Ιωάννης Κωσταράς "Το Πανηγύρι της Μανάγουλης" πεζογράφημα 2024

 


Ιωάννης Κωσταράς

« Το Πανηγύρι της Μανάγουλης »

πεζογράφημα 2024

 

 

 

Το  Πανηγύρι της Μανάγουλης

 

   Αντικειμενικά  και αναντίρρητα το πανηγύρι της  Μανάγουλης  ήταν το καλύτερο από τα πανηγύρια των άλλων χωριών, εκείνη την εποχή!

   Ήταν  ανάλογο με την παντοδυναμία του χωριού. Η Μανάγουλη ήταν το μεγαλύτερο σε πληθυσμό χωριό μετά από το Ευπάλιο, το σχολείο της αριθμούσε 120 έως 150 μαθητές. 

   Υπήρχε ευημερία σχετική εφόσον  οι Μαναγουλιώτες  καλλιεργούσαμε τα δύο τρίτα της πεδιάδας του Μόρνου και παράλληλα είχαμε κοπάδια με αγελάδες. Ζούσαμε σε ψηλά διώροφα πέτρινα σπίτια οι περισσότεροι, υπήρχαν  αρκετά μαγαζιά... το καλοκαίρι απολαμβάναμε τα μπάνια μας  στην Χιλιαδού... Και τί δεν είχαμε! 

   Είχαμε και την παλιά μας εκκλησία, τη Φανερωμένη, που ήταν αφιερωμένη στην Παναγία Ζωοδόχο Πηγή, χτισμένη στην άκρη του χωριού πάνω σε λόφο, με θέα την πεδιάδα και τη θάλασσα, για να ευφραίνεται η ψυχή πριν και μετά από την προσευχή... και για να αναπαύονται γλυκά οι πεθαμένοι...

 

   Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι από την εκκλησία είναι η μεγάλη φορητή Εικόνα της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής. Ήταν μία υπερπραγματική αποτύπωση της δύναμης της Παναγίας να προσφέρει την βοήθειά της σαν ένα ποτήρι νερό σε όλους τους πιστούς...

   Την Εικόνα αυτή τήν έχει προσφέρει ο αδερφός της γιαγιάς μου, ο Γιώργος Καρβέλης, ύστερα από μια δύσκολη εγχείρηση που όμως πήγε καλά, ως ευχαριστήρια στην Παναγία. Τήν παρήγγειλε στο καλύτερο εργαστήριο στο Αίγιο, το 1929...

   Αυτήν την Παναγία, που προστατεύει από τον λόφο ψηλά... που δίνει άφθονο νερό για τις καλλιέργειες... Αυτήν τιμούσαμε και γιορτάζαμε στο πανηγύρι μας!

   Για μάς το Πάσχα δεν τελείωνε την Δευτέρα... συνεχιζόταν μέχρι την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής και ολοκληρωνόταν τα ξημερώματα του Σαββάτου, όταν σιωπούσαν κουρασμένα τα κλαρίνα και οι τραγουδιστές...

   Όσοι συγγενείς μας εξ Αθηνών δεν έρχονταν το Πάσχα, έρχονταν την επόμενη εβδομάδα για το πανηγύρι.... οι αμνοί και τα ερίφια που νόμιζαν ότι γλύτωσαν την σφαγή του Πάσχα, σφαγιάζονταν τώρα για το πανηγύρι... όσοι από μας δεν φορέσαμε καινούργια λαμπριάτικα ρούχα, τώρα  τά δικαιούμασταν.

 

   Ακόμη και οι ξενητεμένοι μας… αν είχαν σχεδιάσει ταξίδι στην Ελλάδα, φρόντιζαν να το κάνουν την ημέρα του πανηγυριού!

   Πόσο ευτυχισμένοι ήμασταν όλοι γιατί είχαμε τη δική μας ξεχωριστή και μοναδική γιορτή που χωρούσε όμως όλο τον κόσμο που ήθελε να έρθει στην εκκλησία μας στον εσπερινό της Πέμπτης και στην λειτουργία της Παρασκευής… στο πλούσιο τραπέζι μας το μεσημέρι και στο γλέντι στα μαγαζιά την παραμονή και ανήμερα της γιορτής!

 

   Όμως πιο ευτυχισμένοι ήμασταν εμείς οι μικροί: είχαμε ακόμη διακοπές από το σχολείο, οι συγγενείς που έρχονταν για το πανηγύρι, μάς έφερναν δώρα και μάς έδιναν χρήματα ώστε να μπορούμε να αγοράσουμε παιχνίδια που πουλούσαν πλανόδιοι έξω από την εκκλησία, ανήμερα της γιορτής… και για να ξοδέψουμε τα υπόλοιπα το βράδυ στα μαγαζιά… είχαμε το καλύτερο πανηγύρι κι ήμασταν περήφανοι!

 

   Σήμερα το πρωί ήχησαν παρατεταμένα και μεγαλοπρεπώς οι καμπάνες της Παναγίας Φανερωμένης…

   Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του δωματίου μου κι ακούω τη φωνή της μητέρας μου. «Σήκω, Γιάννη μου, να πας στην εκκλησία. Πάω να ξυπνήσω και το Βασίλη. Ο πατέρας σας έφυγε πριν μισή ώρα με το ποδήλατο. Πάει να βοηθήσει στο παγκάρι… Εγώ θα ετοιμάσω τις πίτες κι αν προλάβω θα έρθω ν’ ανάψω ένα κερί. Σήμερα είναι μεγάλη μέρα και βαριά γιορτή!»  

   Σηκώθηκα και φόρεσα από τα καινούργια ρούχα που μάς έφεραν ο θείος Con κι η θεία Betty που είχαν επαναπατριστεί την προηγούμενη μέρα εξ Αυστραλίας.

   Είναι Απρίλιος του 1975…

   Φτάσαμε στην εκκλησία…

   Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα του Απριλίου… Κόσμος από όλα τα χωριά… φίλοι, συγγενείς, γνωστοί, συμμαθητές… άγνωστοι… Όλοι εκεί…

   Οι περισσότεροι έξω από την εκκλησία να απολαμβάνουν την γαλήνια θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου, από το Αίγιο μέχρι το Ρίο… να συζητούν, να γελάνε τρανταχτά γιατί «γιορτή  έχουμε, δεν ήρθαμε σε κηδεία!».

   Μπήκαμε, κάναμε το σταυρό μας, ανάψαμε το κερί μας, ασπαστήκαμε την εικόνα και βγήκαμε… για να μπορέσουν να μπουν και οι άλλοι.

   Στον περίβολο της εκκλησίας εκτός των πιστών που είχαν εκτελέσει το καθήκον της απόδοσης τιμής στην Παναγία και που είχαν βγει μέχρι να ξαναμπούν μέσα για το αντίδωρο… συνέβαιναν παράλληλα κι άλλα παράξενα και γραφικά της εποχής.  

   Ένα απ’ αυτά ήταν και η «λαμπάδα ίσα με το μπόι μου» που κρατούσαν οι πιστοί, κυρίως οι πιστές, λαμπάδες που τις είχαν τάξει, δηλαδή υποσχεθεί στην Παναγία που τους βοήθησε σε δύσκολη στιγμή. Άσε που προσπαθούσαν οι άλλοι να μαντέψουν τί να έπαθαν οι λαμπαδηφόροι κι έταξαν τη λαμπάδα. Πλήθος από ερμηνείες και από υποθέσεις, μαντεψιές του αέρα, από αυτοσχέδιους ψυχολόγους και διερμηνείς των οιωνών, και  από κάποιους που υποτίθεται ότι ήταν καλά πληροφορημένοι αλλά δεν ήθελαν να μιλήσουν και μόνο με κάποια σύσπαση στο πρόσωπό τους  δήλωναν ότι ήταν σοβαρό το ζήτημα, μάλλον θέμα υγείας, ή με κάποιο συγκρατημένο μειδίαμα για κάτι το ευτράπελο.

   Μία πιστή με κέρινο σπάγκο, περιφερόταν γύρω από την εκκλησία τρεις φορές και τύλιγε τον τοίχο με το σπάγκο, αμίλητη και σοβαρή… Και μετά τον ξετύλιγε και τον μεταμόρφωνε σε κερί και το άναβε… λυτρωμένη πια.

   Μετά έρχονταν οι πιστές οι ξυπόλητες με τα τακούνια στο χέρι και οι πιστές που προχωρούσαν με τα γόνατα…

 

   Οι πλανόδιοι πωλητές παιδικών παιχνιδιών στην άκρη είχαν στήσει κρεβάτια πτυσσόμενα, τα περίφημα ράντζα, με απλωμένη τη πραμάτεια τους. Πόσο πολύ επιθυμούσαμε έστω κι ένα μικρό παιχνιδάκι, που όμως ποτέ δεν μάς τό αγόρασαν οι δικοί μας. Την οικονομική στενότητα τότε εμείς οι μικροί δεν την καταλαβαίναμε… Ευτυχώς πάντα υπήρχε ένας καλός συγγενής που μάς τό χάριζε…

   Και βέβαια, όπως κάθε χρόνο, παρόντες ο Γιάννης και ο Κώστας, δεξιά κι αριστερά της δυτικής μικρής πόρτας του ναού  να πουλούν λουκούμια και ούζο… Είχαν έρθει με τα τρίκυκλά τους από νωρίς, κουβαλώντας το εμπόρευμα στις καρότσες, που τώρα ακινητοποιημένες, χρησιμοποιούνταν ως πάγκοι πώλησης. Καλοντυμένοι και οι δύο, σοβαροί και χαμηλόφωνα, προσέλκυαν, καθένας με τον τρόπο του, το έξωθεν εκκλησίασμα, να προσκυνήσει τη ζάχαρη και το οινόπνευμα!

   Ακόμη έχω στα χείλη μου την γεύση του τριαντάφυλλου από τα λουκούμια που μάς τά πρόσφεραν σε λαδόκολλα, καρφωμένα με οδοντογλυφίδα… κι εμείς τα μικρά παιδιά τα τρώγαμε σκέτα ενώ οι μεγάλοι τα βουτούσαν σε γυάλινα ποτηράκια ούζου και τα βάπτιζαν ουζολούκουμα!!!

   Το τελευταίο, το ύψιστο παράξενο ήταν τα ζωντανά, αρνιά ή κατσίκια που ήταν δεμένα από τον κορμό της αιωνόβιας ελιάς, προσφορά των βοσκών στην Παναγία για να προστατεύει τα κοπάδια τους. Έκαναν λαχειοφόρο αγορά ή δημοπρασία και τα χρήματα τα πρόσφεραν στην εκκλησία…

 

   Η λειτουργία τελειώνει… οι πιστοί εντός και εκτός ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη» μαζί με τον μητροπολίτη μας Χρυσόστομο που και φέτος τίμησε την εκκλησία μας με την παρουσία του, μαζί με τους ιερείς των γύρω χωριών και με τους ψάλτες μας. Κρατώντας το αντίδωρο στο χέρι… ανταλλάσουμε ευχές, προσκαλούμε φίλους και συγγενείς για φαγητό στο σπίτι μας…

   Όλες αυτές οι στιγμές, εκεί, στον βράχο της Φανερωμένης, αποτυπώνονταν κάθε χρόνο στα χιλιόμετρα φιλμ των μηχανών των επαγγελματιών φωτογράφων της Ναυπάκτου, του Κανέλλου, του Κουρμούση κι άλλων. Δεν υπήρχε περίπτωση να πας σε εκκλησία που εορτάζει και να μην έχεις φωτογραφηθεί…  

   Τελείωσε η θεία λειτουργία κι όλοι πήραμε το δρόμο για τα σπίτια μας… έχοντας όμως τώρα στην παρέα μας και τους προσκεκλημένους μας στο εορταστικό γεύμα, από τα άλλα χωριά φίλους, συγγενείς, γνωστούς… Δεν υπήρχε περίπτωση να έρθει ξένος στην εκκλησία μας και να μην έρθει μετά στο τραπέζι μας. Ήταν νόμος απαραβίαστος!

   Κατηφορίζουμε τώρα όλοι μαζί απολαμβάνοντας την θέα της πεδιάδας από ψηλά. Μοιάζει με χάρτη γεωφυσικό: τα χωράφια, τα αυλάκια, οι δρόμοι, όλα πειθαρχημένα σε γεωμετρικά σχήματα. Και στη μέση ο δρόμος ο μεγάλος, ο δημόσιος, που πριν δύο-τρία χρόνια είχε κατασκεαστεί από την ΜΟΜΑ. Και πήραμε αυτό το δρόμο που μας φέρνει στα σπίτια μας.

   Οι τελευταίες δροσοσταλίδες πάνω στα αγριολούλουδα έχουν αναληφθεί στους ουρανούς καθώς κόντευε μεσημέρι, όμως είχαν ζωντανέψει το πράσινο χρώμα του χόρτου, το κόκκινο στις παπαρούνες, το κίτρινο στις μαργαρίτες και το μωβ στα γαϊδουράγκαθα.

   Κάτω από τον λαμπερό ουρανό, με τον ήλιο του να βρίσκεται στη μέση του… μέσα στην καταπράσινη κι ανθούσα πεδιάδα μας… με νερά να κυλάνε στα αυλάκια… με πεταλούδες να χρωματίζουν τον αέρα και να δοξάζουν το μεγαλείο της άνοιξης… με γέλια… με δυνατές φωνές… με ευχές… εμείς, το μπουλούκι των εκκλησιασθέντων, αφήσαμε πίσω μας την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής κι αρχίσαμε να λιγοστεύουμε σιγά-σιγά καθώς φθάναμε στα σπίτια μας…

   Από το μεσημεριανό εορταστικό γεύμα δεν έλειπε τίποτα. Είχαμε τα πάντα. Σαλάτες ποικίλες από τον λαχανόκηπό μας, τυριά διάφορα, πίτες χειροποίητες από γιαγιάδες, μητέρες, θείες κι οπωσδήποτε κρέατα πολλά, ψητά κυρίως και κοκορέτσια. Άσε που φέτος ο θείος Con χτύπησε στη δημοπρασία το δεκαπεντάκιλο αρνί. Αυτό θα το κρατάγαμε για την άλλη βδομάδα. Άφθονο κρασί από τα βαρέλια μας. Μα πάνω απ’ όλα είχαμε ανοιχτή την καρδιά μας και την πόρτα του σπιτιού μας.

   Δεν θυμάμαι ούτε πόσοι ήμασταν ούτε τί λέγαμε. Είμαστε πολλοί και συζητάγαμε τα πάντα. Και τα φαγητά ήταν παραπανίσια, γιατί σίγουρα θα εμφανιζόταν κάποιος μουσαφίρης αργότερα. Δεν θυμάμαι πάντως να είμαστε λιγότεροι από δέκα με δεκαπέντε άτομα σε κάθε σπίτι… και μέχρι να σηκωθούμε από το τραπέζι ίσως να ξεπερνάγαμε τα είκοσι!

   Τη ζωή μας την είχαμε συνδέσει με τον συνάνθρωπο: αδερφό, συγγενή, γείτονα, φίλο… και τα χρήματά μας, αυτά τα λιγοστά που μάς περίσσευαν τά ξοδεύαμε για να έχουμε άμεση επαφή μαζί του. Τον καλούσαμε στο σπίτι μας.

   Συνήθως το τραπέζι στηνόταν στην αυλή, μια αυλή που έλαμπε φρεσκοασβεστωμένη και πολύχρωμη από τους ιριδισμούς των ανοιξιάτικων λουλουδιών που υπομονετικά όλο το χρόνο περίμεναν μέσα σε μισοσαπισμένες γλάστρες, να έρθει η ώρα να αποδείξουν την μεγαλειώδη παρουσία τους.

   Ενώνονταν τα τραπέζια, φέρναμε όλες τις καρέκλες που είχαμε, ακόμη και τις καλές από τη σάλα, μέχρι και τα σκαμνιά από το τζάκι ή από το στάβλο, όπου κάθονταν όσοι άρμεγαν τα ζωντανά μας, για να καθίσουμε εμείς τα παιδιά γύρω από τον σοφρά που και αυτός επιτασσόταν για τις ανάγκες της ημέρας.

   Στρώνονται λευκά τραπεζομάντιλα, μπαίνουν τα σερβίτσια, καθόμαστε και εμείς. Κάνουμε την προσευχή, λέμε το «Χριστός Ανέστη» όλοι μαζί και ζητάμε ευλαβικά από την Παναγία, τη δική μας Παναγία, τη Φανερωμένη, να μάς κρατήσει γερούς και ζωντανούς μέχρι την επόμενη χρονιά.

   Και αρχίζει ο θρίαμβος των στομάτων! Είναι στην ύψιστη στιγμή καθώς μιλάνε, γελάνε, τρώνε, πίνουν, κάποια ρεύονται όμως ζητούν συγγνώμη, τραγουδάνε και στο τέλος χασμουριούνται και ροχαλίζουν πάνω στην καρέκλα ή σε κάποιο ντιβάνι του σπιτιού, ακόμη και σε ένα πεζούλι ή αμπάρι της αυλής. Το απογευματινό αεράκι μας νανουρίζει γλυκά μεταφέροντας την ευωδιά και τα πέταλα των λουλουδιών από τις ανθισμένες λεμονιές και πορτοκαλιές. Κάποια στιγμή όλο το χωριό βουβαίνεται.

   Αργά το απόγευμα επέστρεψε η ζωή και η κίνηση στα σπίτια μας. Πρώτες οι γυναίκες, οι νοικοκυρές έσπασαν την σιωπή, μαζεύοντας το τραπέζι και πλένοντας τα πιάτα και τα υπόλοιπα. Στη συνέχεια μπήκαν τα μπρίκια με τους καφέδες στη φωτιά και σερβιρίστηκαν στα καλά μας φλυτζάνια με το δίσκο με το κεντητό σεμέν. Απαραίτητη συνοδεία το μελιτζανάκι, και για όσους δεν ήθελαν υπήρχε και νεραντζάκι και γλυκό πορτοκάλι. Ξύπνησαν κι οι υπόλοιποι, πιασμένοι από τον πρόχειρο ύπνο, όμως ξεκούραστοι. Και ξανάπιασαν το κουβεντολόι.

   Εμείς μόνο πορτοκαλάδα ή λεμονάδα σπιτική και παιχνίδι στην αυλή και το δρόμο. Και μόλις σκοτεινιάσει… να είμαστε όλοι στο σπίτι.

   Και σκοτείνιασε σιγά-σιγά η μέρα…

   Όμως η νύχτα που ήρθε σήμερα ήταν πιο ζωντανή και από χίλιες μέρες… Την φωτίζουν αστέρια λαμπερά στον ουρανό κι αμέτρητες πυγολαμπίδες γύρω μας. Την γεμίζουν με ήχους οι χαρούμενες φωνές μας, τα γέλια μας και τώρα προστέθηκαν και οι δοκιμές των μικροφώνων των τραγουδιών από τα μαγαζιά: «ένα… ένα-δύο… ακούγομαι καλά; Ακούγομαι καθαρά;… ένα… ένα-δύο…»  

   Η νύχτα αυτή δεν είναι έρημη. Είναι γεμάτη με κόσμο, με μικρούς και μεγάλους, όλοι καλοντυμένοι, γελαστοί, έτοιμοι για μεγάλη κραιπάλη, να τραγουδήσουν και να χορέψουν! Τό αξίζουν άλλωστε. Τό δικαιούνται. Όλο το χρόνο δουλεύουν σκληρά. Τώρα είναι η ώρα να γλεντήσουν!

   Το πανηγύρι επικεντρώνεται σε τρία μαγαζιά, στο μαγαζί του Γιώργου και του Σωτήρη, στο μαγαζί του Κώστα και στο μαγαζί του Περικλή και του υιού του Γιώργου. Όλοι είχαν όργανα, έτσι λέγαμε τότε και εννοούσαμε τα γκρουπ των μουσικών.

   Τα όργανα! Η ψυχή του πανηγυριού! Ακόμη κι αν ήταν ελαφρώς ακούρδιστα ήταν οπωσδήποτε καλύτερα από το τίποτα!

   Μαγαζιά χωρίς όργανα γέμιζαν μόνο όταν είχαν γεμίσει εκείνα που είχαν όργανα ή εάν υπήρχε κάποια υποχρέωση στον ιδιοκτήτη ή εάν υπήρχε πένθος στην οικογένεια.

   Βασικά μέλη της ορχήστρας ήταν οι δύο γυναίκες τραγουδίστριες, πάντα δύο, εκ των οποίων η μία έπρεπε να έχει καλή φωνή, η άλλη δεν πειράζει… Έπρεπε όμως να είναι εμφανίσιμη, ντυμένη με όσο το δυνατόν πιο αποκαλυπτικά ρούχα, να βαράει παλαμάκια, να καπνίζει, να παίζει ντέφι, να κάθεται σταυροπόδι, εναλλάξ δεξί με αριστερό, να σηκώνεται όρθια και μετά να ξανακάθεται και να λέει κάθε λίγο, «Γειά σου Μάκη με το μπουζούκι σου… Γειά σου Κώστα με το κλαρίνο σου…».

   Όλοι οι άλλοι στην ορχήστρα ήταν πάντα μόνο άντρες: ένας ή δύο τραγουδιστές, ένας κλαρινίστας, ένας κιθαρίστας, ένας μπουζουξής κι ένας ντράμερ, κάποιες φορές και ένα αρμόνιο που παλιότερα θα ήταν ακκορντεόν, ντυμένοι όλοι τους με κουστούμι… Κι όταν ίδρωναν έβγαζαν το σακάκι και ξέσφιγγαν τη γραβάτα…

   Αυτά τα μουσικά σχήματα, τα χρόνια εκείνα, προέρχονταν κυρίως από την Πάτρα ή το Αγρίνιο. Μια χρονιά μάλιστα διαφήμιζαν ότι ήταν η ορχήστρα της «Μπαρμπαρέλλας» από την Τριών Ναυάρχων. Τότε ήταν που είχε έρθει ως συνοδεία και το αρμόνιο. Το μουσικό τους  ρεπερτόριο περιελάμβανε τα πάντα αρκεί να ήταν χορευτικά και επιπλέον να ταίριαζε στο ύφος του χωριού. Όμως το μουσικό ρεπερτόριο, από τη στιγμή που ο κόσμος αρχίζει να χορεύει, προσαρμόζεται στις παραγγελίες των πελατών.

   Έτσι η «Παπαλάμπραινα η καημένη» χορευόταν από μοδίστρες και κομμώτριες. «Η κυρά-Γιώργαινα» ήταν μία αποτυχημένη σύζυγος γιατί ο άντρας της, κατά Χρηστάκη, «Θα ζήσει ελεύθερο πουλί». Η «Ωραία Αιγιώτισσα» κι αν έχει μάνα μάγισσα δεν καταδέχεται το «μαντήλι το Καλαματιανό».  Να και  τα «Μανουσάκια». Και «Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά»… Ήρθε και ο «Σελήμπεης». Η «Ιτιά, η Ιτιά, η Μοσχοιτιά» χαλάει κόσμο και  απογειώνει το κέφι. Φυσικά πώς μπορεί να λείψει η «Κυρά-Βαγγελιώ με το κρύο της νερό». 

   Η Διαμάντω που δεν σηκώνεται από το κρεβάτι της, η Αγγέλω που της κραίνει η μάνα της, η Γιαννούλα που δεν πρέπει να βγει στο  μπαλκόνι, η μικρή Βασιοβασίλω, όλες αυτές οι ηρωίδες των τραγουδιών υποχωρούν όταν έρχονται «Τα Σαράντα Παλληκάρια» και «Ο Μενούσης»!


   Αυτά τα τραγούδια ακούγαμε στο πανηγύρι μας καθώς και στα πανηγύρια των άλλων χωριών, το πανηγύρι του Αγίου Πολύκαρπου στις 23 Φεβρουαρίου στα Μαλάματα, της Αγίας Παρασκευής στις 26 Ιουλίου στο Καστράκι, και της Παναγίας στις 23 Αυγούστου στο Μαραθιά. Αυτά τραγουδούσαμε. Αυτά χορεύαμε.

   Αυτά τα τραγούδια πώς είναι δυνατόν να μη σού θυμίζουν τα χρόνια εκείνα του πανηγυριού που τά χόρευες μαζί με τους δικούς σου, πιασμένοι χέρι-χέρι… Και πολλές φορές σ’ έβαζε στην αρχή του χορού ο πατέρας σου, με το ζόρι κι εσύ ντρεπόσουν, όμως ο πατέρας σου σού κρατούσε το μαντήλι κι ήταν περήφανος για σένα! 

   Λες κι είχαμε ορίσει συνάντηση όλοι οι Μαναγουλιώτες, οι συγγενείς και οι φίλοι μας που ζούσαν αλλού, οι ξενητεμένοι μας, οι γνωστοί αλλά και άγνωστοι. Όλοι εμείς λοιπόν, συναντιόμαστε στο κέντρο του χωριού μας κάθε χρόνο, το βράδυ της παραμονής και το βράδυ της εορτής της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής. Οι δρόμοι είναι γεμάτοι από κόσμο που μιλάνε δυνατά, γελάνε τρανταχτά, χαιρετιούνται με χειραψίες, αγκαλιές και φιλιά, ανταλλάσσουν ευχές και μιλάνε και ξανά γελάνε. Η νύχτα ξεκίνησε δυναμικά με πολλά φώτα, έντονες μυρωδιές από ψητά κρέατα, και από μουσική που μόλις τώρα αρχίζει.

   «Σε ωραίο περιβόλι, αγαπώ ένα χελιδόνι…» ακούγεται από το ένα μαγαζί. «Από την πόρτα σου περνώ, ωραία Αιγιώτισσα» μας ξελογιάζει ο τραγουδιστής από το άλλο μαγαζί, που εκτός από καλλίφωνος, είναι κι όμορφος και μαγνητίζει τις Μαναγουλιώτισσες, νιές και γριές.

« Εδώ να πάμε άντρα μ’.»

« Όχι γυναίκα. Θα πάμε στου άλλου.»

   Στο άλλο τα όργανα ξεκίνησαν με μοδίστρες και κομμώτριες και οι τραγουδίστριες είναι σεξοβόμβες! Όλα τα λεφτά!

   Τελικά μοιραζόμαστε και γεμίζουν και τα τρία μαγαζιά, αλλά το μυαλό μας είναι στις καλλονές του παλκοσένικου, που παίζουν καλά το ντέφι και το βαράνε κάθε λίγο στους γοφούς τους. Και πεταγόμαστε στα άλλα μαγαζιά για να χαιρετίσουμε κάποιον γνωστό μας, δήθεν, όμως η αλήθεια είναι πως άρχισε ξαφνικά να μας αρέσει το ντέφι!

   Στο μαγαζί καθόμαστε οικογενειακά ή συγγενικά, οι μεγάλοι από τη μια μεριά κι οι μικροί από την άλλη. Δεν ακούγαμε τί έλεγαν γιατί είμαστε απορροφημένοι να ανταλλάσουμε χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, τον Πολέτι, τον Γιούτσο, τον Κούδα, τον Δεληκάρη, τον Δαβουρλή, τον Σεραφείδη, τον Παπαϊωάννου, τον Πομώνη, τον Δομάζο, τον Αϊδινίου, τον Χάϊτα, τον Κρόϋφ, τον Μπράϊτνερ, τον Μύλλερ, τον Λόριμερ, τον Κήγκαν. Και όταν σηκωνόμαστε μαζεύαμε καπάκια από μπύρες και αναψυκτικά και όποιος μάζευε τα περισσότερα κέρδιζε.

   Υπάρχουν όμως και κάποια τραπέζια με αντροπαρέες. Αυτοί ήταν οι γαμπροί που ήρθαν στο πανηγύρι για να βρουν νύφη, την πλούσια Μαναγουλιώτισσα κόρη, που σαν την παντρευτούν θα λύσουν το οικονομικό τους πρόβλημα, θα αράξουν, θα κρεμάσουν το καπελάκι τους στην κρεμάστρα, όπως λέγαμε τότε.

   Ήταν συνήθως Ναυπάκτιοι, καλοντυμένοι, με μπριγιαντίνη στα μαλλιά και καλοί χορευτές. Κάποιοι από αυτούς είχαν και δικό τους αυτοκίνητο. Δανεικό, νοικιασμένο ή ιδιόκτητο αυτοί ήξεραν.

   «Σειρά στο χορό έχει η παρέα από τη Ναύπακτο» ανακοίνωσε η τραγουδίστρια και ξεκινά με το τραγούδι «Οι Γιώργηδες, οι Γιώργηδες, παίρνουν γυναίκες φρόνιμες». Και να οι φιγούρες και τα τσαλιμάκια, οι  επιτόπου κωλοκατσιές, τα «γειά σας λεβεντόπαιδα» που κάθε λίγο λέει μέσα στο αφτί τους η τραγουδίστρια… και να τα κατοστάρικα, πεντακοσιάρικα και χιλιάρικα να βγαίνουν από τις τσέπες των χορευτών, να απογειώνονται στον αέρα, ψηλά, για να τά δουν όλοι και μετά να καταλήγουν στο κούτελο του τραγουδιστή ή στο μπούστο της τραγουδίστριας… είναι και η μπριγιαντίνη στο μαλλί που γυαλίζει… το μαντήλι που στριφογυρίζει ανάμεσα στα δυο χέρια… η γραβάτα που λύθηκε ελαφρά…

   Και η Μαναγουλιώτισσα κόρη πέφτει, κολακεύεται που την κοιτά, εντυπωσιάζεται από την κόκκινη Alfa Romeo που είχε έρθει μεταχειρισμένη από το Μπάρι, ερωτεύεται, στο τέλος παντρεύεται τον ωραίο και λεβέντη Ναυπάκτιο κι εγκαταλείπει την λασπερή Μανάγουλη και παίρνει και το καλύτερο χωράφι για προίκα…

   Πόσα κορίτσια και πόσα χωράφια χάσαμε στα πανηγύρια μας! Δε λέω οι περισσότερες καλοπαντρεύτηκαν, οι περισσότερες. Και οι άντρες του χωριού αναγκάστηκαν να ανέβουν στα ορεινά χωριά και να πάρουν βουνίσιες νύφες που ήταν καλές και πιστές σύζυγοι αλλά πολύ σκληρές… αγριοκάτσικα… και τους χόρεψαν στο ταψί τους άντρες τους!

   Το Τρίκορφο, οι Γκουμαίοι, ο Κάμπος, ο Παλιόμυλος, η Καρδάρα, το Τύχειο, το Παλιοξάρι, η Ποτιδάνεια, το Κλήμα, τα Καρούτια, η Σεργούλα, τα Μαραζιά, το Παλιοχωράκι, η Φαμήλα κι άλλα ορεινά χωριά… έστειλαν τις σκληροτράχηλες κόρες τους ως νύφες στη Μανάγουλη και έγιναν οι Κυρίες του χωριού μας! 

 

   Στο μαγαζί δεν πηγαίναμε για να φάμε. Δεν είχαμε ακόμη χωνέψει το μεσημεριανό φαγητό. Πηγαίναμε για να πιούμε, να κάνουμε κέφι, να γελάσουμε, να δούμε κόσμο, να τραγουδήσουμε και να χορέψουμε!

   Γι’ αυτό και τα φαγητά ήταν πολύ λίγα και πρόχειρα, σερβιρισμένα σε λαδόκολλα, χωρίς μαχαιροπήρουνα… Τρώγαμε το ψητό και τους μεζέδες με τα χέρια ή με οδοντογλυφίδες. Οι μεγάλοι έπιναν κρασί… όμως η μπύρα ήταν η βασίλισσα των πανηγυριών… κυρίως FIX. Τα μπουκάλια δεν έπρεπε να κατέβουν από το τραπέζι. Έπρεπε να στοιβάζονται για να επιδεικνύεται η ευρωστία της παραγγελίας. Οι πιο ευκατάστατοι κερνούσαν παρέες στ’ αντικρυνά τραπέζια «στείλε πέντε μπύρες στα παιδιά» και φυσικά ο επακόλουθος χαιρετισμός αυτών που κερνούνταν με το να σηκώνουν τα ποτήρια ψηλά και να χαιρετούν εις υγείαν από μακρυά.

   Εμείς οι μικροί πορτοκαλάδα ή λεμονάδα LUX, Αγουρίδη… Και λίγη Κόκα Κόλα γιατί βλάπτει σοβαρά την υγεία… γιατί – όπως μάς έλεγαν – μία κυρία κάποτε έβαλε το τσιμπιδάκι των μαλλιών της σε ένα ποτήρι με Κόκα Κόλα, λίγο πριν κοιμηθεί, και το πρωί τό βρήκε μισολειωμένο!!! 

   Όμως μας έπαιρναν μαζί τους στο χορό… εκεί ακριβώς βρισκόταν η καρδιά του πανηγυριού!

   «Πές μου τί τραγούδι διαλέγεις, να σού πω ποιος είσαι».

   Ο πατέρας μου χορεύει το τσάμικο «Γλυκά λαλούνε τα πουλιά, γλυκά λαλούν τα αηδόνια». Η μητέρα μου, τη «Γερακίνα», ο θείος Con το «Κώστα μ’ τα χιόνια λειώσανε», η θεία Betty την «Αγκινάρα με τ’ αγκάθια», εμείς κάτι εύκολο και με γρήγορο ρυθμό… 

   Εκεί στα ταπεινά μαγαζιά του χωριού μας, με την οικογένειά μας, με όλους τους συγχωριανούς μας πλάι μας, με την μουσική να μάς μαγεύει αλλά και να μάς ξεκουφαίνει, τέρμα στο echo, με την τσίκνα, την τσιγαρίλα, με τραγούδια και χορούς… τιμούσαμε εμείς οι Μαναγουλιώτες, το πολύκοσμο και δυνατό χωριό, κάθε χρόνο την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής. Το γλέντι κρατούσε ως το ξημέρωμα… Όμως εμείς οι μικροί νυστάζαμε γρήγορα και κοιμόμασταν πάνω σε καρέκλες ενωμένες, σκεπασμένοι με το σακάκι του πατέρα μας ή την ζακέτα της μητέρας μας… ευτυχισμένοι!

   Και τα όργανα συνέχιζαν «Θα σου φύγω βρε γαλιάντρα και θα μείνεις δίχως άντρα»… «το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα» και μας νανούριζαν τόσο γλυκά…

   Ήταν οι χρυσές δεκαετίες της ζωής μας.

 

 

Ιωάννης Κωσταράς

 

 


 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com

[ ανάρτηση 26 Αυγούστου 2024 :

Ιωάννης Κωσταράς

« Το Πανηγύρι της Μανάγουλης »

πεζογράφημα 2024 ]