Κρίκος» στο Λονδίνο το οποίο εκδίδει ο επίσης φίλος μας
Γιάννης Χατζηπατέρας, ο εφοπλιστής. Πρέπει να έρθετε όλοι για να τους γνωρίσετε
και να τους ‘πούμε πόσο σπουδαίο έργο κάνουν.
Και αδιαφορώντας για
το κατσούφιασμα του μαγαζάτορα της «Τρίπολης», συμπλήρωσε:
-Θα πάμε να
φάμε στα «Παιδιά του Πειραιά»!
Σιγά-σιγά
κατεβήκαμε στο δρόμο. Έπρεπε να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο. Στην Ομόνοια
ο αθηναϊκός
αέρας άπλωνε το βουητό ενός λαού που γύρευε τη στερέωση της δημοκρατικής
τακτοποίησής του. Στο...βουλευτήριο της πλατείας, ξενύχτηδες λαϊκοί «τύποι»,
κάτοχοι των διεθνών πολιτικών εξελίξεων( ! ) ανταγωνίζονταν με πάθος για
τα...λάθη της Γιάλτας αλλά και για την «Ασκητική» του Καζαντζάκη ! Μιά
άλλιώτικη όψη της τρέχουσας ζωής.
Ο Βαϊάνος τράβηξε
για το σπίτικό του γιατρού, του φίλου του, που συχνά τον φιλοξενούσε.
Είπαμε «καλό
ξημέρωμα» και αποχαιρετισθήκαμε.
Τί γρήγορα που τελειώνουν
τα όμορφα !
Ευάγγελος Ανδρέου
Ευάγγελος
Ανδρέου
σημειώσεις:
( τί ήταν το γραφείο Πνευματικής Συνεργασίας):
Πασίγνωστο πνευματικό στέκι, καμωμένο από τον
Βαϊάνο μετά τον πόλεμο, με πανελλήνια (και ομογενειακή) απήχηση.
Πρωτοστεγάσθηκε στην οδό Ακομινάτου 12, έπειτα στην οδό Ομήρου 22,
έπειτα Ακαδημίας & Λυκαβηττού 2, έπειτα Βουκουρεστίου 25,
έπειτα Δημοκρίτου 5 και τέλος στις Σχολές Δολιανίτη στο μέγαρο
"Μέγας Αλέξανδρος» του Μπάγκειου Ιδρύματος. Από εκεί πέρασε (και ωφελήθηκε)
σχεδόν όλη η καλλιτεχνική και λογοτεχνική μας κοινωνία.
Σχετικός (και θαυμάσιος) ιστότοπος, εδώ:
http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2015/03/blog-post_29.html
Δελτίο «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας»:
Σεπτέμβριος 1975
« Οι πρώτοι που επισκέφθησαν τη νέα μας έκθεση
και μάλιστα στα εγκαίνιά της ήσαν πολλοί και από όλα τα κοινωνικά στρώματα της πρωτευούσης.
Προτιμήσαμε στο βιαστικό μας αυτό σημείωμα
ν΄αναφέρωμε λίγους επισκέπτες από τις γνωστές πνευματικές κατηγορίες. Και
μνημονεύωμε, αρχινώντας από τους περαστικούς μας ξένους, αποδήμους εκδότες και
διευθυντές εντύπων του αποδήμου Ελληνισμού όπως: το ζεύγος Γιάλλουρου («Κρίκος»
Λονδίνου), Ιάκ. Γιακουμάτος (εφημερίς «Ταχυδρόμος» Λονδίνου), Βιβή Σαββάκη
(εφημ. «Ιντεπαντάνς» Παρισιού), Αδαμάντιος Λαιμός ο ιδρυτής και δντής του «Ελληνικού
Θεάτρου» Αμερικής, οι Κύπριοι λογοτέχνες και διανοούμενοι Κώστας Μόντης,
Πυθαγόρας Δρουσιώτης, Ανδρέας Ονουφρίου, Διομ. Γεωργιάδης – οι αθηναίοι εκδότες
Αριστείδης Μαυρίδης διευθυντής της «Φιλολογικής
Πρωτοχρονιάς», Ισαβέλλα Μαλλόβρουβα εκδότριας της «Σμύρνας», Ορέστης Λάσκος, ο
πρόεδρος του «Συνδέσμου Λογοτεχνών» Ηλίας Σιμόπουλος, ο διευθυντής της «Ενημερωτικής»
Παιανίας και γνωστός συγγραφέας Ευάγγελος Ανδρέου, ο διευθυντής της φιλολογικής
εφημερίδος «Ανάταση» κ. Μαραγκός, οι καλλιτέχνες Άννα Βιτάλη, Χαρά Βιέννα,
Αγγελική Καρατζά, κ. Αποστολίδη, Μιχάλης Νικολινάκος, Ζήσης Άφεριμ, οι λόγιοι
και διανοούμενοι Β. Κοντουρίδης, ζεύγος Κουντούρη, Δημήτρης Κράνης, ζεύγος Καμπάνη,
Στεφ. Φιλιππούσης, Γιάννης Αντωνόπουλος, Παναγής Λευκαδίτης, Απόλλων
Λεονταρίτης, Νίκος Βεκρής, Λίλυ Δράκου, Πωλ Μενεστρέλ, Οδ. Εξαρχάκης, Φάνης
Καπόπουλος, Ιφιάνασσα Χατζηδημητρίου,
Λάμπης Χρονόπουλος, Θωμάς Λαλαπάνος, Στεφ. Καλού, Τζ. Λαρά, κ.ά. »
Λευτέρης Γιάλλουρος
(απαντά και ως Γιαλλουρός).
Επισυναπτόμενο ΔΕΛΤΙΟ 09.1975 Π.Π.Σ. και:
https://www.eurobooks.net/p/45390/krikos-diethnis-elliniki-epithewrisis-teyxi.html
"Τα Παιδιά του
Πειραιά" :
Ταβέρνα αναφερόμενη και
σε μιά παρλάτα του Ζήση.
Επισυναπτόμενο ΄΄ΒΑΓΙΑΝΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ΄΄ ΖΗΣΗΣ
ΑΦΕΡΙΜ
Εγώ δεν έτυχε να πάω σ' αυτή την ταβέρνα. Πολλές
και γνωστές ταβέρνες δυστυχώς "έσβησαν" χωρίς να αφήσουν αναμνήσεις
και διεύθυνσή τους, έστω και στο διαδίκτυο, όπως του Κουτσουρόπουλου στα
Πατήσια ή του Χρισταντώνη "Τα Σπάτα" της οδού Φυλής ή των Αδερφών Παπακωνσταντή
της οδού 2ας Μεραρχίας Πειραιά, κ.ά.
ασμάτιον σατιρικόν – συμποτικόν
« Βαγιανοπαρασκευή»
Ο Μάριος ξεκίνησε
μαζύ με την παρέα
όπως κάθε Παρασκευή
για «τα παιδιά του Πειραία».
Χίλιοι τον πάν’ από μπροστά
και δυό χιλιάδες πίσω
ποιόνε να πρωτοθυμηθώ
και ποιόν να λησμονήσω.
Ζωγράφοι, γλύπτες, σοφιστές,
φιλότεχνοι και ποιητές,
επίσημοι, ανεπίσημοι
και πλήθος θαυμαστές.
Μά ο καθένας δεν μπορεί,
όπου θέλει να καθήση,
αν πιό μπροστά ο Μάριος
τη θέση δεν ωρίση.