Δημήτρης Φιλελές
Η παράξενη ιστορία
μιας βαλίτσας
(
Πρότυπες εκδόσεις Πηγή, Αθήνα, 2023 )
νουβέλα
Παρουσίαση του βιβλίου από τον
Χρίστο Γ. Ρώμα.
Ο
χαρισματικός Δημήτρης Φιλελές, ο εκπαιδευτικός με τις άριστες επιδόσεις στην
ποίηση, τις μεταγραφές λογοτεχνικών έργων και στην πεζογραφία, μας ξάφνιασε και
πάλι με το νέο του δημιούργημα. «Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας» είναι,
όντως, μια πολύ πρωτότυπη υπόθεση, που κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία ως το
τέλος. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα τοποθετούνται στην περίοδο της δικτατορίας
των συνταγματαρχών, ενώ οι τοποχρονικές συγκυρίες εμφανίζουν αναμφισβήτητη
αληθοφάνεια.
Τα
έντεκα κεφάλαια του έργου, που είναι νουβέλα, δομημένα κατά σειρά επεισοδίων,
δεν παρουσιάζουν διάσπαση της αφηγηματικής ύλης, κάτι που χαρακτηρίζει την
τεχνική του μυθιστορήματος, ούτε όμως και αρκούνται σε αφήγηση ενός απλού
γεγονότος με κεντρικό ήρωα, όπως συμβαίνει στο διήγημα. Αντίθετα, καθώς
εξελίσσεται ο μύθος, εμπλέκονται στη δράση και νέα πρόσωπα με το ήθος τους, τις
φοβίες, τις αντιδράσεις και τη συμβολή τους στην κάθαρση, κατά το νόημα της
αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Το
χρονικό περιβάλλον, στο πλαίσιο του οποίου τοποθετείται η υπόθεση και η εξέλιξή
της, είναι ο σιδηροδρομικός σταθμός του Μπράλου, την περίοδο, όπως ελέχθη, που
κυβερνά τη χώρα «η εθνοσωτήριος επανάστασις της 21ης Απριλίου 1967».
Κάποια μέρα, λοιπόν, που ο χειμώνας εκείνου του έτους πλησίαζε στο τέλος του,
στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μπράλου σταθμεύει η αμαξοστοιχία
Πειραιώς-Αθηνών-Θεσσαλονίκης και ανακοινώνεται από το σταθμαρχείο η αναβολής
της αναχώρησής της λόγω τεχνικού προβλήματος. Κι ενώ οι επιβάτες κατευθύνονται
καθένας προς τον προορισμό του, στην αποβάθρα, πλάι στον ηλεκτρικό φανοστάτη,
βρίσκεται εγκαταλελειμμένη μία βαλίτσα. Αυτή είναι και η αφετηρία της πλοκής
του περίεργου μύθου με την απροσδόκητη εξέλιξη.
Ερωτηματικά,
υποψίες, φόβοι και τολμηρά σενάρια αρχίζουν αμέσως να βασανίζουν αρχικά τον
σταθμάρχη και κατόπιν άλλα πρόσωπα, με κυριότερο τον πρόεδρο του χωριού. Έτσι,
ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει στο εξής με αγωνία και ενδιαφέρον την εξέλιξη
της περίεργης αυτής υπόθεσης, με δικά του πλέον ερωτήματα: Ποιος ξέχασε αυτή τη
βαλίτσα; Κι αν την ξέχασε κάποιος, γιατί δεν έσπευσε να την αναζητήσει; Έπειτα,
τι περιέχει και γιατί είναι τόσο σφιχτά διπλοκλειδωμένη; Και ακόμη, ήταν τυχαία
η εγκατάλειψή της ή σκόπιμη και γιατί; Και τέλος, πώς πρέπει ο σταθμάρχης και
οι άνθρωποι του χωριού να διαχειριστούν στο εξής την υπόθεση αυτή;
Η
εξέλιξη του μύθου εντυπωσιάζει τον αναγνώστη εξαρχής. Η αφήγηση είναι ασθματική
σε ταχύτητα, καθώς, με βάση το ασύνδετο σχήμα, δεν διακόπτεται ο λόγος με τη
στίξη, ώστε γεγονότα, σκέψεις, λαϊκές εκφράσεις και αποφάσεις παρατίθενται
συνεχόμενα σε ακανόνιστη σειρά, χωρίς προτάσεις διάκρισης, λες και ο συγγραφέας
επείγεται να φτάσει έγκαιρα στο τέλος, για να φωτίσει την έκβαση. Έτσι, κάθε
συμβάν, κάθε παρατήρηση και κάθε προβληματισμός εσωτερικεύεται και κατόπιν η
ενδόμυχη σκέψη εξωτερικεύεται ως προσωπικός μονόλογος. Στο σύνολό της η τεχνική
αυτή, κατά τη γνώμη μου, δεν απαντάται συχνά στη γνωστή ως τώρα αφηγηματική
πεζογραφία.
Παρά
ταύτα, η χρήση αυτού του τρόπου αφήγησης δεν σημαίνει ότι το κείμενο χάνει τη
λογοτεχνική του καλλιέπεια και καταλήγει σε πεζολογίαˑ αντίθετα, το ύφος του
συγγραφέα είναι φυσικό και αβρό, ιδιαίτερα στις περιγραφές της φύσης, των
καιρικών συνθηκών και των προσωπικών σκηνών. Ενίοτε διακρίνει κανείς ρομαντικές
νότες, χωρίς ωστόσο να καταλήγουν αυτές σε γλυκερές υπερβολές. Σε κάποιες περιγραφές,
εντούτοις, γεγονότων και σκηνών είναι ευδιάκριτη η ρεαλιστική απεικόνιση, ακόμη
και με την προσθήκη στοιχείων υπερρεαλισμού.
Η
εξέλιξη της υπόθεσης ανήκει πλέον στις πρωτοβουλίες του σταθμάρχη και των
προσώπων που ο ίδιος καλεί σε συνεργασία. Ο πρόεδρος και ο παπάς του χωριού
είναι οι πρώτοι συνεργάτες του. Κατόπιν και οι λίγοι κάτοικοι που καλούνται σε
μια υποτυπώδη συνέλευση. Οι διαδικασίες που ακολουθούν, με τους λόγους, τους
αντιλόγους, τις συζητήσεις και τις αποφάσεις διαμορφώνουν καταστάσεις, που
αποκαλύπτουν το ήθος των προσώπων και τις σχέσεις μεταξύ τους.
Ο
συγγραφέας υποβάλλει έντεχνα σκέψεις, μονολόγους και ψυχικά ενορμήματα από τα
οποία διαφαίνονται οι εχθρότητες, τα μίση και οι υποκριτικές συμπεριφορές των
πρωταγωνιστών. Ωστόσο, όλ’ αυτά καλύπτονται με τη μάσκα του αλληλέγγυου, του
συγχωριανού και του συνεργάτη. Από την άλλη μεριά οι λίγοι κάτοικοι που
παρακολουθούν ανέκφραστοι τα λογίδρια, πειθαρχούν από φόβο και αποδέχονται κάθε
σχεδιασμό που τους προτείνεται για την αντιμετώπιση της υπόθεσης.
Χρίστος
Γ. Ρώμας και Παναγιώτα Μπλέτα
Από
τον αφηγηματικό λόγο του συγγραφέα καταφαίνεται πρωτίστως το ταλέντο του. Οι
διάλογοι είναι φυσικοί και αβίαστοι, περιγραφικοί, όπου απαιτείται, κοφτοί και
υπαινικτικοί – ακόμη και απότομοι σε περιπτώσεις που επιβάλλεται. Το ήθος πάλι
των πρωταγωνιστών υποδηλώνεται μέσα από τους λόγους τους, τα υπονοούμενα, τις
σκοπιμότητες, τις φοβίες και τις ενέργειές τους. Οι κάτοικοι του χωριού,
εξάλλου, φοβισμένοι και πειθαρχικοί, όπως αναφέραμε, κινούμενοι κάτω από τις
απειλητικές διατάξεις της δικτατορίας, όχι μόνον δεν εγείρουν αντιρρήσεις σε
ό,τι τους προτείνεται, αλλά και ομόφωνα επιδοκιμάζουν τα πάντα. Ο παπάς,
επίσης, αν και γνωρίζει το ήθος του πανούργου προέδρου, αρκείται σε απλή
συναίνεση και προτείνει πειθαρχία στους άνωθεν σχεδιασμούς. Υπάρχει κι ένα πρόσωπο
ακόμη, που εμπλέκεται δυναμικά στην υπόθεση. Είναι η όμορφη γυναίκα του
σταθμάρχη, που γνωρίζει πρόσωπα κι συμπεριφορές, και αναλαμβάνει ενσυνείδητα να
παίξει ρόλο πρωτεύοντα και επικίνδυνο.
Ύστερα
από τις αποφάσεις και τους σχεδιασμούς μπαίνουν σε ενέργεια τα σχέδια. Η
βαλίτσα είναι κίνδυνος για το χωριό και τους κατοίκους του και πρέπει να
εξαφανιστεί. Ναι, αλλά γιατί; Ποιος απειλεί ποιους – και τι είδους κίνδυνος
είναι αυτός; Κι ενώ σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν απαντά κανείς, εντυπωσιάζει τον
αναγνώστη το γεγονός πως η αφήγηση των συμβάντων, που ακολουθεί, θυμίζει πιο
πολύ παραμύθι παρά σύγχρονη πραγματικότητα. Φαίνεται, όμως, ότι και ο
συγγραφέας τα καταγράφει αδιάφορα θέλοντας κυρίως να καταδείξει ότι η έλλειψη
απαντήσεων στα ερωτήματα που συνδέονται με τη μυστηριώδη βαλίτσα έχει οδηγήσει
σε τυπικές ενέργειες χωρίς ενδιαφέρον, ενώ και ο αναγνώστης μένει σε σημαντικό
βαθμό προβληματισμένος.
Έτσι,
το έργο εκ πρώτης όψεως από νουβέλα κοινωνικού περιεχομένου μεταπίπτει πλέον σε
θρίλερ αστυνομικού τύπου, όπου ο αναγνώστης θα ικανοποιηθεί μόνον όταν ευρεθεί
ο δολοφόνος και συλληφθεί! Κι ενώ τώρα η κάθαρσις, κατά το νόημα της αρχαίας
τραγωδίας, είναι προβληματική, η ποιότητα του έργου θα αξιολογηθεί θετικά μόνον
όταν ο από μηχανής θεός αποκαλύψει ό,τι ως τώρα είναι κρυφό και σκοτεινό και
οδηγήσει στα πραγματικά γεγονότα της μυστηριώδους ιστορίας.
Από
αριστερά προς τα δεξιά:
Χρύσα
Νικολάκη, Χρίστος Γ. Ρώμας, Παναγιώτα Μπλέτα, Δημήτρης Φιλελές
Και
ο από μηχανής θεός επεμβαίνει πλέον έντεχνα. Ο συγγραφέας σκηνοθετεί με
λογοτεχνική επιδεξιότητα την προϊστορία του μύθου. Τα πάντα φωτίζονται τώρα και
έχουν την ερμηνεία τους. Πρόσωπα, χρόνοι, γεγονότα, συνθήκες, αγώνες, προδοσίες
σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη βαλίτσα και το περιεχόμενό της. Στο εξής η
σκηνοθεσία της ιστορίας ζωηρεύει. Η αφήγηση γίνεται συναρπαστική. Τα νέα
πρόσωπα που έρχονται στο προσκήνιο, ανακαλούν ιστορικές μνήμες που συγκινούν
και παραδειγματίζουν. Με βασικό στοιχείο σ’ αυτήν την ενότητα τις λογοτεχνικές
αναχρονίες, ο συγγραφέας εγκιβωτίζει μικρές ιστορίες αντίστασης των φοιτητών
κατά του ανελεύθερου καθεστώτος και υποβάλλει έντεχνα τις έννοιες της θυσίας
και του μαρτυρίου μπρος στα ιδανικά της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, αλλά
και στις πεποιθήσεις των νέων για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Είναι όλ’
αυτά τα ιδανικά, που κεντρίζουν τις συνειδήσεις, αναπτερώνουν το φρόνημα,
εμπνέουν αισιοδοξία και χαράζουν για το μέλλον μια ελπιδοφόρα προοπτική.
Γενικεύοντας,
τέλος, τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις μας για τη νουβέλα του Δημήτρη
Φιλελέ, μπορούμε ανεπιφύλακτα να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για
υπόθεση πρωτότυπη, αληθοφανή λόγω των ιστορικών παραμέτρων της, με συναρπαστική
πλοκή στα αφηγηματικά μέρη, ακριβή απόδοση του ήθους των προσώπων και απόλυτα
φυσικούς διαλόγους.
Από
την ανάγνωση ο επαρκής αναγνώστης, πέρα από την απόλαυση, θα αντλήσει διδάγματα
αγωνιστικού ήθους, συντροφικής αφοσίωσης και πολιτικής συμπεριφοράς – στοιχεία
που καταξιώνουν τον άνθρωπο και σκιαγραφούν οράματα και προοπτικές για το παρόν
και το μέλλον
Και
από αυτή την άποψη η νουβέλα του Δημήτρη Φιλελέ, εκτός από ευχάριστη, είναι και
διδακτική.
Χρίστος
Γ. Ρώμας
φιλόλογος
– συγγραφέας
Πέμπτη,
1 Ιουνίου 2023
Πηγή δημοσίευσης: Δημήτρης
Φιλελές: Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας - Χρίστος Γ. Ρώμας
(dimitrisfileles.blogspot.com)
Όρθιος: ο εικονογράφος του βιβλίου
Νίκος Βρεττός
Εικονίζονται από αριστερά προς τα
δεξιά: Σόνια Παπαϊωάννου,
Νίκος Παναγιωτάρας, Χρήστος Πέτσας
(από την παρουσίαση του βιβλίου στο LUX Athens, Μεταξουργείο)
Κριτικό σημείωμα της Παναγιώτας
Μπλέτα
Η νουβέλα του Δημήτρη Φιλελέ
διαδραματίζεται την εποχή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα
(1967-1974), μια εποχή που στιγματίστηκε από τους διωγμούς, τις εξορίες, τα
βασανιστήρια και την βάναυση καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Έχει σημασία η εποχή, διότι η
ιστορία του βιβλίου αναφέρεται στο ταξίδι μιας βαλίτσας, η οποία βρέθηκε
παρατημένη στο σιδηροδρομικό σταθμό ενός χωριού, της ελληνικής επαρχίας, της
οποίας, όμως, κανείς, δεν δηλώνει ιδιοκτησία, αλλά και ταυτόχρονα αποτελεί
ιδιοκτησία όλων, για αυτό και προσπαθούν να την κρύψουν από τα μάτια και τα
αυτιά του καθεστώτος.
Για να δούμε, όμως, τι ακριβώς
συμβολίζει αυτή η βαλίτσα;
Η βαλίτσα συμβολίζει τη διαδρομή των
σκέψεων, ιδεών, συναισθημάτων και συνθημάτων κατά της χούντας, από και προς το
λαό. Ουσιαστικά, ο ίδιος ο λαός εσωπρογραμματίζει την ανατροπή, είτε εν γνώση
είτε εν αγνοία του, καθώς όλα αυτά που η βαλίτσα κρύβει αποτελούν αυτά που
κρύβει στην ψυχή του, δηλαδή την αγανάκτηση για την καταπίεση και τη σκλαβιά
που δέχεται.
Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι η
βαλίτσα είναι η ψυχή του λαού, που ταξιδεύει από άκρη σε άκρη, προκειμένου να
αφυπνίσει και να ετοιμάσει τον αγώνα για την ανατροπή της χούντας.
Ο Βαγγέλης Ντίκος ερμηνεύει
αντιδικτατορικά τραγούδια.
Στο πιάνο συνοδεύει ο μαέστρος Νίκος
Πλάτανος
Οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι ένας
σταθμάρχης σε ένα περιφερειακό σταθμό τρένου και ο πρόεδρος του χωριού, ένας
πολιτικάντης δημαγωγός, που όμως αντιδρά κι αυτός, κρυφά, απέναντι στο καθεστώς
και προσπαθεί να προστατέψει το χωριό του από τον κίνδυνο που βλέπει μπροστά
του, με την αποκάλυψη του περιεχομένου της βαλίτσας. Έτσι, σχεδιάζει τη
στρατηγική, καθότι, είναι ο πολιτικός παράγων, ο ικανός να το κάνει, αλλά και ο
έχων την ευθύνη για το κοινό που υπηρετεί, προκειμένου να εξαφανιστεί η
βαλίτσα, αθόρυβα και ανεξιχνίαστα, πριν την εμφάνιση της χωροφυλακής. Ίσως,
αυτό το project, του οποίου ήταν ο ιθύνων νους, να αποτέλεσε και το μεγαλύτερο
επίτευγμα της καριέρας του.
Ας μην ξεχνάμε, αυτή ήταν η εποχή
όπου υπήρχε αρκετός χώρος για ήρωες, αρκεί η ενσυναίσθηση να υπερέβαινε το
φόβο.
Σε αυτή του την προσπάθεια, ο
πρόεδρος, λοιπόν, ζητά βοήθεια, από τον άσπονδο εχθρό του, τον σταθμάρχη του
σταθμού.
Ταυτόχρονα, αναζητά κι άλλους
συμμάχους, μέσα από το χωριό, που αντιπροσωπεύουν τους εκπροσώπους των θεσμών
που επηρεάζουν το κοινωνικό σύνολο τη δεδομένη εποχή, ανεξάρτητα από τις όποιες
πολιτικές τους πεποιθήσεις.
Έτσι, συγκαλεί δημοτική συνέλευση,
στο καφενείο του χωριού, προκειμένου να αποφασισθεί συλλογικά η φύλαξη της
βαλίτσας, μέχρι να φθάσει η χωροφυλακή, της οποίας βαλίτσας όμως έχει ήδη
αποφασίσει, μυστικά, την εξαφάνιση. Ουσιαστικά, ψάχνει για μάρτυρες,
απέναντι στο καθεστώς, ότι τηρήθηκε η ορθή διαδικασία αντιμετώπισης ενεργειών
συνομωσίας.
Η διάταξη του κόσμου στην αίθουσα,
αποκαλύπτει την κοινωνική διαστρωμάτωση, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και
τη θέση της γυναίκας η οποία είναι απούσα από αυτές τις συνελεύσεις.
Παναγιώτα Μπλέτα
Ο παππάς και ο δάσκαλος,
εκπροσωπώντας τις αρχές του τόπου, κάθονται μπροστά και ο πρόεδρος τους ζητά να
πάρουν ενεργά μέρος στη συνέλευση, έτσι ώστε, να δώσουν το πράσινο φως, να
βρεθούν εθελοντές μέσα από το λαό για να φυλάξουν τη βαλίτσα. Παρά τις διαφορές
τους, πολιτικές και άλλες, αντιλαμβάνονται νοητά και συμπράττουν στο σχέδιο του
προέδρου. Οι παλικαράδες εθελοντές αυτοπροτείνονται και ο πρόεδρος τους
ορίζει να φυλάξουν τη βαλίτσα.
Πως τα κατάφερε, όμως, ο πρόεδρος να
εξαφανίσει τη βαλίτσα, μέσα από τα μάτια των ατόμων που ο ίδιος όρισε για τη
φύλαξη της;
Εξαπάτησε ή προστάτευσε τελικά τους
κατοίκους του χωριού του;
Αυτές οι οξύμωρες ισορροπίες είναι
που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη εποχή, όπου ο φόβος δεν άφηνε περιθώρια να
μεταδώσεις την αλήθεια σε όλο το λαό, παρά μόνο μέσα από το ασυνείδητο
του.
Όπου η καταρράκωση της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας έκανε εχθρούς και φίλους ένα.
Είναι η κατάρρευση, τελικά, η
καταστροφή, ο ορυμαγδός απαραίτητες συνθήκες για να μάθει ο άνθρωπος, παρά τις
διαφορές που τον χωρίζουν με τους υπόλοιπους, να σκέφτεται και να ενεργεί
συλλογικά;
Έτσι μάλλον θα πρέπει να είναι, γιατί
κατά κάποιο τρόπο, στην εξαφάνιση της βαλίτσας, συμμετείχε, όλο το χωριό, είτε
συνειδητά, είτε ασυνείδητα.
Αυτή η απίθανη ιστορία μας οδηγεί σε πολλούς
συνειρμούς σχετικά με τις βαλίτσες που κουβαλάμε στη ζωή, ιδέες ακυβέρνητες που
παρατάμε στους διάφορους σταθμούς της ζωής μας και που μέλλει να αλλάξουν το
μέλλον το δικό μας και των άλλων.
Ο συγγραφέας, κάνει αναφορές και στα
έργα υποδομής που έγιναν, όπως και στην προσπάθεια της ορθής τους λειτουργίας,
κατά τη διάρκεια της χούντας, που όμως βασίζονταν στην εξάντληση του ανθρώπινου
μόχθου. Έμμεσα, καταρρίπτει τα επιχειρήματα για ανάπτυξη που χρησιμοποιούσε,
συνήθως, η χούντα, για να βρίσκεται στην εξουσία. Επίσης, δίνει μια σαφή εικόνα
της ταξικής διαστρωμάτωσης, εκείνης της εποχής, που δεν αφήνει περιθώρια στον
εργάτη να αναπνεύσει, παρά μόνο όταν αφεθεί στην λύπηση των άλλων.
Οι περιγραφές του είναι τόσο γλαφυρές
που σου μεταφέρουν αυτούσια την τραγικότητα της εποχής, τις αγωνίες και τους
φόβους των ηρώων του, τα θεμιτά και αθέμιτα μέσα που χρησιμοποιούνται για να
δώσουν λύση στα πολιτικά αδιέξοδα.
Η πλοκή είναι αρκετά δυναμική και
ευθυγραμμίζει την ουσία με την αγωνία που έχει πολλές διακυμάνσεις μέχρι το
τέλος του βιβλίου.
Και φυσικά, υπάρχει χαραμάδα ελπίδας
στο σκοτεινό δωμάτιο, στους σκοτεινούς καιρούς, που δεν είναι άλλη από τη
συλλογική δράση, απέναντι σε όποιον εχθρό ορατό ή αόρατο, σε όποια οδύνη και
πόνο, απέναντι στην ματαιότητα της εξουσίας που μετατρέπει τους ανθρώπους σε
δολοφονικές μηχανές έτοιμες να καταστρέψουν όλα αυτά από τα οποία προήλθαν.
Παναγιώτα Μπλέτα – Συγγραφέας/Διανοήτρια
4.6.2023
Πηγή
δημοσίευσης #1: ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΦΙΛΕΛΕΣ – «Η ΒΑΛΙΤΣΑ» – Lifespeed
Πηγή δημοσίευσης #2: Δημήτρης Φιλελές:
«Η Βαλίτσα» - Now24.gr
Πηγή
δημοσίευσης #3: Η
ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΜΠΛΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Η ΒΑΛΙΤΣΑ» ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΙΛΕΛΕ -
Books and Style
Ο Κώστας Σκόνδρας
ερμηνεύει αντιδικτατορικά τραγούδια
Κριτικό
σημείωμα της Χρύσας Νικολάκη
Μία διεισδυτική ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων της επαρχίας
Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *
Δημήτρης Φιλελές «Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας», εκδ.
Πηγή
“In eum locum res, deducta est, ut, nisi qui deus vel casus aliqui subvenerit, salvi esse ne que amus.”: Σε τέτοιο σημείο έχουν οδηγηθεί τα
πράγματα ώστε να μην μπορούμε να σωθούμε εάν δεν μας βοηθήσει κάποιος Θεός ή
κάποιο τυχαίο περιστατικό. (Η κατάρα των εμφυλίων πολέμων).
«Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας» του Δημήτρη Φιλελέ
είναι ένα βιβλίο που περιέχει μία διεισδυτική ματιά στη ζωή των απλών ανθρώπων
της επαρχίας. Ο Δημήτρης Φιλελές αντιμετωπίζει όλους τους ήρωες του με βαθιά
ενσυναίσθηση αλλά και παρατήρηση. Πηγή αθωότητας, γεμάτης από τη δύναμη της
επανάστασης είναι ο ορισμός της «υπογραφής» του. Αυτό ακριβώς αισθάνθηκα
διαβάζοντας τη νουβέλα.
Ο μακροπερίοδος λόγος που χρησιμοποιεί προσδίδει
σοβαρότητα και επισημότητα, χωρίς όμως να χάσει καθόλου την καυστικότητα και το
χιούμορ του.
Το επικοινωνιακό πλαίσιο ναι μεν αποκτά αυτή τη
σοβαρότητα αλλά ο καυστικός λόγος κατακλύζει τον αναγνώστη.
Χρύσα Νικολάκη
Ο Δημήτρης Φιλελές εκφράζει σύνθετες και πολύπλοκες
σκέψεις, αναλύοντας διεξοδικά και κλιμακωτά τη συλλογιστική του διαδρομή. Τη
διαδρομή δηλαδή της ιστορίας της βαλίτσας στα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας.
Εκεί όπου μία εξ ουρανού φερμένη βαλίτσα αναστατώνει την εικονική ηρεμία του
τόπου. Ο δυναμικός και γρήγορος αφηγηματικός ρυθμός, μας συνεπαίρνει στην
τραγελαφική διαδρομή της βαλίτσας, ανάμεσα στην έριδα του σταθμάρχη και του
προέδρου. Και ο δάσκαλος μαζί με τον Παπά, πρωτεργάτες του πνεύματος και της
αδελφοσύνης, δίνουν τα χέρια για το καλό της ομόνοιας του συνόλου.
Προσέξτε το παρακάτω κείμενο στη σελίδα 35,
ενδεικτικό της μαεστρίας της τεχνικής του συγγραφέα, που δεν είναι
άλλη στην προκειμένη περίπτωση από την έμφαση του, να καταστήσει πειστική
την επιχειρηματολογική του δεινότητα.
“Τι τους θέλουμε πάλι τους
μπασκίνες μέσα στα πόδια μας ; δεν φτάνει που μας παιδεύουν τόσα χρόνια με τη
βρωμιά που έχουν μέσα στο κεφάλι τους , να τους κουβαλήσουμε τώρα στο χωριό για
μία χαμένη βαλίτσα, να χάσουμε τον ύπνο μας με τις ερωτήσεις και την καχυποψία
τους, πάλι τα ίδια θα έχουμε, πάλι οι συνήθεις ύποπτοι θα περάσουμε από το
τμήμα για ανάκριση μέχρι να σταμπάρουν αυτόν που θέλουν αυτοί για ένοχο, ένας
Θεός ξέρει πού θα καταλήξουμε, καλύτερα να ετοιμάζω σιγά-σιγά τη δική μου
βαλίτσα”.
Σε αντίθεση με άλλα βιβλία που κάνουν χρήση μακροπερίοδου
λόγου, εδώ ο Δημήτρης Φιλελές κατορθώνει να παντρέψει τις λογικές σχέσεις
της τότε εποχής , τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες του αλληλοσπαραγμού και να
μας οδηγήσει έναν έναν, να κατανοήσουμε και να ξεκλειδώσουμε τα νοήματα.
Ο συγγραφέας φωτίζει το παρασκήνιο με τρόπο σαφή και
εικονοπλαστικό, με μία γλώσσα άλλοτε τρυφερή και άλλοτε κοφτερή. Σαν τη ζωή. Τη
ζωή εκείνης της σκοτεινής πλευράς της Ρωμιοσύνης όπου ο αδερφός στρεφόταν
εναντίον αδερφού.
Διώξεις από το 67 έως το 74, αυταρχισμός και σκάνδαλα
ήταν τα σημαντικότερα στοιχεία αυτής της μαύρης περιόδου με ολική κατάρρευση
που επήλθε με την πτώση της χούντας και την άφιξη στην Αθήνα του Κωνσταντίνου
Καραμανλή, και την πίεση της εισβολής των Τούρκων. Για αυτή την πραξικοπηματική
δράση αρκετοί άνθρωποι καταδικάστηκαν. Κατόπιν ήρθε η πίεση της μεταπολίτευσης.
Η ηθοποιός Ντομένικα Ρέγκου
διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο
“Ο νεανικός ενθουσιασμός μας παρέσυρε
σε λάθη. Τα μέλη της ομάδας μας αυξήθηκαν τόσο γρήγορα, που χάσαμε τον
έλεγχο. Η ασφάλεια και ο Στρατός είχαν μάτια και αυτιά παντού. Ο χαφιές χώθηκε
ανάμεσα μας πριν το καταλάβουμε. Είχαμε το κρησφύγετο μας σ ‘ ένα παλιό σπίτι
στα Σεπόλια. Εκεί περνούσαμε τα βράδια μας με τον Παντελή δουλεύοντας
ασταμάτητα , οι γονείς μας καρδιοχτυπούσαν, αλλά εμείς τραβούσαμε τον δρόμο
μας. Μέχρι που κάποιο ξημέρωμα μας μπλόκαραν.”
Συμπερασματικά, ο Δημήτρης Φιλελές περιγράφει τα
γεγονότα εκείνης της εποχής από τη στάση εκείνων των «νιτσεϊκών» υπερανθρώπων
που δεν υπέκυψαν απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο. Γνώση ιστορική, κατάκτηση
των εκφραστικών μέσων και μία διεισδυτική οπτική κατακλύζουν το βιβλίο. Μα αυτό
που εμένα σαν αναγνώστρια πρωτίστως και κατά δεύτερον σαν κριτικό γέμισε την
ψυχή μου, είναι η ατόφια κράση των ηρώων. Σμιλεμένοι λες από χέρι Φειδία
ένας-ένας οι ήρωες της βαλίτσας, δημιουργούν ένα ηθογραφικό μωσαϊκό και
ταυτόχρονα ρεαλιστικό, που με πείθουν για την ακρίβεια και την πιστότητα τους.
Πραγματικά μαζί με τις υπέροχες σκιτσογραφίες του
Νίκου Βρεττού οι ήρωες ομοιάζουν σαν να βγαίνουν από τις ολοζώντανες σελίδες
του. Οι συμβολισμοί και τα ονόματα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι παρμένα
από τον φυσικό/ιστορικό κόσμο με δύναμη ηθογραφική.
Ο συγγραφέας Δημήτρης Φιλελές
υπογράφει αντίτυπο του βιβλίου
Γράφει στη σελίδα 89:
“Το δικό μου «μακριά» έρχεται από τις
21 Μαρτίου 1969. “Μία μικρή κραυγή έκπληξης ξεφεύγει από τα χείλη της
Ελευθερίας που παραλίγο να της πέσει ο δίσκος με τον καφέ και το νερό από τα
χέρια, καθώς ακούει τη σημαδιακή ημερομηνία, ενώ ο Πέτρος ανοίγει διάπλατα τα
μάτια και το στόμα, χωρίς να καταφέρει να αρθρώσει λέξη”.
Οπωσδήποτε μετά από αυτή την αποκάλυψη της
αυτοδιάθεσης των ηρώων του βιβλίου, ο αναγνώστης απορροφά και απομνημονεύει
μέχρι το τέλος την κάθε σελίδα. Όπως έλεγε ο Καζαντζάκης: “Ο νους βολεύεται,
έχει υπομονή, του αρέσει να παίζει μα η καρδιά αγριεύει, γλεντάει και χιμάει να
ξεσκίσει το δίχτυ της ανάγκης.” Μέσα του ο συγγραφέας ξέρει πως η απάντηση
βρίσκεται στην καθημερινή πάλη, στον πόλεμο κατά της διαφθοράς, στο “ευ
αγωνίζεσθαι” της συνειδήσεως. “Μην καταδέχεσαι να ρωτάς θα νικήσουμε; θα
νικηθούμε; Πολέμα!” σαν να ακούει τα λόγια του μεγάλου Κρητικού. Χρυσαετός πάνω
από την άβυσσο, ο Δημήτρης Φιλελές φτάνει στην υψηλότερη βουνοκορφή, βουτά στα
άδυτα του εμφυλίου, και μας φέρνει εκείνο το ελάχιστο φως που καίει, για να
φωτίσει τους επερχόμενους νέους και να θυμίσει τα γεγονότα στους παλιούς. Ο
Δημήτρης Φιλελές στη νουβέλα του «Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας» μασάει τα
σίδερα και φτύνει τους προδότες. Και είναι αυτή του η στάση ζωής, που γίνεται
στάση γραφής και υπογραμμίζει το περιεχόμενο της βαλίτσας του, αλλά και της
Ιστορίας.
Πράγματι, “Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας” είναι μία
νουβέλα μοναδική στο είδος της, αφού κατορθώνει να μας κάνει να γελάσουμε
δυνατά και παράλληλα να εξεγερθούμε χειροκροτώντας!
* H Χρύσα Νικολάκη είναι
Βιβλιοκριτικός, Συγγραφέας, Θεολόγος
Πηγή
δημοσίευσης: Μία διεισδυτική ματιά στη ζωή των απλών
ανθρώπων της επαρχίας • Fractal (fractalart.gr)
από την παρουσίαση του βιβλίου:
(εικονιζόμενοι από τα αριστερά προς τα δεξιά)
Χρύσα Νικολάκη,
Χρίστος Ρώμας,
Παναγιώτα Μπλέτα,
Δημήτρης Φιλελές
από την παρουσίαση του βιβλίου:
Χρίστος Ρώμας
από την παρουσίαση του βιβλίου:
Βαγγέλης Ντίκος
Στο πιάνο: Νίκος Πλάτανος
το εξώφυλλο του βιβλίου
Το φωτογραφικό υλικό από την παρουσίαση του βιβλίου
οφείλεται στον φωτογράφο Emanon Freeman.
Δημήτρης
Φιλελές,
Η παράξενη
ιστορίας μιας βαλίτσας
(νουβέλα)
Πρότυπες
Εκδόσεις Πηγή, 2023
Αποσπάσματα από
το βιβλίο
Το εκδοτήριο
των εισιτηρίων είναι ασφαλισμένο, ο χώρος των δεμάτων κλειδωμένος, κλειδώνει
και το γραφείο του, μια τελευταία ματιά στην αποβάθρα –τι τη θέλει τέτοια ώρα;–
και κλείδωμα της πίσω πόρτας, παίρνει τον φακό του, ελέγχει τα βαγόνια και τη
μηχανή, όλα κλειστά, άνθρωπος δεν υπάρχει, καμιά φορά ξεμένει κάποιος
κοιμισμένος, γυρίζει, είναι έτοιμος να φύγει, σκοντάφτει πάνω σ’ ένα κουτί,
λίγο ακόμα και θα ’πεφτε, ρίχνει φως, δεν είναι κουτί, είναι μια βαλίτσα, ποιος
αφηρημένος την ξέχασε καταμεσής του σταθμού; πόσο βιαστικός ήταν που δεν γύρισε
να την πάρει; και πού θα ψάχνει αυτός τον ιδιοκτήτη της βαλίτσας βραδιάτικα; θα
την αφήσω στο γραφείο μου και το πρωί βλέπουμε, σίγουρα θα εμφανιστεί ο
ιδιοκτήτης της – είναι μια μικρή καφέ βαλίτσα, με κλειδαριές και λουκέτα,
δεμένη και με λουρί, πολύς θόρυβος για το τίποτα, ή μήπως όχι, καλού κακού τη
φυλάμε προσεκτικά και αύριο βλέπουμε. (σελ. 11)
Ένα αόρατο ηλεκτροφόρο καλώδιο
χιλιάδων βολτ κατακεραυνώνει τον άναυδο πρόεδρο, μια κοιτάζει τη βαλίτσα και
μια τον σταθμάρχη, μόνο να καπνίζει μπορεί με απανωτές βαθιές ρουφηξιές, λίγο
ακόμα και δεν θα βλέπουν ο ένας τον άλλο, αυτή η εξέλιξη τού είναι αδιανόητη,
προσπαθεί να ανασυντάξει τις δυνάμεις του, να ανασυγκροτήσει τη σκέψη του, να
πατήσει και πάλι στη γη που για μια στιγμή χάθηκε κάτω από τα πόδια του, είναι
παλιά καραβάνα, ξέρει πως κάθε πρόβλημα έχει τη λύση μέσα του, του την έφερε ο
παλιορουφιάνος, τον έχει στριμώξει στην άκρη του ρινγκ και είναι αποφασισμένος
να τον γρονθοκοπήσει ανελέητα, οι παλιοί λογαριασμοί είναι πάντα ανοιχτοί, μια
κίνηση λεπτή χρειάζεται, ένα βήμα λοξό και θα του ξεφύγει, να περάσει πρώτα η
μπόρα και μετά θα λογαριαστούμε, τώρα κάτι πρέπει να βρει να πει, ο χρόνος δεν
είναι πια με το μέρος του, ο σταθμάρχης απέναντί του γελάει με σφιγμένα χείλη
κάτω από το λεπτό μουστάκι του, μια ζαριά, όλα για όλα λοιπόν. (σελ. 19)
Ένα στιβαρό χέρι κάθεται πάνω στο
χέρι του δάσκαλου που ακουμπά πάνω στο τραπέζι και το σφίγγει δυνατά, είναι το
χέρι του παπά, χέρι δουλεμένο στα χωράφια, στο όργωμα και στη σπορά μαζί με τη
σπορά του λόγου του Κυρίου· είναι ένας εβδομηντάχρονος άντρας γεροδεμένος, με
ανάστημα μέτριο, λευκά μαλλιά και πλούσια γενειάδα που τα έμπειρα μάτια του
έχουν δει πολλά, έχει ζήσει από πρώτο χέρι την αδελφοσφαγή, έχει μαυρίσει
αμέτρητες φορές η ψυχή του από το ξόδι των νεκρών παλληκαριών του χωριού και
των γύρω περιοχών, έχει χρειαστεί πολλές φορές να βρει τη δύναμη να μπει
ανάμεσα στους μεν και στους δε, άλλοτε με τη μειλιχιότητα του ευαγγελικού λόγου
και άλλοτε με την απειλή της αποπομπής στο πυρ το εξώτερο, για να σταματήσει
την καταραμένη διχόνοια· δίνει το σήμα στον δάσκαλο να σταματήσει, δεν είναι
ώρα για τέτοιες σκέψεις ούτε για τέτοια λόγια, οι Ισκαριώτες μια τέτοια
ευκαιρία ψάχνουν για να σταυρώσουν τον Χριστό ξανά και ξανά. (σελ. 35)
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 3 Ιουλίου 2023 :
Δημήτρης Φιλελές,
« Η
παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας »,
νουβέλα 2023,
Παρουσιάσεις,
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ]