Πυθαγόρας
άρθρο (μέρος I.)
Μάϊος 1877
Νικόλαος Β. Βωτυράς
περ. «Παλλάς» (Πάτραι)
Περί Πυθαγόρου (i.)
Εγεννήθη δε ο Πυθαγόρας εν Σάμω τω 569 π.Χ.
όπου ο πατήρ του Μνήσαρχος ήτον εμποροπλοίαρχος, εμπορευόμενον με την Φοινίκην
και την Σικελίαν.
Πρώτος διδάσκαλος αυτού εις την ανάγνωσιν των
ποιητών και την μουσικήν υπήρξεν ο Σάμιος Ερμόδαμος, αλλ’ ηκροάσθη και τους σοφούς
της εποχής εκείνης άνδρας, Θαλήν, Αναξίμανδρον, και Φερεκύδην.
Έτι νέος απεφάσισεν να περιέλθη ξένας χώρας
και να γνωρίση άλλων εθνών του σοφούς. Όθεν απέπλευσε κατ’ αρχάς εις Φοινίκην,
όπου εν Σιδώνι εγνωρίσθη με τάγμα τι ιερέων, παρ’ ών έμαθεν αρχαίαν τινα περί
φύσεως θεωρίαν, και επεσκέφθη πάντα τα εκεί των Φοινίκων ιερά και την λατρείαν
αυτών.
Εκ Φοινίκης μετέβη εις Αίγυπτον ήδη εικοσιδύο
ετών την ηλικίαν, όπου διέμεινεν άλλα εικοσιδύο άλλα έτη. Εκπληρώσας δε ενωρίς
πάντας τους απαιτουμένους όρους παρελήφθη εις την χορείαν της ιερατικής τάξεως.
Από της Αιγύπτου μετέβη εις την Βαβυλώνα και
συναναστραφείς με τους ιερείς των Χαλδαίων και των Περσών, γνωρισθείς δε και μ’
αυτόν τον Ζωροάστρην, τον θεμελιωτήν της
θεωρίας περί της αρχής του φωτός και του σκότους, του αγαθού και του κακού,
ευρύνας δε και που τροποποιήσας τας μέχρι τούδε αποκτημένας γνώσεις και τας
περί Θεού και κόσμου θεωρίας, επέστρεψεν εις την πατρίδα.
Βλέπων ο Πυθαγόρας των συμπολιτών του την
αδιαφορίαν μετέβη εις της Κάτω Ιταλίας την Κρότωνα, επειδή υπήρχεν ήδη αυτού
σχολή ιατρική, και επειδή αυθόθι με προθυμίαν πολλήν εξασκείτο η γυμναστική του
σώματος κατά τας παιδαγωγικάς αρχάς των Δωριέων.
Καθ’ οδόν επεσκέφθη την Κρήτην και μυηθείς τα
εκεί ιερά μετέβη εις Σπάρτην, όπου εγνώρισε τους νόμους του Λυκούργου.
Ελθών εις την Κρότωνα μεγίστην ενεποίησεν
εντύπωσιν και πάντων προσείλκυσε το σέβας.
Και πρώτον μεν συναθροίσας περί εαυτόν την
νεολαίαν ωμίλησε προς αυτούς ότι τα αρχαία και τα παλαιότερα υπερέχουν των
νεωτέρων εν πάσιν εν τε τη φύσει και τω βίω, τω κόσμω και τη πολιτεία και παρά θεοίς και παρ’ ανθρώποις. Κατέδειξεν
οπόσον οφείλουν να σέβωνται τους γονείς των και οπόσην οφείλομεν ευγνωμοσύνην προς
αυτούς ουχί μόνον διότι εγένοντο της ζωής πάροχοι, αλλά και διότι ευεργετούντες
ημάς δεν παύουσιν, ώστε άπασα η μετέπειτα ευδαιμονία, είναι εμμέσως έργον. Πολλά
δε και άλλα τοιαύτα συναρμόσας περί των καθηκόντων αυτών, έλεγε προς μεν τους φίλους
να φέρωνται ούτως ώστε ποτέ να μή γείνωσιν εχθροί, προς δε τους εχθρούς πάλιν
ούτως ώστε ταχέως να γείνωσι φίλοι. Το προς τους γονείς των σέβας ν’ αποδείξωσι
δια της προσφερομένης προς τους γέροντας τιμής, την δε φιλαδελφίαν των δια της φιλανθρωπίας.
Η γνώσις και τα φώτα είναι, έλεγε, το μόνον
όπερ λαμβάνει τις παρ’ άλλου χωρίς ποτέ ο δους να στερηθή το διδόμενον.
Υπερέχει δε των ζώων ο άνθρωπος δια της του πνεύματος μορφώσεως.
Η Βουλή των χιλίων παρατηρήσασα την
επενέργειαν των λόγων του επί την νεολαίαν, επήνεσε και ευχαρίστησε θερμώς
αυτόν και παρεκάλεσεν ό,τι ακόμη έχει να είπη δημοσία προς πάντας τους πολίτας
κοινώς να ομιλήση.
Προσελθών λοιπόν ο Πυθαγόρας εις την
συνέλευσιν του δήμου ωμίλησε πολλά πρόσφορα, ιδία δε περί των οικογενειακών
αυτών χρεών, ότι οφείλουσιν οι άνδρες να ήναι προ πάντων πιστοί εις τας
γυναίκας των, θεωρούντες παντός άλλου συμβολαίου ιερώτατον το του γάμου ως
κυρομένου δια των τέκνων.
Κατόπιν ιδιαιτέρως εν τω ναώ της Ήρας ωμίλησε
και προς τας γυναίκας. Η γυναίκα οφείλει, έλεγε, να ήναι η ιέρεια του οίκου και
εκπληρούσα τα καθήκοντα αυτής ως σύζυγος, ως μήτηρ, και ως οικοδέσποινα, μετ’
ευλαβείας να τρέφη και ανυψοί προς το Θείον το αίσθημα των τέκνων αυτής.
Μετά την τοιαύτην ομιλίαν αι γυναίκες, ως
λέγεται, δεν ηθέλησαν πλέον να φορώσι τα πολύτιμά των ενδύματα. Πλείσται δε
αφιέρωσαν αυτά εις τον ναόν της Ήρας.
Τελευταίον ωμίλησε και προς τα παιδία εν τω
ναώ του Απόλλωνος.
Από των ομιλιών εν βραχεί διεδόθη η φήμη του
Πυθαγόρου εις όλην την πόλιν και εις τα πέριξ αυτής, ώστε ότε μετ’ ολίγον
καθιδρύθη η σχολή αυτού, συνέρρεον πολλοί εκ τε της πόλεως και των περιχώρων
ουχί μόνον νέοι φιλομαθείς κατασσόμενοι μαθηταί, αλλά και το εσπέρας εφοίτων εις
ακροάσιν αυτού και άνδρες ηλικιωμένοι, των εν τοις πράγμασι πολλοί και εγχώριοί
τε και ξένοι, εν οίς και ηγεμόνες και άρχοντες και από πόλεων μη Ελληνικών.
Το πλήθος των μαθητών ήσαν ευθύς εξ αρχής δύο
ειδών. Οι μέν ήσαν οι καθ’ εαυτό μαθηταί, ονομαζόμενοι μαθηματικοί και φυσικοί,
οι δε ήσαν ακροαταί απλώς, οι προβεβηκότες την ηλικίαν, οίτινες εδιδάσκοντο
ηθικήν και περί αθανασίας ψυχής και της μετά θάνατον αμοιβής κατά το ίδιον
αυτού της μετεμψυχώσεως σύστημα.
Η Σχολή του Πυθαγόρου ωκοδομήθη εν εκτεταμένω
οικοπέδω, το οποίον του εχαρίσθη επί τούτω εν τη χώρα των Συβαριτών. Το σχέδιον
της οικοδομής ήτο απλούστατον ως εξής: εν τω κέντρω υπήρχεν αίθουσα εκτεταμένη
και ευρύχωρος δια τας ακροάσεις, πέριξ δε αυτής ήσαν ωκοδομημένα ικανά δωμάτια
και εστιατόρια.
Συνεκατώκει δε και συνέζη ο Πυθαγόρας μετά των
μαθητών του. Των αναγκαίων δαπανών υπήρχεν κοινόν ταμείον, εν ώ έκαστος των
προσερχομένων μαθητών κατέβαλλεν ό,τι ηδύνατο. Την διαχείρισιν δε των χρημάτων
είχε είς των μαθητών, υπ’ αυτών τούτων εκλεγόμενος, αυτός δ’ επιτήρει μόνον. Τα
πάντα έτεινον ν’ αδελφοποιήσουν τους μαθητάς.
[
To
ανυπόγραφο
άρθρο «Περί Πυθαγόρου» δημοσιεύθηκε στο περ. «Παλλάς», Πάτραι, δντής: Νικόλαβος
Β. Βωτυράς, Έτος Α΄, φύλλον Β΄, Μάϊος 1877, σ. 41-47. ]
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
[
Εδώ το άρθρο δεν είναι πλήρες. ]
[
Στην παρούσα παρουσίαση το άρθρο έχει κατατμηθή σε μέρη-ενότητες για την ευκολία
της δημοσίευσης. Το πρωτότυπο άρθρο είναι ενιαίο. ]
πηγή:
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 28 Ιουνίου 2023 :
Πυθαγόρας (i)
άρθρο (μέρος I.)
Νικόλαος
Β. Βωτυράς,
περ. «Παλλάς», Πάτραι, 1877
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΙΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ]