Στρατής Τσίρκας "Το παράπονο του Δαβρέλα" - διήγημα - δημοσίευση 1944 - περ. "Κυπριακά Γράμματα", Λευκωσία

 



Στρατής Τσίρκας

« Το παράπονο του Δαβρέλα »

Διήγημα

δημοσίευση 1944

περ. « Κυπριακά Γράμματα »   

 

 

 

 

 

   


 

  

   Το μεσημέρι έκαιε και μεις οι δυό πηγαίναμε βιαστικοί πάνω σ’ αυτόν τον ατέλειωτο ασφαλτωμένο δρόμο μέσα στην καρδιά της γης Χαναάν. Χωράφια απλώνονταν γυμνά κι’ από τις δυό μεριές με κόκκινα χώματα και πολλά λιθάρια. Πέρα, πολύ μακρυά απ’ το δρόμο, φαινόνταν κήποι με πορτοκαλιές περιφραγμένοι με συρματοπλέγματα. Από μέσα τους ξεπετάγονταν ευκάλυπτοι, πεύκα και κυπαρίσια. Αλλού πάλιν ήταν εληές σκορπισμένες πάνω σε κάτι μικροσκοπικούς λόφους. Πίσω μας, φαινόνταν ακόμα τα τσαντήρια και τα καμουφλαρισμένα χτήρια της επιμελητείας του στρατοπέδου.

   Ο ήλιος μας χτυπούσε κατακέφαλα, τα τζιτζίκια τρίζαν τρίζανε, κι’ εμείς βιαζόμασταν χωρίς λόγο, διατηρώντας το γοργό περπάτημα που είχαμε πάρει όταν ξεκινήσαμε. Ξεπεράσαμε το σημάδι που μας είχαν πει – ένα παληό πέτρινο γεφυράκι – κ’ έπρεπε τώρα πια κάπου – σε διακόσα – τρακόσα μέτρα – να σταθούμε και να περιμένουμε.

   Μπούσια φορτωμένα κόσμο μας προσπερνούσαν ή μας διασταύρωναν.  « Αυτό είναι εβραίϊκο – αυτό αράπικο ». Μα το «μέσο» που θα με παραλάβαινε εμένα θ’ αργούσε ακόμα να φανεί.

   Ο Δαβρέλας έβγαλε και μου φόρεσε την αποικιακή κάσκα με το εθνόσημο.

   « Βάλτη, μου είπε, εσύ δεν είσαι συνηθισμένος ».

   Έτσι ξεσκούφωτος έδειχνε ακόμα πιο νέος. Το κεφάλι του τόχε κουρεμένο ολόκληρο με τη μηχανή. Ήταν ένα γερό παιδί με μαλλιαρά μπράτσα, ηλιοκαμμένες γάμπες και χοντρά γόνατα.

   Μ’ όλο που τον περνούσα πέντε-έξη χρόνια, εκείνος σ’ όλο το δρόμο μούχε φερθεί σα μεγάλος αδερφός. Απλά και σοβαρά είχε αναλάβει την «ευθύνη» που τούχαν αναθέσει – η ευθύνη είμουν εγώ ή καλύτερα το μπαρκάρισμά μου στο καμιόνι – και την εκτελούσε. Καταλάβαινα πως αν δοκίμαζα ν’ αποφύγω τις φροντίδες του θα συναντούσα την ίδια σταθερήν άρνηση όπως πριν λίγο. Ήταν κοντά στο γιοφυράκι. Καθώς κουβεντιάζαμε βρέθηκα να περπατώ στην μεριά του δρόμου που δεν είχε άσφαλτο. Ο Δαβρέλας με τράβηξε προς τη μεριά του και ήρθε στη θέση μου.

   « Γιατί; » ρώτησα εγώ. « Βαστώ στο περπάτημα ».

   « Δεν είναι γι’ αυτό » μου είπε. « Είναι για τα σκαρπίνια σου. Θα τα λυώσεις και σου χρειάζονται, ενώ εγώ… » κ’ έριξε μια ματιά στις βαρειές στρατιωτικές μπότες του.

   Το πήρα λοιπόν απόφαση πως είμουν ο «μικρότερες αδερφός»  κ’ έκανε όπως μου έλεγε.

   Δεν ήταν μισή ώρα που είχαμε γνωριστεί κ’ η κουβέντα μας κυλούσε αβίαστη και καθαρή, σα νεράκι. Διηγόνταν όμορφα και παραστικά, όπως όλοι οι άνθρωποι του λαού μας. Εγώ πρόσεχα, σημειώνοντας που και που, τη χρήση μερικών λέξεων. Έτσι λόγου χάρη, μιλώντας για διάφορα περιστατικά του μετώπου, μεταχειρίζονταν τη λέξη «ψυχραιμία» στη θέση του «θάρρος».

    « Να » μου λέει μια στιγμή «αυτό που γυρεύαμε».

    Είδα έναν αράπη καθισμένο μέσα στα χωράφια με λίγα καρπούζια σκορπισμένα γύρω του. Πιό πέρα ήταν κάτι καρπουζιές φυτεμένες αφρόντιστα σα  νάταν στα κουτουρού. Ούτε μποστάνι να το πεις, ούτε τίποτα. Είναι αλήθεια ότι στην αρχή του δρόμου είχα πει κάτι για δίψα, εκείνος μίλησε για «μποστάνι», μά τώχα ξεχάσει τώρα πια.

    Κατεβήκαμε, διάλεξε ένα καρπούζι μεγαλούτσικο, παζάρεψε, πήγα να πληρώσω, δέ μ’ άφησε, πήγα να το σηκώσω, είπε «δώσε δω πέρα» και με παραμέρισε. Το πήραμε και φύγαμε.

    Παρακάτω λέει:

    « Πάμε να κάτσουμε κάτω απ’ το τσαρδάκι, να το φάμε ».

   Δεν ήξερα τί θα πει τσαρδάκι και μου έδειξε. Κάμποσο δρόμο μέσα στα γυμνά χωράφια ήταν μια καλαμένια ψάθα στηριγμένη σε τρία κλαδιά. Έκαμνε μια μικρή σκιά. Είχε και δυό τρία κοτρώνια κει πέρα.

   Ξανακατεβήκαμε, στρωθήκαμε κάτω απ’ το τσαρδάκι κι’ ο Δαβρέλας βάλθηκε να καθαρίζει το σουγιά του. Το καρπούζι βγήκε κόκκινο κι’ αναπάντεχα δροσερό.

   « Που λες » άρχισε να λέει, συνεχίζοντας τη διήγησή του πούχε κοπεί από ώρα, ενώ έριχνε και ματιές νάχει το νου του μην έρχεται το καμιόνι μου, « όταν ήρθε μας μηνύσαν πως αυτός είναι καλός. Καλός;  είπαμε μεις, καλό του εαυτού του θα κάνει και καλό στην πατρίδα, γιατι  εμείς είμαστε καλοί. Έτσι δεν είναι; »

   Του χαμογέλασα. Ένα «ναί» ή ένα «βέβαια» θαρχόνταν πολύ κρύα. Ή έπρεπε να σηκωθώ όρθιος και να ζητωκραυγάσω, αφίνοντας έτσι να ξεδώσει η τρικυμία από αισθήματα περηφάνειας και θαυμασμού που μου φουσκώνουν το στήθος τόσες μέρες ή να κάνω πως μέσα στο «εμείς είμαστε καλοί» έβαζα και τον εαυτό μου, και τότε επιβάλλονταν να χαμογελάσω επιδοκιμαστικά για την έξυπνη απάντηση που είχε δώσει για λογιαριασμό «μας». Μά ούτε και που ζητούσε ο σύντροφός μου καμιά βεβαίωση από μένα. Ήταν το ύφος της κουβέντας του τέτοιο.

   Έβγαλε τα τσιγάρα του κι’ ανάψαμε μ’ ένα περίεργο τσακμάκι που κουβαλούσε.

   « Από τ’ αλβανικό » είπε μέσα σε παρένθεση. « Δουλέψαμε, που λες, με όρεξη για να τον βγάλουμε ασπροπρόσωπο. Μ’ αυτός ακόμα δεν έδειχνε τί σόϊ ήταν. Τις μέρες εκείνες είναι που μάθαμε πως φτάσαν στο διπλανό στρατόπεδο κάτι πρόσφυγες απ’ το νησί. Σηκώθηκα ένα απόγεμα να πάω να δω μην ήταν κανένας γνωστός να μου πει νέα απ’ τους δικούς μου. Βρήκα το Γιώργη το Μπιλιάνη, ξαδερφάκι μου – ίσως τον γνώρισες. – Τί να σου πω, μου λέει, Δαβρέλα, άσχημα νέα. Ζωή σε λόγου σου. Η θειά η Βαγγελιώ σχωρέθηκε. Τη μάνα μου τη λέγαν Βαγγελιώ, κατάλαβες. Δεν είπα τίποτα, μόνο γύρισα και κάθησα στο τσαντήρι μου. Πολύ μου βαροφάνηκε, βλέπεις, να μάθω εδώ στην ξενιτειά πως πέθανε η μάνα μου χωρίς να είμαι κοντά να μου δώσει την ευχή της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά τα κακά μαντάτα πούχε φέρει το Μπιλιάνι απ’ το νησί. Έτσι τάχαν συμφωνημένα οι συνάδελφοι να μου τα πουν λίγα-λίγα, μή μούρθει τίποτα.

   Σα βράδιασε, έρχεται ο Σταμάτης στο τσαντήρι μου. Αυτόν πρέπει να τον γνώρισες. Έδιωξε τους άλλους κα κάθησε απέναντί μου. Άρχισε να λέει πως πρέπει νάχω υπομονή, να σταθώ άντρας, να το φέρνει  από δώ, να το φέρνει από εκεί. Στο τέλος το είπε !  Μαζί με τη μάνα μου είχε πεθάνει κ’ η αδελφούλα μου, το Μαράκι, δεκαοχτώ χρονώ κορίτσι.

   Τότε με πήραν τα κλάματα.

   Σαν μούπαν για τη μάνα μου δεν έκλαψα, μ’ όλο που θάθελα. Γρηά γυναίκα ήταν, τη ζωή της την τυρανισμένη την έζησε, είπα. Όλοι μια μέρα θα πεθάνουμε. Ίσως και να λυτρώθηκε από κείνο το γέρο μου, που ήταν βάρβαρος άνθρωπος, σα Γερμανός. Μά για το Μαράκι δεν ξέρεις πως μούρθε. Κοτζά μου κοπέλλα κει πέρα, πάνω στην άνθισή της, με τις πλεξούδες της… Θυμήθηκα τις τελευταίες μέρες στο νησί, όταν της είπα πως ετοιμαζόμουν να περάσω στην Τουρκιά.  Μ’ αγκάλιασε, έριξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό μου:  – Πού θα πας, αδελφούλη μου, μούλεγε. Πού θα πας;  Μείνε εδώ μαζί μας, να δουλέψεις στο χτήμα του πατέρα. Ένα κομμάτι ψωμί θα βρεθεί για όλους μας. Το κακό θα περάσει. Θα περάσει. – Όχι, Μαράκι, της λέω. Όταν δούλευα στου πατέρα μου είμουν ένα ζο με δεμένα μάτια. Κει πέρα στη Θράκη που ξενητεύτηκα, κ’ ύστερα στην Αλβανία, κατάλαβα τί γίνεται στον κόσμο. Αν μείνω δω πέρα θα με φαν οι χαφιέδες κ’ οι Γερμανοί… Την κατάφερα. Στο τέλος μου χαμογέλασε ένα λιγουλάκι. Το βράδυ πού’ταν να φύγουμε ήρθε κρυφά απ’ τον πατέρα και μας αποχαιρέτησε. Μου έφερε ένα σωρό πράματα…

   Ο Σταμάτης, σαν είδε πως έκλαψα κάμποσο, σηκώθηκε κ’ έφυγε. Ύστερα μου ξήγησε πως τον είχε ανησυχήσει εκείνη η μουγκαμάρα μου για το θάνατο της μητέρας. Μπήκαν σε λίγο τ’ άλλα τα παιδιά και καθήσαν γύρω μου. Δεν είπαν μια βαρειά κουβέντα μεταξύ τους, ούτε ένα πείραγμα, όπως συνηθίζουμε. Κάπνιζαν μονάχα πολύ και κάπου κάπου με ρωτούσαν από κάτι, για τους δικούς μου. – Κλάψε, μου λέγαν, κλάψε να ξεδώσεις… Ήταν σαν όλοι μαζί να ξενυχτούσαμε τα λείψανα των δικών μου, αδελφωμένοι σε τούτη την πικρή ξενητειά.

   Τα παιδιά κάποτε τον πήρανε. Εγώ δεν έκλεισα μάτι. Το πρωϊ είμουν κουρέλι, ανίκανος να παρουσιαστώ για τα γυμνάσια. Πήγαν οι άλλοι και ξηγήσαν τί γίνεται. Όπου, κατά τις δέκα, μπαίνει αυτός στο τσαντήρι μου. Πήγα να σηκωθώ: – Κάτσε, κάτσε, μου λέει, παιδί μου. Ενδιαφέρθηκε, έμεινε λίγα λεπτά χωρίς να μιλά, σα λυπημένος, σηκώθηκε, με συληπήθηκε, μούσφιξε το χέρι. – Κάθησε μου λέει ίσαμε αύριο, να σου περάσει. Υπομονή.

   Και βγήκε. Αλλά δεν πρόφτασε να κάμει πέντε βήματα έξω απ’ τη σκηνή και ξαναγύρισε: – Άκουσε, μου λέει βάρβαρα, κύταξε μην είναι όλα αυτά ψέματα που τα κατέβασε το ξερό σου για να την κοπανίσεις σήμερα, γιατι θα το μάθω και θα σε τσακίσω !...

   Εγώ όμως δεν έχασα την ψυχραιμία μου, μόνο σηκώθηκα. – Είναι ντροπή, του είπα, είναι ντροπή κύριε Δ……, να μας θεωρείτε τόσο τιποτένιους. Εμείς πολεμήσαμε στην Αλβανία χωμένοι στο χιόνι και νηστικοί βδομάδες και δεν καταδεχτήκαμε… Ούτε και θα καταδεχτούμε ποτέ να πούμε τέτοιο ψέμα για πρόσωπα ιερά…

   Δέ θυμάμαι τί άλλο του είπα. Μ’ έπνιγε η αγανάχτηση. Αυτός γύρισε τις πλάτες του κ’ έφυγε.

   – Αυτός, είπα στα παιδά, είναι ο καλός; Αυτός μου φαίνεται πιο μαύρος κι’ από τους προηγούμενους.

   Κι’ αλήθεια, τέσσερις μέρες αργότερα,  έγινε αυτό που μου ανάφερες. Έξη σφαίρες του φύτεψε του μακαρίτη του Νικολιού, που δεν του’χε φταίξει παραπάνω απ’ ότι του’φταιξα κ’ εγώ. Να, να, να, του’δινε με το πιστόλι λυσασμένος… »

   Ο Δαβρέλας σώπασε κάμποσο. Έβγαλε πάλι το σουγιά του κ’ έκοβε τις καρδιές απ’ το καρπούζι πού’χε μείνει. Μας έπεσε μεγάλο και δεν το καταφέρναμε ολάκερο.

   « Αυτό είναι το παράπονό μου, μωρέ Γιάννη » είπε αναστενάζοντας. «Τί κάναμε σ’ αυτούς  τους ανθρώπους; Γιατί αυτή η βαθειά δυσπιστία που μας χωρίζει σα φαράγγι δίχως γέφυρα; Η μεγάλη συμφορά που βρήκε το τόπο μας, δεν τους συνέφερε;»

   Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω.  Μα κει βλέπω το Δαβρέλα να σηκώνεται απότομα και να παίρνει δρόμο μέσα στα χωράφια. «Θα μας φύγει, θα μας φύγει» φώναζε, δείχοντας ένα καμιόνι που ερχόνταν με ταχύτητα. Όρμησα κ’ εγώ. Παρά λίγο να μας προσπεράσει. Έτρεξε πίσω του ο Δαβρέλας, άκουσα τα φρένα να στριγγλίζουν… σταμάτησε. «Ευτυχώς» είπα μέσα μου. Πλησιάσαμε κ’ οι δυό λαχανιασμένοι.

   Ο σωφέρ ήταν ένα παιδαρέλι, που τα μούτρα του δείχναν πατριωτάκι από την Αίγυπτο.

   « Σαϊντα » του είπα αράπικα για να κερδίσω τη συμπάθειά του.

   Αυτός έμεινε αμίλητος κυτάζοντάς με από ψηλά με μια προκλητική απάθεια. «Στενάχωρα τα πράματα» είπα μέσα μου. Μα ήταν κι’ άλλος στο καμιόνι. Μπήκε στη μέση ο Δαβρέλας, η φωνή του είχε κάτι ξεσπάσματα ικετευτικά (άχ, για το «μικρό αδερφό» και τί δεν θα’κανε) και τα κατάφερε. Ανέβηκα πάνω βιαστικά. Ξαφνικά είδα πως βαστούσα ακόμα την κάσκα του. Ήθελα και να του μιλήσω να του πω κάτι για το παράπονό του. Ήθελα να τον ευχαριστήσω.

   Το καμιόνι ξεκίνησε απότομα. Ο σωφέρ ήταν θυμωμένος, Πρόφτασα να δώσω στο Δαβρέλα την κάσκα του. Έσκυψα να του σφίξω το χέρι, δεν μπόρεσα, μόνο του άγγιξα το κουρεμένο του κεφάλι, το χούφτιασα εκεί στην κορυφή. Ήταν καταϊδρωμένο.

    «Γειά σου» του είπα, «Ευχαριστώ…..»

    « Καλό ταξίδι, να μας θυμάσαι… »

    Στάθηκε στην άκρη του δρόμου και κουνούσε την κάσκα του.

 

                                                      ΣΤΡΑΤΗΣ   ΤΣΙΡΚΑΣ

 

 

 

 

  

 

[ Το διήγημα του Στρατή Τσίρκα «Το παρόπονο του Δαβρέλα» δημοσιεύθηκε στο περ. «Κυπριακά Γράμματα, Λευκοσία Κύπρου, (δντής: Νίκος Κρανιδιώτης», Έτος Θ΄, αριθ. 111-112, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1944, σ. 78-82. ]

 

 (εδώ, ελείψει πολυτονικής γραμματοσειράς, υποχρεωτικός μετασχηματισμός σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα η ορθογραφία όπως στο πρωτότυπο).

 

 

 

 

 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com

[ ανάρτηση 9 Φεβρουαρίου 2023 :

Στρατής Τσίρκας,
«Το παράπονο του Δαβρέλα»,

διήγημα,

δημοσίευση 1944, περ. «Κυπριακά Γράμματα» ]