Ιωάννης Πολέμης - "Ρέα Κυβέλη" - αφήγημα με μυθολογικό θέμα - δημοσίευση 1879 - περ. "Μούσαι" (Αθήναι)

 


Ιωάννης Πολέμης

« Ρέα Κυβέλη »

αφήγημα με μυθολογικό θέμα

δημοσίευση 1879   

περ. « Μούσαι » 

 ( αποσπάσματα από τη δημοσίευση )

 

 

 

 

 

 

                          ΡΕΑ ΚΥΒΕΛΗ  

 

 

 

 Ι.

 

    Είμεθα εν Φρυγία πλησίον του όρους της Κυβέλης.

  Την γλυκείαν ταύτην σιγήν της νυκτός μία φωνή, εις θρήνος και άπειροι στόνοι διαλύουσιν.

   Ο θρήνος ούτος κατέρχεται εκ του ναού της Ρέας. είνε πεπνιγμένοι στόνοι, είνε κλαυθμός ερώσης καρδίας.

 

 

ΙΙ.

 

  Μακράν εκ της πεδιάδος, ής το πέρας δεν δύναται να ίδη το όμμα, ακούεται ποιμενικός αυλός, ηρέμα πλησιάζων.

  Ο αυλητής τέλος επλησίασε και μία ακτίς της σελήνης δεικνύει το πρόσωπον αυτού.

  Πόσον είνε ωραίος.

  Φορεί ένδυμα ποιμένος. Οι μέλανες οφθαλμοί του εκτοξεύουσι φλογερώτατα βλέμματα, παμμέλαινα δε κόμη εξαπλούται επί της ράχεως αυτού.

  Κάθηται κάτωθεν δρυός και αφίνων τον αυτόν αυτού άδει.

 

Τα πρόβατα όλην ημέραν ποιμένω

Εδώ εις την χλόην αυτήν την πρασίνην,

Την νύκτα έν βλέμμα γλυκύ της προσμένω

Και με τον αυλόν μου να ψάλλω εκείνην.

 

Φοβού την θεάν μου, φοβού, ώ Σελήνη,

Θα σβέση το φως σου μ’ έν μόνον της βλέμμα,

Μ’ εκείνο μου σχίζει το στήθος ηρέμα,

Εισήλθεν εντός μου, εκεί θέ να μείνη.

 

  Το ασμάτιον τούτο επαναλαμβάνει δις και τρις μετά μεγίστης συμπαθείας. ύστερον δε εγείρεται θέτει τον αυλόν επί των χειλέων του και αναχωρεί.

 

 

ΙΙΙ.

 

  Αίφνης ανοίγει η θύρα του ναού και εξέρχεται γυνή μάλλον γραία ή νέα.  

– Έψαλλεν ο Άτυς, είπεν, αλλά διά τίνα άρα εψάλη το άσμα; Μήπως είμαι εγώ η τονίσασα τας χορδάς της λύρας του; Μήπως εμέ απεκάλεσεν θεάν του;

  Ώ Άτυ, μία σου μόνη λέξις, έν σου μόνον βλέμμα δύναται να σβέση το πυρ της καρδίας μου.

  Αλλ’ ο Άτυς μικρόν κατά μικρόν εχάνετο και μόνον μακρόθεν, ολίγον και μόλις ηκούετο ο ήχος του αυλού του, όστις βροντωδέστατος ήχει εν τη ερώση καρδία της γηραιάς Ρέας. Μετ’ ου πολύ πας ήχος εσίγα και η Ρέα μόνη εθρήνει.

 

 

IV.

 

  Παρήλθον πλείσται νύκτες και ο Άτυς δεν εφάνη πλέον εκεί, ενίοτε όμως αμυδρότατος ηκούετο από μακράν ο ήχος του αυλού του και η Ρέα κατά τι παρηγορείτο.

  Η δυστυχής, καίτοι γραία, είχε θερμοτάτην την καρδίαν της, τους πόθους της φλογώδεις και τα αισθήματά της νεανικώτατα. τον ηγάπα εκ μέσης καρδίας.

  Είνε δυνατόν, έλεγε, να αναμίξη την παμμέλαιναν αυτού κόμην μετά της χιονώδους μου; Είνε δυνατόν να ρίψη τα νεανικά και φλογώδη αυτού βλέμματα επί της γηραιάς και ψυχράς μου όψεως;

  Μίαν εσπέραν θελκτικωτάτην, ότε το παν σιγόν ελάλει, η δε δυστυχής Ρέα, παρέδιδεν όλους αυτής τους ρεμβασμούς εις τας γλυκείας της σελήνης ακτίνας, ατενίζουσα αυτήν ηκούσθη ο ήχος του αυλού του ποιμένος της προς αυτήν ερχόμενος.

  Ο αυλός επλησίασε και ο Άτυς ήδη ευρίσκετο πλησίον της.

 

ΑΤΥΣ.

   Διά τί, Ρέα, είσαι τοσούτον ωχρά ; Διά τί τόσον σύννους και ρεμβώδης κάθησαι ενταύθα ;

ΡΕΑ.

   Ανταλλάσσω το άσμα σου αντί δακρύων.     

ΑΤΥΣ.

   Μήπως ανεμνήσθης των δειλαίων τέκνων σου κατασπαραττομένων υπό του πατρός των Κρόνου, ή μήπως επόθησας την Δίκτην της Κρήτης, της πολυκυμάντου εκείνης νήσου, όπου έτεκες τον Δία ;

ΡΕΑ.

  Ουχί Άτυ. γνωρίζεις καλώς ότι η γυνή ουδόλως φροντίζει περί του παρελθόντος. ρίπτει αυτό εν τη ερέβει της λήθης και ενατενίζει πάντοτε ένδακρυ το βλέμμα της προς το μέλλον. Εκεί μόνη, μόνη η μορφή του Άτυος δι’ εμέ υπάρχει, ήν εάν ποτε έν δάκρυ βηματίζουσα φθάσω θέλω ποθεί πάντοτε το παρόν.

   Ιδού προς τί η ωχρότης και οι ρεμβασμοί, ιδού προς τί αι ροαί των δακρύων μου.

 

   Έκλινεν επί το στήθος της την κεφαλήν της και αι γηραιαί της παρειαί εβυθίσθησαν εις το χρώμα της αιδούς, έπειτα ρίψασα επ’ αυτόν το σπινθηροβολούν βλέμμα τω είπε :

– Θέσε την χείρα σου εις την καρδίαν μου, εξερεύνησον ένα προς ένα τους παλμούς της και θέλεις ιδεί ότι ουδεμίαν άλλην αρμονίαν αποτελούσιν ει μή το γλυκύτατον όνομά σου, Άτυ.   

   Άτυ, ιδέ τον ναόν εκείνον. μία σου μόνη λέξις θα σε καταστήση ιερέα του, είς μόνος όρκος και εν τέλει είς μόνος παλμός.

 

    Ο ποιμήν συνωφρυώθη ακούσας ταύτα και εσκέφθη ότι η θέσις του ιερέως εν Κυβέλη ήτο τι σπουδαίον. Μετά δεν την σκέψιν τή είπεν.

ΑΤΥΣ.

   Και τίς η λέξις εκείνη ; προς τί ο όρκος και ο παλμός ;

ΡΕΑ.

   Ειπέ Άτυ, δι’ εμέ, ό,τι εγώ ήδη εξεφράσθην δια σε. αφιέρωσον εις εμέ τους παλμούς της καρδίας σου και ορκίσθητι ότι θα μοί μένη πιστός. Γνωρίζω ότι με αγαπάς.

ΑΤΥΣ.

   Την κεκρυμμένην καρδίαν μου έν μόνον δάκρυ θα εικονίση !

   Και αφήκε να χυθώσιν εκ των θελκτικών του οφθαλμών ροαί τινες δακρύων.

    Η Ρέα τον ενηγκαλίσθη και στένουσα τω είπεν :

– Ορκίσθητι εις τους αθανάτους θεούς, Άτυ, ότι θα μένης πιστός εις το δάκρυ σου αυτό. Μή ωχριάς. Ιδέ την σελήνην πώς ίσταται άνωθέν μας περιμένουσα τον εγκάρδιον όρκον σου. Είνε παντού σιγή και ουδείς θα τον ακούση.

   Και ο Άτυς θέσας την χείρα επί του στήθους του.  

– Μά τον Δία, εφώνησεν, η καρδία μου θα ανήκη πάνοτε εις σέ.

 

 

V.  

 

   Ο ποιμήν Άτυς εγένετο ιερεύς και ο αυλός του ύμνει την Ρέαν, ιέρειαν του ναού της Κυβέλης.

   Παρήλθεν έκτοτε πολύς καιρός, έως ότου ο νεαρός απηύδησε να κλίνη εις τας γηραιάς αγκάλας της ιερείας του.

   Ηγάπησε άλλην …

   Μίαν εσπέραν έλαβε τον αυλόν αυτού και απήλθε προς την πεδιάδα άδων:

 

Γηραιά, χαίρε πλέον,  αγκάλη,

παρελθόν, σε αφίνω εν λήθη,

νυν θερμά με προσμένουσι στήθη,

νέας πλέον λατρεύω τα κάλλη.

 

   Μετά τούτο ο Άτυς εγένετο άφαντος, η δε Ρέα απαυδήσασα να περιμένη αυτόν ετράπη προς αναζήτησίν του.

   Αλλ’ Άτυς δεν εφαίνετο πλέον.

   Η δυστυχής ερρίφθη πάλιν εις θρήνους.

   Ήτο απαρηγόρητος.

 

   Διηγούνται, ότι μετ’ ου πολύ είδον αυτήν εφ’ άρματος μαινομένην, λυτήν έχουσαν την λευκόχρουν κόμην της και φωνούσαν :  Άτυ !  Άτυ ! …

   Τί απέγινεν αύτη πλέον δεν εγνώσθη, τούτο μόνον γνωρίζομεν ότι η αρά της Ρέας δεν αφήκεν ελεύθερον τον Άτυν.

 

 

 

 

                                         Ι. Κ.  Πολέμης  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Το ιδιότυπο αφήγημα

του Ιωάννη Πολέμη

« Ρέα Κυβέλη »,

αφήγημα με μυθολογικό θέμα,

δημοσιεύθηκε στο περ.

« Μούσαι »,

Αθήναι, Έτος Α΄, αριθ. 2, 15 Ιανουαρίου 1879, σ. 13-14.

  Το αφήγημα χωρίζεται σε 5 μέρη (i-v).

  Eίναι η ιστορία του ίμερου της γραίας Ρέας, ιέρειας του ναού της Κυβέλης, για τον νεαρό ποιμένα Άτυ και την εγκατάλειψή της από αυτόν.  

      Υπογράφει ως: Ι.Κ. Πολέμης.

 

  Το πρωτότυπο σε πολυτονικό.

  Εδώ υποχρεωτικός μετασχηματισμός ελλείψει πολυτονικής γραμματοσειράς σε μονοτονικό.

  Στην παρούσα δημοσίευση δεν είναι πλήρες το αφήγημα.

 

 

 

 

Πηγή εγγραφής:

 

  Μούσαι: περιοδικόν εκδιδόμενον δις του μηνός, Έτος Α', Αριθ. 2 / 15/01/1879

 

  © 2015 Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης,

                 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

     PDF File

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λόγος Έμφρων

logosemfron.blogspot.com

[ ανάρτηση 2 Αυγούστου 2022 :

Ιωάννης Πολέμης,

«Ρέα Κυβέλη»,

αφήγημα με μυθολογικό θέμα,

δημοσίευση 1879

περ. « Μούσαι » (Αθήναι) ]